του Φίλιππου Φιλίππου
Ο Τηλέμαχος Κώτσιας που γεννήθηκε το 1951 στα Βρυσερά της περιοχής Δρόπολης της Αλβανίας, ήρθε στην Ελλάδα το 1991. Τότε ακριβώς εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το Περιστατικό τα μεσάνυχτα. Ακολούθησαν και άλλα βιβλία με ποικίλα θύματα, ενώ τώρα παρουσιάζει το τρίτο μέρος μιας τριλογίας, στην οποία διεκτραγωδεί τα βάσανα των Βορειοηπειρωτών, ή καλύτερα των κατοίκων της Δερβιτσιάνης της ελληνικής μειονότητας της Αλβανίας. Το μυθιστόρημα Σινική μελάνη, το λογοτεχνικό προϊόν μαρτυριών ανθρώπων (συγγενών, φίλων και συντοπιτών του συγγραφέα), οι οποίοι βασανίστηκαν και φυλακίστηκαν από το καθεστώς που επιβλήθηκε στη γειτονική χώρα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μαζί με επινοημένους ήρωες και γεγονότα, ίσως είναι το καλύτερό του. Σε αυτό, ο αναγνώστης μαθαίνει τις άγνωστες πλευρές της ζωής αυτών των ταπεινών και καταφρονεμένων, συμπάσχει μαζί τους, χαίρεται όταν κατορθώνουν να λυτρωθούν από τα δεινά τους. Διότι το εν λόγω καθεστώς που επιβλήθηκε σε έναν ολόκληρο λαό στο όνομα του Μαρξ, του Λένιν και του κομμουνισμού ήταν στυγνό και απάνθρωπο, καταπίεζε τους πολίτες, κάνοντάς τους ρομπότ γεμάτους φόβο.
Ο συγγραφέας που αφιερώνει το έργο του στα μέλη της οικογένειάς του και τους συγγενείς του που «υπέφεραν στα κάτεργα του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Αλβανίας», αρχίζει την αφήγηση περιγράφοντας την καθημερινότητα των κατοίκων στα χωριά της Δρόπολης –τα περισσότερα τρόφιμα τα παίρνουν με δελτίο–, ενώ δείχνει την απέχθεια των κατοίκων για το κόμμα που κυβερνάει. Αρχικά, το ενδιαφέρον του εντοπίζεται στους νέους, τα παιδιά του σχολείων, αγόρια και κορίτσια, περιγράφοντας την κάπως ανέμελη ζωή τους. Κεντρικός ήρωας είναι ο Σωτήρης που τον βλέπουμε να φλερτάρει αθώα με τη Φιγαλία, ανάμεσά τους έχει αναπτυχθεί ένα ειδύλλιο που δεν εκδηλώνεται φανερά, λόγω των συντηρητικών ηθών, τα οποία χαρακτηρίζουν τους κατοίκους. Ο Σωτήρης προπονείται, θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής, παρακολουθεί τους ελληνικούς αγώνες στην τηλεόραση, στην οποία δεν γίνεται αντιληπτή η δικτατορία που έχει καταλάβει την εξουσία. Στην παρέα του είναι ο Αριστοτέλης και ο Φώτης. Κάποια στιγμή οι τρεις τους αποφασίζουν να κάνουν κάτι θαρραλέο: να γράψουν χειρόγραφες προκηρύξεις, με σινική μελάνη, εναντίον του καθεστώτος και να τις μοιράσουν κρυφά. Είναι Μάιος του 1974. Η πράξη είναι παράτολμη και ηρωική, ασφαλώς καταδικασμένη σε αποτυχία διότι το καθεστώς εξαπολύει τους ανθρώπους του σε αναζήτηση των εχθρών ώστε να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Η σύλληψη, η ανάκριση, τα βασανιστήρια και η φυλάκιση των τριών μαθητών σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης-ορυχεία δείχνουν την απανθρωπιά του συστήματος, μα και τα όρια αντοχής των τριών παιδιών.
Τελικά, ο άνθρωπος που ήταν πίσω από όλα αυτά, εκείνος που έκανε την Αλβανία μια μεγάλη φυλακή, ο Ενβέρ Χότζα, πέθανε τον Απρίλιο του 1985, αφού λίγο νωρίτερα είχε εξολοθρεύσει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους με την κατηγορία ότι συνωμοτούσαν κατά του καθεστώτος. Οι άνθρωποι ανάσαναν –η σκέψη πολλών πήγε στην πιθανότητα της δολοφονίας –, ενώ μέσα τους αναρωτιούνταν «Τώρα αυτό είναι καλό ή κακό;» Σύντομα οι διάδοχοι του Ηγέτη έκαναν ανοίγματα ελευθερίας, οι φυλακές αποσυμφορήθηκαν, πούλμαν με έλληνες τουρίστες έφταναν στη χώρα, ώσπου το 1990, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, άλλαξαν εκεί τα πάντα.
Το μυθιστόρημα κλείνει, λοιπόν, παρά τις απώλειες ορισμένων ηρώων, με happy end. Ωστόσο, ο συγγραφέας το παρατείνει άνευ λόγου, όταν βάζει μερικούς από τους ήρωες, καλούς και κακούς, να επιστρέφουν στην Ελλάδα, κάτι που του δίνει την ευκαιρία να μιλήσει και για ένα θέμα ακόμα, την διπροσωπία και την εκδικητικότητα (αυτό θα μπορούσε να γίνει άλλο μυθιστόρημα).
Στη Σινική μελάνη ο Τηλέμαχος Κώτσιας παρουσιάζει με μελανά χρώματα το καθεστώς που είχε επιβληθεί στη γειτονική χώρα από τον Ενβέρ Χότζα. Ταυτόχρονα ασκεί δριμεία κριτική εναντίον αυτού του καθεστώτος που οδήγησε έναν ολόκληρο λαό στη στέρηση ουσιωδών αγαθών για την επιβίωσή του και κυρίως στη στέρηση της ελευθερίας του μόνο και μόνο για να προστατευτεί το ίδιο από κάθε απόπειρα κατάλυσής του. Οι δυνάμεις που διοικούσαν τη χώρα ήταν δύο, μαθαίνουμε, το Κόμμα και η Ασφάλεια. Η πρώτη δύναμη δρούσε ανοιχτά, καλώντας τους πολίτες να υπερασπίσουν το καθεστώς καταγγέλλοντας όσους προέβαιναν σε εχθρικές ενέργειες εναντίον εκείνων που το αποτελούσαν, δηλαδή που είχαν πάρει την εξουσία και την νέμονταν, ενώ η δεύτερη ήταν κράτος εν κράτει, μια κυβερνητική υπηρεσία με φανερούς και μυστικούς πράκτορες που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό. Στην ουσία, μας λέει ο συγγραφέας, η Ασφάλεια ήταν πιο επικίνδυνη και στην ουσία πιο ισχυρή από το Κόμμα. Όσο για την περιοχή όπου ζούσε η ελληνική μειονότητα (το τι συμβαίνει σήμερα δεν το γνωρίζουμε), ήτοι τον χώρο δράσης των ηρώων του μυθιστορήματος, μας πληροφορεί πως «ήταν υπόδειγμα» εργατικότητας, νοικοκυροσύνης και πολιτισμού.
info: Τηλέμαχος Κώτσιας, Σινική μελάνη, Εκδόσεις Πατάκη, 2018, σελ. 508