Ο άνθρωπος τανκ του Λίλλη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
573

 

Της Βαρβάρας Ρούσσου.

 

 

Ο άνθρωπος τανκ είναι η έβδομη ποιητική συλλογή του Γιώργου Λίλλη. Ενασχόληση, πυκνότερη τα τελευταία χρόνια, με την κριτική, ζωή και εργασία στο εξωτερικό όπου έρχεται σε επαφή με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ποίηση και οι έξι προηγούμενες συλλογές έχουν δημιουργήσει για τον Λίλλη ένα σοβαρό υπόστρωμα  επί του οποίου διαμορφώθηκε η προσωπική του ποιητική φωνή.

Τα 19 ποιήματα αυτής της συλλογής τροφοδοτούνται τόσο, και κυρίως, από το συγκαιρινό του ελληνικό βίωμα, από την καθημερινότητα της γενιάς του όσο και από ένα διαχρονικό βίωμα, την προσωπική ματαίωση της απόπειρας προσαρμογής στην πραγματικότητα που επιβάλλει η σκληρή καθημερινότητα. Η ποιητική φωνή δεν αναζητά λύσεις αλλά αποτυπώνει με ενάργεια τη διαρκή απομάκρυνση μεταξύ επιθυμίας-πραγματικότητας και αναζητά εναγώνια μια θέση για να διαχειριστεί την αντίδρασή της στα τεκταινόμενα. Έτσι παράγεται ένας συνεχής δραματικός μονόλογος όχι σε χαμηλόφωνο εξομολογητικό τόνο αλλά με φωνή που επιχειρεί να αιωρηθεί μεταξύ καταγγελίας και πικρού αυτοσαρκασμού.

Θα τολμούσα να χαρακτηρίσω αυτή τη συλλογή ως ποίηση πολιτικής μελαγχολίας παραγόμενη από τη διπλή ρήξη με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα αλλά και με τον υποταγμένο εαυτό και αυτόν διχασμένο μεταξύ υποταγής και εξέγερσης, πιεσμένο από το βάρος της ηλικίας, και των γονέων με τις επιλογές τους («Τηλέφωνο για τα τεσσαρακοστά μου γενέθλια», «Καραόκε», «Τα παιδιά του σοσιαλισμού»). Η φωνή εκφοράς του ποιητικού λόγου επιχειρεί λοιπόν να αρθεί πάνω από την ρεαλιστική σχεδόν εικονοποιΐα με στόχο να μετατραπεί σε ατομική και ταυτόχρονα συλλογική φωνή.

Τι απομένει λοιπόν; Μαζί με την αίσθηση δημόσιας εξομολόγησης που λειτουργεί παραμυθητικά, απομένει η ελπίδα που εναποτίθεται στην αντίσταση του ποιητικού λόγου, στην επιμονή του να κρατά την εναντίωση και να μην επιχειρεί τα εναρμονίσει τα ασύνδετα και αντίθετα. Αυτό νομίζω υπονοούν και τα δύο εγκάθετα (σε βαθμό που φαίνονται παράταιρα) «φιλοσοφικά» ποιήματα εκ των οποίων το ένα περιστρέφεται γύρω από την ιδεώδη και ουτοπική πλατωνική Πολιτεία. («Πολιτεία-Βιβλίο όγδοο»).

Είναι η μάσκα των ενηλίκων που ονομάζεται εμπειρία

Βάλτερ Μπένγιαμιν

Τα 19 ποιήματα είναι σχετικά σύντομα, συνήθως ολιγόστιχα με στίχους που κυμαίνονται σε αριθμό συλλαβών και με ποιήματα σε φόρμα πεζού. Στο τελευταίο μάλιστα ποίημα της συλλογής με τίτλο «Σονέτο» η ειρωνική ανατροπή της αναγνωστικής προσδοκίας του τίτλου κορυφώνεται καθώς το ποίημα όχι μόνον δεν είναι σονέτο, όχι μόνον έχει μορφή πεζού αλλά τα στοιχεία που το απαρτίζουν ανακαλούν δημόσιο έγγραφο τείνοντας την ειρωνεία στο έπακρο ενώ οι τέσσερις τελευταίοι στίχοι-λέξεις (επίθετα) ενδυναμώνουν τη διάσταση ανάμεσα στον αναγνωστικό ορίζοντα και το ποίημα. Η λέξη ΤΕΛΟΣ που ακολουθεί δεν επισημαίνει το αυτονόητο τέλος της συλλογής αλλά το τέλος ενός ασθματικού παραληρηματικού μονολόγου προς τον αναγνώστη με τον οποίον όμως δεν έχει επέλθει η συμφιλίωση όπως ούτε με τον εαυτό ενώ το ίδιο αιχμηρή παραμένει για την ποιητική φωνή και η κοινωνική ασυμβατότητα.

Έκδηλη εξάλλου στη συλλογή είναι η οφειλή στην αμφισβήτηση και τον τόνο της γενιάς του ΄70. Σε αυτήν την γενιά ή και εξαιτίας άμεσης επαφής οφείλονται οιι αναφορές στην μπητ ποίηση («Τα καλύτερα μυαλά»).

Νομίζω ότι η συλλογή αυτή του Λίλλη θέτει ένα ευρύτερο ερώτημα. Είναι γεγονός ότι το εγκαθιδρυμένο μοντερνιστικό παράδειγμα έχει δώσει τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής ποίησης του 20ου και 21ου αιώνα, ενώ οι μεταμοντερνιστικοί πειραματισμοί των ημερών μας, άλλοτε γόνιμοι άλλοτε επιφανειακοί και εφήμεροι, έχουν  την πορεία της ποίησής μας. Με αναμφισβήτητη τη σημασία των ποιητών της γενιάς του ΄70 στην εξελικτική πορεία της σύγχρονης ποίησής μας διερωτώμαι τι άραγε έχει να προσφέρει η άμεση σχεδόν σύνδεση με μια ποίηση απότοκο της εποχής της, η σύνδεση με όρους αντλημένους από το κλίμα των καιρών εκείνων, ήδη 40 χρόνια πίσω, τη στιγμή μάλιστα που ένας αριθμός ποιητών της γενιάς εκείνης διαφοροποιήθηκαν και μεταστράφηκαν από αμφισβητίες σε λυρικούς;

Η απάντηση νομίζω βρίσκεται στην παρατήρηση σχετικά με την πολιτική μελαγχολία της ποίησης που μπορεί να την μετατρέπει σε «αντίσταση» στον εξουσιαστικό λόγο. Αν μπορούμε λοιπόν να διαγνώσουμε στη συλλογή του Λίλλη την ύπαρξη ενός συνδετικού ιστού που παραπέμπει στη γενιά του ’70, στην ποίηση δηλαδή κοινωνικής και πολιτικής αμφισβήτησης και άρνησης της (μικρο)αστικής συμβατικότητας, είναι γιατί ο Λίλλης αντιλαμβάνεται την ποίηση ως την προσωποποίηση του «(The) Tank man», του ανώνυμου, υπαρκτού όμως, ήρωα της πλατείας Τιεν Αν Μεν. Μόνο που η ποίηση δεν πεθαίνει κάτω από τις ρόδες του τανκ αλλά του αντιστέκεται και παραμένει ζωντανή και υπό τους χειρότερους όρους δουλείας και υποταγής.

 

info:   Γιώργος Λίλλης, Ο άνθρωπος τανκ, θράκα 2017

Προηγούμενο άρθροΓια την Γκάγκα Ρόσιτς που έφυγε ξαφνικά ( της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΙερώνυμος Λύκαρης: Ο λαβύρινθος του εγκλήματος (συνέντευξη στον Θανάση Μήνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ