Ο “Άμλετ” του Ίαν ΜακΓιούαν(της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
960

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

«Ω Θεέ μου, θα μπορούσα να΄ μαι κλεισμένος σ΄ ένα καρυδότσουφλο και να θεωρώ τον εαυτό μου βασιλιά της απεραντοσύνης – μονάχα να μην έβλεπα άσχημα όνειρα». Το απόσπασμα από τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ χρησιμοποιεί ο Ίαν ΜακΓιούαν ως μότο στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Καρυδότσουφλο» (εκδ. Πατάκη), δηλώνοντας ευθέως την έμπνευσή του από τον Άγγλο δραματουργό και προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για τις συνεχείς, εμφανείς ή άδηλες, αναφορές στα έργα του.

Ο ΜακΓιούαν, από τους σημαντικότερους σύγχρονους Βρετανούς συγγραφείς, εμβληματικός στυλίστας στη γραφή του, είναι από εκείνους που εισχωρούν με διεισδυτική ματιά στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, καταγράφουν τις καθημερινές αγωνίες και μετατρέπουν τους συνηθισμένους ανθρώπους σε ήρωες με έντονα εσωτερικά διλήμματα. Αυτή τη φορά, στους τελευταίους εντάσσει κι ένα έμβρυο, ένα αγέννητο παιδί.

Μπαίνει κατευθείαν, από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου, στο θέμα του: «Να με, λοιπόν, με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, μέσα σε μια γυναίκα (…) στην ανυποψίαστη μεμβράνη που παλλόταν από τις φωνές δύο συνωμοτών, μπλεγμένων σ΄ ένα επονείδιστο εγχείρημα..» Αφηγητής λοιπόν είναι ένα έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, ένας αγέννητος Άμλετ, που παρακολουθεί, στήνοντας αυτί, τα τεκταινόμενα, θέλει να ανατρέψει τα συμβάντα και κάνει ενδιαφέρουσες σκέψεις για το τι κινεί τα νήματα στο οικογενειακό του περιβάλλον, αλλά και για το τι συμβαίνει στο σύγχρονο κόσμο τον οποίο καλείται να αντικρύσει σύντομα.

Η Τρούντυ, που κυοφορεί το έμβρυο ή αλλιώς το πανέξυπνο, φιλοπερίεργο και φιλομαθές πλάσμα, είναι μια όμορφη νέα γυναίκα, η οποία έχει προδώσει τον εν διαστάσει σύζυγό της Τζον, έναν ευαίσθητο, πλην όμως άσημο, ποιητή, που ακόμα την αγαπά και πιστεύει ότι η σύζυγός του κάποια στιγμή θα του επιτρέψει να επιστρέψει στο σπίτι, κληρονομιά από την οικογένειά του. Εκείνη συγκατοικεί με τον αδελφό του Τζον, τον πληκτικό και ασήμαντο Κλοντ. Οι δύο εραστές συνωμοτούν και σχεδιάζουν να βγάλουν από τη μέση τον Τζον, δηλητηριάζοντάς τον, και να κληρονομήσουν το σπίτι, μια λονδρέζικη έπαυλη που καταρρέει μεν αλλά έχει υψηλό τίμημα. Να πάλι το σεξ και το χρήμα που πυροδοτούν τον κακό εαυτό.

«Αλλά να εγκαταλείψει έναν ποιητή, οποιονδήποτε ποιητή, για τον Κλοντ!», «Πώς μπόρεσε να κάνει το βήμα από τον Τζον στον Κλοντ, από την ποίηση στα ανυπόφορα στερεότυπα;», μονολογεί μέσα από το «καρυτσότσουφλό» του ο ακούσιος μάρτυρας της δολοφονικής δολοπλοκίας. Πώς να συγκρίνει κανείς έναν ποιητή, που αρέσκεται ακόμα και τώρα να απαγγέλλει ποίηση στην άπιστη σύζυγο, να ενισχύει νέους ομοτέχνους μέσω του εκδοτικού οίκου του, να προωθεί την ποίηση παντού, με ένα «αργόστροφο βλαχαδερό», έναν μακιαλεβικό αχρείο της παλιάς σχολής, ο οποίος ασχολείται με τις επενδύσεις σε ακίνητα!

Ο συγγραφέας προφανώς χρησιμοποιεί ως τέχνασμα το αστυνομικό στοιχείο, δεδομένου ότι εξαρχής οι δολοφόνοι είναι γνωστοί, ενώ το σχέδιο δολοφονίας κάθε άλλο παρά με το «τέλειο έγκλημα» μοιάζει.  «Και γιατί όχι, λέει ο ΜακΓιούαν , όταν όλη η λογοτεχνία, όλη η τέχνη, όλη η ανθρώπινη προσπάθεια είναι απλώς ένα απειροελάχιστο ίχνος στο σύμπαν όλων των πιθανών πραγμάτων».

Δεινός λεπτολόγος και με άφθονο χιούμορ, ο βραβευμένος με Μπούκερ συγγραφέας προικίζει το έμβρυο – αφηγητή με μεγάλη παρατηρητικότητα και διαίσθηση. Το αγέννητο ευχαριστιέται να «μοιράζεται» ένα ποτηράκι κρασί με την απρόσεκτη μητέρα του , αλλά παραπονιέται όταν αυτή κατεβάζει το μισό τουλάχιστον μπουκάλι. Άσε τις «αδίστακτες εφόδους του θείου στα σπλάχνα της κυοφορούσας» που  πιέζουν ασφυκτικά τον έτσι κι αλλιώς μικρό ζωτικό χώρο του – «Σ΄αυτή την τελευταία φάση της εγκυμοσύνης θα έπρεπε να συγκρατιούνται λιγάκι για χάρη μου. Το επιβάλλει η ευγένεια, αν όχι η κλινική ετυμηγορία». Κυρίως όμως φοβάται το μέλλον του, όταν βγει από το «καρυτσότσουφλο». Έχει ακούσει τους δύο εραστές να λένε ότι θέλουν να το ξεφορτωθούν, αφού φέρουν εις πέρας αποτελεσματικά τη σκευωρία τους. Πρέπει να δράσει: «Μην αφήσεις τους αιμομίκτες, τον θείο και τη μάνα σου, να δηλητηριάσουν τον πατέρα σου. Μη σπαταλάς τις πολύτιμες ημέρες σου νωθρός, αντεστραμμένος. Γεννήσου και δράσε!»

Αλλά μέχρι να αναλάβει δράση και να λυθεί το δράμα, θα τον ακούσουμε να αναρωτιέται για τον κόσμο στον οποίο σύντομα θα έρθει. Από την κοιλιά της μάνας του ακούει όλες τις ειδήσεις από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση – «αστείρευτη πηγή κάθε λογής εφιάλτη». Ο πολιτικοποιημένος και συνειδητοποιημένος συγγραφέας βρίσκει καλές αφορμές για να καταθέσει σκέψεις, θέσεις και προβληματισμούς πάνω σε καυτά προβλήματα των ημερών μας, καθώς τον εκφράζει απόλυτα αυτό που αναφέρει κάποια στιγμή: «Πάντα θα ανησυχούμε για το πώς πάνε τα πράγματα – έτσι συμβαίνει πάντα, χάρη στο δύστροπο δώρο που μας χαρίστηκε: τη συνείδηση».

Μέσω του αφηγητή του, ο Μακ Γιούαν αγωνιά για πολλά: Για την Ευρώπη που είναι σε «υπαρξιακή κρίση, ευέξαπτη και αδύναμη, ενόσω διάφορες ποικιλίες αυτάρεσκου εθνικισμού κουτσοπίνουν το ίδιο εύγεστο ζουμί». Για τη συμπεριφορά της Ευρώπης προς τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς, κάτι μεταξύ αλληλεγγύης και απώθησης – «συναισθηματική και ευγενική τη μια βδομάδα, σκληρόκαρδη και υπερβολικά λογική τη επόμενη, θέλει να βοηθήσει, αλλά δε θέλει να μοιραστεί ή να χάσει όσα έχει». Επίσης, για τη «σύγχυση αξιών, τον βάκιλο του αντισημιτισμού που επωάζεται», τους «υπερβολικά πλούσιους μια ανώτερη φυλή, σε αβυσσαλέα απόσταση από τους άλλους», τις «υποκριτικές τράπεζες», τις μουσουλμανικές χώρες που «μαστίζονται από θρησκευτικό πουριτανισμό», τη Μέση Ανατολή που «καλλιεργεί ταχύτατα τον σπόρο ενός πιθανού  παγκόσμιου πολέμου», τις τρομοκρατικές επιθέσεις, τις Ηνωμένες Πολιτείες – «όχι πια η ελπίδα του κόσμου», τον «ατιμασμένο σοσιαλισμό» και τον «διεφθαρμένο και καταστροφικό καπιταλισμό».

Σε μια υπέροχη και προσεγμένη μετάφραση από την Κατερίνα Σχινά, μεταφράστρια άλλων τεσσάρων βιβλίων του Ίαν ΜακΓιούαν, ο συγγραφέας θωρακίζει τον δικό του «Άμλετ» με ευαισθησία και στοχασμό γύρω, επίσης, από πανάρχαια δίπολα, όπως έρωτας και θάνατος, γέννηση και θάνατος, τέχνη και θάνατος. Το αστείο και συγκινητικό «Καρυτσότσουφλό» του, το δέκατο πέμπτο βιβλίο του στα ελληνικά, σχοινοβατεί ανάμεσα στην πνευματική ανυπαρξία των δολοπλόκων εραστών και την ποιητική υπόσταση του θύματος και την υπερφυσική ευφυΐα του καρπού του, βοηθούντων και των πολλών αναφορών στους ΄Αγγλους ποιητές. «Γεννηθήτω οδύνη. Και εγεννήθη η Ποίηση. Επιτέλους», αναφέρει κάπου.

 

info: «Καρυδότσουφλο»  Ίαν ΜακΓιούαν, εκδόσεις «Πατάκη», μτφρ. Κατερίνα Σχινά, σελίδες 254

 

 

Προηγούμενο άρθροΌπερα και “όπερα” (της Έλενας Χουζούρη)
Επόμενο άρθροΟι έμποροι της (εκδοτικής) κουλτούρας [Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ