Ο Γιόζεφ Ροτ και ο μεσοπόλεμος (της Έλενας Χουζούρη)

0
1855

 

Έλενα Χουζούρη.

Τι κοινό έχουν τα Βερολινέζικα Χρονικά, Το κάλπικο ζύγι, αμφότερα  του Γιόζεφ Ροτ, και η Οστάνδη 1936 του Volker Weiderman , εκτός του ότι και τα τρία βιβλία έχουν εκδοθεί από την Άγρα;  Το ότι το πρώτο «βιογραφεί» το Βερολίνο της Δημοκρατίας της Βαιμάρης, κατά τη διάρκεια της εκκόλαψης του αυγού του φιδιού, το δεύτερο δεν είναι παρά μια παραβολή του ξεπεσμού των ευρωπαϊκών αξιών μπροστά στη λαίλαπα του φασισμού και το τρίτο μια ιδιότυπη μυθιστορηματική βιογραφία  του Γιόζεφ Ροτ και του επιστήθιου φίλου του Στεφαν Τσβάιχ αλλά και των σημαντικότατων  Γερμανοεβραίων συγγραφέων, καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων που βρέθηκαν αυτοεξόριστοι στην παραθαλάσσια βελγική πόλη της Οστάνδης, το καλοκαίρι του 1936, προκειμένου να ξεφύγουν από την ναζιστική κόλαση της πατρίδας τους. Και είναι ακριβώς στην Οστάνδη, εκείνο το καλοκαίρι που ο Γιόζεφ Ροτ  γράφει  Το κάλπικο ζύγι. Κοινή συνισταμένη και των τριών βιβλίων είναι ότι παρακολουθούν την μοιραία πορεία της Ευρώπης από το τέλος του Μεγάλου Πολέμου έως την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και τo σκότος  που αυτή επέφερε.

Στα Βερολινέζικα Χρονικά ο Γιόζεφ Ροτ προτείνει μια προσωπική  «βιογραφία» του Βερολίνου και των κρυφών και απόκρυφων του όψεων, ανάμεσα στα 1921  και 1930.  Ο Ροτ, σοσιαλιστικών πεποιθήσεων τότε- υπέγραφε ως «Ο κόκκινος Γιόζεφ»- δεν ενδιαφέρεται για το φανταχτερό Βερολίνο και την νεόπλουτη κοσμική πλευρά του όσο για εκείνο που δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά ή δεν είναι και τόσο ευχάριστο ή σηματοδοτεί την αλλαγή εποχής. Την ματιά του τραβούν οι ξεριζωμένοι, οι πρόσφυγες, οι Εβραίοι, οι παρίες,  οι άνθρωποι του περιθωρίου.  Πώς ήταν όμως και κυρίως  τι αντιπροσώπευε το Βερολίνο το 1920, όταν ο εικοσιεξάχρονος, Γερμανόφωνος  Εβραίος,  Moses Josef Roth, καταγόμενος από το Μπρόντυ,  κωμόπολη της αυστριακής τότε Γαλικίας, αφήνει την αριστοκρατική Βιέννη για την  πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βαιμάρης; Το Βερολίνο»   γράφει ο Michael Hofman στην Εισαγωγή του «ήταν για τη Βαϊμάρη στολίδι και τοτέμ μαζί. Ήταν η έδρα της κυβέρνησης, μα και το μέρος που ανησυχούσε την κυβέρνηση περισσότερο από κάθε άλλο. Εκεί είχαν δολοφονηθεί το 1919 οι κομμουνιστές μάρτυρες  Rosa Luxembourg και  Karl Liebknecht, εκεί είχε δολοφονηθεί το 1922 ο Εβραίος υπουργός Εξωτερικών Walter Rathenau». Ωστόσο, παρά το τοξικό και εύθραυστο πολιτικό κλίμα που χαρακτήριζε γενικότερα την αδύναμη νεαρή Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η πρωτεύουσά της,  το Βερολίνο πολύ γρήγορα έγινε μια πόλη που μαγνήτιζε τους καλλιτέχνες, τους συγγραφείς, τους διανοούμενους. Μια πόλη που ζούσε έντονα τις ραγδαίες αλλαγές των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα σε όλα τα επίπεδα. Με τις ορχήστρες του, τις σαράντα θεατρικές σκηνές του, τις εκατόν είκοσι εφημερίδες του, τα τραμ και τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν άναρχα αλλά γρήγορα τους δρόμους του, τα εμπορικά του κέντρα και τα πολυώροφα κτήρια. Ο Γιόζεφ Ροτ θα μετακομίσει από τη Βιέννη στο Βερολίνο όταν κλείνει η εφημερίδα στην οποία εργαζόταν. Έρχεται στη βερολινέζικη πρωτεύουσα για να συνεχίσει   να κάνει αυτό που γνωρίζει  καλύτερα για να ζήσει: Να δημοσιογραφεί.  Ο ίδιος δεν συμπαθεί το Βερολίνο. Το 1927 στο μυθιστόρημά του Φυγή χωρίς τέλος  θα βάλει τον ήρωα του να λέει: “Αυτή η πόλη υπάρχει έξω από τη Γερμανία, έξω από την Ευρώπη. Είναι η πρωτεύουσα του εαυτού της…». Σε μια από τις επιφυλλίδες του, με χρονολογία 1930, και αφορμή το βιβλίο του Werner Hegeman   Βερολίνο πέτρινη πόλη γράφει: “Το Βερολίνο είναι μια νεαρή δυστυχισμένη πόλη, μια πόλη του μέλλοντος. Έχει παράδοση, μα η παράδοσή της είναι αποσπασματική….Τα αποτελέσματα είναι ένα εξοργιστικό συνονθύλευμα από πλατείες, δρόμους, μονοκόμματες φτηνές πολυκατοικίες, εκκλησίες και μέγαρα. Ένα πραγματικό χάος, μια αυθαιρεσία σχεδιασμένη με ακρίβεια, μια σύγχυση φαινομενικά διατεταγμένη».   Ωστόσο είναι υποχρεωμένος να ζήσει στο Βερολίνο για κάποια χρόνια, σημαδιακά μάλιστα, γιατί κατά τη διάρκειά τους εκκολάπτεται με ταχύτητα το αυγό του φιδιού, το 1923 είναι η χρονιά του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Χίτλερ και της φυλάκισής του.  Αρχίζει λοιπόν να ασκεί τον δημοσιογραφικό λόγο, που στα δικά του μέτρα μεταφράζεται σε επιφυλλίδες.  Εξάλλου ο Ροτ, όχι μόνον πιστεύει στην δύναμη του δημοσιογραφικού λόγου, αλλά κυρίως σε εκείνη των  επιφυλλίδων. Το 1926 γράφει στον εκδότη της Frankfurter: “ Η σύγχρονη εφημερίδα χρειάζεται τις επιφυλλίδες  περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται τα κύρια άρθρα της. Δεν είμαι η γαρνιτούρα, ούτε το επιδόρπιο, είμαι το κυρίως πιάτο…Οι άνθρωποι αγοράζουν την εφημερίδα  για να διαβάσουν εμένα.» Έτσι ο Ροτ αρχίζει να περπατά στο Βερολίνο, να απομονώνει, να εστιάζει, να κρατά τις πρώτες σημειώσεις και στη συνέχεια να συνθέτει την επιφυλλίδα του. Η γλώσσα της πόλης μεταπλάθεται στην δική του λογοτεχνική γλώσσα. Διότι ο Ροτ και στις επιφυλλίδες του δεν είναι απλώς ένας δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, είναι ένας σπουδαίος λογοτέχνης. Ακολουθώντας τα βήματα του flaneur,  όπως τον περιγράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν,  έχοντας την οξυδέρκεια και την εξαιρετική ικανότητα της εστίασης στην παραμικρή λεπτομέρεια και της ανασύνθεσης των εικόνων, όπως ο Τζίγκα Bερτώφ στο μοναδικό Man with camera, ο Ροτ μας παραδίδει την βιογραφία του άλλου Βερολίνου. Στους  δρόμους αυτού του παμφάγου Βερολίνου «συναντά» και τον ανθρωπάκο του Fallada να χτυπάει πόρτες δεξιά κι αριστερά ζητώντας δουλειά, όπως χιλιάδες άνεργοι της πόλης, μπαίνει στα Σιλό, αυτές τις φτωχικές και κακόφημες συνοικίες, στο κέντρο του Βερολίνου, μόλις εκατό μέτρα από την μυθική  Αλεξάντερπλατς,  όπου από τα τέλη του 19ου αιώνα έχουν βρει καταφύγιο, για να γλυτώσουν από τα αλλεπάλληλα πογκρόμ,  χιλιάδες Εβραίοι, πρόσφυγες από τις ανατολικές ευρωπαικές χώρες. Η ματιά του, καθώς τους περιεργάζεται, είναι ανάμικτη, τρυφερή και επικριτική συγχρόνως, το βασικότερο, χωρίς αυταπάτες: Πρόσφυγες. Παντού γνωστοί με το όνομα «ο κίνδυνος από την Ανατολή»…Συνολικά πενήντα χιλιάδες άνθρωποι ήρθαν συνολικά στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Μοιάζουν σαν να είναι εκατομμύρια. Γιατί τη δυστυχία τη βλέπει κανείς διπλή, τριπλή, δεκαπλή. Τόσο μεγάλη είναι.».  Μετά τα Σιλό, ο Ροτ διεισδύει στα βερολινέζικα Άσυλα για να συναντήσει και να γράψει για τους άστεγους που κυριολεκτικά συνωστίζονται σ’ αυτά, εκεί τους έχει ρίξει/απορρίψει η  βαθιά οικονομική κρίση που ταλανίζει την αδύναμη νεαρή Δημοκρατία της Βαιμάρης.  Ο Ροτ κατεβαίνει στα βερολινέζικα καταγώγια που ενδημούν γύρω από την Αλεξάντερπλατς, πέφτει πάνω στους νταβατζήδες της περιοχής, στα «κορίτσια» τους, στον υπόκοσμο που συχνάζει στο Καφέ Ντάλλες, στο Ρέεζε, στο Καπηλειό της Αλητείας, στο Μπαρ του Γύψου, εστιάζει, απομονώνει, περιγράφει, χρωματίζει, φωτίζει, ψυχογραφεί ανθρώπους και κοινωνία, κάθε λεπτομέρεια στη θέση που της αρμόζει. Από την μοναδικά διεισδυτική, ευαίσθητη ματιά του αλλά και την σχεδόν προφητική του πολιτική διαίσθηση για τον ανερχόμενο, σκοτεινό,  ευρωπαϊκό κόσμο, δεν μένουν εκτός οι ανώνυμοι νεκροί του Βερολίνου,  που κρέμονται τακτικά, σε στήλες και αράδες, στο ισόγειο της Αστυνομικής Διεύθυνσης , στις προθήκες με τις φωτογραφίες.   «Είναι η φριχτή έκθεση μιας φριχτής πόλης» σχολιάζει ο Ροτ. «Στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της, στους γκρίζους ίσκιους των πάρκων της, στα σκουρογάλανα κανάλια της, παραμονεύει ο Θάνατος-με περίστροφο, με ρόπαλο, με χλωροφόρμιο που φέρνει αναισθησία. Αυτή είναι, σαν να λέμε, η ανώνυμη πλευρά της μεγάλης πόλης, η αθλιότητά της».

Ωστόσο ο Ροτ δεν περιορίζεται μόνον στους ανθρώπους του περιθωρίου, τους μετανάστες, τους Εβραίους και τους άστεγους, τον ενδιαφέρει η ίδια η δομή της γερμανικής μεγαλούπολης  καθώς σ’ αυτήν εγκιβωτίζονται και αντανακλώνται  οι κομβικές αλλαγές του πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, μ’ ένα λόγο οι μεταμορφώσεις της,  που σηματοδοτούν το τέλος της, προ του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου,  εποχής,  και την αρχή αυτής που θα σχηματίσει την εικόνα του σύγχρονου δυτικού  κόσμου.  Έτσι ο flaneur Ροτ μπαίνει στον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, ακολουθεί τις διαδρομές του, παρακολουθεί πόλη και κατοίκους από τα παράθυρα, θεωρεί αυτές τις εμπειρίες διδαχές, μαθητείες πάνω στην καθημερινότητα της πόλης.  Ομνύει, με ειρωνεία,  στο λεγόμενο Σιδηροδρομικό Τρίγωνο ή Πολύγωνο, όπου συναντιούνται και αλληλομπλέκονται οι ράγες, δηλαδή οι μεταλλικές φλέβες της πόλης , με την αλαζονεία της αναμφισβήτητης κυριαρχίας τους. Δηλαδή την κυριαρχία του Θεού των Μηχανών. «Δειλά και σκονισμένα θα φυτρώνουν τα  μελλοντικά χορτάρια ανάμεσα στις μεταλλικές τραβέρσες των τρένων. Το «τοπίο» αποκτά σιδερένιο προσωπείο» προφητεύει κλείνοντας  ο Ροτ την επιφυλλίδα του στην Franfurter Zeitung, στις 16 Ιουλίου 1924. Και αμέσως μετά ο φιλοπερίεργος συγγραφέας   μπερδεύεται στο κυκλοφοριακό κομφούζιο της πόλης, υψώνει τα μάτια του στους ουρανοξύστες, περιδιαβάζει τις καινούργιες μαζικές καταναλωτικές εστίες, δηλαδή  τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, σχολιάζει  τις νέες αρχιτεκτονικές τάσεις, ώσπου εισέρχεται στο προσφιλές  βερολινέζικο τοπίο της τέχνης και της ψυχαγωγίας,  όπου με ένταση χτυπάει η καρδιά της μοντέρνας πόλης, για να καταλήξει στην πάλλουσα οδό Κουρφύρστενταμ, με τα τραπεζάκια έξω ό,τι καιρό κι αν κάνει, τον συνωστισμό στα πεζοδρόμια, τα συνεχόμενα καφέ, θέατρα και κινηματογράφους. Η ακάθιστη , μέρα και νύχτα, Κουρφύρστενταμ, έτοιμη να ενδώσει σε κάθε αλλαγή που επιβάλουν οι νέοι καιροί. Ωστόσο οι νέοι καιροί εγκυμονούν και κάτι πολύ σκοτεινό και κακό, που ο Ροτ το βλέπει/διαβλέπει να σέρνεται ύπουλα στην αρχή φανερά λίγο αργότερα, καταστροφικά έως να έρθει η σημαδιακή δεκαετία του 1930. Ήδη το 1921 γράφει την επιφυλλίδα / πεζογράφημα  Άντρας στο Κουρείο – ένα διαμαντάκι της μικρής φόρμας,  πρόγευση του πρώτου του μυθιστορήματός του Ο ιστός της αράχνης, το 1923-όπου περιγράφει με εντυπωσιακή οξυδέρκεια   τη διαδικασία μετασχηματισμού ενός μέτριου και ασήμαντου ανθρώπου σε φανατικό εθνικιστή. Στην ενότητα με τον ειρωνικό υπότιτλο Ένας απολιτικός στο Ράιχστανγκ, στις έξι επιφυλλίδες του, ο ουσιαστικά  πολιτικός  Ροτ, σκύβει πολύ βαθιά και με το συγγραφικό του νυστέρι ανατέμνει τις μοιραίες παθογένειες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αυτές που θα την οδηγήσουν στην αγκαλιά του χιτλερικού ναζισμού. Κομβικό σημείο, για ό,τι  θα επακολουθήσει,  η δολοφονία του Γερμανοεβραίου, φιλειρηνικού, μετριοπαθούς, σοσιαλδημοκράτη  Υπουργού Εξωτερικών, Βάλτερ Ράτεναου,  από τους ναζιστές το 1923.   Το βιβλίο, με το εξαιρετικό αυτό απάνθισμα των βερολινέζικων επιφυλλίδων του Γιόζεφ Ροτ, κλείνει με την τελευταία  σπαρακτική  και στο έπακρο θυμωμένη επιφυλλίδα του Το Autodafe του πνεύματος  που δημοσιεύεται στα  Cahiers de Juifs το 1933, αμέσως μετά το κάψιμο των βιβλίων των Γερμανοεβραίων  συγγραφέων στο Βερολίνο από το ναζιστικό Τρίτο Ράιχ. Για τον άλλοτε «κόκκινο Γιόζεφ», τον λάτρη του ευρωπαϊκού πνεύματος και υπερασπιστή των ευρωπαϊκών αξιών, δεν υπάρχουν πια αυταπάτες: «Ναι νικηθήκαμε» γράφει. «Εμείς οι Γερμανοί συγγραφείς εβραϊκής καταγωγής έχουμε χρέος – τώρα που ο καπνός των καμένων βιβλίων μας φτάνει στα ουράνια- να παραδεχτούμε ότι νικηθήκαμε. Εμείς που αποτελούσαμε την πρώτη γραμμή των στρατιωτών,   κάτω από τα λάβαρα του ευρωπαϊκού πνεύματος, ας εκπληρώσουμε το ευγενέστερο καθήκον του  εν τιμή νικημένου πολεμιστή: ας ομολογήσουμε την ήττα μας.». Το κείμενο αυτό δεν είναι παρά ένα ρέκβιεμ για το  γερμανοεβραικό ευρωπαϊκό πνεύμα και τους εκπροσώπους του, οι οποίοι έχουν λαμπρύνει με το έργο τους όλες τις δημιουργικές μορφές αυτού του πνεύματος, συμβάλλοντας στην ενδυνάμωση και διαιώνισή του. Τα ονόματα που παραθέτει ο Γιόζεφ Ροτ μας κάνουν κοινωνούς ενός εντυπωσιακά εκτεταμένου τόξου γνωστών Γερμανών συγγραφέων εβραϊκής καταγωγής.  Ταυτόχρονα είναι κι ένα υψηλής τάσης και πολιτικής οξυδέρκειας   κείμενο,  το οποίο βλέπει πολύ βαθύτερα και πολύ πιο ουσιαστικά, ακόμα και από τις μετέπειτα αναλύσεις των ιστορικών, τις αιτίες αυτού του «λογοτεχνικού αντισημιτισμού», όπως  συγκεκριμένα χαρακτηρίζει ο Ροτ το βάρβαρο πογκρόμ εναντίον των Γερμανοεβραίων συγγραφέων, του αντισημιτισμού σε όλα τα επίπεδα, που θα επακολουθήσει, σκεπάζοντας με το σκότος του απόλυτου κακού τις ευρωπαϊκές αξίες.

Joseph Roth, Paris, circa 1925

Είναι απόλυτα σωστός λοιπόν ο τίτλος που επέλεξε , 78 χρόνια μετά την τελευταία επιφυλλίδα του Γιόζεφ Ροτ, o Volker Weiderman για το βιβλίο του Οστάνδη 1936 –Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ-Το καλοκαίρι πριν από το σκότος. Και δεν είναι τυχαίο πως, η ανάλαφρη, σκανδαλιάρικη, ερωτική  και ανέγγιχτη ακόμα από το υφέρπον κακό του ναζισμού,  βελγική, κοσμοπολίτικη παραθαλάσσια λουτρόπολη, θα λειτουργήσει σαν μια ξένοιαστη, θαλασσινή αγκαλιά, όχι μόνον για τους  καρδιακούς φίλους, Στέφαν Τσβάιχ και Γιόζεφ Ροτ,  αλλά και για  όσους  από τους Γερμανούς συγγραφείς και καλλιτέχνες,  που αυτοεξορίζονται σ’ αυτήν,  για να σωθούν από την βαρβαρότητα του ναζισμού της πατρίδας τους.  Ο Weiderman,  [Nτάρμστατ ,1969] δομεί το πλούσιο υλικό του σε δύο άξονες, οι οποίοι αλληλοδιαπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται:  Ο ένας, είναι η μακρόχρονη και ταραγμένη φιλία ανάμεσα στον Ροτ και στον Τσβάιχ, η οποία τους φέρνει στην Οστάνδη. Ο  άλλος ,η φαινομενικά ευφρόσυνη και ανέμελη ατμόσφαιρα που επικρατεί στους κύκλους των αυτοεξορίστων συγγραφέων και καλλιτεχνών, οι εφήμεροι έρωτές τους, οι ευδιάθετες συναντήσεις και συζητήσεις τους, οι βόλτες τους στα πολύβουα κοσμοπολίτικα καφέ της λουτρόπολης. Και οι δύο άξονες όμως έχουν έναν κοινό παρανομαστή: Την έγνοια για την τύχη της πατρίδας τους, της Γερμανίας. Την σταδιακή αλλαγή της ψυχοσύνθεσής τους που οδηγεί στην  ψυχολογία  του εξόριστου. Τον φόβο ότι, αργά η γρήγορα, το σκότος θα σκεπάσει όλα όσα γνώριζαν έως τότε και ότι εκείνο το καλοκαίρι στην Οστάνδη θα ήταν το τελευταίο ενός κόσμου που θα  βούλιαζε  ανεπιστρεπτί.  Ο Γιόζεφ Ροτ θα φτάσει στην Οστάνδη σε άσχημη κατάσταση, από κάθε άποψη.  Είναι αλκοολικός σε προχωρημένο στάδιο, πρήζονται τα πόδια του, τα οικονομικά του είναι χάλια, τα βιβλία του έχουν απαγορευθεί στη Γερμανία, τα συμβόλαιά του δεν ανανεώνονται, πρόσφατα χώρισε και με την τελευταία του σύντροφο, την  Αντρέα Μάγκνα Μπελ, για να μπορέσει να έρθει στην Οστάνδη, ενδίδοντας στις πιέσεις του Τσβάιχ, αναγκάζεται να πάει από το Παρίσι, όπου διέμενε τότε, στο Άμστερνταμ κι εκεί να αντιμετωπίσει μια σειρά καθυστερήσεις σχετικά με την έκδοση του διαβατηρίου του. Αλλά στην Οστάνδη τον περιμένει ο αγαπημένος του φίλος που τον συντρέχει οικονομικά και του προπληρώνει την διαμονή του στο «Ξενοδοχείο του Στέμματος». Στην Οστάνδη τον περιμένει ένας καινούργιος – και  ύστατος- έρωτας στο πρόσωπο της ιδιόρρυθμης Γερμανίδας συγγραφέως  Irmgard Kreun , η οποία, αν και δεν είναι Εβραία,  θα αυτοεξοριστεί μην αντέχοντας το ναζιστικό καθεστώς της πατρίδας της και την χυδαιότητα που αυτό εκφράζει σε όλους τους τομείς. Στην Οστάνδη θα συναντήσει και παλιούς φίλους, συγγραφείς και δημοσιογράφους, αριστερούς στην πλειοψηφία τους, οι οποίοι πολιτικολογούν διαρκώς – ο Ισπανικός εμφύλιος  είναι σε πρώτο πλάνο-και τον κουράζουν. Τον Χέρμαν Κέστεν, τον Έρνστ Τόλλερ, τον Άρθουρ Καίστλερ, τον Έγκον Έρβιν Κις τον Βίλλυ Μίτσενμπεργκ, τον Ότο Κατς και άλλους, αυτοεξόριστους, όλοι, εβραικής καταγωγής, γι αυτό και καταδιωκόμενοι από το ναζιστικό Τρίτο Ράιχ.  Ο Κις μάλιστα  πειράζει τον Ροτ γιατί, τα τελευταία χρόνια,  οι παλιές σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις έχουν δώσει τη θέση τους σε μια, σχεδόν απελπισμένη, ιδεολογική επιστροφή στις αξίες της διαλυμένης πλέον αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. «Είναι ένας άνθρωπος δυστυχισμένος « γράφει ο Βάιντερμαν «έξυπνος και θυμωμένος. Αναζητεί σωτηρία στο παρελθόν. Στην παλιά Αυστρία και στη Μοναρχία της, που άνοιξε τον κόσμο γι’ αυτόν τον ορφανό Εβραίο, τον γεννημένο και μεγαλωμένο μακριά από τη μεγάλη και  λαμπερή πρωτεύουσά της. Μια αυτοκρατορία, που ήταν μόνη της ολόκληρος ο κόσμος, που ένωνε στους κόλπους της πολλούς λαούς χωρίς να κάνει διακρίσεις. Της οποίας οι πολίτες μπορούσαν να ταξιδεύουν χωρίς διαβατήριο, χωρίς χαρτιά. Όσο περνούν τα χρόνια, όσο ο κόσμος σκοτεινιάζει, τόσο περισσότερο λαχταράει να γυρίσει πίσω, τόσο πιο λαμπερός του φαίνεται ο κόσμος που έχει χάσει». Γι’ αυτές  τις αξίες που χάνονται ανεπιστρεπτί θα προσπαθήσει να μιλήσει ο  Γιόζεφ Ροτ στην νουβέλα, Το κάλπικο ζύγι, την οποία είχε αρχίσει να  γράφει την άνοιξη του 1936,  ταυτόχρονα με το μυθιστόρημα Η ομολογία ενός δολοφόνου, και συνέχισε και στην Οστάνδη το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Το Σεπτέμβριο μάλιστα του 1936 θα γράψει στην μεταφράστριά του Blanche Gidon «εργάζομαι. Το αφήγημά μου πηγαίνει καλά πιστεύω, πολύ καλύτερα από τη ζωή μου». Τελικά το βιβλίο θα εκδοθεί στο Άμστερνταμ, το 1937.  Ολόκληρος ο τίτλος της νουβέλας είναι:  ΤΟ ΚΑΛΠΙΚΟ ΖΥΓΙ- Η ιστορία ενός επιθεωρητή επί των μέτρων και των σταθμών».  Στη νουβέλα αυτή ο Ροτ επιστρέφει σε μια περιοχή που οι αναγνώστες του  γνωρίζουν πολύ καλά από προηγούμενα βιβλία του, όπως το Hotel Savoy. Μια περιοχή για την οποία ο συγγραφέας τρέφει αντικρουόμενα συναισθήματα, απέχθειας και έλξης.  Εκείνη της γενέτειρας του, δηλαδή της Γαλικίας, μιας περιοχής τράνζιτο, στο ανατολικό τμήμα της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας στα σύνορα με την Πολωνία και τη Ρωσία.  Σ’ εκείνη, που  άνθρωποι, κάθε λογής και κάθε υποστάθμης,  μπαινόβγαιναν από τη μια χώρα στην άλλη. Σ΄ εκείνη, όπου ζούσαν αυτοί, τους οποίους, οι  Βερολινέζοι, μετά τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας και την έλευσή  τους στη βερολινέζικη πρωτεύουσα, τους αποκαλούσαν «ο κίνδυνος από τα ανατολικά». Οι φτωχοί Εβραίοι της Γαλικίας.  Ο ήρωας του Ροτ είναι ένας πρώην υπαξιωματικός του αυτοκρατορικού στρατού, ο οποίος, αφού υπηρέτησε για δώδεκα χρόνια σ ‘αυτόν, παραιτείται για χάρη της γυναίκας του και αναλαμβάνει τη θέση ενός κρατικού επιθεωρητή για τον έλεγχο των μέτρων και των σταθμών, στην απομακρυσμένη, ανατολική  περιφέρεια του Ζλότογκροντ, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία. Ο Άμπενσυτς είναι ένας άνθρωπος εξαιρετικά έντιμος,  ευσυνείδητος, με αυστηρούς ηθικούς κανόνες,   γαλουχημένος με τις αξίες ενός πρώην αξιωματικού του αυτοκρατορικού στρατού. Το εντελώς  αντίθετο δηλαδή από ό,τι συμβαίνει στο Ζλότογκροντ, όπου κυριαρχεί η απάτη, η απατεωνιά και η κλεψιά, συν τους πάσης φύσεως λιποτάκτες που μπαινοβγαίνουν στα σύνορα.  Kαι ακριβώς, εκεί στα σύνορα, βρίσκεται η εστία της παραβατικότητας, της παρανομίας κάθε είδους, της αμαρτίας και του κακού. Στο καπηλειό του Γιαντλόφκερ, ενός αδίστακτου ανθρώπου, καταζητούμενου στην πατρίδα του για έναν φόνο που έκανε, ενός φυγά με διαφορετικά ονόματα και ταυτότητες. Ο Ροτ επιλέγει ως μυθιστορηματικό τόπο για να τοποθετήσει το καπηλειό-εστία της παρανομίας και της διαφθοράς, στο  Σβάμπυ, ένα συνοριακό χωριό που βρισκόταν κοντά στο Μπρόντυ, την κωμόπολη που είχε γεννηθεί. Ωστόσο ο ίδιος, πολλά χρόνια πριν αναγάγει το  Σβάμπυ σε μυθιστορηματικό τόπο, ίσως επειδή του άρεσε να υφαίνει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από την γέννησή του, ισχυριζόταν ότι αυτό το συνοριακό χωριουδάκι, ήταν η πραγματική του γενέτειρα. Ο έντιμος και αδέκαστος Επιθεωρητής των μέτρων και των σταθμών πολύ γρήγορα γίνεται το πιο μισητό πρόσωπο στην περιοχή. Τον φοβούνται και τον απεχθάνονται φανερά. Ο Άμπενσυτς ολομόναχος ανάμεσα σ έναν εσμό απατεώνων, κλεφτών, φυγάδων και εγκληματιών προσπαθεί να επιβάλλει τον νόμο και το δίκαιο αλλά και να διατηρήσει τις αξίες του παραμένοντας αλώβητος από τον βούρκο που τον περιβάλλει. Θα τα καταφέρει; Ο Γιόζεφ Ροτ απαντά αρνητικά. Δύο είναι οι λόγοι: Το μιαρό περιβάλλον αφενός, ο ίδιος ο Επιθεωρητής αφετέρου, ο οποίος, όπως όλοι οι άνθρωποι,  δεν μπορεί να είναι τέλειος, δεν μπορεί να μην έχει αδυναμίες, δεν μπορεί να μην έλκεται από το κακό.  Το τελευταίο χτυπά πρώτα το ίδιο του το σπιτικό. Η γυναίκα του, για χάρη της οποίας εγκατέλειψε τον προσφιλή του αυτοκρατορικό στρατό, συνάπτει εξωσυζυγική σχέση με τον βοηθό του και φέρνει στον κόσμο το παιδί εκείνου. Αυτή είναι η πρώτη βαθιά ρωγμή στο άμεμπτο αξιακό σύστημα του Επιθεωρητή. Που όμως θα απειληθεί εκ θεμελίων όταν ο Άμπενσυτς για να ξεφύγει από το αμαρτωλό πια σπιτικό του και να μην ακούει το κλάμα του μωρού ενός άλλου, αρχίζει να συχνάζει στο καπηλειό του Γιαντλόφκερ. Εκεί  τον περιμένει η προσωπική του κόλαση: Ποτό και γυναίκα. Η δεύτερη έχει την ελκυστική  μορφή μιας  ελευθεριάζουσας τσιγγάνας, μιας αρχετυπικής  Κάρμεν ή μιας βιβλικής Εύας,  με γερό ένστικτο επιβίωσης που χρησιμοποιεί τα αρσενικά κατά τα κέφια και τις ανάγκες της.  Από δω και πέρα  γινόμαστε κοινωνοί της σταδιακής αποσταθεροποίησης, ψυχικής αποδόμησης και τελικής  πτώσης του τίμιου και αδέκαστου Επιθεωρητή καθώς, τα δικά του πια μέτρα και σταθμά, τινάζονται αργά αλλά σταθερά στον αέρα.  Ακόμα κουδούνιζαν στο κεφάλι του και στην καρδιά του τα χρυσά φλουριά που κρέμονταν από τα χρυσά σκουλαρίκια. Ώρες ώρες ένοιωθε πως δεν ήταν άνθρωπος αλλά ένα σαθρό καλύβι, ένας πρόχειρος τοίχος που αργά ή γρήγορα θα σωριάζονταν σε συντρίμμια. Τα πάντα μέσα του έσπαζαν σε χίλια κομμάτια, μετά βίας αισθανόταν το έδαφος κάτω από τα πόδια του. ..». Ο Ροτ,  πατώντας σε μικρές ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες, περισσότερο υπονοώντας παρά καταθέτοντας ρητά, – το γνώριμο στοιχείο της παρωδίας είναι και εδώ παρόν-, δείχνει, πώς  και μέσα από ποιες ψυχολογικές και κοινωνικές διεργασίες,  οι αξίες της δικαιοσύνης, της συνέπειας , της ευσυνειδησίας και της αξιοπρέπειας,  σε οριακές καταστάσεις, σε εποχές που όλα καταρρέουν, μοιάζουν αδύναμες να αντιπαρατεθούν στο κακό. Το μυθιστόρημα ανοίγει σταδιακά και εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα στοιχεία, νέα πρόσωπα που ολοένα και περισσότερο περισφίγγουν και ωθούν τον Επιθεωρητή  στη προσωπική του κόλαση.  Όντας αλκοολικός ο ίδιος ο Ροτ γνωρίζει εκ βαθέων τι σημαίνει  και σε τι καταστροφή μπορεί να οδηγήσει η εξάρτηση από το αλκοόλ. Η βιωματική αυτή εμπειρία του υποστασιοποιείται με θαυμαστό λογοτεχνικό τρόπο στο  μυθιστόρημα. Αρχετυπική είναι η φιγούρα της τσιγγάνας Ευθυμίας. Συμβολίζει το ανάλγητο θηλυκό που με την ομορφιά του εκμεταλλεύεται και καταστρέφει το αρσενικό. Ο Ροτ δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τις γυναίκες. Περισσότερο τις φοβόταν παρά τις αγαπούσε. Το τέλος, που δεν είναι αναμενόμενο, έρχεται  να μας επισημάνει πως ότι διαβάσαμε δεν είναι παρά  μια παραβολή, που πιθανόν να ακουμπάει στην μεγάλη εβραϊκή παράδοση του είδους. Εξάλλου, έχω την εντύπωση πως ένα μεγάλο μέρος των μυθιστορημάτων του Ροτ εσωκλείουν παραβολικά στοιχεία. Όπως και να είναι Το κάλπικο ζύγι είναι εξαιρετικά ζυγισμένο μυθιστόρημα – ο Ροτ δεν πολυλογεί ποτέ- οργανωμένο και στην μικρότερη λεπτομέρειά του, με λόγο πυκνό, λιτό, και αναπαραστατική δύναμη,  που δεν χαρίζει μόνον απόλαυση στον σημερινό αναγνώστη αλλά τον προκαλεί να προχωρήσει σε γόνιμους προβληματισμούς.

Όσον αφορά τόσο τις εξαιρετικές μεταφράσεις των τριών βιβλίων, τα άκρως διαφωτιστικά και ενδιαφέροντα επίμετρα, το φωτογραφικό υλικό και το βιογραφικό του Γιόζεφ Ροτ, θέλω να τονίσω για μια ακόμη φορά την πάντα  προσεγμένη δουλειά που κάνουν, έως σήμερα,  όλοι οι άνθρωποι των εκδόσεων ΑΓΡΑ, με αμείωτη επιμονή και αφοσίωση στην καλή λογοτεχνία, στο καλό βιβλίο. Τελειώνω μνημονεύοντας τις μεταφράστριες:   Mαρία Αγγελίδου Βερολινέζικα Χρονικά, Οστάνδη 1936. Ηλιάνα Αγγελή [επιμέλεια Γιάννης Καλιφατίδης]   Το κάλπικο ζύγι.

 

 

Προηγούμενο άρθροKatie kitamura,Το ολοκαύτωμα των σχέσεων (της Νίκης Κώτσιου)
Επόμενο άρθροΟι έρωτες της όμορφης Μαρίας από την Κούβα (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ