Του Σπύρου Κακουριώτη.
Έργο αγαπητό Ο γενικός γραμματεύς (1893) του Ηλία Καπετανάκη, μαζί με την Βεγγέρα του (1894), γνώρισε πολλά ανεβάσματα στην ελληνική σκηνή, ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση. Όχι άδικα, καθώς αποτελεί ένα κείμενο μεταιχμιακό, το οποίο σηματοδοτεί την προδρομική προσπάθεια του συγγραφέα του για τη δημιουργία «σοβαράς κωμωδίας», που θα «ξεφύγει από τα ρηχά νερά, από το απλοϊκό, ελαφρό περιεχόμενο και το διασκεδαστικό είδος, εμφυτεύοντας στην κωμωδία […] στοιχεία ουσιαστικής κοινωνικής και πολιτικής κριτικής», όπως σημειώνει ο Δημήτρης Σπάθης («Ο Ηλίας Καπετανάκης και το νεοελληνικό θέατρο στο τέλος του 19ου αιώνα», στο Δ. Σπάθης, Από τον Χορτάτση στον Κουν, ΜΙΕΤ 2015). Όπως παρατηρούσε μάλιστα ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Καπετανάκης, ως προδρομική μορφή, σηματοδοτεί το πέρασμα της ελληνικής γραμματείας από την αγροτική στην αστική ηθογραφία.
Πράγματι, το πρώτο αυτό έργο του, το οποίο έγραψε σε ηλικία 34 ετών, έχοντας μόλις απολυθεί από τη θέση του υπουργικού γραμματέα, μολονότι ανήκει στην παράδοση του κωμειδυλλίου, κυρίαρχου την εποχή εκείνη θεατρικού είδους, ξεχωρίζει γιατί στρέφει το βλέμμα του από την ύπαιθρο με τις στάνες και τις βοσκοπούλες στην αστική ζωή της πρωτεύουσας, προκειμένου να τοποθετήσει εκεί το μεγαλύτερο μέρος της δράσης, καυτηριάζοντας παράλληλα τη σύμφυση πολιτικής και κοινωνικής διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων και οικονομικής συναλλαγής, πολιτισμικής αλλοίωσης και διάλυσης της οικογένειας. Θέλοντας να τονίσει την αντίθεσή του στην κωμειδυλλιακή παράδοση, ο Καπετανάκης ονόμαζε τον Γενικό γραμματέα «κωμωδία μετ’ ασμάτων», θεωρώντας μάλιστα τα «άσματα» αυτά μια παραχώρηση προς «τας διαθέσεις του κοινού».
Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι, πέρα από τη μεγάλη επιτυχία που συνάντησε στην πρώτη του επαφή με το αθηναϊκό κοινό, το έργο γνώρισε μια «δεύτερη ζωή» μετά τη Μεταπολίτευση. Η πολιτική καταγγελία, αλλά και η «καταγγελία του ξενικού», της ξενομανίας, που εκείνη την εποχή διαβαζόταν ως συνώνυμο της εξάρτησης, αλλά και η έρευνα των παλαιότερων μορφών του νεοελληνικού θεάτρου, στο πνεύμα της «επιστροφής στις ρίζες», συνετέλεσαν ώστε Ο γενικός γραμματεύς να συμπεριληφθεί στο ρεπερτόριο της πρώτης μεταδικτατορικής καλλιτεχνικής περιόδου του Εθνικού Θεάτρου, το 1975, στην Κεντρική Σκηνή, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και μουσική Μίμη Πλέσσα. Έκτοτε είδε πολλές φορές και πάλι τα φώτα της σκηνής, τόσο των κρατικών (Εθνικό, ΚΘΒΕ, ΘΟΚ) όσο και των ελεύθερων θεάτρων και ομάδων.
Η παράσταση της Ομάδας Θεάτρου ΑΤΟΝΑλ, στην Πειραματική Σκηνή, αποτελεί το τρίτο ανέβασμα του Γενικού γραμματέα από το Εθνικό Θέατρο (είχε μεσολαβήσει η παράσταση της Δραματικής Σχολής του θεάτρου, το 2012, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη). Αν ο Καπετανάκης προεικόνιζε, τρόπον τινά, τη χρεοκοπία, που θα διακηρυχθεί διά στόματος Χ. Τρικούπη έξι μήνες μετά τις πρώτες παραστάσεις του Γενικού γραμματέα, η παράσταση της Σοφίας Μαραθάκη παρουσιάζεται μετά τη χρεοκοπία –μια χρεοκοπία μάλιστα όχι μονάχα οικονομική αλλά ταυτόχρονα πολιτική, κοινωνική και ηθική.
Σε μία τέτοια συνθήκη, η καταγγελία δεν έχει καμία λειτουργικότητα. Ο θεατής μπορεί εκ πείρας να αναγνωρίσει «τι μας έφερε μέχρι εδώ»: ευφυώς πράττουσα, η σκηνοθέτις αποφεύγει επιμελώς να υπερτονίσει «επικαιρικά» στοιχεία, εκείνα που θυμίζουν οικεία κακά, όπως το πελατειακό σύστημα, τους διορισμούς στο δημόσιο, τις εξυπηρετήσεις των ημετέρων ή τις χρηματιστηριακές απάτες, βέβαιη ότι είναι άμεσα αναγνωρίσιμα από τον θεατή της.
Αντίθετα, στρέφει το βλέμμα στα πρόσωπα του Καπετανάκη, που τα παρακολουθεί με τρυφερότητα να βαδίζουν προς την πτώση, καθώς αναδιαπραγματεύονται διαρκώς την ταυτότητά τους, στην προσπάθειά τους να βρεθούν στην πλευρά που κερδίζει. Στο τέλος, όμως, η ήττα τους θα είναι συλλογική: γι’ αυτό και ο τελικός μονόλογος της πτώσης του Λάμπρου, του απολυμένου πλέον γενικού γραμματέα, θα αναληφθεί απ’ όλους τους ηθοποιούς, παρόντες εν είδει τραγικού χορού επί σκηνής.
Έντονα στυλιζαρισμένη, η παράσταση πειραματίζεται με στοιχεία μπουρλέσκ αλλά και Καραγκιόζη –όπως υπενθυμίζει ο μπερντές στο βάθος της σκηνής, προσδιορίζοντας τον τόπο, το χωριό ή την πρωτεύουσα– αρδευόμενη από πολλές κωμικές παραδόσεις, όπως ακριβώς και τα φραγκορωμέικα ρούχα των ηθοποιών της.
Έχοντας εξαιρετική αίσθηση του ρυθμού (όπως άλλωστε έδειξε και στην παράσταση Ο Φίλιπ Γκλας αγοράζει μια φραντζόλα ψωμί), η Σοφία Μαραθάκη δημιουργεί μια καλοκουρδισμένη παράσταση, που συντονίζεται πάνω στη μινιμαλιστική μουσική προσέγγιση του Χαράλαμπου Γωγιού, η οποία βασίζεται μονάχα στην ανθρώπινη φωνή και σε μουσικά κουτιά που παίζουν οι ίδιοι οι ηθοποιοί. Μια ομάδα που συγκροτεί ένα σφιχτοδεμένο σύνολο, το οποίο έδωσε πολύ καλές ερμηνείες, από τις οποίες δύσκολα θα ξεχωρίζαμε κάποιες (όπως π.χ. τον Γιώργο Σύρμα, στους ρόλους του υπηρέτη και του ομογενούς επενδυτή Χρύσογλου) χωρίς να αδικήσουμε τους υπόλοιπους.
info
Ο ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ του Ηλία Καπετανάκη. Σκηνοθεσία: Σοφία Μαραθάκη. Μουσική – μουσική διδασκαλία: Χαράλαμπος Γωγιός. Σκηνικά: Κωνσταντίνος Ζαμάνης. Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα. Ερμηνεύουν: Μιχάλης Βαλάσογλου, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Ρένα Κυπριώτη, Σοφία Μαραθάκη, Λεονάρδος Μπατής, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης, Νικόλας Χανακούλας. ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ Πειραματική Σκηνή. Έως 26/2/2017.