Της Κάλλιας Παπαδάκη.
Ήταν ένα ήσυχο καλοκαίρι, ξεγλιστρούσε μέσα από τις σχισμές της χούφτας σαν την ψιλή άμμο, πυρρόξανθοι κόκκοι μιας ροής γεγονότων σχημάτιζαν αχνές οροσειρές, που θα τις έπαιρνε αργά ή γρήγορα το νερό, ισχνές κορυφές που θα τις σκόρπιζε ανέμελα το πρώτο φύσημα του μπάτη. Δεν συνέβη τίποτα, ή μάλλον, πολλά συνέβησαν, μα ήταν σαν να μην μας αφορούσαν, θα συνεχίζαμε ούτως ή άλλως τις ζωές μας, κι οι μακρινές συνέπειες όσων πράξαμε, θα ‘τανε ακόμη μια ανόητησπουδή για το μέλλον.
Τον Jean-Paul τον γνώρισα σε ένα εξοχικό σπίτι ένα μακρόσυρτο μεσημέρι, που ‘χα δώσει όρκο πως δεν θα ξαναγγίξω το ποτό, ήταν ψηλός κι άτονος, τα χέρια του κρεμόντουσαν μετέωρα σαν άπραγες τανάλιες, μα κάτι στο βλέμμα του σπινθηροβολούσε, να ’τανε ο ήλιος που ‘χε πνιγεί μες στα σύννεφα, κι έκανε κάθε τόσο να ξεμυτίσει, ή μήπως είχεόντως κάτι το παράταιρα οικείοαπάνω του, που μου ‘χε τραβήξει την προσοχή, ένα ανεπαίσθητο νεύμα παραίτησης, σαν να τα ‘χε ζήσει όλα στην αδηφάγα υπερβολή τους, και τώρα έστεκε παράμερα, βυθισμένος σε μια λευκή φερφορζέ καρέκλα κι έπαιζε με το κινητό του. Με τον πατέρα του τον Νάσο με τα χρόνια είχαμε χαθεί, άλλωστε σ’ αυτό συνέδραμε το μεταπτυχιακό του στο Dauphine και η μετέπειτα ανοδική του πορεία στο χώρο των χρηματοοικονομικών. Δεν ξέρω αν όντως ο Νάσος είχε κάνει τις σωστές επιλογές στη διαχείριση του προσωπικού του ρίσκου, όμως την κρίση την βίωνε σαν κάτι το επιδερμικό, ένα νωπό εξάνθημα που με την πάροδο των ημερών υποχωρούσε, σ’ αντίθεση με μένα και την αδερφή μου τηνΣοφία, που βρισκόμασταν σε δεινή οικονομική θέση, μετά την παραλίγο πτώχευση της οικογενειακής μας επιχείρησης και της υπαγωγής μας στο άρθρο του νόμου 99.
Δεν θυμάμαι με ποια ασήμαντη αφορμή ο Jean-Paul παράτησε το κινητό του και μου απηύθυνε το λόγο, και τι ακριβώς και πόσο εύστοχα του απάντησα, όμως έδειξε να γνωρίζει πως υπήρξα συμφοιτητής και φίλος του πατέρα του στο Πολυτεχνείο, με ρώτησε ανενδοίαστα αν είμαι παντρεμένος, πόσα χρήματα έχω στην τράπεζα κι αν έχω βγάλει κέρδος από την κρίση, αν κάνω παράτολμα ταξίδια, κι αν έχω επενδύσει στις χρυσές μετοχές της Apple, ήταν θρασύς, σχεδόν χυδαίος,το βλέμμα του βαθύ και περιπαικτικό, κι αν δεν ψυχανεμιζόμουν το μίσος του για τον πατέρα του και τον μεγαλοαστικό κύκλο που τον καθόρισε, ίσως να έμενα μόνο στο ανεπαίσθητο λίκνισμα των γοφών του στο σταύρωμα του ποδιού και στο ελαφρά ένρινο γέλιο που προσπαθούσε να κρύψει, στα κάτασπρα δόντια και τα λιμαρισμένα του νύχια, στο αδιάφορο βλέμμα που επιστρατεύουν τα νιάτα για να πείσουν με τυχάρπαστες λέξεις τους συνομιλητές τους, και να κουκουλώσουν όσο μπορούν την πηγαία ακμή και την ρώμη του σώματός τους.
Τον Jean-Paul τον πέτυχα ξανά στο τέλος της εβδομάδας στον επαρχιακό δρόμο, να οδηγεί μια παλιά ανοιχτή, αστραφτερή πράσινη Spider του ’61. Προπορευόταν στις στροφές κι εγώ τον ακολουθούσα με το κόκκινο Mini μου, κι όσο απόδιωχνα με την σκέψη την Λιλή και το μη λειτουργικό μας γάμο, την αδερφή μου και τις οικονομικές της ατασθαλίες, το φαλιμέντο και τα συσσωρευόμενα χρέη, πήρα ασυναίσθητα τον Jean-Paul στο κατόπι..Μιλούσε στο κινητό, κι έδειχνε απορροφημένος σ’ αυτά που είχε να πει, ο αριστερός του αγκώνας ακουμπούσε στο κατεβασμένο τζάμι της πόρτας, και το γέλιο του σίγουρο, σαρκαστικό αντηχούσε εκκωφαντικά στο μικρό δρόμο. Η επικίνδυνη προσπέραση σε κλειστή στροφή και δίχως ορατότητα, η παρολίγον μετωπική μου σύγκρουση με ένα τουριστικό βαν, και ο επακόλουθος απότομοςελιγμός μου,συνέβησαν αυθόρμητα και ήταν η απάντησή μου σε μια απροσδόκητη παρόρμηση. Ο Jean-Paulαιφνιδιάστηκε κι έπεσε πάνω μου με φόρα, η Spider έχασε με μιάς κάτι από την πρότερη αίγλη της, κι αγκομάχησε μέσα σε σύννεφα καπνού, πριναποσυρθεί στην άκρη του δρόμου.Του πρότεινα να συμπληρώσω τη φιλική δήλωση και να δηλώσω υπαιτιότητα, ήταν αρνητικός, του αντιπρότεινα να καλέσουμε την τροχαία, είπε πως δεν τον νοιάζουν τα παλιοσίδερα, μπήκε στο αμάξι μου και κάθισε στη θέση του συνοδηγού.
Σε όλη τη μετέπειτα διαδρομή με το Mini Cooper, το μόνο που θυμάμαι καλά ήταν πως με στένευε φριχτά πολύ η ζώνη, κι ο ιδρώτας ζεστός χάραζε τις παλάμες μου. Πρόσεξα τα απαλά του χέρια, τα καστανόξανθα μαλλιά του, τα ακριβά του ανεπιτήδευτα φορεμένα ρούχα, κι αυτή την δήθεν τρυφεράδα της ηλικίας του, που μου έφερνε στο νου, όμορφα μελαγχολικά τοπία και καλοζυγισμένα ασύμμετρα κάδρα με τη βία να καραδοκεί σεκάθε γωνία. Ο Jean-Paul μπορούσε να σε συνθλίψει αργά και βασανιστικά, βάσει ενός αφηρημένου σχεδίου,κι αυτή ήταν η σκοτεινή γοητεία του, θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο όλων, κι όλους εμάς τους υπόλοιπους συμπεριλαμβανομένου και του πατέρα του τιποτένιους, ενοχλητικά πετραδάκια που διακόπτουν την όποια ομαλή πορεία του, και τσακίζονται στο οδόστρωμα κάτω από το ειδικό και μοναδικό του βάρος. Μείωσα ταχύτητα κι άναψα τσιγάρο, την αναστάτωσή μου την πρόδωσαν τα χέρια μου, που πήραν να τρέμουν πάνω στο τιμόνι, κι έφερα στο νου μου σαν βάλσαμο και πανάκεια, τα μακρινά καλοκαίρια στη νήσο Fire στο Λονγκ Άιλαντ και το Soho της Νέας Υόρκης στα μέσα του ‘70, τότε που ζούσαν ακόμη οι γονείς μου, και το εργοστάσιο ήταν ένα μικρό χρυσωρυχείο και τα χρήματα έρεαν άκοπα κι άφθονα, αλλά να όμως, που αργά ή γρήγορα έρχεται μια μέρα, που έχεις ανάγκη τους άλλους, και τα χρέη μαζεύονται και συσσωρεύονται σαν τους απρόσκλητους καλεσμένους σε κλειστό πάρτι γενεθλίων.
Φτάναμε στον προορισμό μας, και το στόμα μου το ένιωθα στεγνό και το σώμα μου βαρύ και κουρασμένο, παρ’ όλα αυτά τον κάλεσα να δειπνήσουμε παρέα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου με την παλιομοδίτικη ξύλινη επένδυση και τη λοξή θέα στη θάλασσα. Κι ενόσω η Ορνέλα Βανόνι μιλούσε για τα λάθη του παρελθόντος, και για ένα παράξενο ραντεβού, που ‘ταν μια σκέτη τρέλα, αναρωτήθηκα φευγαλέα, πως βρέθηκα εδώ σ’αυτό το σταυροδρόμι, κι αν είχε νόημα αυτό το κάζο στο φως των κεριών που τρεμοπαίζαν, στα μπουκάλια κρασί που θα παρατάσσονταν, στα κουτά λόγια που θα προφέρονταν, στην ανώφελη εγγύτητα που θα έδινε ένα ακόμη τραγούδι,και στα δάκτυλα που θα αγγίζονταν κατά λάθος πριν αποτραβηχτούν κάτω από το τραπέζι, γιατί το ‘χα ήδη δει και ψυχανεμιστεί, τα νιάτα σφάλλουν καλύτερα. Απόμεινα μόνος στο μπαρ να κοιτάζω το αχανές μαύρο της θάλασσας, τα γκαρσόνια με τα λευκά παπιγιόν και το λογαριασμό, τα οικονομικά μου ήταν μια μαύρη τρύπα που καταβρόχθιζε δεσμίδες χαρτονομισμάτων.
Το επόμενο πρωί κατέβηκα στην ιδιωτική παραλία του ξενοδοχείου, ήταν μια ακόμη συννεφιασμένη καθημερινή στα τέλη του Αυγούστου, η θάλασσα ήταν ζεστή κι ήρεμη, έμοιαζε με τεράστια αβαθή λίμνη, που ‘χει καταπιεί όλους τους ήχους, μου ‘κανε εντύπωση πως η παρατεταμένη ησυχία είχε εντείνει όλες μου τις αισθήσεις, λες και προσδοκούσα κάτι θεαματικό να συμβεί. Σ’ ένα αναπάντεχο στροβίλισμα του αγέρα, για μια στιγμή μπήκε ο Σεπτέμβρης, κι οι γλάροι μαζεύτηκαν στη στεριά, και κύκλωσαν τις ψάθινες ομπρέλες, μα γρήγορα έπαψε το μελτέμι, κι όλα επανήλθαν σε μια καθολική κι εξουθενωτική νηνεμία. Μονάχα, ένας μικρός γλάρος χοροπηδούσε στη στεριά, έκανε κάθε τόσο να πετάξει, μα δεν τον άφηνε η τσακισμένη του στα δυο φτερούγα. Ήταν χαριτωμένος, όπως αναπηδούσε στην άμμο, ένιωσα κάτι πατρικό μέσα μου να αναβλύζει, μια τρυφερότητα αιχμηρή που χάραζε τα σπλάχνα μου σαν ξένο σώμα, έφερα στο μυαλό μου το πρόσωπο του Jean-Paul, τα στοιβαγμένα χρέη, και τα πενήντα μου χρόνια, κι άκουσα τον εαυτό μου να βγάζει μιαν απεγνωσμένη κραυγή, καθώς ένας ξερακιανός γλάρος βουτούσε στη στεριά κι άρπαζε το μικρό από το λαιμό, και το έσερνε σαν μαινάδα μάνα με το ράμφος του στα βαθιά να το πνίξει, η τιμωρία του βάναυση και τελεσίδικη, που απομακρύνθηκε κι εγκατέλειψε από αδυναμία κι ανάγκη το σμήνος.
Πολύ ωραίο διήγημα. Βλέμμα φρέσκο, σημερινό.