Γιάννης Βαϊτσαράς (*)
Διαβάζοντας τον Αναποδογεννημένο του Χρήστου Χρηστίδη, αντιλαμβάνομαι από την πρώτη κιόλας σελίδα πως οι ψυχαναλυτικές μου κεραίες ευαισθητοποιούνται. Και ως την τελευταία γραμμή -την τελευταία παύλα- δεν κατάφερα να μην παρασυρθώ από την χρησιμοποίηση του ψυχαναλυτικού φακού για την ανάγνωση.
Σκέφτομαι την προτροπή που απευθύνουν γονείς και κοινωνικό σύνολο σε κάθε νέο άνθρωπο: Κατασκεύασε το μέλλον σου! Είναι προτροπή, ή ακόμα και προσταγή, που η ψυχανάλυση θα προσπαθήσει να μετατρέψει σε ευχή: Κατασκεύασε το παρελθόν σου[1].
Η ψυχανάλυση χρησιμοποιεί την έννοια της “κατασκευής”. Είναι όρος που δηλώνει μια διεργασία μέσα στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας για την ανασύσταση μέρους της παιδικής ιστορίας του ανθρώπου, πραγματικής ή φανταστικής.
Νιώθω πως αυτό ακριβώς επιχειρεί το βιβλίο: Μια κατασκευή, εκ των υστέρων.
Πράγματι, στα 78 κείμενα του αφηγήματος του Χρηστίδη, «άκουσα» την προσπάθειά του να υφάνει την ιστορία του αφηγητή, χρησιμοποιώντας τον γραπτό λόγο, την λογοτεχνία. Το υφαντό του, με στημόνι την μνήμη, στήνεται με δεξιοτεχνία πηγαίνοντας απ’ το τότε στο τώρα, από την παιδική ηλικία, στην εφηβεία, στην ενηλικίωση και στο γήρας. Και το αντίστροφο. Μια διαδρομή φαινομενικά δίχως προορισμό, μα που καταλήγει στο στήσιμο μιας ταινίας που διατρέχει τον χρόνο.
Διαγράφεται έτσι μια βιογραφία, ένας εαυτός, πάντα σε κίνηση, σε εξέλιξη, σε μεταβολή. Το βιβλίο μοιάζει σαν μια προσπάθεια ιδιοποίησης του παρελθόντος και των αλλαγών που φέρνει η ζωή, έτσι ώστε η ύφανση του αφηγήματος να καθιστά την προσωπική ιστορία λιγότερο ξένη, λιγότερο επώδυνη.
Ο αφηγητής επιχειρεί με μαεστρία να κρατήσει μια σχέση ανάμεσα σε εκείνον και το παρελθόν του, ειδικότερα μια επαφή με τα παιδικά του χρόνια. Γιατί ξέρει πως τότε σημαδεύτηκε από πρόσωπα και γεγονότα, από παραστάσεις. Ξέρει πως πολλά απ’ αυτά είναι θαμμένα, λησμονημένα, απωθημένα. Ξέρει επίσης όμως πως, ακόμα και ξεχασμένα, συνεχίζουν να επιδρούν πάνω του, να καθορίζουν την πλοκή της ψυχικής του δραματουργίας. Τα ανακαλεί λοιπόν στη μνήμη, ή τα κατασκευάζει. Και τα γράφει.
Είναι μια κατασκευή ενός παρελθόντος που έχει τις ρίζες του στο παρόν!
Βρίσκω εκπληκτική αυτή την ικανότητα σύνδεσης που διατρέχει το βιβλίο του Χρηστίδη. Ένας ποιητικός κι ανάλαφρος τρόπος ανακατασκευής του παρελθόντος σύμφωνα με το παρόν και ίσως μπρος σε ένα αδυσώπητο μέλλον. Και μέσα από την ψυχική κατασκευή γεννιέται το αφήγημα με τον ανατρεπτικό τίτλο Αναποδογεννημένος. Θα έλεγε κανείς πως το παρελθόν γεννήθηκε ανάποδα, ξεκινώντας από το παρόν…
Έτσι το λογοτεχνικό έργο γίνεται ζωντανή πηγή συναντήσεων, του τώρα με το τότε, της μνήμης με την πραγματικότητα. Για τον λογοτέχνη αφηγητή που ψάχνει τη θέση του και που είδε ανάποδα το φως του κόσμου, αναφύεται το καλό νέο: Η δημιουργία εγγυάται να του βρει μια θέση στο σύστημα, στην οικογένεια, στη γενεαλογία, στη χρονική τάξη. Το αφήγημα, η φαντασιακή έκφραση, ως άλλη ψυχανάλυση, θα δώσει την δυνατότητα να ειπωθεί το συναίσθημα, να γίνουν λέξεις οι φόβοι, οι συγκρούσεις και οι επιθυμίες. Τα συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής.
Το «οικογενειακό μυθιστόρημα» θριαμβεύει! Με τον όρο αυτό χαρακτήρισε ο Φρόιντ τις φαντασιώσεις μέσω των οποίων το άτομο τροποποιεί φαντασιακά τους δεσμούς με τους γονείς και το περιβάλλον του, επινοώντας για την περίπτωση ένα είδος μυθιστορήματος[2]. Ο Χρηστίδης επινοεί το δικό του μυθιστόρημα, αναμιγνύοντας τους ρόλους και τους χρόνους, σε μια ποιητική θεραπευτική φαντασία, με στόχο, συνειδητό ή μη, την θεραπεία, την φροντίδα την αναμνήσεων:
Γριά με ζαρωμένο πρόσωπο και σώμα μπαίνει στις ιαματικές πηγές και βγαίνει κορίτσι με μαύρο φόρεμα και περμανάντ.
Και λίγο πιο κάτω στο ίδιο κείμενο:
Η μητέρα σε κοιτάζει με γλυκιά περιέργεια. -Ποιος είσαι εσύ; σου λέει.
-Έλα μαμά, μια κουταλιά για τον μπαμπά σου που σου μάθαινε ποδήλατο χωρίς χέρια, της λες κι ακουμπάς στα χείλη της το κουτάλι με τον ζωμό.
-Καίει μπαμπά, σου λέει και απομακρύνει το χέρι σου.
Χρειάζεται άραγε να προσθέσω εδώ ότι, κατά τον Φρόιντ, οι φαντασιώσεις αυτού του είδους έχουν τις ρίζες τους στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα;
Με ευχαρίστηση ανίχνευσα στο αφήγημα την επιδέξια προσπάθεια του συγγραφέα να μετασχηματίσει τον παρελθόντα χρόνο ώστε το «πριν» να συνεχίσει να υπάρχει και να διατηρήσει την σύνδεσή του με το «τώρα», να κατασκευάσει ένα παρελθόν που να είναι πράγματι η αιτία και πηγή της ύπαρξης, τώρα που η ύπαρξη η ίδια απειλείται από το τέλος, από τον θάνατο. Τώρα που,
…μέχρις εδώ ήταν, σκέφτεται βαρύθυμος…
Σκασμένος μπαίνεις στο αμάξι και φτάνεις σε μια έρημη παραλία. Από τη θάλασσα ξεπροβάλλει…
Ευτυχώς, ξεπροβάλλει η ανάμνηση. Με νοσταλγία, με πόνο, αλλά απαραίτητη για τη σύνδεση, για το τώρα και για το μέλλον, όσο μικρό και κοντινό κι αν είναι.
Να είναι η νοσταλγία, η λύπη για όσα έγιναν ή δεν έγιναν, να είναι ο πόνος για το χαμένο παρελθόν και το επώδυνο παρόν που οδηγούν τη σκέψη του αφηγητή; Σίγουρα λίγο απ’ όλα αυτά καθώς το τώρα είναι το τώρα. Και «τώρα» σημαίνει σήμερα, χτες και αύριο. Τα ανθρώπινα όντα που είμαστε αισθανόμαστε και πιστεύουμε ότι ο χρόνος περνάει. Και μάλιστα ισχυριζόμαστε πως περνάει πιο γρήγορα όσο γερνάμε. Αλλά ο Χρόνος αγνοεί ότι περνάει, είναι ακίνητος, δεν έχει ηλικία. Κι ο καθένας μας έχει όλες τις ηλικίες όταν σταματήσει να τεμαχίζει τον χρόνο, στο πριν και το μετά.[3]
Το γραπτό του Χρηστίδη αγνοεί τον χρόνο, όπως ακριβώς το υποσυνείδητο. Στο ίδιο κείμενο συναντούμε τρεις στιγμές. Το πριν, το πιο πριν, το τώρα:
Στον καθρέφτη απέναντι αντικρίζεις σάρκα κουρασμένη, αποκαρδιωμένη, πένθιμη.
Πόσα παγωτά έφαγες φέτος το καλοκαίρι, Νικηφόρε;
Ξυπνάς μούσκεμα. Πεινάς σαν λύκος.
Οι εικόνες οι λέξεις οι εκφράσεις και οι αισθήσεις που στήνουν το αφήγημα του Χρηστίδη με παραπέμπουν στον ελεύθερο συνειρμό της ψυχανάλυσης. Όπως στην ψυχοθεραπεία, έτσι και στο υφαντό με τίτλο Αναποδογεννημένος, τα πολύχρωμα νήματα των άσχετων σκέψεων εμφανίζονται δήθεν τυχαία. Αλλά διαφαίνεται εύκολα μια κρυφή κλωστή που τα ενώνει, η υποσυνείδητη επιθυμία για σύνολο, για νόημα, για ολοκλήρωση του πίνακα, της βιογραφίας. Στο τέλος, τα ξέφτια του μέλλοντος, η σκιά του επερχόμενου θανάτου, θα έχουν (ανάποδα) τη θέση τους στο αφήγημα:
Χτες πέθανα κι εγώ… Είναι όμορφα εδώ, ο κόσμος άνω κάτω και –
Τέλος. Παύλα δίχως τελεία, σαν ένα κρόσσι που τελειώνει το υφαντό της μνήμης και, μαζί της, της ύπαρξης.
(*)Ο Γιάννης Βαϊτσαράς είναι Ψυχαναλυτής-συγγραφέας
[1] Ψυχανάλυση και εφηβεία, Κλινικά και θεωρητικά ορόσημα, Συλλογικό έργο. Εστία, Αθήνα 2013
[2] Otto Rank, Ο μύθος της γέννησης του ήρωα, Έρασμος, 2008
[3] J.B. Pontalis, Avant, εκδόσεις Gallimard, Παρίσι, 2012.