του Μάνου Κουμή (*)
O Φουκώ, πολύ σωστά, επέμενε να τονίζει ότι το σώμα είναι ο «τόπος», όπου εγγράφεται το σύνολο των μορφών καταπίεσης.[i] Ως εκ τούτου, ανέκαθεν, τα «μη κανονικά» σώματα με τις αποκλίνουσες συμπεριφορές τους, αποτελούσαν προνομιακό πεδίο τόσο άσκησης κυριαρχίας από την εκάστοτε εξουσία, όσο και «χώρος» ανεύρεσης νέων μορφών αντίστασης απέναντι σε θεσμοθετημένες μορφές βίας: σώματα τερατώδη και δύσμορφα, υποκείμενα άρρωστα εσωτερικά και εξωτερικά, μορφές οκνηρές και καταθλιπτικές, τρελοί και άεργοι, ήταν ανέκαθεν ανεπιθύμητοι για την εύρωστη λειτουργία οποιασδήποτε ολιστικής ουτοπίας.[ii] Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια από τον θάνατο του Γάλλου φιλοσόφου, και ο ομοφυλοφιλικός έρωτας, το υποκείμενο ως ομοφυλόφιλο, η πρακτική της ομοφυλοφιλίας φαίνεται να προκαλεί αντιδράσεις βίας, ατομικής και θεσμικής.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις γίνονται περισσότερο έκδηλες με την ανάγνωση δύο μυθιστορημάτων, μόλις πρόσφατα μεταφρασμένων για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό: το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπέλγκελ» του Εντουάρ Λουί και το «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» του André Aciman, είναι δύο έργα όπου ο ομοφυλοφιλικός έρωτας είναι στο προσκήνιο. Πέρα όμως από αυτή την κοινότοπη διαπίστωση, τα έργα αυτά συνδιαλέγονται ποικιλοτρόπως, γεννώντας ουσιώδη ερωτήματα για το ποιόν του Δυτικού πολιτισμού, την ηθική του στάθμη, καθώς και τις πολιτισμικές του κατακτήσεις. Οφείλουμε να ρωτήσουμε ευθέως, στο βαθμό που κάθε τι που θεωρείται προφανές, κρύβει κάτι μέσα του που δεν είναι αυτονόητο. Άραγε σεβόμαστε το διαφορετικό; Ο Δυτικός άνθρωπος, που τόσο αυτάρεσκα καυχιέται για την ανωτερότητά του, φοβάται ή όχι απέναντι στο πρωτεϊκό χαρακτήρα του Έρωτα; Ή ακόμη, μπορεί η λογοτεχνία να περιγράψει «με τ’ όνομά του» το ερωτικό φαινόμενο, μακριά και πέρα από το πεδίο του φετιχισμού ή μιας εξουσιαστικής κανονικότητας;
Ο Εντουάρ Λουί περιγράφει την εναγώνια προσπάθεια ενός έφηβου να ξεφύγει από ένα φαύλο κύκλο βίας και εκφοβισμού που πυροδοτείται από τη διαφορετικότητά του. Ο Εντύ Μπέλγκελ, είναι ένας ομοφυλόφιλος σ’ ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όπου η φτώχεια καθηλώνει τους κατοίκους του σε μια αέναη μοιρολατρία. Με ωμή, βίαιη και ρεαλιστική πρόζα, ο 25χρονος μόλις Εντουάρ Λουί, καυτηριάζει την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και τις παθογένειες που αυτή γεννά: ρατσισμός, μίσος, έχθρα απέναντι στο διαφορετικό. Μοναδική διέξοδος για τον νεαρό ήρωα του, μια ιδιότυπη «φυγή προς τα εμπρός», μακριά από τους στενούς ορίζοντες της επαρχίας, προς έναν κόσμο, όμως, ξένο και με τις ίδιες παγίδες να καιροφυλακτούν.
Η γοητεία της μπουρζουαζίας μπορεί να είναι διακριτική,[iii] απαιτεί όμως ένα σκληρό προσωπικό αγώνα εξιλέωσης, όπως αποδεικνύει το ιδιότυπο αυτό μυθιστόρημα «μαθητείας». Ο Εντουάρ Λουί είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Εντύ Μπέλγκελ. Ο Εντύ Μπέλγκελ από πραγματικό πρόσωπο γίνεται λογοτεχνικός ήρωας, και τα όρια μεταξύ αυτοβιογραφίας και ρεαλισμού ακυρώνονται με εκπληκτική μαεστρία, κάτω από το βάρος της μυθιστορηματικής εξομολόγησης και της αφοπλιστικής ειλικρίνειας. Μια ειλικρινής καταγραφή γεγονότων που η ανάγνωση τους αβίαστα μας φέρνει στο νου τη γραφή του Προυστ και το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο[iv]». Στη περίπτωση όμως του Εντουάρ Λουί η θέα είναι από τα κάτω, απορρίπτοντας τον αριστοκρατισμό του Γάλλου ομότεχνού του: «Από την παιδική μου ηλικία δεν έχω καμιά χαρούμενη ανάμνηση. Δεν θέλω να πω ότι ποτέ, κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, δεν ένιωσα ευτυχία η χαρά. Απλώς η οδύνη είναι ολοκληρωτική: ό,τι δεν προσαρμόζεται στο σύστημα της το εξαφανίζει.»[v] Για τους υπαίτιους, βέβαια, αυτής της οδύνης, ο νεαρός συγγραφέας με ζηλευτή ωριμότητα παρέχει μια νηφάλια ερμηνεία. Οικειοποιώντας, θα λέγαμε, έναν Ζολά παρουσιάζει δράστες και θύματα ως αιχμάλωτους των οικονομικών δυνάμεων και της κοινωνικής τους τάξης. Ο Εντουάρ Λουί αιτιολογεί αλλά δεν δικαιολογεί. Βάζοντας κάτω από το μικροσκόπιο τη ζωή του, δεν τρέφει αυταπάτες. Στο δίλημμα παραμονή στην επαρχία και αποδοχή του ρόλου του θύματος, ή την φυγή και την ένταξη σε μια άλλη ομάδα, αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει ευτυχής έκβαση. Τελικά, η φυγή σε μια καπιταλιστική κοινωνία ισούται με εξορία.
Σε αντίθετο κλίμα εξελίσσεται η ιστορία του Aciman. Ο 17χρονος ήρωάς του είναι παιδί ευκατάστατων, διανοούμενων γονέων. Ο ίδιος, οπλισμένος με κλασική παιδεία και με μια σχεδόν αναγεννησιακή μόρφωση, σε μεγαλύτερη πια ηλικία, αναστοχάζεται το βίωμα και την σταδιακή έλξη του προς τον Όλιβερ, φιλοξενούμενο φοιτητή στην εξοχική τους κατοικία στην Ιταλία. Οι αναμνήσεις του Έλιο, σε αντίθεση με του Εντύ του Εντουάρ Λουί, δεν κρύβουν τον πόνο και την οδύνη του εκφοβισμού και της απαγόρευσης. Εδώ οι ήρωες δεν απειλούνται από κάποια ψυχική βία, ή από ευρύτερες κοινωνικές προσταγές. Δεν υπάρχει πάλη με κάποιον εξωτερικό εχθρό. Μονάχα η ανασφάλεια, ο φόβος, οι ενοχές που νοιώθει κάθε ερωτευμένος απέναντι στο αντικείμενο του πόθου. Με αυτούς του όρους, δεν πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γύρω από την ομοφυλοφιλία. O Aciman με έναν υπέροχο λυρικό λόγο παρουσιάζει γυμνό το βίωμα του Έρωτα, που περνά από το στάδιο της εμμονής μέχρι τον απόλυτο θαυμασμό. Ύστατο στάδιο αυτής της πορείας είναι η ολοκληρωτική επιθυμία της απόλυτης ένωσης των δύο. Αυτή φαίνεται να είναι και η βαθύτερη σημασία του ερωτικού παιχνιδιού που παίζουν ο Έλιο και ο Όλιβερ, η επιθυμία «να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου».
Αυτό το παιχνίδι των αέναων μεταμορφώσεων, της αλλαγής των ονομάτων ως ύστατης έκφρασης του ερωτικού βιώματος, είναι κάτι πέρα από ένα ερωτικό καπρίτσιο. Το έργο του Aciman συμπληρώνει μια μακρά σειρά ερωτικών μυθιστοριών, όπου περιγράφεται το πάθος του έρωτα. Ο Ντενί ντε Ρουζμόν μας έμαθε ότι δεν υπάρχει ευτυχισμένος έρωτας στη Δύση. Το ερωτικό βίωμα ξεκινά και κορυφώνεται με την φράση του Αυγουστίνου amatum amare, να αγαπάς την αγάπη, να αγαπάς το αίσθημα της αγάπης, ενώ το ερωτικό αντικείμενο εξοβελίζεται σε μεταφυσικά αιθέρη.[vi] Από δω προκύπτει η συνεχής αναζήτηση του εμποδίου που τροφοδοτεί το ερωτικό πάθος, από αυτό το σημείο ο ερωτισμός βαπτίζεται με δαιμονιακές δυνάμεις. Ας αναλογιστούμε τώρα τη πράξη της εναλλαγής των ονομάτων ως ύστατης επιθυμίας ολοκλήρωσης των ατόμων στον Aciman, με την ανάλογη πράξη στην «Αφροδίτη με τη γούνα»[vii] του Μαζόχ. Στη τελευταία περίπτωση είναι το σύμβολο της απόλυτης υποταγής, αρχικά σεξουαλικής συνολικά όμως υπαρξιακής. Στον Εντουάρ Λουί, αναδεικνύει μια πράξη χειραφέτησης, στον Aciman, όμως, είναι ο απόλυτος σεβασμός και η ίδια αυθεντική και αγνή έκφραση του Έρωτα. Ο Aciman λοιπόν, με τη λυρική του πρόζα μας καλεί να συμμεριστούμε το μυθιστορηματικό του πρόταγμα: οφείλουμε να σεβόμαστε και να καλλιεργούμε τα συναισθήματά μας. « Αν υπάρχει πόνος, φύλαξέ τον, κι αν υπάρχει φλόγα μην την πνίξεις, μην είσαι βάναυσος μαζί της.[ …] Αλλά πόσο κρίμα να μην αφήνεσαι να νιώσεις, μόνο και μόνο για να μη νιώσεις τίποτα!».[viii]
Δύο πανέμορφα βιβλία λοιπόν, που η θεματική του ομοφυλοφιλικού έρωτα στέκεται μονάχα ως μία μυθιστορηματική αφορμή για πολλαπλές αναγνώσεις. Η άρτια μεταφραστική εργασία των Μιχάλη Αρβανίτη και Νίκου Α. Μάντη αντίστοιχα, βοηθούν στο έπακρο να αναδειχθεί η δυναμική τους. Δύο αναγνώσματα που τιμούν δύο σεβαστούς εκδοτικούς οίκους, παλιότερο και νέο, το Μεταίχμιο και τους Αντίποδες.
(*) O Μάνος Κουμής είναι υποψήφιος διδάκτορας Φιλολογίας. Τμήμα Νεοελληνικών Σπουδών ΕΚΠΑ.
[i] David Harvey, Η κατάσταση της μετανεωτερικότητας. Διερεύνηση των απαρχών της πολιτισμικής μεταβολής., μτφρ: Ελένη Αστερίου, εισαγωγή στην ελληνική έκδοση: Ντίνα Βαΐου, επιστημονική επιμέλεια: Χρήστος Δερμεντζόπουλος – Μάνος Σπυριδάκης, Μεταίχμιο, 2007, σ.78.
[ii] Μισέλ Φουκώ, Οι μή κανονικοί. Παραδόσεις στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1974 – 1975, μτφρ: Σωτήρης Σιαμανδούρας, επιμέλεια έκδοσης: Βαλέριο Μαρκέττι και Αντονέλλα Σαλομόνι, γενική εποπτεία, Φρανσουά Εβάλντ και Αλεσσάντρο Φοντάνα, Εστία, 2010.
[iii] Αναφορά στη ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ Η Διακριτική Γοητεία της Μπουρζουαζίας του 1972.
[iv] Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, τμ I, από τη μεριά του Σουάν, μτφρ: Παύλος Ζάννας, επιμέλεια έκδοσης Παναγιώτης Πούλος, Εστία, 2014.
[v] Εντουάρ Λουί, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπέλγκελ, μτφρ: Μιχάλης Αρβανίτης, Αντίποδες, 2018, σ.13.
[vi] Ντενί ντε Ρουζμόν, Ο έρως και η Δύση, μτφρ: Μπάμπη Λυκούδη, επιμέλεια: Ντίνας Σαμοθράκη, Ίνδικτος, 1996.
[vii] Λεοπόλντ φον Ζάχερ-Μαζόχ, Η Αφροδίτη με τη γούνα, μτφρ: Ιωάννα Βασιλείου, Ερατώ, 2009.
[viii] André Aciman, Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου, μτφρ: Νίκος Α. Μάντης, Μεταίχμιο, 2018, σ. 294.
INFO:
- André Aciman, Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου, μτφρ: Νίκος Α. Μάντης, Μεταίχμιο, 2018.
2. Εντουάρ Λουί, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπέλγκελ, μτφρ: Μιχάλης Αρβανίτης, Αντίποδες, 2018.
Μια μεγάλη συγγνώμη από τον Μιχάλη Αρβανίτη, και τη μεταφραστική του εργασία για το ” Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ”. Ο παρατονισμός του ονόματος ( ‘Εντυ αντί του ορθού Εντύ ) βαραίνει αποκλειστικά εμένα. Βεβαία, θα αρκεστώ να κρυφτώ πίσω από τον ‘δαίμονα του τυπογραφείου’, που ευτυχώς ή δυστυχώς, έχει βάλει πολλές τρικλοποδιές κατά το παρελθόν και σε αρτιότερες πένες από τη δική μου.