Πέλα Σουλτάτου.
«Ο κύριος Σωτήρης εξαφανίστηκε την Τρίτη το πρωί. Μάλλον όχι. Συγνώμη, μπορείτε να το σβήσετε για να σας το ξαναπώ σωστά; Σβήστε το παρακαλώ. Λοιπόν ακούστε.
Την Τρίτη ο κύριος Γούπατος, απόστρατος αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, εξηφανίσθη εκ της οικίας του. Το γεγονός κατέστη γνωστόν εις την διαχειρίστριαν της πολυκατοικίας περί τας πρώτας πρωινάς ώρας. Αυτό να το γράψετε με χοντρά γράμματα. Έτσι; Για να είμεθα ακριβείς. Διότι μπορεί να πουν οι αναγνώστες σας, και με το δίκιο τους δηλαδή, από πού κι ως πού ξεύρει η κυρία Μελανθία ότι εξαφανίστηκε ο κύριος Σωτήρης;
Όχι κύριοι! Εγώ δεν ξεύρω τίποτα. Από τους ενοίκους το έμαθα. Εκεί καταντήσαμε. Οι ιδιοκτήται να τα μαθαίνουν από τους νοικάρηδες. Νοικάρηδες μεν, έλληνες δε. Δε πιστεύω να νομίζετε πως έχουμε αλλοδαπούς στο οίκημα. Τα είδατε τα κουδούνια μας. Όλα ελληνικά ονόματα. Να το γράψετε και αυτό. Εγκληματικά στοιχεία δεν παροικούν ανάμεσά μας.
Με την ευκαιρία, θα σας παρακαλέσω, μη βάλετε φωτογραφία της πολυκατοικίας μας. Αρκετά μας αναστάτωσαν οι συνάδελφοί σας από τα κανάλια. Το επίκεντρο της γειτονιάς έχουμε γίνει, που εξήντα χρόνια τώρα δεν έχουμε δώσει λαβή για το παραμικρό. Ούτε φοιτηταί, ούτε αλλοδαποί, κατά το πλείστον ιδιόκτητα τα διαμερίσματα. Οικογενειάρχαι άπαντες, ο καθένας κοιτούσε τη δουλίτσα του, πάρε- δώσε με τον υπόκοσμο δεν είχαμε. Μέγα μυστήριο πώς συνέβη η εξαφάνισις. Ούτε στα γκάνγκστερ δε γίνονται αυτά. Η Αστυνομία τι λέει επ’ αυτού; Εξεδόθη ανακοινωθέν;”
“Τον γνωρίζατε τελικά τον κύριο, κυρία μου;” ψελλίζει ο νεαρός ρεπόρτερ σκυμμένος στο σημειωματάριό του.
“Ασφαλώς. Υπήρξε επί σειρά ετών υφιστάμενος του ανδρός μου στην υπηρεσία. Ο άνδρας μου βέβαια ήταν ανώτερός του. Ο Σώτος δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. Όταν βρέθηκε να πωλείται το διαμέρισμα στον τρίτο, τον έπιασε ο άνδρας μου και τον νουθέτησε να το αγοράσει, να νοικοκυρευτεί, αλλά αυτός δεν είχε και την έφεση, πώς να το πω, για οικογένεια. Εν πάσει περιπτώσει το αγόρασε το διαμέρισμα για να είναι κοντά μας. Με στεγαστικό δάνειο βεβαίως. Μην κοιτάτε εμείς, είναι το προικώον μου. Το ξεχρέωσε βεβαίως. Και βοηθούσε, δεν έχω παράπονο, έβγαζε και βόλτα τη Ρωξάνη οπόταν τον εμπιστεύτηκα και του την άφησα όταν πήγαμε στα λουτρά.”
“Τη Ρωξάνη;” διακόπτει ρωτώντας άτονα ο δημοσιογράφος.
“Τη Ρωξάνη, ένα φοξ τεριέ, δεν έχετε δει ωραιότερο σκυλί, στόμα είχε και μιλιά δεν είχε, υπάκουο, δεν ήταν σκυλί αυτό, παιδί ήταν, τώρα θα συνοδεύει τον Αντιναύαρχο στους κήπους του παραδείσου.”
“Αντιναύαρχος ήταν ο κύριος Σωτήρης;”
“Θεός φυλάξοι!” απαντά έκπληκτη και γελάει απότομα και ηχηρά. Σταματώντας εξίσου απότομα σφίγγει τη ζώνη της ρόμπας της.
“Ο άνδρας μου ήταν ο Αντιναύαρχος. Ο Σώτος ένας απλός ανθυπασπιστής ήταν. Μέχρι εκεί μπόρεσε, τι να κάνουμε, δεν είναι όλα τα δάχτυλα ίδια. Ευτυχώς του έλαχε στο δρόμο του ο άνδρας μου, αλλιώτικα ούτε μέχρι έφεδρος κελευστής δε θα έφτανε. Ακούς εκεί αντιναύαρχος! Οι αντιναύαρχοι, κύριε, δεν εξαφανίζονται έτσι μιαν ωραίαν πρωϊαν, εκτός αν τους καλέσει ο Κύριος κοντά του. Ενενήντα χρονών θα ήταν σήμερα, εάν δεν τον είχαμε χάσει από ιατρικά λάθη στα εβομήντα επτά του. Ακμαιότατος, αλλά έπεσε σε αγύρτες. Και την κηδεία; Ο Σώτος την ανέλαβε. Ήταν νοικοκύρης άνθρωπος και μας αγάπαγε. Τι μας την έκανε τώρα αυτή τη λαχτάρα, ρεζίλι θα γίνουμε στο πανελλήνιο. Αμ, δε θα επιστρέψει; Θα στο κάνω του αλατιού το παλιόπαιδο. Είχε υποσχεθεί να μου ταχτοποιήσει το βιβλιάριο. Το ξεύρετε πως ασφαλισμένους πολίτες μας βγάζει ανασφάλιστους το σύστημα; Δε μου λέτε, ευσταθούν αι φήμαι πως θα τις κόψουν εξ ολοκλήρου τις συντάξεις χηρείας; Τι μαθαίνετε εσείς εκεί; ”
Ο δημοσιογράφος ανασηκώνει με αδιαφορία τους ώμους και μουρμουρίζει βαριεστημένα.
“Τι να σας πω; Εγώ καλύπτω το αστυνομικό ρεπορτάζ. Λοιπόν;”
“Ας μην τύχαινε να τον χάσουμε Αύγουστο τον Αντιναύαρχο και θα γινόταν εδώ πέρα το σώσε από συλλυπούντες. Αλλά ας όψονται οι θερινές διακοπές. Τελοσπάντων τώρα εσείς από ποια εφημερίδα μου είπατε πως είστε, διότι δεν έχω φέρει και τα γυαλιά μου.»
Ο δημοσιογράφος αποπειράται να απαντήσει αλλά τον διακόπτει η κυρία Μελανθία.
«Αλλά να μου πεις και τι σημασία έχει…Πάνε πια οι εποχές που διάβαζες μιαν εφημερίδα και ήξερες τι διαβάζεις. Ο συγχωρεμένος ο άντρας μου δε μ’ άφηνε μήτε να καθαρίζω τα τζάμια με δαύτες. Τις στίβαζε εκεί στη γωνία που βλέπετε και με πόνο ψυχής μου έδινε εντολή να τις κατεβάσω στον κάδο. Τις σεβόταν τις εφημερίδες που έμπαιναν στο σπίτι μας. Τώρα, άστα βράστα. Να μου πεις κι εσείς κάπως πρέπει να ζήσετε. Τι να κάνεις με τόσην ανεργία σήμερα; Τα καλύτερα μυαλά βεβαίως έφυγαν για το εξωτερικό, εδώ ξέμειναν οι μπουνταλάδες. Τελοσπάντων, την υγειά μας να έχουμε και να μη χάνουμε την πίστη μας στο Θεό. Ολογράφως να βάλετε το όνομά μου. Μελανθία Χρέμπου, χήρα Αντιναυάρχου Πολεμικού Ναυτικού.»
Ο ρεπόρτερ στρέφει την πλάτη του, παίρνει το ασανσέρ, κατεβαίνει στο ισόγειο, μόλις φτάνει στην έξοδο της πολυκατοικίας ανάβει ένα τσιγάρο και ορμάει έξω στον δρόμο. Τηλεφωνεί από το κινητό του.
«Έλα ρε. Τώρα φεύγω από Κυψέλη. Άσε με, έχω πήξει. Δεν έχουμε θέματα να παίξουμε καλοκαιριάτικα και το παπαρίζουμε με την εξαφάνιση του παππού. Όχι, μόνο από μια τρελή πήρα. Διαχειρίστρια ναι, αλλά τον ήξερε χρόνια λέει. Τι γελάς ρε; Θα στη φέρω εσένα μαλάκα την απομαγνητοφώνηση να δω τι άκρη θα βγάλεις. Τελοσπάντων, γάμησέ με τώρα. Πήρες τη συνέντευξη από τον ιταλό; Κουφάλα, θα το γυρίσω κι εγώ στο πολιτιστικό ρεπορτάζ να συνεντευξιάζω ξένους σκηνοθέτες πίνοντας κοκτέιλ. Θα είναι κι αυτός το βράδυ στην πρεμιέρα; Εντάξει, πάω να κάνω ένα μπάνιο, να γράψω το κωλορεπορτάζ και θα σε βρω στο σινεμά κατευθείαν. Να σου πω, έχω πρόσκληση και για το Μεγάλη Βρεταννία μετά; Ωραία. Θα ντυθώ κλαρινογαμπρός να φρεσκάρω και τα ιταλικά μου, γαμώ τη Νομική του Σαλέρνο και τον Μπενίτο Μουσολίνι. Χαχα! Ό,τι να’ ναι, ναι!”
Τελευταία σκηνή.
Ο ηλικιωμένος απόστρατος αξιωματικός κοιμάται γαλήνιος. Αχνοφαίνεται ένα μειδίαμα στο πρόσωπό του. Ακούγονται χτυπήματα στην πόρτα. Η κάμερα ζουμάρει σε μια μικρή σύσπαση στην άκρη των χειλιών του. Τα χτυπήματα στην πόρτα δυναμώνουν. Φοράει μια ρόμπα και ανοίγει. Ο Αντιναύαρχος, νεκρός εδώ και δεκατρία χρόνια, είναι πάλι πενήντα χρονών, όπως το ’77, όταν ο ίδιος ήταν τριάντα οχτώ χρονών. Ο Αντιναύαρχος φοράει τη στολή, λάμπει από ευτυχία, κοιτάει χαμογελαστός τον ανθυπασπιστή καθώς στέκεται ημιανάπαυση.
“Καταλάβαμε το Κοινοβούλιο, Σωτήρη. Ο Βασιλιάς έχει επιστρέψει και κατευθύνεται προς τ’ Ανάκτορα. Τίποτα δεν χάθηκε. Ντύσου. Η σωτηρία της χώρας δε μπορεί να περιμένει.”
Ο Σώτος δεν είχε δει ωραιότερο όνειρο τα τελευταία χρόνια. Τόσο ευτυχής αισθάνθηκε στον ύπνο του, ώστε η ονειροδίνη τον ρούφηξε μέσα της και τον εξαφάνισε από προσώπου γης.