Της Στέλλας Βρετού
Ο Ορχάν Παμούκ γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη σε μια ευκατάστατη, δυτικοποιημένη αστική οικογένεια. Η παιδεία και οι σπουδές του είναι ευρωπαϊκές. Σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο της Πόλης. Εγκατέλειψε τις σπουδές του για να γίνει συγγραφέας, αν και μέχρι τα 22 του χρόνια ήθελε να γίνει ζωγράφος. Αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης κι αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες κι έχουν εκδοθεί σε πάνω από 11 εκατομμύρια αντίτυπα. Από τα βραβεία που έχει πάρει ξεχωρίζουν το Βραβείο Impac του Δουβλίνου, το Prix Medicis της Γαλλίας, το Βραβείο Ειρήνης των Γερμανών Βιβλιοπωλών, και τέλος , το Βραβείο Νόμπελ που έλαβε το 2006.
Γνωρίζει καλά τη δυτική λογοτεχνία αλλά κατέχει και τη λογοτεχνική κληρονομιά της χώρας του, ενώ έχει μελετήσει τις αφηγηματικές τεχνικές συγγραφέων του 18ου, του 19ου και του 20ου και έχει αφομοιώσει μορφές από τα έργα τους και τις ευαισθησίες τους. Γράφει στα Άλλα Χρώματα: «…Όλα μου τα βιβλία γεννήθηκαν από το ανακάτεμα των μεθόδων, των λογοτεχνικών τάσεων και συνηθειών, της ιστορίας της Ανατολής και της Δύσης…». Τα δυτικά μοντέλα του είναι συγγραφείς όπως ο Mann, ο Faulkner, ο Borges, ο Joyce, ο Dostoevsky, ο Proust, ο Καμύ, ο Καλβίνο, ο Ναμπόκοφ. Στα βιβλία του ενσωματώνει με μαεστρία στοιχεία από το δυτικό μυθιστόρημα, αλλά κι από τα ανατολίτικα παραμύθια, τα περσικά ποιήματα, τις ιστορίες αγάπης της οθωμανικής εποχής. Είναι ο πιο ευρωπαίος Τούρκος συγγραφέας, επειδή συμπορεύεται με τους τρόπους και τα κεκτημένα της Δύσης: «Έχει συνείδηση της πολύπλοκης διαδρομής της ιστορίας της Δύσης», όπως έχει γράψει και ο Νίκος Βατόπουλος. (1997 –Κυριακάτικη Καθημερινή). Αλλά είναι και παραδοσιακός γιατί σέβεται την προκεμαλική Τουρκία. Ανήκει στη γενιά των Τούρκων διανοουμένων, που μετά τον Ατατούρκ άρχισε να ερευνά την καλλιτεχνική παράδοση της οθωμανικής αυλής, την οποία θεωρεί σημαντική, να επανεντάσσει με τη γλώσσα σύγχρονου μυθιστορήματος τον οθωμανικό πολιτισμό στη συλλογική μνήμη, όπως στο Λευκό Κάστρο και στο Με Λένε Κόκκινο.
Τα βιβλία του χαρακτηρίζονται από μια σύγχυση/αναζήτηση/κρίση ταυτότητας των χαρακτήρων, που ανήκουν σ΄ έναν κόσμο ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση, όπου συγκρούονται οι ευρωπαϊκές και ισλαμικές αξίες.
Επειδή κατέχει απόλυτα την τεχνική της μυθιστοριογραφίας, σε κάθε μυθιστόρημά του χρησιμοποιεί διαφορετικό αφηγηματικό ύφος, ενώ ερευνά, ώσπου να έχει πλήρη γνώση του θέματος για το οποίο γράφει, και μπορεί να συνδυάζει με άνεση το αστυνομικό μυθιστόρημα με τον ιστορικό ρομαντισμό.
Είναι αυθεντικός, νεωτερικός, μετανεοτερικός, μεταμοντέρνος, γεμάτος αντιθέσεις. Έχει χιούμορ, η γραφή του είναι υπαινικτική, παιχνιδιάρικη καμιά φορά, η γλώσσα του απλή, ανεπιτήδευτη, ωστόσο η σκέψη του πυκνή, η σύνταξη του σύνθετη, η δομή της πρότασής του πολύπλοκη. Στο πρώτο του μυθιστόρημα Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του ακολουθεί όπως έχει δηλώσει τον κλασικό δυτικό ρεαλισμό. Αργότερα, χρησιμοποιεί τεχνικές της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας ή της μετανεοτερικής λογοτεχνίας, με κυριότερα χαρακτηριστικά την διακειμενικότητα και την μεταμυθοπλασία.
Πρέπει πάρα πολύ γρήγορα και ιδιαίτερα συμπυκνωμένα να πω για τους όρους που χρησιμοποιώ. Μοντερνισμός/ Νεοτερικότητα: Απόρριψη της παράδοσης. Το μυθιστόρημα αποκλίνει από τις παραδοσιακές μορφές της πεζογραφίας.Διακειμενικότητα: Το σύνολο των σχέσεων που βρίσκει ο αναγνώστης ενός κειμένου ανάμεσα σε αυτό και σε άλλα κείμενα: Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου΄ δεν το ΄ξερα’. Με αυτή την πρόταση αρχίζει το μυθιστόρημα Το Μουσείο της Αθωότητας, η οποία με παραπέμπει στην Άννα Καρένινα του Λέοντα Τολστόι : Οι ευτυχισμένες οικογένειες όλες μοιάζουνε μεταξύ τους, κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, ωστόσο, είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο. Μεταμυθοπλασία, είναι η ένταξη της πράξης της γραφής στη μυθοπλασία ως μυθοπλαστικού στοιχείου. Είναι η μυθοπλασία για τον τρόπο που πλάστηκε η μυθοπλασία. Το βλέπουμε πολύ έντονα στο Μαύρο Βιβλίο, Η Καινούργια Ζωή. Σχεδόν σε όλα του τα μυθιστορήματα του Ορχάν Παμούκ, ο αφηγητής που καταλαβαίνουμε ότι είναι κι ο συγγραφέας, μας λέει, πώς έγραψε το βιβλίο.
Το Μαύρο Βιβλίο είναι πολυσύνθετο μυθιστόρημα -ερωτικό, ιστορικό, αστυνομικό- με χιλιάδες πληροφορίες και εικόνες, με εγκυκλοπαιδική πυκνότητα. Σε μια συνέντευξή του έχει πει ο συγγραφέας ότι ήθελε να συγκεντρώσει στο βιβλίο αυτό ό, τι αγαπούσε περισσότερο: ιστορίες από την Ιστανμπούλ, από την οικογένειά του και από την προσωπική του ζωή. Ήθελε με τη γραφίδα του να φτάσει στην καρδιά των πραγμάτων. «Είναι ένα πολύπλοκο κείμενο που είναι λογοτεχνικά μοντέρνο, δεν είναι δηλαδή αλληγορικό ούτε αυστηρά ρεαλιστικό, είναι σύνθετο, τα στοιχεία δηλαδή που το απαρτίζουν αναφέρονται το ένα στο άλλο, έχει πολύ ισχυρούς δεσμούς με τα κείμενα της κλασικής σουφικής παράδοσης», έχει πει ο ίδιος. Το θέμα που πραγματεύεται ο Ορχάν Παμούκ σε αυτό το μυθιστόρημα του είναι η αυτογνωσία του ατόμου και η διαδικασία που ακολουθεί για να φτάσει σε αυτήν. Είναι η αναζήτηση της ταυτότητας ενός Τούρκου σε μια χώρα που ψάχνει να βρει τη θέση της ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Η τεχνική του μας παραπέμπει στις Χίλιες και μια Νύχτες, καθώς κάθε κεφάλαιο ξεκινάει με μια πληροφορία από το προηγούμενο κεφάλαιο.
Γράφει στο έργο Άλλα Χρώματα: Πέντε χρόνια μου πήρε να γράψω το Μαύρο Βιβλίο. Έγραφα κρυμμένος στη μακρινή γωνιά μου και το βιβλίο αρνιόταν να τελειώσει… Ήταν φορές που καταλάβαινα με τρόμο ότι το βιβλίο δεν πήγαινε πουθενά, ότι όλες εκείνες οι σελίδες οδηγούσαν τον αναγνώστη κι εμένα στη σύγχυση, και μ’ έπιανε η απελπισία…
Το μυθιστόρημα του Καινούργια Ζωή αρχίζει με την πρόταση: Μια μέρα διάβασα ένα βιβλίο κι από τότε άλλαξε ολότελα η ζωή μου. Κι ο συγγραφέας, που είναι συνάμα και ο αναγνώστης του παράξενου αυτού βιβλίου, αρχίζει την περιπλάνηση του στην Ανατολία. Στα δύο αυτά μυθιστορήματα βλέπουμε πώς ο Παμούκ έχει αφομοιώσει το δυτικό μυθιστόρημα και τις εξελίξεις του.
Το Με λένε Κόκκινο είναι ένα μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή, αλλά κι ένα δοκίμιο για την τέχνη της μικρογραφίας στον ισλαμικό κόσμο του 15ου και 16ου αιώνα, με φόντο, όπως σε όλα του τα βιβλία, την αντιδιαστολή Ανατολή-Δύση, δυο κόσμους στους οποίους κινείται με άνεση ο συγγραφέας. Δυο φρικτά εγκλήματα γίνονται στην Πόλη του 16ου αιώνα. Θύματα δυο μικρογράφοι. Ο ένας ταυτίζεται με τους φονταμενταλιστές που θεωρούν την παραστατική ζωγραφική βλασφημία, ο άλλος υποστηρίζει τη δυτική ζωγραφική. Υπεύθυνος είναι ο σουλτάνος που έχει αναθέσει κρυφά στους μικρογράφους να κατασκευάσουν ένα βιβλίο χρησιμοποιώντας φράγκικες τεχνοτροπίες.
Ο συγγραφέας περιφρονεί τους συμβατικούς τρόπους αφήγησης. Ο νεκρός, ο σκύλος, το δέντρο, το κόκκινο χρώμα, μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο.
Ο Ορχάν Παμούκ είναι ο βιογράφος της Ιστανμπούλ, όπως ο Τζέιμς Τζόις είναι του Δουβλίνου, ο Άλφρεντ Ντέμπλιν του Βερολίνου, ο Ναγκίπ Μαχφούζ του Καϊρου. Ταυτίζεται με την Ιστανμπούλ όπως ο Φερνάντο Πεσσόα με τη Λισαβόνα, ο Φραντς Κάφκα με την Πράγα.
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις, γράφει για τη θλίψη, για τη μελαγχολία της Πόλης. Η τουρκική λέξη είναι ‘χιουζούν’. Δεν εννοεί τη μελαγχολία του μοναχικού ανθρώπου, εννοεί τη θλίψη ολόκληρης της πόλης, το σημείο όπου συναντιόνται η ίδια η πόλη και οι αναμνήσεις από τις εικόνες της πόλης, εννοεί το σκοτεινό συναίσθημα που ένιωθαν εκατομμύρια άνθρωποι από τις αντιθέσεις ανάμεσα στο μίζερο παρόν και το λαμπερό παρελθόν της.
‘Όταν έχετε νιώσει το συναίσθημα αυτό, όταν έχετε μεγαλώσει με αυτό, έπειτα από κάποια στιγμή, απ’ όπου κι αν κοιτάζετε την πόλη, η θλίψη, ίδια με την άχνα που αρχίζει σιγά σιγά να σαλεύει πάνω από τα νερά του Βοσπόρου τις κρύες μέρες του χειμώνα μόλις βγει ο ήλιος, γίνεται φανερή στο τοπίο και στους ανθρώπους… γράφει ο συγγραφέας.
Με τα μυθιστορήματα το Χιόνι, το πιο πολιτικό μυθιστόρημα του, όπως λέει ο ίδιος, και το Μουσείο της Αθωότητας, το πιο ερωτικό μυθιστόρημά του, ο Παμούκ κάνει στροφή προς τον ρεαλισμό. Στο Χιόνι ο ποιητής Κα στην πόλη Καρς όπου πηγαίνει για να ερευνήσει δημοσιογραφικά μια σειρά από αυτοκτονίες νεαρών γυναικών και να βρει την κοπέλα με την οποία είναι ερωτευμένος από παλιά, συναντά έναν πρώην κομμουνιστή, έναν εκπρόσωπο λαϊκού κόμματος, έναν φασίστα εθνικιστή, έναν φονταμενταλιστή, μετριόφρονες ισλαμιστές, νεαρούς Κούρδους, στρατιωτικούς, άντρες της Μυστικής Υπηρεσίας και μια ομάδα ηθοποιών που σκηνοθετούν ένα πραξικόπημα φάρσα. Το θέμα του βιβλίου είναι τα κοινά σημεία ανάμεσα στο κομμάτι της κοινωνίας που πιστεύει σε συγκεκριμένες θρησκευτικές αξίες και κανόνες, και στο κομμάτι που πιστεύει σε κοσμικές αξίες και θεσμούς, όπως και οι αναφορές στην ιστορία της Τουρκίας του 20ου αιώνα.
Οι αφηγητές είναι δύο στο μυθιστόρημα, ο Κα και ο μυθιστοριογράφος Ορχάν, που μας πληροφορεί ότι πηγή αυτών που έγραψε είναι οι σημειώσεις του Κα. Τελικά οι δυο φωνές κα τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται.
Όταν επισκέφτηκα το μουσείο της Αθωότητας στην Πόλη, ένιωσα έκπληξη και συγκίνηση. Είχα τελειώσει τη μετάφραση του μυθιστορήματος Το Μουσείο της Αθωότητας, κι ήμουν περίεργη να δω πώς πραγματοποιήθηκε η μεταφορά του περιεχομένου του μυθιστορήματος στο κτίριο.
Ο Ορχάν Παμούκ αγόρασε το σπίτι το οποίο περιγράφει στο μυθιστόρημά του, το αναπαλαίωσε και το μετέτρεψε σ΄ ένα είδος μουσείου της αστικής τάξης της Ιστανμπούλ, των ετών 1975 και 1985, που είναι η εποχή κατά την οποία εκτυλίσσεται το μυθιστόρημά του. Συνάμα είναι και ο «φυσικός» χώρος όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του.
Ήταν ένα παλιό σπίτι, σε μια πολύ παλιά αστική συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Στο εσωτερικό του σπιτιού, στους ορόφους και στις προθήκες που διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τα κεφάλαια του βιβλίου, εκτίθενται χιλιάδες μικροαντικείμενα που αναφέρονται στο μυθιστόρημα, καθημερινής χρήσης, αλλά και προσωπικής χρήσης της ηρωίδας του βιβλίου. Αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν τότε σε κάθε σπιτικό: τρίφτες για κυδώνια, πορσελάνινα σκυλάκια, κλειδιά, κοκαλάκια για τα μαλλιά, χτενάκια, αλατιέρες, κουταλάκια, αναπτήρες, παιχνίδια, παλιά μπουκάλια ρακιού, προσκλητήρια, λογαριασμοί. Οτιδήποτε κράτησε, άγγιξε στη διάρκεια της ζωής της η ηρωίδα του μυθιστορήματος έχει θέση στο μουσείο. Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης διαβάζουμε: … Είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα, την αφοσίωση, το πάθος, τη φιλία, το χρόνο, το δικαίωμα μας στην ευτυχία.
Στο μυθιστόρημα Χιόνι, ο Ορχάν Παμούκ γράφει για την τουρκική κοινωνία μέσα από την πολιτική, στο Με Λένε Κόκκινο μέσα από την τέχνη της ζωγραφικής, στο Μαύρο Βιβλίο μέσα από την Κωνσταντινούπολη και την πολιτιστική της ιστορία. Στο Μουσείο της Αθωότητας μέσα από τον έρωτα ενός πλούσιου άντρα για μια όμορφη φτωχή κοπέλα, μαθαίνουμε πώς ζει η τουρκική κοινωνία τον έρωτα.
«Η σημερινή Τουρκία δεν είναι η Τουρκία της δεκαετίας του ΄70. Η κοινωνία είναι πολύ πιο ποικιλόμορφη, πιο πλούσια, πιο δυνατή, με περισσότερη αυτοπεποίθηση», είπε σε μια συνέντευξή του, ο Ορχάν Παμούκ, (Πρόσωπα, επιμ. Μαριλένα Αστραπέλλου, Εκδόσεις Πόλις, 2013).
Η Πόλη άλλαξε. Οι παλιές ρωμαίικες γειτονιές άλλαξαν, υποβαθμίστηκαν, τα διώροφα, τριώροφα νοικοκυρόσπιτα καταλήφθηκαν από νεοφερμένους στην Κωνσταντινούπολη, που μέχρι τότε δεν είχαν ζήσει σε πόλη. Στο Κάτι παράξενο στο νου μου μια ιστορία, που εκτυλίσσεται από το 1969 έως το 2012, διαβάζουμε για τις αλλαγές που έγιναν στη σχέση των ανθρώπων με το χώρο τους.
Μια από αυτές τις περιοχές που άλλαξαν είναι το Ταρλάμπασι, μια συνοικία κάτω από την κεντρική λεωφόρο Ιστικλάλ, το παλιό Πέραν, με σπίτια λεβαντίνικης αρχιτεκτονικής –τετραώροφες, στενές κατασκευές, με κλειστά μπαλκόνια στην πρόσοψη, που συνωθούνται γύρω από στενούς δρόμους- κτισμένα στο τέλος του 19ου και τις στις αρχές του 20ου αιώνα. Σπίτια που αφέθηκαν στη φθορά του χρόνου όταν εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, Ρωμιούς στην πλειονότητά τους τη δεκαετία του ’60, αλλά και λόγω της αδιαφορίας και της άγνοιας των μετέπειτα ενοίκων τους: φτωχοί άνθρωποι από την Ανατολία, Κούρδοι, Αθίγγανοι, Αφρικανοί πρόσφυγες.
Με βαριά καρδιά σ΄ ένα από τα ταξίδια μου είδα να γκρεμίζονται σπίτια, όταν στο τέλος της δεκαετίας του ’80 αποφασίστηκε η κατασκευή μιας λεωφόρου με έξι λωρίδες κυκλοφορίας, που θα διέσχιζε το Ταρλάμπασι από τη μια άκρια του στην άλλη. Και με ακόμα πιο βαριά, όταν στα μέσα της δεκαετίας 2000, με το πρόγραμμα ανανέωσης της περιοχής, είδα να κατεδαφίζονται κι άλλα σπίτια. Τα συναισθήματά μου και τη θλίψη που μου προκάλεσαν οι κατεδαφίσεις ένιωσα ότι μοιράζομαι με τον Ορχάν Παμούκ, διαβάζοντας και μεταφράζοντας το Κάτι Παράξενο στο νου μου, καθώς μέρος της πλοκής του μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στο Ταρλάμπασι, και ο πάντοτε οξυδερκής συγγραφέας αναφέρεται στην ιστορία της περιοχής.
Τα τελευταία χρόνια βλέπω έκπληκτη τις περιοχές και τους λόφους γύρω από την Πόλη, έρημους κι εξοχικούς όσο ήμουν εγώ εκεί, αλλά και τις δυο πλευρές του Βοσπόρου, την ευρωπαϊκή και την ασιατική, καταπράσινες πριν από μερικές δεκαετίες, όχι απλώς να κατοικούνται, αλλά να γεμίζουν με σύγχρονα συγκροτήματα πολυώροφων πολυκατοικιών και με εμπορικά κέντρα, με καινούργιες βιομηχανικές μονάδες. Είναι το κομμάτι της καινούργιας Πόλης, όπου όταν βρίσκομαι αισθάνομαι σαν να έχω ταξιδέψει κάπου αλλού. Ποιοι τα χτίζουν όλα αυτά, σε ποιους ανήκουν; Το ίδιο με παραξενεύουν και πολλοί από τους κατοίκους της που συναντάω ιδιαίτερα σε κάποιες γειτονιές της: γυναίκες μαντιλοδεμένες, γυναίκες με μπούρκα, άντρες με μακριά γένια, αλλά και κορίτσια κι αγόρια με τατουάζ παντού στο σώμα τους, με σκουλαρίκια στη μύτη και στον αφαλό σε κάποιες άλλες.
Τις απαντήσεις μου τις έδωσε πάλι ο Ορχάν Παμούκ στο Κάτι παράξενο στο νου μου. Ο συγγραφέας σε αυτό το μυθιστόρημά του περιγράφει την εσωτερική μετανάστευση και τις μεταβολές και τις διαφοροποιήσεις που επέφερε στον κοινωνικό ιστό της πόλης. Επίσης, περιγράφει και τηνΚωνσταντινούπολη χωρίς τους Ρωμιούς, την παρακμή της στις πάλαι ποτέ ακμάζουσες γειτονιές και συνοικίες όπου ζούσαν.
Η Κωνσταντινούπολη δεν σταματάει να αλλάζει, να μεγαλώνει, κι εγώ, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, αναγνώστρια και μεταφράστρια του Ορχάν Παμούκ, παρακολουθώ μέσα από τα βιβλία του τις αλλαγές της. Κι είναι τόσο εύστοχα και με τόση ακρίβεια προσδιορισμένες, ώστε βλέπω τη συνέχεια στη ζωή μιας πόλης που ήταν και παραμένει μεγάλη από το 330 μ. Χ, όταν έγιναν τα επίσημα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ευαισθησία – Οξυδέρκεια – Διειδυτικότητα – Ήθος : Βαθύ Άγγιγμα & ανάλαφρο συνάμα.