της Νίκης Τρουλλινού
Μουσείο της αθωότητας ή, θα ήθελες καλύτερα να πεις, «ήμασταν ευτυχισμένοι αν και δεν το ξέραμε». Είναι τα πράγματα, όμως, εδώ να το ψιθυρίζουν, στο Μουσείο της Αθωότητας του Ορχάν Παμούκ. Υπότιτλοι και παράγραφοι που κεφαλαιοποιούν το αυτονόητο, με μια ξέχωρη όμως αισθητική. Zaman θα πει χρόνος, και Time επίσης, single moments, μοναδικές στιγμές, ή άραγε μόνες στιγμές, στιγμές να επικάθονται στη γραμμή του χρόνου, «όλα» εκείνα, «όσα» εκείνα συνθέτουν την καθημερινότητα, ο δικός του Χαμένος Χρόνος, δεκάδες ρολόγια, δεκάδες κλειδιά, τόσες πεταλούδες δίπλα στα κλειδιά και τα ρολόγια· κάποιες φορές, κάποιες ιστορίες, κάποιες φράσεις· αρκούν οι φράσεις, τίποτα περισσότερο. Ο αχός του Βοσπόρου, το κρώξιμο των γλάρων, το καράβι περνά απέναντι, η μπουρού του καραβιού, διακριτικά με βρίσκουν από σημείο σε σημείο ήχοι· ξεπηδούν από τα ντουλάπια της μνήμης, άλλα απλά ντουλάπια, άλλα με παλιοκαιρίτικη κορνίζα, σαν αυτές, ξέρετε, με τις φωτογραφίες των δικών μας ανθρώπων, γεμάτα τα καλά δωμάτια, τα σαλονάκια του πενήντα και του εξήντα, άλλα μικρά παράθυρα με κουρτινάκια -ίσα ένα βλέμμα πάνω στα αντικείμενα του καθημερινού του κόσμου- κι εκείνο, Θεέ μου, το κομμάτι από τοίχο, φθαρμένος σοβάς και η κόχη, σύρριζα να περνούν οι σωλήνες της ύδρευσης, απάρτμεντς του Γαλατά, Ρωμιοί, Εβραίοι και Λεβαντίνοι, και γκαζόζα Μελτέμ. Διακριτικά και τα βίντεο στους τοίχους, μιλούν για την παιδική του ηλικία και τη νιότη του, την δική μας παιδική ηλικία και τη δική μας νιότη, είναι εδώ όλα, μα όλα τα μικρά πράγματα που συνέθεσαν το πανόραμα της μνήμης, τα φάρμακα και τα ξυριστικά, να μιλούν για τον θάνατο του πατέρα, ο παλιός νιπτήρας, οι παίκτες και οι ηθοποιοί σε τόσα χαρτάκια, ραδιόφωνα και διαφημίσεις, ποτήρια, μαχαιροπήρουνα, αλατιέρες, τετράδια και μολύβια, τα πορτρέτα των αγαπημένων, το καλό φόρεμα της μητέρας και «της ζήτησα να με παντρευτεί» και οι γόβες και τα βήματα μέσα σε στοά ή, πάλι, απλώς σε έρημο δρόμο ώρα νυχτερινή, απόηχος βημάτων πιο κοντά, πιο μακριά, είναι η επανάληψη που δίνει στα βήματα μουσική σχεδόν στα όρια του πόνου. Τέσσερις χιλιάδες διακόσια δέκα τρία αποτσίγαρα, αφήστε τα για το τέλος κι ας είναι στην αρχή και θα με καταλάβετε.
«Ήμασταν ευτυχισμένοι αν και δεν το ξέραμε», επιμένει ο Παμούκ.
«Ήμασταν ευτυχισμένοι ακριβώς γιατί δεν το ξέραμε;»
«Ήμασταν ευτυχισμένοι αφού έτσι νομίζουμε τώρα», θέλω να σου γράψω και να ρωτήσω «εκείνες οι μικρές καρτολίνες με τους ηθοποιούς, τις παίζατε κι εσείς στις κόχες των τραπεζιών; Ποια θα πάει πιο μακριά, ποια θα πέσει πάνω στην άλλη να τη “φάει”. Ασκήσεις φρόνιμες για το μέλλον;»