Δήμητρα Ρουμπούλα.
Όποιος έχει δει την ταινία – φάρο της γαλλικής νουβέλ βάγκ «Ζυλ και Τζιμ» του Φρανσουά Τρυφώ, μια αριστουργηματική μεταφορά στην οθόνη του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ανρί-Πιερ Ροσέ, θα πρέπει να γνωρίζει ότι αφηγείται την προσωπική ιστορία του συγγραφέα Φραντς Χέσελ, δηλαδή το ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στον ίδιο (Ζυλ), τον Ροσέ (Τζιμ) και την ΄Ελεν Γκρουντ (Κατρίν) που υποδύεται η Ζαν Μορό. Με μια καίρια αντιστροφή αυτή την θυελλώδη προσωπική υπόθεση συναντάμε και στο «Απόκρυφο Βερολίνο», ένα λογοτεχνικό διαμαντάκι που μας συστήνουν οι εκδόσεις «Κριτική» και ο μεταφραστής του Απόστολος Στραγαλινός.
Σχεδόν άγνωστος στην Ελλάδα, ο Φραντς Χέσελ, επιστήθιος φίλος του Βάλτερ Μπένγιαμιν, υπήρξε από τους σημαντικότερους Γερμανούς συγγραφείς στην περίοδο του Μεσοπολέμου, μεταφραστής, ποιητής και χρονικογράφος της γερμανικής πρωτεύουσας κατά την ταραγμένη δεκαετία του ΄20, λίγο πριν από την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία. Γεννημένος το 1880, ο εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας προκειμένου να γλιτώσει από τους ναζί κατέφυγε το 1941, όπως και άλλοι Γερμανοί και Αυστριακοί ομότεχνοί του, σαν τους Μπέρτολτ Μπρεχτ, Χάινριχ και Τόμας Μαν, Γιόζεφ Ροτ και Στέφαν Τσβάιχ, στη νότια Γαλλία, όπου και πέθανε. Αν και δημοφιλής στην εποχή του (συνεργάτης των εκδόσεων Rowohlt, ως συγγραφέας, μεταφραστής και αναγνώστης χειρογράφων), ξεχάστηκε για αρκετές δεκαετίες μετά τον Πόλεμο. Το έργο του «επανήλθε» τα τελευταία χρόνια, παρότι με την επιτυχία της ταινίας «Ζυλ και Τζιμ» (1962) αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον γύρω από το όνομά του, κυρίως όμως για την μποέμ ζωή του και τις ερωτικές του περιπέτειες μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού.
Ο Χέσελ γνώρισε τη σύζυγό του ΄Ελεν Γκρουντ το 1912 στο Παρίσι, όπου εκείνη σπούδαζε καλές τέχνες, και παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά. Παράλληλα, η Έλεν, με την ανοχή του Φραντς, διατηρούσε επί μακρόν σχέση με τον επί χρόνια φίλο του Ροσέ. Το ζευγάρι χώρισε και ξαναπαντρεύτηκε, αλλά τόσο η παράλληλη σχέση όσο και η φιλία των δύο ανδρών κρατήθηκαν. Η περιπέτεια του ερωτικού τριγώνου είχε συνέχεια, με την ΄Ελεν να μετακομίζει στο Παρίσι για να ζήσει με τον εραστή της, (σε αντίθεση με την Καρόλα, ηρωίδα στο «Απόκρυφο Βερολίνο», που επιλέγει να παραμείνει με τον σύζυγό της και το παιδί τους), τον Φραντς να την ακολουθεί με τους δύο γιούς τους και πάλι ο τελευταίος να επιστρέφει μόνος στο Βερολίνο, όπου παραμένει μέχρι το 1938. Στο Βερολίνο πλέον και κάτω από τις συγκεκριμένες ανατροπές και τη συναισθηματική φόρτιση, ο συγγραφέας ολοκληρώνει το «Απόκρυφο Βερολίνο», το οποίο εκδίδει το 1927.
Το «Απόκρυφο Βερολίνο», αν και εμφανίζει την προσωπική ιστορία ειδυλλιακά, όπως θα ήθελε ο συγγραφέας να είχε συμβεί στη δική του ζωή, δεν έχει στόχο να εξιστορήσει απλώς μια περιπέτεια ερωτικού τριγώνου. Βρισκόμαστε σε μια συγκλονιστική εποχή, στα μέσα της ετοιμόρροπης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με την εμφυλιοπολεμική τρομοκρατία στην κορύφωσή της μετά την εξέγερση των Σπαρτακιστών και υπό την απειλή των εθνικοσοσιαλιστών, ειδικά μετά το «πραξικόπημα της μπυραρίας» του Χίτλερ στο Μόναχο, το 1923. Το ίδιο το μυθιστόρημα διαδραματίζεται το 1924, μέσα από δεκατρία κεφάλαια – στιγμές ενός εικοσιτετραώρου στο διχασμένο από την πολιτική αστάθεια, την οικονομική κατάρρευση, τον φόβο και τη φτώχεια Βερολίνο. Αυτή η ασφυκτική ατμόσφαιρα ακριβώς στο μεταίχμιο μιας εποχής διαπνέει αριστοτεχνικά το κείμενο χωρίς όμως να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Με μαεστρία ο Χέσελ δίνει στον αναγνώστη την οσμή της βερολινέζικης καθημερινής ζωής εκείνων των χρόνων. Αποτυπώνει ένα παράλληλο, απόκρυφο Βερολίνο (εξ ου και ο τίτλος), με την αριστοκρατία να αφανίζεται, την αστική τάξη να προσπαθεί απεγνωσμένα να διαφυλάξει τις συνήθειές της, τους νέο-άνεργους να αναζητούν χρήματα, τους μποέμ τύπους, επίδοξους καλλιτέχνες, δούκισσες και διπλωμάτες, εμπόρους έργων τέχνης, τυχοδιώκτες και διάφορες αντιφατικές φιγούρες να περιφέρονται σε νυχτερινά κέντρα, καμπαρέ και εστιατόρια, να τριγυρνούν τις νύχτες στους πολυσύχναστους δρόμους.
Ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας μιας ασταμάτητης, ζωντανής κίνησης και έντασης, εισπράττοντας περισσότερο ένα πνεύμα μελαγχολίας παρά χαράς. «Πήγαινε να περπατήσεις στους δρόμους την ώρα που πέφτει το σούρουπο, δες τα χλωμά πρόσωπα των εργαζόμενων κοριτσιών ….Νιώσε τον βραδινό πυρετό της παράξενης μικρής μεγαλούπολης … Διάβασε παιχνιδιάρικα τη φρίκη των επιγραφών στις εισόδους των σπιτιών: Ενοικιαζόμενα δωμάτια με την ημέρα, την εβδομάδα, το μήνα, ινστιτούτα λειτουργικών και ψυχικών διαταραχών…» Νιώθει σαν να περπατά ο ίδιος στις πολύβουες Φρίντριχστρασε και Ούντερ ντερ Λίντεν, στα κανάλια και τη γέφυρα του Πότσνταμ, να αφουγκράζεται την ηχώ της πόλης, την ανάσα των Βερολινέζων. Γίνεται κοινωνός μιας νέας, μεταβατικής τάξης πραγμάτων, όπου οι άνθρωποι, είτε πλούσιοι είτε φτωχοί, θέλουν να ζήσουν, να ερωτευθούν, να διασκεδάσουν, να προσαρμοστούν στις έκρυθμες συνθήκες, ακόμη και να αποδράσουν προτού η επόμενη μέρα προβάλει ζοφερή. «Το μαράζωμα δεν είναι παρά μια αβλεψία που μπορεί ασφαλώς να αποτραπεί, αρκεί κανείς να αντισταθεί».
Η πλοκή είναι στοιχειώδης, με τρία βασικά πρόσωπα. Μια παντρεμένη γυναίκα με παιδί, η Καρόλα, η οποία θέλει να σπάσει τη ρουτίνα του οικογενειακού βίου, ακολουθώντας ένα νεαρό φίλο του συζύγου της, τον γοητευτικό Βέντελιν, ευγενή χωρίς όμως χρήματα, στην Ιταλία, εξωτικό προορισμό για την εποχή. Εδώ, σε αντίθεση με την πραγματική ζωή του Φραντς Χέσελ, νικητής θα βγει ο σύζυγος, το alter ego του συγγραφέα, ο Κλέμενς Κέστνερ, ένας ιδιόρρυθμος πανεπιστημιακός καθηγητής φιλολογίας που αντιμετωπίζει τα πράγματα με ευγένεια, ψυχραιμία, διακριτικότητα και σοφές φράσεις. Οι διάλογοί του είναι αυτοί που οδηγούν τον νεαρό δανδή σε παραίτηση. «Ξέρεις, άραγε, περιπλανώμενέ μου, πως η φωνή που ακούς δεν είναι παρά ένας απατηλός αντίλαλος;» Και πριν αποχαιρετιστούν οι δύο φίλοι στη γέφυρα του Πότσνταμ: «Θα επιστρέψεις κάποια μέρα και θα μείνεις μαζί μας στο απόκρυφο Βερολίνο… Θα κάνουμε ξανά βόλτες δίπλα σ΄ αυτά τα νερά και θα συζητάμε για τους εφαπτόμενους κύκλους των αναμνήσεων και των προσδοκιών μας».
Κι όλα αυτά μέσα σε ένα εντυπωσιακά περιεκτικό λόγο, γεμάτο εικόνες και ήχους, ποιητικότητα και λυρισμό, παρά το μικρό μέγεθος του βιβλίου (159 σελίδες, μαζί με εξαιρετικό και κατατοπιστικό Επίμετρο του μεταφραστή) και την περιορισμένη χρονική δράση τού ενός μόλις εικοσιτετραώρου. Η γλώσσα, το «βάρος της λέξης», είναι το μεγάλο όπλο του Φραντς Χέσελ, που διά στόματος του ήρωά του Κέστνερ μας λέει: «Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι λέξεις είναι άδειες, χωρίς σημασία. Δεν είναι ο ήχος τους γεμάτος περιεχόμενο; Οι λέξεις είναι μαγικές, και όποιος τις μεταφέρει πρέπει να γνωρίζει την επικινδυνότητα και την ευσπλαχνία τους. ΄Οποιος μνημονεύει λέξεις καλεί πνεύματα».
Franz Hessel,«Απόκρυφο Βερολίνο», Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός, Εκδόσεις Κριτική