Ο Αγαμέμνων του Γιάννη Ρίτσου: η ελεγεία ενός «διόλου ήρωα» ( της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
2463

της Δέσποινας Παπαστάθη (*)

 

 

 

 

Δε μας αρέσαν τα ημιθεϊκά, τα θεϊκά, τα υπερανθρώπινα. Ο μύθος

πολύ μπλεγμένος, με πολλές εκδοχές, – δεν ξέραμε το τι εννοούσε·

απλώς μαντεύαμε πως έκρυβε πολλά και μικρόλογα· του ’λειπε

κείνη η καθάρια γυμνότητα του άγνωστου κι ανεξήγητου […].

[…] Τούτη η μικρή πονηρία,

η τόσο ανθρώπινη, που ’χε νικήσει την κακοβουλία του Άτλαντα,

όλο τον μύθο τον έφερνε στα μέτρα μας, δίνοντάς του ταυτόχρονα

κάποιον αόριστο και οικείο φωτισμό, μια αισθητική σχεδόν λαμπρότητα.[1]

 

Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι αποτέλεσαν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για τον Γιάννη Ρίτσο, σε όλες τις φάσεις της ποιητικής δημιουργίας του. Ήδη από τα τέλη του 1936 μετά την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, ο μύθος καθίσταται το κατάλληλο όχημα για την ελεύθερη έκφραση των συναισθημάτων, των μύχιων σκέψεων και των προβληματισμών του ποιητή για την περιρρέουσα σκοτεινή πραγματικότητα, ενώ συνιστά διέξοδο στα προσωπικά, οικογενειακά αδιέξοδα, στις τραγικές στιγμές της καθημερινότητάς του. Με το «Εμβατήριο του Ωκεανού» (1939-1940), ο Ρίτσος μεταβαίνει οριστικά στον αρχαιοελληνικό μύθο. Η πρώτη μυθολογική φάση της ποίησής του θα κλείσει το 1942 («Η ταφή του Οργκάθ»), ενώ θα επανασυνδεθεί με τον μύθο στα 1953 («Θερινό φροντιστήριο»). Η ώριμη χρήση της «μυθικής μεθόδου» του Ρίτσου θα εφαρμοστεί στην πρώτη σειρά των «Μαρτυριών» (1957-1963). Τις επόμενες δεκαετίες ο ποιητής θα εκφραστεί μέσω του μύθου τόσο στα μικρά του ποιήματα, όσο και στις μακροσκελείς συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης.[2]

Ο Ρίτσος αναρωτιέται για τον δρόμο της δουλειάς του «με τους αρχαίους» και ομολογεί πως

 

[…] αυτή η αντίθεση (κ’ η μοιρασιά μου) ανάμεσα στο τώρα και στο πάντα, ανάμεσα στις δυο αναγκαιότητες: της συγκεκριμένης ιστορικής πραγματικότητας και της «μυθικής» πραγματικότητας της ιστορίας του ανθρώπου που ξεπερνάει τα «επείγοντα πλαίσια της δοσμένης στιγμής» και προς τα εμπρός (μέλλον) και προς τα πίσω (παρελθόν) […][3]

 

συνιστά ειδοποιό στοιχείο της ποιητικής του, καθώς ο μύθος προσφέρει τη μαγεία της απόστασης, τη στοχαστική κίνηση του λόγου, την ελευθερία κίνησης της φαντασίας, την ευκολία της μεταμφίεσης και της ακραίας ομολογίας κάτω από την προσωπίδα του άλλου. [4]

 

Η «μυθική μέθοδος» του Γιάννη Ρίτσου: ο κύκλος των Ατρειδών

Ο μύθος είναι λόγος, σύμφωνα με τον Ρολάν Μπαρτ, ένα σύστημα επικοινωνίας, ένα μήνυμα. Πρόκειται για «έναν τρόπο σημειοδότησης, μια μορφή», χωρίς όρια που μας υποβάλλει άπειρες ιδέες, καθώς αποτελείται «από μιαν ύλη που είναι κιόλας κατεργασμένη και που προορίζεται για την κατάλληλη επικοινωνία»,[5] συνιστώντας κατά αυτόν τον τρόπο μια μετα-γλώσσα, που καθορίζεται από τη σχέση της μορφής με το νόημα του μύθου.[6] Η αξία του λογοτεχνικού μύθου έγκειται στον αλληγορικό χαρακτήρα του που «συνδέει το κείμενο με τις πολιτισμικές συνιστώσες της εποχής στην οποία προσλαμβάνεται»,[7] ενώ ιδιαίτερα σημαντική στη διαμόρφωση της σημασίας του είναι και η συμμετοχή του δέκτη στην πρόσληψή του.

Η πρώιμη στροφή του Γιάννη Ρίτσου στον αρχαίο μύθο βρίσκεται «σε συνάρτηση με τους –πρώτους– «δύσκολους καιρούς» της ατομικής και κοινωνικής του βιογραφίας».[8] Ο Ρίτσος αποσπά τα μυθολογικά στοιχεία από τη μυθολογική «αφηγηματική» τους συνάφεια και τα εντάσσει «στον ποιητικό κορμό μιας νέας «αφήγησης» που λειτουργεί με τη βοήθεια του μύθου, αλλά ριζικά πέρα από αυτή».[9] Τα μυθικά στοιχεία συμπλέκονται με τα βιογραφικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα του ποιητή, ο οποίος επεμβαίνει συνειδητά στον μύθο μέσω των αναχρονισμών. Παράλληλα με την (αυτο)βιογραφικότητα και τον αναχρονισμό ως εκφάνσεις του μύθου στην ποίηση του Ρίτσου, το μυθικό στοιχείο στην ποίησή του υποδηλώνει από τη μια «την ιστορική εμπειρία, και από την άλλη συγκρατεί και διαμορφώνει τον καλλιτεχνικό πειραματισμό. Εκφράζοντας το περιεχόμενο ή το «μήνυμα» του ποιήματος, χρησιμεύει ως το όριο της μορφής, εξισορροπώντας την ανατρεπτική ρητορική του. Μέσω της χρήσης του μύθου ο Ρίτσος καλλιεργεί την απόκλιση περιεχομένου και μορφής, ιστορίας και λόγου, πράξης και τέχνης».[10]

Ο Ρίτσος εκφράζει το ιστορικό περίγυρο, την προσωπική μνήμη, τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, καθώς «η αναφορά στον μύθο προϋποθέτει το τραγικό και το συντελεσμένο. Γίνεται «μίμηση πράξεως». […] Πίσω από το προσωπείο υπάρχει το πρόσωπο, που είναι σημερινό αντίγραφο», ενώ ο μύθος χρησιμεύει ως αντιστάθμισμα μιας ή και περισσοτέρων απωλειών.[11] Στην ποίησή του ενυπάρχει μια έντονη αντίθεση ανάμεσα στο μεγαλείο του παρελθόντος και στο ταπεινό και ασήμαντο παρόν, στην υλική ενσωμάτωση ή την ιδεολογική και αλληγορική προβολή του παρελθόντος στο παρόν, που οδηγεί αναπόφευκτα σε μία νέα ανάγνωση του παραδοσιακά ένδοξου παρελθόντος. Το παρελθόν, και ειδικότερα ο μύθος, λειτουργεί ανάλογα με τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του παρόντος, στοιχείο που χρωματίζει ειρωνικά την επανεμφάνιση των μυθολογικών θεμάτων και μοτίβων στην ποίηση του Ρίτσου.[12]

Αξιοπρόσεκτη είναι η προτίμησή του στον οίκο των Ατρειδών: Αγαμέμνων, Ορέστης, Ιφιγένεια, Χρυσόθεμις, Ηλέκτρα, Κλυταιμνήστρα, Μενέλαος, Ελένη είναι μυθικές μορφές που πρωταγωνιστούν συχνά στο σύνολο της ποίησής του και όχι μόνο στις συνθέσεις της Τέταρτης Διάστασης. Η επιλογή αυτή μπορεί να εξηγηθεί διττά: «πρώτον, τα κυρίαρχα θέματα σε αυτό τον μυθικό κύκλο είναι η εκδίκηση, ο χωρισμός και η σφαγή – θέματα τα οποία επίσης απαντούν στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία. Δεύτερον, ο δεκάχρονος τρωικός πόλεμος μπορεί να συγκριθεί με τις ταραχώδεις και βίαιες δεκαετίες του 20ου αιώνα στην Ελλάδα και ιδιαιτέρως με τη δεκαετία του 1940, τη δεκαετία της Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου».[13] Παράλληλα, τα δραματικά γεγονότα που σημάδεψαν τον αρχαίο οίκο των Ατρειδών συνδέονται με αυτά του οίκου των Ρίτσων, ενισχύοντας «στη συνείδηση του ποιητή τη συνειρμική αντιστοιχία μυθικού και σύγχρονου κόσμου».[14]

 

Αγαμέμνων: ένας «διόλου ήρωας»

Ο «Αγαμέμνων», Δεκέμβρης 1966–Οκτώβρης 1970, αν και γράφεται μετά «Το Νεκρό σπίτι» ή το «Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού» παρουσιάζει ένα προγενέστερο περιστατικό του μύθου των Ατρειδών: Ο Αγαμέμνων επιστρέφει μετά την πολύχρονη απουσία του στην Τροία, τον υποδέχεται πανηγυρικά η Κλυταιμνήστρα, η οποία μαζί με τον εραστή της θα τον δολοφονήσουν με τρόπο φριχτό και ατιμωτικό μέσα στο λουτρό του ανακτόρου. Οι λεπτομέρειες του αρχαίου μύθου που επιβιώνουν στη σύνθεση του Ρίτσου δείχνουν πως πηγή έμπνευσής του υπήρξε η Αισχύλεια παραλλαγή του και ειδικότερα η τριλογία Ορέστεια: Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες.

Στην ποιητική σύνθεση συναντάμε την τυπική δομή των περισσοτέρων ποιημάτων της Τέταρτης Διάστασης: ένας σκηνοθετικός πρόλογος σε πεζό, που μας παρέχει πληροφορίες για τον χώρο, τον χρόνο, τα πρόσωπα, την ατμόσφαιρα. Ακολουθεί o ποιητικός μονόλογος ενός προσώπου, εδώ του Αγαμέμνονα, προς ένα δεύτερο, βουβό συνήθως πρόσωπο, η παρουσία του οποίου είναι καθοριστική για την εξομολόγηση του ήρωα. Το ποίημα ολοκληρώνεται με έναν πεζό επίλογο.[15]

Τα πρόσωπα του ποιήματος είναι ο πολέμαρχος Αγαμέμνων, τα αλαλάζοντα πλήθη του Άργους, οι φρουροί, οι δούλοι, η παραλογισμένη Κασσάνδρα, η Κλυταιμνήστρα και τέλος ο εραστής της. Ο ομιλούμενος χώρος συνίσταται στη  μαρμάρινη σκάλα, η οποία είναι στρωμένη με πορφυρούς τάπητες, στοιχείο που παραπέμπει άμεσα στην αισχύλεια παραλλαγή του μύθου και στο εσωτερικό του ανακτόρου που κυριαρχεί η αίθουσα με στρωμένο το τραπέζι. Η μελαγχολική ατμόσφαιρα υποδηλώνεται από τις αναφορές στην «κρυστάλλινη χειμωνιάτικη λιακάδα», το «άρωμα στυφό» που «κυματίζει στον αέρα απ’ τις πολλές πατημένες δάφνες», δημιουργώντας κλίμα φθοράς και αγωνίας, προλαμβάνοντας την τραγική κατάληξη του ήρωα.

Ο ήρωας από τους πρώτους κιόλας στίχους του μονολόγου βασανίζεται εξαιτίας της διάψευσης των στόχων και των ινδαλμάτων, κρίνοντας, παράλληλα, με αυστηρότητα την ηθική, πνευματική, ιδεολογική αλλοτρίωση των πολιτών του Άργους, την επιλογή του συμβιβασμού:

 

Δώσε την προσταγή σου, σε ικετεύω, να σωπάσουν. Τι φωνάζουν ακόμη;

Για ποιον χειροκροτούν; Τι επευφημούν; Τους δημίους τους τάχα;

τους νεκρούς τους

ή μήπως για να βεβαιωθούν πως έχουν χέρια και μπορούν να χτυπάνε,

πως έχουν φωνή και μπορούν να φωνάζουν και ν’ ακούν τη φωνή τους;[16]

 

Το φορτίο της εξουσίας και των λανθασμένων επιλογών έχει λυγίσει τον Αγαμέμνονα που δεν διστάζει να παραδεχτεί πως «το βάρος που σηκώνουμε όλοι μας είναι πιο μεγάλο απ’ το μπόι μας», κυρίως εξαιτίας της αναίτιας θυσίας τόσων αθώων ανθρώπινων ζωών:

 

Πόσο αίμα χύθηκε –

δεν έμαθα γιατί –δεν ξέρω·–στιγμές– στιγμές δεν τολμούσα

ν’ αγγίξω το ψωμί –το ψωμί είταν κόκκινο.

 

Ο ήρωας αναρωτιέται «πως γίνεται να θυσιάσεις έναν άνθρωπο για λίγο ούριο άνεμο». Η ανθρώπινη ζωή τίθεται στον βωμό της σκοπιμότητας, θέτοντας εύλογα το ερώτημα εάν η θυσία υπηρετεί το γενικό καλό ή ικανοποιεί τη ματαιοδοξία του εκάστοτε άπληστου άρχοντα.

Ο υπαρξιακός προβληματισμός βαθαίνει, καθώς ο Αγαμέμνων κάνοντας απολογισμό της ζωής του καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως δεν έζησε αληθινά σημαντικές στιγμές, πως σπατάλησε άσκοπα τον χρόνο του στην προσπάθειά του να αναδειχθεί στην αντίληψη των άλλων, αποκαλύπτοντας τον καημό για τα όσα χάθηκαν οριστικά, για όλες τις υποσχέσεις που μετατράπηκαν σε αιματοβαμμένη πραγματικότητα:

 

Πως αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν, πασχίζοντας ανόητα

να εξασφαλίσουμε μια θέση στην αντίληψη των άλλων. Ούτε ένα

δικό μας δευτερόλεπτο, μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια, να δούμε

τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα –μια μικρή τριήρης

σε μια πάγχρυση θάλασσα· –μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζουμε

για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες. Δεν αρμενίσαμε.

 

Η πονεμένη αυτή διαπίστωση σε συνδυασμό με τον αυτοπροσδιορισμό του Αγαμέμνονα ως «ήσυχου νεκρού» που «παρακολουθεί με τα άδεια του μάτια» την κίνηση και τις χειρονομίες του τονίζει την ανθρώπινη φύση του ήρωα, ο οποίος αποδομεί την αίγλη της μυθικής του κληρονομιάς, καθώς ενσαρκώνει τον κουρασμένο και δοκιμασμένο άνθρωπο της εποχής του, «που συχνά βρίσκεται ενώπιον του θανάτου, χωρίς να το συνειδητοποιεί ή με μόνη τη διάχυτη αίσθηση της φθοράς, της αποτυχίας και του επικείμενου μέλλοντος, που ο ίδιος δεν μπορεί να καθορίσει. Είναι ο «εφήμερος» άνθρωπος, όπως τον καθόρισε η τραγική αίσθηση του πρώιμου αρχαϊκού λυρισμού των Ελλήνων»:[17]

 

Συχώρεσέ μου αυτή την όραση, προπάντων την ομολογία –

είναι ένας τρόπος να με δείτε κ’ εσείς· να γίνουμε ισόπαλοι  –όπως και είμαστε–

όλοι μας άοπλοι δηλαδή. Μα, πάλι, αυτή την ώρα, αναρωτιέμαι

τι τάχατε πάω να καρπωθώ, τι ν’ αποφύγω, τι να κρύψω

μ’ αυτή μου την εξομολόγηση· –ποιο τάχατε νέο προσωπείο

από άθραυστο γυαλί πάνω στο γυάλινο, το εύθραυστο πρόσωπό μου–

ένα μεγάλο κούφιο προσωπείο, συνέχεια της μορφής μου, έκφρασή μου,

κρεμασμένο ψηλά, μπροστά στ’ ανάκτορα, στη μετόπη της πύλης,

μόνος προσωπικός μου θυρεός, όχι της δυναστείας. Κάποτε, θαρρώ

πως τα πάντα δεν έγιναν παρά για να τα θυμηθώ μια μέρα

ή πιότερο ίσως για ν’ ανακαλύψω την αθάνατη ματαιότητά τους.

 

Ο θάνατος, η φθορά του σώματος, το υπαρξιακό κενό, η κατολίσθηση των αξιών αποτελούν κεντρικούς θεματικούς άξονες του ποιήματος. Ο θάνατος αποτελεί τη μόνιμη σκέψη του μυθικού ήρωα, μιας και είναι η αναπότρεπτη κατάληξη κάθε ανθρώπου, άρχοντα και μη. Δεν είναι απλά ένα θεματικό μοτίβο στην ποίηση του Ρίτσου, αλλά μια οντολογική πραγματικότητα που τη βίωσε «όχι σαν μια ιστορική ανάγκη, αναντίρρητη βέβαια, μπλεγμένη όμως αφηρημένα σε άλυτες διαλεκτικές διαδικασίες κι ατελείωτες, σχολαστικές ακαδημαϊκές συζητήσεις, αλλά σαν μια προσωπική μαρτυρία που περνάει απ’ το χωνευτήρι ενός βασανιστικού στοχασμού, επεκτεινόμενου σε κρίσεις με καθαρή αντικειμενικότητα, απομακρύνεται από οποιοδήποτε ατομικό όριο για να φτάσει στις διαστάσεις γενικής αξίας».[18] Ο μυθικός Αγαμέμνων καθίσταται στο ποίημα του Ρίτσου ο Άνθρωπος που αγωνιά για το εφήμερο της ύπαρξής του, που αισθάνεται «διόλου ήρωας», καθώς απεκδύεται από τον ηρωικό μανδύα και τις συμβάσεις του, ευγνωμονώντας για την ζωή του σε αντίθεση με τον θάνατο των συντρόφων του. Το παρόν του αναδύεται αντι–ηρωικό, χωρίς τη μνήμη του ένδοξου παρελθόντος:

 

Οι άλλοι πέσαν – σωστά παλληκάρια, (όμως, ποιος ξέρει,

με πόση πίκρα, πόσο φόβο κι αυτοί). Δεν τους τον ζήλεψα το θάνατό τους.

Αν εγκωμίασα τον ηρωισμό τους, είταν για να κρύψω

τη μυστική μου ευγνωμοσύνη πως εγώ ακόμη ζούσα – διόλου ήρωας.

 

Να με, λοιπόν, που μήτε τούτη τη χαρά δε σούφερα – την πολυώνυμη,

όπως λένε δόξα

που ίσως και θα μπορούσε, αλλοίμονο, να εξαγοράσει

με βροντερά και κίβδηλα νομίσματα, τα σιωπηλά μας γνήσια δέκα χρόνια,

χιλιάδες φόνους, κρυφούς και φανερούς, χιλιάδες σφάλματα και τάφους.

 

Ο Ρίτσος κατεβάζει τον μυθικό ήρωα από το βάθρο του, αποδεικνύοντας πως «ο αρχαίος μύθος δε δυναστεύει ούτε περιορίζει τον ποιητή, ο οποίος άνετα και σύμφωνα με τις ποιητικές του ανάγκες χειρίζεται το υλικό του».[19] Οι μυθικοί ήρωες δεν είναι άλλοι παρά οι άνθρωποι της κάθε εποχής που αγωνιούν για τα εφήμερα ζητήματα της καθημερινότητάς τους, «τα πρόσωπα τα σημαδεμένα από το πεπρωμένο, ο Ορέστης, ο Αγαμέμνων, η Ιφιγένεια, ο Φιλοκτήτης, είμαστε οι ίδιοι εμείς, έχουμε κοινή ταυτότητα. Όχι μόνο λόγω ιστορικής μνήμης, αλλά και μνήμης αίματος».[20] Στον Αγαμέμνονα «το κέντρο βάρους μετατίθεται στο υπαρξιακό πεδίο».[21]

 

Ο θάνατος φαινόταν τόσο εύκολος. Θυμήθηκα τον σιωπηλό Φιλήμονα.

Μια νύχτα,

που όλοι πιωμένοι, μέσα στη σκηνή, φλυαρούσαν ατέλειωτα

για άθλους, γυναίκες, άλογα, ο Αντίλοχος προκάλεσε με σκώμματα

την ηρεμία κ’ εγκράτειά του. Κι ο Φιλήμων: «προετοιμάζομαι», είπε·

τίποτ’ άλλο·

κ’ έμεινε έτσι σκυφτός, χωρίς να πίνει, με τους αγκώνες του πάνω στο τραπέζι,

με το πρόσωπο μες στις παλάμες του. Πίσω απ’ τα δάχτυλά του

φεγγοβολούσε ένα παράξενο χαμόγελο […]

[..] Μήτε αυτός μήτε ο Φιλήμων γύρισαν πίσω.

Σε μια άσπρη λήκυθο χαράξαμε δυο ωραία πουλιά –το κόκκινο και το γαλάζιο.

 

Ο ήρωας προετοιμάζεται για το αναπότρεπτο, για τη Λάχεση που δεν μπορεί να αποφύγει. Ο ελεγειακός τόνος στη φωνή του ενισχύει την ειρωνική ματιά του απέναντι στο υψηλό παρελθόν που αντιπροσωπεύει η μυθική του προέλευση, υπογραμμίζοντας την υπεριστορικότητα της ανθρώπινης φύσης. Το παρελθόν δεν μπορεί να προσφέρει παρηγοριά στον άνθρωπο του παρόντος που διακρίνεται από την «όραση» του αναπόφευκτου τέλους, μια όραση που επαναφέρει τον μυθικό ήρωα στη γη, τονίζοντας εμφατικά τη φθαρτότητα της ανθρώπινης φύσης:

 

[…] Πριν μπω στο λουτρώνα

βλέπω τα φύλλα της μυρτιάς να επιπλέουν στο νερό και τα πρησμένα

πρόσωπα

των ατμών ν’ ανεβαίνουν στο ταβάνι, να συνωθούνται στο φεγγίτη. Ακόμη

ως και την ώρα του θανάτου μου διακρίνω περίπου.

 

(*) Η Δέσποινα Παπαστάθη είναι Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Γιάννης Ρίτσος, «Τα μήλα των Εσπερίδων, Ι»  από τη συλλογή Επαναλήψεις-Β΄, 1968, στον τόμο Ποιήματα, τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα, 19982, σ. 49-50.

[2] Γιώργος Βελουδής, «Ο μύθος στο Ρίτσο», περ. Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547 (Χριστούγεννα 1991) 113-114.

[3] Γιάννης Ρίτσος, «Ένα γράμμα του, για την ποίησή του», περ. Νέα Εστία, τ. 130, τχ. 1547, (Χριστούγεννα 1991) 94.

[4] ό.π., 95.

[5] Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες, μτφρ. Καίτη Χατζηδήμου-Ιουλιέττα Ράλλη, Ράππα, Αθήνα, 1979, σ. 201-203.

[6] ό.π., 211-213.

[7] Ζ.Ι. Σιαφλέκης, Η εύθραυστη αλήθεια. Εισαγωγή στη θεωρία του λογοτεχνικού μύθου, Gutenberg, Αθήνα, 1994, σ. κζ΄.

[8] Γιώργος Βελουδής, «Ο Καβαφικός Ρίτσος», στο: Αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα 1981, σ. 181-182.

[9] ό.π., σ. 181-182.

[10] Δημήτρης Τζιόβας, Από το Λυρισμό στο Μοντερνισμό· Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σ. 272.

[11] Χρύσα Προκοπάκη, «Ο κύκλος των μυθολογικών ποιημάτων του Γιάννη Ρίτσου», περ. Θεατρικά Τετράδια, τχ. 2, (Ιανουάριος 1980) 5-8.

[12] Dimitris Tziovas, “Between tradition and appropriation: mythical method and politics in the poetry of George Seferis and Yiannis Ritsos”, Classical Receptions Journal, vol 9, iss.3 (2017) 366.

[13] Δημήτρης Τζιόβας, ό.π., (σημ. 10) σ. 259.

[14] Στέφανος Διαλησμάς., Εισαγωγή στην ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, Επικαιρότητα, Αθήνα, 1984, σ. 59-60.

[15] Για τη δομή των ποιημάτων της Τέταρτης Διάστασης βλ. ενδεικτικά: Κώστας Κουλουφάκος, «Πέντε φάσεις στην ποιητική σταδιοδρομία του Γιάννη Ρίτσου», περ. Αντί, περίοδος Β΄, τχ. 23, (19 Ιουλίου 1975) 27.

[16] Τα αποσπάσματα προέρχονται από την εξής έκδοση: Γιάννης Ρίτσος, «Αγαμέμνων» στο: Τέταρτη Διάσταση, Κέδρος, Αθήνα, 200522, σ. 57-69.

[17] Σκιαδάς Αριστόξενος Δ., «Ο «Αγαμέμνων» του Γιάννη Ρίτσου», στο: Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα, 1981, σ. 632.

[18] Σαντζίλιο Κρεσέντσιο, Μύθος και ποίηση στον Ρίτσο, μτφρ.: Θόδωρος Ιωαννίδης, Κέδρος, Αθήνα, 1978, σ. 108.

[19] Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ιστορική επιφάνεια και βάθος. Μελέτη πάνω σε δυο συνθέσεις του Γιάννη Ρίτσου», στο: Αφιέρωμα στο Γιάννη Ρίτσο, Κέδρος, Αθήνα, 1981, σ. 197.

[20] Τάσος Λειβαδίτης, «Γιάννη Ρίτσου: «Η ποίηση του Γιάννη Ρίτσου (Μικροί διαλογισμοί πάνω σ’ ένα μεγάλο θέμα)», στο: Γιάννης Ρίτσος, Μελέτες για το έργο του, Διογένης, Αθήνα, 1975, σ. 244.

[21] Χρύσα Προκοπάκη, «Εισαγωγή» στο: Ανθολογία του Γιάννη Ρίτσου, επιλογή: Χρύσα Προκοπάκη, επιμέλεια: Χρύσα Προκοπάκη, Αικατερίνη Μακρυνικόλα, Κέδρος, Αθήνα, 20005, σ. 20.

Προηγούμενο άρθροΚαι αν είμαι Μπαρόκ μη με φοβάσαι (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΟι διάφανες κουρτίνες του χρόνου (της Κούλας Αδαλόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ