Του Θανάση Καράβατου
Ο ακαδημαϊκός τίτλος του διδάκτορος είναι συνυφασμένος με την ίδια τη δημιουργία και οργάνωση των Πανεπιστημίων κατά τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Ανήκε στους τίτλους που απονέμονταν στους φοιτητές μετά από επιτυχείς εξετάσεις στο πέρας της φοίτησής τους. Οι τίτλοι αυτοί ήταν τέσσερες: (α) του αποφοίτου, (β) του προλύτου ή αδειούχου, (γ) του διδασκάλου και (δ) του διδάκτορος. Από αυτούς προέκυψαν, αντίστοιχα, και τα γνωστά σήμερα bachelor, licencιe, magister, maitre, master, doctor, docteur.
Αρχαιότερος ήταν ο τίτλος του προλύτου ο οποίος πιστοποιούσε την πανεπιστημιακή μόρφωση του φέροντος, παρέχοντάς του το δικαίωμα να διδάσκει σε όλα τα γνωστά τότε Πανεπιστήμια. Ο ανώτερος τίτλος ήταν αυτός του δόκτορος. Οι δόκτορες αποτελούσαν το διευθυντικό προσωπικό του Πανεπιστημίου. Στο αρχαιότερο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, o δόκτωρ ελάμβανε, «επί τη ανακηρύξει» του, ένα συμβολικό δαχτυλίδι. Αργότερα προστέθηκαν και οι τιμητικοί τίτλοι (honoris causa). Για πολλά χρόνια οι τίτλοι του διδασκάλου και του δόκτορος ήταν συνώνυμοι, με τη διαφορά ότι τον πρώτο χρησιμοποιούσαν στις σχολές των τεχνών, τον δεύτερο στις σχολές δικαίου. Σημαντικό στοιχείο για την απονομή αυτών των τίτλων ήταν οι εξετάσεις που έπαιρναν τελετουργικό χαρακτήρα: το πρώτο μέρος ήταν ιδιωτικό και διερευνούσε τις γνώσεις, το δεύτερο μέρος ήταν δημόσιο και διερευνούσε την ικανότητα του υποψηφίου να πραγματευθεί και να υποστηρίξει μια διατριβή σε ένα θέμα της θεολογίας ή της επιστήμης. Η επιτυχής έκβαση των διαδικασιών αυτών έδινε στον κάτοχο του τίτλου και το δικαίωμα να φέρει την τήβεννον (cappa) του διδασκάλου.
Πολλές από αυτές τις ρυθμίσεις είχαν τη συνέχειά τους στα νεότερα Πανεπιστήμια που φτάνει μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα στο γερμανικό πανεπιστήμιο, ο βασικός ακαδημαϊκός τίτλος ήταν ο τίτλος του δόκτορος (doctor) που δήλωνε την ικανότητα του κατόχου να συμμετέχει με επάρκεια στην επιστημονική έρευνα της επιστήμης του. Όχι τυχαία, το πρώτο Ελληνικό Πανεπιστήμιο, το Οθωνικό, οργανώθηκε κατά το γερμανικό πρότυπο από την αντιβασιλεία και άνοιξε τις μικρές του πύλες την 3η Μαΐου 1837.
Στο Διάταγμα της 14ης Απριλίου 1837 «περί προσωρινού κανονισμού του εν Αθήναις συστηθησομένου πανεπιστημίου» –που δημοσιεύθηκε στο υπ αριθ 16 Φύλλον της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, μαζί με το Διάταγμα της 22 Απριλίου 1837 «περί συστάσεως πανεπιστημίου»– προβλέπονται ρυθμίσεις για τις εξετάσεις των φοιτητών.
- Στο άρθρο 20 αναφέρεται ότι οι φοιτητές δίνουν εξετάσεις μία και μόνη φορά, κατά την έξοδόν τους από το Πανεπιστήμιο: οι φοιτητές «εξετάζονται εις όλα τα μαθήματα, τα απαρτίζοντα τον κλάδον, δι’ ον ο φοιτητής προσδιορίζει εαυτόν, χρεωστούν δε να εμφανίσουν έκθεσιν εις το αρχαίον ελληνικόν περί ενός τινός αντικειμένου του αυτού κλάδου και να συζητήσωσι διά στόματος τα εις αυτήν εμπεριεχόμενα. Αι τοιαύται εκθέσεις κατατίθενται καθ’ ύλην διηρημέναι εις τα αρχεία του Πανεπιστημίου».
- Στο άρθρο 21 αναφέρεται ότι ο «ευδοκίμως περατώσας» την εν λόγω διαδικασία θα λαμβάνει «δίπλωμα προλύτου».
Ένα νεότερο Διάταγμα «περί εξετάσεως των φοιτητών του Πανεπιστημίου» εκδόθηκε στις 19 Μαΐου 1842, ορίζοντας σαφέστερα τη διαδικασία απονομής διδακτορικού τίτλου:
- Άρθρον 2: «Η εξέτασις δι’ όλους τους φοιτητάς είναι δύο ειδών∙ η μεν λεπτομερεστέρα και ακριβεστέρα, διδακτορική καλουμένη, εις την οποίαν είναι δεκτοί μόνοι οι πλήρη τετραετίαν τουλάχιστον φοιτήσαντες εις το Πανεπιστήμιον, η δε ολιγώτερον λεπτομερής, ονομαζομένη απολυτήριος, εις την οποίαν είναι δεκτοί και οι πλήρη τριετίαν φοιτήσαντες εκ των της Φιλοσοφικής και Θεολογικής σχολής φοιτητών».
- Άρθρον 3: «Αν ο φοιτητής εκλέξη την λεγομένην διδακτορικήν εξέτασιν, εξετάζεται κατ’ ιδίαν πρώτον μεν την έγγραφον αποπειρατήριον, έπειτα δε την προφορικήν αυστηράν λεγομένην εξέτασιν υπό επιτροπής […]. Αν δε εις αμφοτέρας ταύτας τας εξετάσεις ευρεθεί έχων τας απαιτουμένας γνώσεις, προσκαλείται υπό του Κοσμήτορος της σχολής να παρουσιάση εις την εξεταστικήν επιτροπήν διατριβήν, γεγραμμένην παρ’ αυτού του ιδίου εις την αρχαίαν Ελληνικήν, και πραγματευομένην περί αντικειμένου ανήκοντος εις την ειδικήν αυτού επιστήμην. Αφ’ ου δε η διατριβή φανή εις την σχολήν παραδεκτή, διορίζεται παρά του Κοσμήτορος του δημοσίου διαγωνισμού και της αναγορεύσεως η ημέρα, καθ’ ην ο εξετασθείς αναγινώσκει την ρηθείσαν διατριβήν, και υπερασπίζεται τας εν αυτή περιεχομένας κατά των ενισταμένων». Στη συνέχεια δίνει καθομολόγησιν και αναγορεύεται διδάκτωρ. Ο φοιτητής που δίνει μόνο απολυτήριες εξετάσεις ονομάζεται τελειοδίδακτος.
Στις «Διατυπώσεις της Συγκλήτου», που εκδόθηκαν σε εφαρμογή του Διατάγματος αυτού (το άρθρο 8 άφηνε στη Σύγκλητο τη φροντίδα να ορίσει τα διαδικαστικά των εξετάσεων) η διατριβή αποκαλείται εναίσιμος διατριβή.
Την πρώτην εναίσιμον διατριβήν που υποστηρίχθηκε ενώπιον της Ιατρικής Σχολής του Οθωνικού Πανεπιστημίου συνέγραψε το 1843 ο Αναστάσιος Γούδας (1816-1882), ο πρώτος διδάκτωρ της Σχολής. Είχε τίτλο «Περί των κατά το εν Κινουρίω βασιλικόν σακχαρουργείον επιχωρικών νοσημάτων». Ο Γούδας συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι κι ύστερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1848 μετέφρασε την Παθολογία του Γερμανού Ουφελάνδου, από τα γαλλικά και το 1854 τη Γενική Παθολογία του Γάλλου Σχομέλ (Chomel). Αντίπαλος του Όθωνος, υπέστη διώξεις και φυλακίσεις, αναγκασθείς να καταφύγει στη Σμύρνη και το Λονδίνο. Επέστρεψε στην Αθήνα με την έξωση του Όθωνος το 1862. Από το 1869 μέχρι το 1876 εξέδωσε σε 8 τόμους τους «βίους των ανδρών του αγώνος».
Για δέκα περίπου χρόνια «εθεωρείτο σπουδαίον συμβεβηκός ενός και μόνον διδάκτορος η εν τω Πανεπιστημίω αναγόρευσις», γράφει το 1885 ο Γραμματέας του Πανεπιστημίου Βάμπας. Διότι, επεξηγεί, η κατά τα πρώτα χρόνια μη εμφάνιση άλλων υποψηφίων λόγω της αυστηρότητας των σχετικών εξετάσεων οδήγησε στην προσωρινή αναστολή της εφαρμογής του θεσμού. Για χρόνια, ο Γούδας θα είναι ο πρώτος και μοναδικός διδάκτωρ του Πανεπιστημίου.
Από τα τέλη του αιώνα και μετά, θα αρχίσει να διαχωρίζονται οι επί διδακτορία εξετάσεις από τις φοιτητικές. Ενδιάμεσο στάδιο ήταν ένα Σχέδιο Νόμου, τον Ιούλιο του 1899, που προέβλεπε εξετάσεις προπαιδευτικές (στο τέλος του 4ου εξαμήνου) και εξετάσεις επιστημονικές ή επί πτυχίω. Μόνο οι έχοντες βαθμό λίαν καλώς και άριστα θα έπρεπε να δικαιούνται την διεκδίκηση διδακτορικού πτυχίου.
Από τη μεταπολίτευση του 1909 και τους Νόμους του 1911, οι εξετάσεις τριχοτομούνται σε: «τμηματικάς, γενικάς επί πτυχίω και διδακτορικάς», όπως γράφει σχετική έκθεση-πρόταση του 1913. Ειδικότερα: «αι διδακτορικαί εξετάσεις διετηρήθησαν υπό τύπον υψηλοτέρων επιστημονικών εξετάσεων μη απαραιτήτων διά πάντα του Πανεπιστημίου απόφοιτον, καθ’ ο άλλως σύστημα κρατεί εν τοις Ευρωπαϊκοίς Πανεπιστημίοις».
Το 1932, με το Νόμο 5343, προβλέπεται ότι «διδάκτωρ αναγορεύεται ο κεκτημένος πτυχίον της οικείας Σχολής του Πανεπιστημίου […] και συγγράψας πρωτότυπον διατριβήν εν ελληνική» (άρθρο 198). «Ο βουλόμενος ν’ αναγορευθεί διδάκτωρ υποβάλλει εις την οικείαν Σχολήν την διατριβήν αυτού δακτυλογραφημένην εις τριπλούν» (άρθρο 199). Τα ίδια προέβλεπε και ο προηγούμενος Νόμος 2905 του 1923.
ΠΗΓΕΣ
- Το λήμμα «Πανεπιστήμιον» και η βιογράφηση του Αναστασίου Γούδα στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (Δρανδάκη).
- Οδηγός τω φοιτητών του πανεπιστημίου Όθωνος. Υπό Αθ. Σ. Ρουσοπούλου, εκτάκτου καθηγητού του Πανεπιστημίου. Εν Αθήναις, τύποις Ν. Αγγελίδου 1857.
- Νόμοι του Εθνικού Πανεπιστημίου εκδιδόμενοι επί της Πρυτανείας Κ. Ν. Κωστή, αποφάσει της Ακαδ. Συγκλήτου και δαπάνη του Πανεπιστημίου Επιμελεία Αρ. Βάμπα. Εν Αθήναις εκ του τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού 1885.
- Έκθεσις επί της αναθεωρήσεως των πανεπιστημιακών Νόμων υποβληθείσα τω Υπουργώ υπό της προς τούτο κατασταθείσης εκ καθηγητών επιτροπείας. Εν Αθήναις εκ του τυπογρα Σ. Κ. Βλαστού, 1913.
- Οργανισμός του Αθήνησι Πανεπιστημίου Εν Αθήναις 1923.
- Ο νέος Οργανισμός του Πανεπιστημίου Αθηνών (Νόμος 5343 της 23 Μαρτίου 1932). Εκδ Οίκος Δ. Θεοφιλοπούλου, 1932.