Ουτοπίες: το όνειρο του Σίσυφου ή του Δον Κιχώτη; (του Δημήτρη Σαραφιανού)

0
476
Scale model, Νίκος Μόσχος, Διαστάσεις: 180 x 170 cm, Χρονολογία: 2025

του Δημήτρη Σαραφιανού

 

Τι είναι επιτέλους αυτή η ουτοπία; Μήπως μια γέφυρα, αιωρούμενη στον αέρα, που δεν αρχίζει και δεν καταλήγει πουθενά; Μήπως ένα αστέρι προς το οποίο καλπάζουμε με όλη μας τη δύναμη; Ή μήπως μια σειρά φανταστικών, ημιτελών ή εγκαταλελειμμένων αρχιτεκτονημάτων, που δεν ολοκληρώνουν ποτέ τον σκοπό τους; Και γιατί επιστρέφει αιωνίως, ταράζοντας την ησυχία μας; Αυτό το ερώτημα αναδύεται μέσα από την έκθεση Το όνειρο του Τάτλιν. Ουτοπίες. Η αιώνια επιστροφή, που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Τρίκας μέσα στο Ωδείο Αθηνών, ένα ακόμα ημιτελές μοντέρνο αριστούργημα του αρχιτέκτονα Ιωάννη Δεσποτόπουλου, που στην αρχική του μορφή περιελάμβανε πολύ περισσότερα κτίρια ενός πολιτιστικού κέντρου, εκτεταμένου κατά πλάτος, αλλά και κατά βάθος για να μην κλείνει τον ορίζοντα.

Η ουτοπία ως κτίσμα

Η αρχιτεκτονική έχει, πράγματι, διαδραματίσει πρωτοπόρο ρόλο στην προσπάθεια υλοποίησης ουτοπικών σχεδίων, από τα φαλανστήρια του Φουριέ μέχρι τις μοντερνιστικές μεγαλουπόλεις του Le Corbusier και τα σοβιετικά Narkomfin και Sotsgorod. Το όνειρο του Τάτλιν ήταν άλλωστε ένα γλυπτό-αρχιτεκτονικό μνημείο στη σπειροειδή εκδίπλωση της Ιστορίας. Φυσικά, τα αρχιτεκτονήματα –και ιδίως αυτά που βασίζονται στο μπετόν αρμέ– έχουν την ιδιαιτερότητα, όταν δεν συντηρούνται, να μετατρέπονται σε άχαρα ρημάδια (που ούτε καν ruinlust δεν προκαλούν) ή/και να υφίστανται διάφορες μορφές εξευγενισμού που περιγελούν τους πρωτοποριακούς σχεδιασμούς τους.

Έτσι, η έκθεση περιέχει αναφορές και φωτογραφίες κτιρίων που, αντιπαραθέτοντας την αρχιτεκτονική πρόθεση με τη σημερινή κατάστασή τους, αναδεικνύουν τη σύγκρουση μεταξύ οράματος και κατάληξης, κατά τρόπο που αποδομεί τις αντιφάσεις του ίδιου του οράματος.

Στο Paradise on Earth της Ελένης Μουζακίτη το ναζιστικό όραμα της μαζικής, οργανωμένης παραθέρισης στο μέρος όπου ο Kaspar David Friedrich αναζητούσε τη μυστική σύνδεση του ατόμου με τη φύση, κατέληξε σήμερα σε πολυτελή ξενοδοχεία.

Στη Stalinallee/KarlMarxAllee των Πηνελόπης Πετσίνη – Νίκου Παναγιωτόπουλου καταρρέουν τα κτίρια των εμβληματικών λεωφόρων, όπου μαζικές παρελάσεις οργανώνονταν από ένα, όλο και περισσότερο απομακρυνόμενο από τις μάζες κράτος. Όσο για το μεγαλοπρεπές άγαλμα του πατερούλη, διελύθη από τους επιγόνους του, που το μετέτρεψαν σε μπρούτζινα ζωάκια για τον γειτονικό ζωολογικό κήπο. Διασώθηκε μόνο το αυτί και ένα κομμάτι απ’ το μουστάκι, που έκρυψε προσεκτικά και με ευλάβεια ένας εργάτης κατεδαφίσεων.

Στο A Zone to Defend της Πηνελόπης Θωμαΐδη ξεδιπλώνεται ένα φωτογραφικό αρχείο από την κατάληψη μιας ολόκληρης ζώνης γης για να αποφευχθεί η οικοδόμηση ενός νέου αεροδρομίου στη δυτική Γαλλία και την οργάνωσή της σε μια αυτοδιαχειριζόμενη πολιτεία επί μια ολόκληρη δεκαετία. Η μακρονική καταστολή ήταν σκληρή, τα ξύλινα κτίρια της πολιτείας μετατράπηκαν σε οδοφράγματα, όμως το αεροδρόμιο δεν χτίστηκε ποτέ.

Μελέτη για ένα ουτοπικό μνημείο, Κατερίνα Μπότσαρη, Διαστάσεις μεταβλητές, Χρονολογία 2025

Το κτίσμα ως καλλιτεχνικό έργο

Ιδιαίτερο αισθητικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προσπάθειες μετατροπής των ουτοπικών κατασκευαστικών σχεδίων σε έργα τέχνης.

Στο επίκαιρο έργο του Skyfall/Ουρανοκατέβατο, ο Θόδωρος Ζαφειρόπουλος αποδομεί τη λυσσαλέα προσπάθεια να επιβληθεί σιγή νεκροταφείου στα πανεπιστήμια και με κτιριακές παρεμβάσεις.

Οι Αρχιτέκτονες της Φάλαινας (Ίριδα και Λήδα Λυκουργιώτη) με την Αλεξάνδρα Μπίσα και τη Λένα Γεροθανάση (The Pokari project) μετατρέπουν στοιχειώδη σωμάτια από την υδρονική αρχιτεκτονική του οραματιστή ριζοσπάστη αρχιτέκτονα William Katavolos σε υδρόβια πλάσματα που εποικίζουν έναν ελεύθερο ζωγραφικό και υφαντικό Αχελώο.

Η Μάρω Φασουλή μετατρέπει σλάιτς κτιρίων σε ένα ημιδιάφανο κέντημα ιστορικής μνήμης (O Χρόνος ως Κυματισμός), ενώ ο Αντώνης Βολανάκης χτίζει ασταθείς πύργους από εμαγιέ πιάτα και κουζινικά (Enameled whispers). Άλλωστε, η ασταθής ισορροπία δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό των ουτοπικών εγχειρημάτων, αλλά όλων των ανθρώπινων επιτευγμάτων και τους προσδίδει ενδιαφέρον, όπως μας θυμίζουν με παιγνιώδη τρόπο οι ce.lab (Ελένη Μολυβά και Χρήστος Χαρίσης) με το ιδιαίτερο πάτωμά τους (Floor #1.2).

Όμως χαρακτηριστικό του ανθρώπου, όταν ξεφεύγει από την ποντικίσια καταναλωτική καθημερινότητά του, αποτελεί και το οραματικό ξεδίπλωμα της δημιουργικής φαντασίας.

Το ιπτάμενο αποδομημένο Ωδείο της Σοφίας Δαμολή-Πλαΐνη (Ο ουρανός γλύστρισε στα μάτια του), που ταυτόχρονα μετατρέπει την χρωματική παλέτα των μπογιατζήδων σε αποδομημένο ηλιοβασίλεμα, και πρωτίστως η ιπτάμενη χάρτινη γέφυρα του Νίκου Ποδιά (Προσοχή στο κενό), επιβεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να κοιτάει ψηλά ακόμα κι αν μπουσουλάει στις λάσπες.

Αρκεί, κοιτώντας ψηλά, να μην του βαραίνει η λάσπη τα βλέφαρα και μετατρέπει το οραματικό ταξίδι της εξερεύνησης σε ψυχροπολεμική κούρσα που δεν μπορεί να οδηγήσει πουθενά (Κωστής Βελώνης, Moon Landing) ή σε προσπάθεια αποικιακής εκμετάλλευσης «άδειων γαιών» (Νάντια Καλαρά, Here we are home at last).

Σύνθετο: Φούξια Αμερική, Ειρήνη Μαντινάου, Διαστάσεις μεταβλητές, Χρονολογία: 2025

Η ουτοπία ως διαπάλη

Γιατί υπάρχουν πράγματι συστημικές, αποικιοκρατικές (και ενίοτε τεχνολογικά αναβαθμισμένες) δυστοπίες, που στο όνομα του εκπολιτισμού και του δυτικού τρόπου ζωής, ή της προόδου ή του There Is No Alternative, καταλήγουν σε μια εξουσιολάγνα κερδοσκοπική εκμετάλλευση, που καταστρέφει τη φύση (Νίκος Μόσχος, Scale Model), υποβαθμίζει τον Άλλο σε αντικείμενο του ολοκληρωτικού βλέμματος και της γενοκτονικής πράξης (Γιούλα Χατζηγεωργίου, Εύφλεκτο, Wade in the water, Venceremos), μετατρέπει τις κοινωνικές μάζες σε μάσκες του Ένσορ (Βασίλης Βλασταράς, Absofuckinglutely) ή σε πλήρως εξατομικευμένα υποκείμενα που αναζητούν νέους κόσμους μόνο στα videogames (Γιάννης Γρηγοριάδης, Έπιπλα) και μπορεί να οδηγήσουν σε διόλου ουτοπικές καταστροφές (Νίκος Γιαβρόπουλος, Revelation, Γιώργος Δρόσος, And if its not me?).

Τα οράματα χρωματίζονται από τη σκοποθεσία τους και αποτελούν ένα πεδίο αντιθέσεων, όπως αναδεικνύει η Κατερίνα Μπότσαρη με την εμβληματική Μελέτη για ένα ουτοπικό μνημείο, ένα μηχανισμό παραγωγής ουτοπιών, τα μοτέρ του οποίου έχουν αιματηρό παρελθόν.

Αυτή όμως η διόλου ουτοπική σύγκρουση προσδιορίζει τη ζωή των ανθρώπων, παράγει ένα πεδίο επικοινωνίας μεταξύ τους (Ειρήνη Μαντινάου, Σύνθετο: Φούξια Αμερική) και έχει την ικανότητα να τους ωθεί στις πιο ύψιστες οραματικές πράξεις υπομονής, αντοχής και αντίστασης, όπως μας θυμίζει ο Γιώργος Τσεριώνης με τα τάματά του στη φασματικά εκτυπωμένη σε πορσελάνη μορφή του Σπύρου Μουστακλή και, βέβαια, το μνημείο-γκράφιτι των Ζήση Κοτιώνη – Μαριάνθης Ευθυμίου, που είναι αφιερωμένο στην πάλη του παλαιστινιακού λαού για ελευθερία (και θέτει, βέβαια, και το ερώτημα κατά πόσο είμαστε άξιοι να μιλάμε για ουτοπία, όταν δεν κάνουμε τίποτα για να αποτρέψουμε τον αφανισμό του).

Η ουτοπία ως ρήγμα

Γιατί η ουτοπία δεν είναι απλά αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και πολλώ μάλλον δεν είναι ένα τέλειο μέρος. Η ουτοπία είναι προϊόν ενός ρήγματος. Του ρήγματος που χάσκει ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα των συμφερόντων και αναγκών και των αιτημάτων (θρησκευτικών, διαφωτιστικών – ακόμα και σοσιαλιστικών) που προβάλλουν ή αποδέχονται οι εκάστοτε κυρίαρχοι για να κατακτήσουν την ηγεμονία ενός κοινωνικού σχηματισμού. Μέσα από αυτό το ρήγμα αναδύεται η ουτοπία με την επιτακτικότητα που γεννά το ένστικτο της αδικίας, της κραυγής, που συμβολίζεται υπέροχα στα έγκατα της έκθεσης μέσα από το έργο του Πάνου Προφήτη, Blind Spot, το οποίο, αν και μοιάζει να έχει τη μικρότερη σχέση με την έκθεση, εντέλει έχει την πιο ουσιώδη. Αυτό το ένστικτο που σαν γεροτυφλοπόντικας σκάβει αέναα, με επιμονή, τα θεμέλια του παρόντος και κατατρώει τον ναρκισσισμό του και την προσπάθειά του να εμφανιστεί ως αιώνιο, όπως υπέροχα το συμβολίζει στη διπλανή αίθουσα ο Μπάμπης Βενετόπουλος με το Πριν το τέλος, επισημαίνοντας ότι η ουτοπία επιμένει από ανάγκη.

Σε μια σειρά από τα πιο ενδιαφέροντα (και αισθητικά) έργα από τη δεκαετία του 1970 (Από τη σειρά Φόρμα-Ανάγνωση) ο Δημήτρης Αληθεινός κατασκευάζει ένα διττό ρήγμα: από τη μια, ο συντηρητισμός των ερωτικών ηθών που κυριάρχησε στην κινέζικη Πολιτιστική Επανάσταση (παράλληλα, βέβαια, με την κατάλυση του παραδοσιακού πατριαρχικού προτύπου της πειθήνιας γυναίκας) αμφισβητείται από το πρόταγμα μιας ριζικής σεξουαλικής απελευθέρωσης. Από την άλλη, το δυτικό εξουσιαστικό βλέμμα προς τη γυναίκα-προϊόν (ως σύμβολο του απελευθερωμένου δυτικού καπιταλισμού) ρηγματώνεται από την οπτική μιας διαρκούς επανάστασης που αμφισβητεί και τη λογική του προϊόντος και τις δομικές διακρίσεις του σύγχρονου καταμερισμού της εργασίας (όπως τη διάκριση διευθυντών/εργαζομένων ή/και –χάρη στην παρέμβαση του Αληθεινού– καλλιτεχνών και μη). Και εντέλει άντρες και γυναίκες συναδελφωμένοι καλπάζουν προς ένα αστέρι στο οποίο, αν υψωθείς αρκετά, μπορείς να καθρεφτίσεις και τον εαυτό σου.

Από τη μεριά του, ο Αναστάσης Παναγής Μελέτης (Ξημερώματα σε εφήμερες μητριαρχίες 6000 ετών) θέτει το ερώτημα μήπως ήρθε η ώρα να αναζητήσουμε τη λύση των προβλημάτων μας σε μια επαναθεμελίωση της μητριαρχίας, αφού χιλιετίες πατριαρχίας μας έχουν οδηγήσει σε ένα δυστοπικό παρόν;

Ουτοπίες για το χτες

Η εικαστική, όμως, ουτοπία μπορεί να οδηγεί όχι μόνο σε εναλλακτικά μέλλοντα, αλλά και σε εναλλακτικά παρελθόντα, σε επανερμηνείες της ιστορικής μνήμης.

Ο Μπάμπης Καραλής δημιουργεί ένα πεδίο συνάντησης του Χρήστου Καραλή από τη Χώσεψη της Άρτας με τον Τάτλιν (πλήρες, με ιστορικό αρχείο στο Ινστιτούτο Καλλιτεχνικής Παιδείας της Μόσχας) και κατασκευάζει ένα ουτοπικό πανηγυριώτικο καζίνο, όπου αυτή η συνάντηση μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί.

Ο Νουράκο (Φανούρης Μωραΐτης) αποκαλύπτει με το Αρχείο συμβάντος #76-102, ότι το οραματικό Πνευματικό Κέντρο του Δεσποτόπουλου δεν εγκαταλείφθηκε λόγω των αντιδράσεων που το χαρακτήριζαν «μεγαλομανή ιδεοληψία», αλλά καταστράφηκε από τον Γκοτζίλα. Και έχει δίκιο. Αρκεί να φυσήξουμε στο μικρόφωνο για να καταλάβουμε ότι εμείς είμαστε το τέρας, από τον δικό μας ατομοκεντρισμό, από τη δική μας αδιαφορία και ιδεοληψία εγκαταλείφθηκαν οι μοντέρνες ουτοπίες και έχουμε καταντήσει κενοί. Κι όμως, όπως δείχνουν οι φωτογραφίες της Μάνιας Μπενίση (Portals of an unsettling city), στα έγκατα της γης ο μοντερνισμός ανθεί.

Το υπαρξιακό διακύβευμα της ουτοπίας

Η ουτοπία όμως δεν είναι μόνο συλλογική επιδίωξη, αλλά και ατομική. Το όραμα ενός καλύτερου μέλλοντος μακριά από την κατεστραμμένη ή ασφυκτική πατρίδα ωθούσε και ωθεί χιλιάδες ανθρώπους στη μετανάστευση, ενώ η ύψωση τειχών και φρουρίων, που τους αντιμετωπίζει απλά ως αναλώσιμους αριθμούς, ως γυμνές ζωές, τους οδηγεί να διακινδυνεύουν τη ζωή τους στην ανοιχτή θάλασσα. Τα παπάκια, βέβαια, του Γιώργου Δρόσου στο τετρακάναλο Almost a teahouse μπορεί να επιτηρούνται και να απειλούνται από τον δύτη-ματατζή, μπορούν όμως και να επιπλέουν και να φτάσουν σε κάθε άκρη της γης χάρη στα θαλάσσια ρεύματα, ενώ ο αστυνομικός μπορεί και να πνιγεί (αν δεν τον σώσει το γουρουνάκι που κρύβεται στο «τέταρτο κανάλι», στο QR code της εγκατάστασης).

Σε μια πιο σπαρακτική εικονογραφία (Ophelia), ο ίδιος θέτει το ζήτημα της ουτοπίας της αγάπης (είτε της ερωτικής είτε της οικογενειακής) και του απόλυτου ρεαλισμού της απώλειας. Τα μαλλιά της Οφηλίας κυματίζουν σιωπηλά στους διαδρόμους του Ωδείου και υποσυνείδητα μας υπενθυμίζουν πόσο εύθραυστα είναι τα σύνορα που μας χωρίζουν από το θάνατο ή την τρέλα (Μάριος Χατζηπροκοπίου, Schrebermachine).

Η ουτοπία είναι λοιπόν ένα υπαρξιακό διακύβευμα. Μπορεί Όλα να μείνουν στα σχέδια (Κατερίνα Ζαφειροπούλου), μπορεί το μήνυμα να μη φτάσει ποτέ (Γιάννης Ισιδώρου, Call utopia, Utopia calling: Η σκηνή μιας αποτυχίας) ή το ακροατήριό μας να είναι έτοιμο να μας κατασπαράξει (Γιώργος Τσεριώνης, Ομιλία περί δικαιωμάτων), μπορεί οι δυνάμεις μας να είναι λιλιπούτειες και οι διεκδικήσεις μας να είναι φασματικές ή/και ενσωματώσιμες (Κώστας Χριστόπουλος, Αδύναμα Πανό, Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, ΙV), μπορεί η μουσική που παράγει η ουτοπία μας να ισορροπεί ανάμεσα στην αρμονία και τον θόρυβο (Αναστάσης Καρράς, Α/055), μπορεί –ή μάλλον είναι σίγουρο– πως ακόμα και όταν φτάσουμε στον ειδυλλιακό τόπο να ελλοχεύει ο θάνατος, αφού σε αυτόν παραπέμπει η γνωστή επιγραφή et in Arcadia ego (Κύριλλος Σαρρής, Insula outopia), όμως, ακόμα και όταν το όνειρο διαφεύγει, ο υλικός αντίκτυπος και η ιστορική μνήμη μένουν, όπως επισημαίνει ο Δημήτρης Ρεντούμης (Untitled, Wall Composition no 5) και δεν ξέρεις ποτέ πότε και από πού θα αρχίζει να ξαναξετυλίγεται το νήμα.

Ξημερώματα σε εφήμερες μητριαρχίες 6.000 ετών, Αναστάσης Μελέτης

Το καλλιτεχνικό έργο ως ουτοπία

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Η σειρά Άτιτλων του Μάριου Φούρναρη φαίνεται να κυριαρχείται από ρομποτικά, ΑΙ κατασκευάσματα. Όμως από πίσω τους εκρήγνυται μια χειρονομιακή μοντερνιστική ζωγραφική, εμπνευσμένη από τα αντίστοιχα Άτιτλα του Πάνου Σαραφιανού. Μια άλλη λοιπόν Ουτοπία, αυτή του Λόφου, όπου καλλιτέχνες και μη, θα συνδημιουργούσαν έργα τέχνης στη φύση, με σεβασμό και σύμπνοια με τη φύση (Μάριος Φούρναρης, Arcadia), έχει τη δυνατότητα να αφήνει ακόμα τον υλικό της αντίχτυπο και να αμφισβητεί σύγχρονες δυστοπίες. Γιατί η καλλιτεχνική συνδημιουργία, ακόμα και στις πιο απλές υλικές της μορφές, μπορεί να παράγει ελευθερία, που ξεπερνά ακόμα και τα κάγκελα των σύγχρονων φυλακών, όπως μας το αποδεικνύουν με τον πιο υπέροχο τοτεμικό τρόπο ο Στρατής Βογιατζής και οι κρατούμενοι των φυλακών της Χίου (Patent(a)).

Τι έχει λοιπόν να μας πει το ίδιο το έργο τέχνης για την ουτοπία; Το έργο τέχνης όχι μόνο αποτελεί έναν νέο κόσμο, μια δημιουργική ιδέα που υλοποιήθηκε, αλλά και που, τις περισσότερες φορές, συλλαμβάνεται και ολοκληρώνεται από τον ίδιο τον δημιουργό του, καταλύοντας τη διάκριση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας. Φυσικά, η ιδέα σπάνια υλοποιείται όπως ακριβώς συλλαμβάνεται, γιατί το έργο έχει τη δική του ζωή, μιλάει στον δημιουργό (ενίοτε κλωτσάει) και του θέτει όρια υλοποίησης. Μόνο τότε, άλλωστε, ως προϊόν διαλόγου, αποκτά ενδιαφέρον. Περαιτέρω, το έργο τέχνης δεν παράγεται εν κενώ. Αποτελεί προϊόν του κοινωνικού περίγυρου και φέρνει τα σημάδια του κομφορμισμού ή/και των αντιφάσεων ή/και των περιορισμών που γεννά ένα σύστημα εμπορικών συναλλαγών: ακόμα κι αν κάνει σκληρή κριτική στο σύστημα, το ίδιο αυτό το σύστημα το μετατρέπει σε προϊόν.

Αυτός ο παραλληλισμός έργου τέχνης και ουτοπίας μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ότι από τη σύλληψη της ουτοπίας μέχρι την υλοποίησή της μεσολαβούν μια σειρά αντικειμενικών περιορισμών που την καθιστούν διακύβευμα και προϋποθέτουν μια γειωμένη προσέγγιση. Και ότι είναι εύκολο η παρέμβαση ενός γραφειοκρατικού απολίτιστου κράτους να μετατρέψει και τα δύο σε σκραπ (Μαρία Παπανικολάου, Σκραπ).

Πάντως, τόσο η ουτοπία όσο και το έργο τέχνης είναι προϊόντα της ανάγκης, του ρήγματος που συνεχώς αναζητεί διέξοδο πέρα από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι κοινωνικοί δεσμοί στο ξεδίπλωμα των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Η νιτσεϊκά αιώνια επιστροφή της, ενέχει μια ζωτική επιτακτικότητα. Κι αν φτωχική τη βρεις, η Ουτοπία δεν σε γέλασε. Αυτή σε έκανε να θρώσκεις άνωθεν.

Αν και κάποια έργα επαναφέρουν το ερώτημα κατά πόσο παραμένει ουτοπία τα μηνύματα του έργου να προέρχονται από το ίδιο το έργο και όχι από τον τίτλο ή το συνοδευτικό κείμενο, η έκθεση, που στηρίζεται πρωτίστως σε έργα ειδικά διαμορφωμένα γι’ αυτή, παρουσιάζει ενότητα πρόθεσης και αισθητικού περιεχομένου, γεννά ερωτήματα και εν γένει ακολουθεί τις υψηλές επιμελητικές προδιαγραφές, που έχει θέσει στον εαυτό του ο Δημήτρης Τρίκας. Αξίζει να τύχει της μεγαλύτερης επισκεψιμότητας και προσοχής.

 

* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη.

 

info

Το όνειρο του Τάτλιν. Ουτοπίες. Η αιώνια επιστροφή

Ωδείο Αθηνών, Ρηγίλλης και Βασ. Γεωργίου B, 17-19

2 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου 2025

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά, 19.00-21.30

Είσοδος ελεύθερη

 

Προηγούμενο άρθροΣοβιετική Ένωση και σταλινισμός (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΠρος εκδότες και συγγραφείς φιλικά σχόλια.. (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ