του Νίκου Βατόπουλου
Υπάρχει ακόμη η Κωνσταντινούπολη του Ορχάν Παμούκ, η Πόλη των παιδικών και νεανικών του χρόνων;
Να, ένα ερώτημα που με συνόδευε καθώς επιχειρούσα πρόσφατα να διαβάσω για δεύτερη φορά την «Ιστανμπούλ», αυτό το opus magnum του Παμούκ, την πυκνή, ατελεύτητη τοιχογραφία μίας τουρκικής ιστόρισης για τις γενιές, τα σπίτια, τα βιβλία, τη γνώση.
Είναι άραγε η «Ιστανμπούλ» μια εναλλακτική αυτοβιογραφία, ένα άλλου τύπου Bildungsroman, ένα βιβλίο ενηλικίωσης, ή είναι ένα ομαδικό πορτρέτο μιας πόλης στη διαχρονία της, μιας πόλης που λανθάνει σε ένα παγωμένο χρόνο;
Τα ερωτήματά μου ενισχύθηκαν και παρέμειναν δίχως απάντηση μετά το πρόσφατο ταξίδι μου στην Κωνσταντινούπολη, τον Μάρτιο του 2018. Περπατώντας στην Ιστικλάλ είχα την εντύπωση πως η Πόλη που είχα γνωρίσει και που με είχε τροφοδοτήσει μέσα από οικογενειακές αφηγήσεις είχε πλέον εξατμιστεί.
Ωστόσο, ο Παμούκ δεν υπερασπίζεται παρά μόνο την πόλη εκείνη που ζει ανεξάρτητα από το ρεαλιστικό της απείκασμα, καθώς ο ίδιος, ως εισηγητής ενός ολόκληρου κλάδου με τον τίτλο της Αστικής Αρχαιολογίας, υπεραμύνεται εκείνης της άυλης κατανόησης εξαερωμένων αισθήσεων.
Μοιάζει να ενδύεται τον ρόλο εκείνου του «αρχαιολόγου» που επιχειρεί ανασκαφή σε οικογενειακά υπόγεια, σαν ένας σκαπανέας του αστικού ήθους της κοσμικής Τουρκίας. Οταν γεννήθηκε ο Παμούκ, το 1952, η Πόλη διατηρούσε ακόμη τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της και, σχετικά αλώβητη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (σε αντίθεση με τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου) εξασκούσε γοητεία ιδίως σε όσους Ελληνες την επισκέπτονταν από την Ελλάδα που δεν είχε ακόμη συνέλθει από τα δεινά της προηγούμενης δεκαετίας.
Το 1952, η Πόλη ήταν ακόμη «η Πόλη» ενώ η Αθήνα διατηρούσε ακόμη σε σημεία σωρούς ερειπίων από τα Δεκεμβριανά. Παρόλα αυτά, η Κωνσταντινούπολη ήταν στο περιθώριο της Ευρώπης. Ηταν μία πόλη που έμοιαζε περισσότερο σε υποχώρηση. Ο ίδιος λέει: «Οταν γεννήθηκα, η Ιστανμπούλ ήταν πιο αδύναμη, πιο φτωχική, πιο απομονωμένη, πιο μοναχική απ’ όσο υπήρξε ποτέ στη δύο χιλιάδων χρόνων ιστορία της». Ποιός να το έλεγε τότε, τη χρονιά που ήρθε στη ζωή ο Ορχάν Παμούκ, ότι τρία μόλις χρόνια μετά, τα Σεπτεμβριανά θα άλλαζαν άρδην την εικόνα…
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Παμούκ ανήκει στην πρώτη γενιά των Τούρκων αστών που ζουν μια διαφορετική Κωνσταντινούπολη, καθώς ολοκληρώνεται σταδιακά η τελευταία, ιστορική, φάση του εκτουρκισμού της με τη συρρίκνωση της παρουσίας των Ρωμιών και των άλλων μειονοτήτων. «Το αίσθημα παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η φτώχεια και η μελαγχολία των χαλασμάτων που γέμιζαν την πόλη, έγιναν τα χαρακτηριστικά που σε όλη μου τη ζωή, προσδιορίζουν την πόλη», λέει. Πόσο αυτή η μεταβολή επιδρά στο έργο του Παμούκ;
Ενα ερώτημα που ο ίδιος ο Παμούκ προσεγγίζει περισσότερο υπαινικτικά παρά ευθέως. Ισως γιατί ο τρόπος με τον οποίον εισέρχεται ο ίδιος στο σώμα της γενέτειράς του συμβαίνει με όρους που πλησιάζουν περισσότερο την ψυχανάλυση και τη διαδικασία της αυτοπραγμάτωσης παρά την ιστορία και την κοινωνική ανθρωπολογία. Είναι περισσότερο σαν ένας εσωτερικός μονόλογος παρά μία δημόσια δήλωση.
Ο εσωστρεφής Ορχάν Παμούκ κατανοεί την Κωνσταντινούπολη με όρους του δικού του ψυχισμού. Ο εαυτός γίνεται υλικό ιστορίας. Και η Κωνσταντινούπολη του Ορχάν Παμούκ, μια μαυρόασπρη και μελαγχολική πόλη, τυλιγμένη σε ατμούς μνήμης, ορίζεται από τον φακό ενός προσωπικού τηλεσκόπιου.
Αναρωτιέμαι συχνά τι είναι αυτό που μπορεί τελεσίδικα να συνδέσει μία πόλη με έναν συγγραφέα κατά τον τρόπο που ο Παμούκ συνδέθηκε με την Πόλη. Τι είναι αυτό που κάνει μια πόλη μήτρα διηγήσεων κατά τον τρόπο που ο Παμούκ πλησίασε τη γενέτειρά του;
Δύσκολο να σταθεί κανείς ισότιμα απέναντι στην πλημμυρίδα που γεννά η βιωματική ιστόριση. Ο Παμούκ μοιάζει να βρίσκεται σε μια διαρκή εσωτερική σύγκρουση καθώς μεγαλωμένος στο αστικό Νισάντας και στη μεγαλοαστική, φιλοδυτική ατμόσφαιρα των αρ ντεκό πολυκατοικιών και του τουρκικού εκσυγχρονισμού, όφειλε να συρθεί έξω και να αναμετρηθεί με την πραγματική κοινωνία. Στην οικογενειακή πολυκατοικία, χτισμένη ένα χρόνο πριν από τη γέννησή του, φωτογραφίζεται στο μπαλκόνι, στην αγκαλιά της μητέρας του, που του δείχνει «για πρώτη φορά τον κόσμο».
Και αυτός ο κόσμος χρόνο με το χρόνο, παίρνει τη μορφή ενός παλίμψηστου, στις στρώσεις του οποίου θα βρει κανείς όλα τα υλικά που έφτιαξαν το αστικό φαντασιακό του Ορχάν Παμούκ. Είναι οι ιστορίες που έφτιαξαν την οθωμανική Πόλη και την Πόλη του Κεμάλ, οι διαδρομές των καλλιτεχνών και των συγγραφέων του 19ου αιώνα που έφταναν στην Τουρκία από τη Δύση, η κληρονομιά των ιδρυτών της οθωμανικής υπόστασης, μέσα από τον εγκυκλοπαιδισμό ενός φιλτραρισμένου Διαφωτισμού.
Ο Ορχάν Παμούκ ανοίγεται στον κόσμο και κατανοεί την πόλη του μέσα από στρώσεις υλικού και εκατόμβες γενεών. Θυμίζει αυτό που περιγράφει στο «Μαύρο Βιβλίο» όταν περιγράφει τον βυθό του Βοσπόρου, διάσπαρτο από αφανή υλικά κατάλοιπα, σπαράγματα από διερχόμενες ζωές σε αναρίθμητα πλοία και πλοιάρια, που όργωναν τα νερά της Πόλης και έσπερναν ύλη.
«Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα», λέει ο Παμούκ. «Είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι». Και αυτό που είναι, αυτό που έγινε ο Παμούκ ήταν να ενορχηστρώσει το πέρασμα στη μεγάλη ανατομία. Στο δικό του μάθημα ανατομίας εναποθέτει το σώμα της γενέτειράς του στον ψυχρό πάγκο του εργαστηρίου και εκεί είναι υποχρεωμένος να παρακάμψει την έννοια του χρόνου.
Οπως όλοι οι ιχνηλάτες του άστεως, έτσι και ο Παμούκ ακολουθεί τον αυθαίρετο ρουν της Ιστορίας που αγνοεί τη γραμμική εξέλιξη του χρόνου και αφήνεται στους σπειροειδείς έλικες και στις δίνες που τροφοδοτούν την άναρχη και αυτονομούμενη μνήμη.
Η πρόκριση του συνειρμικού χρόνου εις βάρος του γραμμικού δίνει το μεγάλο πλεονέκτημα στον Παμούκ να αλληλεπιδρά θαυματουργά με το υλικό της Ιστορίας σαν ο ίδιος να είναι κομμάτι μίας πλατιάς διήγησης. Είναι ο Παμούκ ένας περιπλανητής της πόλης ή ένας στοχαστικός παρατηρητής;
Εχει σκονίσει τα παπούτσια του στις γειτονιές της παλιάς Πόλης, τότε που είχε μόνο δύο και τρία και τέσσερα εκατομμύρια, όπως έκανε ο προγενέστερός του Τσαρλς Ντίκενς που έβγαινε μόνος και χανόταν στην κοιλιά του Λονδίνου και έβγαινε στα φτωχόσπιτα της ανατολικής πόλης;
Εχει ο Ορχάν Παμούκ το αντίστοιχό του στην Αθήνα; Μάλλον αδύνατον λόγω των εγγενών διαφορών αστικής ώσμωσης ανάμεσα στις δύο πόλεις. Υπάρχει, όμως, άραγε μια άλλη ανάλογη αστική θεώρηση όπως τη δίνει ο Παμούκ;
Δεν θα εντόπιζα κάτι παρόμοιο σε άλλη αστική ανάγνωση παρά μόνο στο πυκνό «Αούστερλιτς» του W. B. Sebald, εκεί όπου η υπνωτιστική δύναμη της συνειρμικής μνήμης βρίσκει το αντίστοιχό της.
Αν υπάρχει κάτι συγκολλητικό στη στάση του Παμούκ απέναντι στην Πόλη αυτό είναι η νοσταλγία και όχι η λαχτάρα για το μέλλον.
Αλλά η νοσταλγία του Παμούκ έχει κάτι το επώδυνο, εμπεριέχει τα στάδια μιας νόσου, που φέρει κανείς μέσα του χωρίς διάθεση ίασης. Δεν υπάρχει πουθενά η χαρά της παλιάς Πόλης, δεν υπάρχει εκείνη η «πολίτικη» κουλτούρα όπως την εννοούν οι Ρωμιοί. Υπάρχει μια βαφή μελαγχολίας, ένα τούλι αέρινο που τυλίγει ολόκληρη την Πόλη με εκείνη την απόχρωση μιας αργυρόλευκης ακουαρέλας.
Ο Παμούκ νοσταλγεί περισσότερο μία δική του τουρκική «Αρκαδία» παρά ένα συγκεκριμένο πρόσωπο της Κωνσταντινούπολης, νοσταλγεί μία Πόλη περισσότερο πιστή στη μήτρα των δικών του αφηγήσεων.
Σε αυτήν τη μήτρα, η Πόλη είναι ένα παλίμψηστο οθωμανικής παρακμής και κεμαλικής κανονικότητας, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να πει κανείς ότι η ματιά του Παμούκ δεν είναι μια πατριωτική ματιά. Θα έλεγε κανείς ότι με τη δική του αστική αρχαιολογία συστήνει και μία εκδοχή αστικού πατριωτισμού όχι τόσο με την έννοια της κοινωνικής τάξης όσο με την έννοια της εθνικής ευρυχωρίας.
Και πάλι το «εθνικό», στην περίπτωση, του Παμούκ είναι βαθύτατα προσωπικό. Υπάρχει μια διαρκής σύγκλιση του μεγάλου κάδρου με το μικρό, της μακροϊστορίας με το θερμοκήπιο του προσωπικού λειμώνα.
Νοσταλγεί το παλιό Πέρα ο Ορχάν Παμούκ; Τις ρωμαίισες κυρίες, τα σχολεία και τις επιγραφές στα ελληνικά και στα γαλλικά, τα αρμένικα ονόματα σε καταστήματα και φωτογραφεία; Ολος αυτός ο κόσμος που επιζούσε σαν σε όνειρο που ολοένα και θάμπωνε όσο ο Παμούκ βάδιζε στην ενηλικίωση, δεν μοιάζει να έχει κυρίαρχη θέση στην ανάκληση της παλιάς δικής του Πόλης.
Ο εθνικός πατριωτισμός του Παμούκ διεκδικεί πρωτεύοντα ρόλο για την ιστόρηση του αστικού πολιτισμού της Κωνσταντινούπολης. Είναι κάτι ορατό και στο θαυμάσιο «Μουσείο της Αθωότητας» στη συνοικία του Τσουκούρτζουμα, κοντά στον Γαλατά και στο Πέρα, όπου έχει εγκιβωτίσει την διαδρομή ενός έρωτα με όλα τα πειστήρια και τα ίχνη της μεσοαστικής κουλτούρας όπως τη βίωσε η εύπορη τάξη της Πόλης το 1950, το 1960 και το 1970. Η αστική εκδοχή της κεμαλικής Τουρκίας, με όλο εκείνο το mid-century style, σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια, σταλάζει πένθιμη αλλά παντοτινά γοητευτική και επώδυνα οικεία.
Υπάρχει πένθος στη ματιά του Παμούκ; Το παραδέχεται και ο ίδιος, εμμέσως ή όχι. Η διαρκής επίκληση στη μαυρόασπρη, μελαγχολική Πόλη, την τυλιγμένη στους ατμούς της μνήμης, είναι περισσότερο μια ιδιωτική κατασκευή μέσα στην οποία επιλέγει να εγκατασταθεί και να ιδρύσει εκεί το δικό του «μουσείο». Αν υπάρχει μία κατά Παμούκ εκδοχή για την κατανόηση της Πόλης αυτή μπορεί να είναι η ανάδειξη εκείνης της άυλης παρακαταθήκης, που σταδιακά αποκτά σώμα και υλική υπόσταση. Είναι εκείνη η αδιόρατη αίσθηση ζωής που με τη ματιά του Ορχάν Παμούκ γίνεται δομικό στοιχείο για να κυριαρχήσει τελικά πάνω στην ίδια την αφήγηση.
Ο αρχαιολόγος του άστεως επιστρέφει πάντα στη μήτρα. Στην αρχή της διήγησης για να απελευθερώσει πάντα τους ατμούς της ιστορίας.