Οι υπόλοιποι απλώς ζούμε εδώ.  (της Ελένης Σβορώνου)

0
664

της Ελένης Σβορώνου.

Μετά το συγκλονιστικό Το τέρας έρχεται, ο Πάτρικ Νες συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό νεανικό αναγνωστικό κοινό με ένα μυθιστόρημα που είναι τόσο ευφάνταστο, πρωτότυπο και πολυεπίπεδο όσο προμηνύει ο τίτλος του.

Ο δεκαεπτάχρονος Μάικ και η παρέα του ετοιμάζονται να αποφοιτήσουν από το λύκειο και να ξεκινήσουν τη νέα τους ζωή, ο καθένας σε άλλο πανεπιστήμιο, σε μια άλλη πολιτεία, μακριά από την οικογένειά τους και τη μικρή τους πόλη. Η πόλη αυτή, κάπου στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, είναι τόσο μικρή κι ασήμαντη που όταν ένα διάσημο συγκρότημα την επισκέπτεται για να δώσει συναυλία, ο τραγουδιστής, στο καλωσόρισμά του, ξεχνάει το όνομά της. Στις παρυφές του πολιτισμού, δίπλα στο άγριο δάσος με τα ελάφια και τα λιοντάρια, ο ξεχασμένος αυτός τόπος δεν έχει τίποτα που να κρατά τους νεαρούς ήρωες δεμένους μαζί του. Στην τελική ευθεία προς την αποφοίτηση, μετράνε τις μέρες για να αφήσουν πίσω τους τη μικρή και στενεμένη τους ζωή.

Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, ένα επίπεδο που διαβάζεται και αποκρυπτογραφείται κυρίως από τα παιδιά και τους έφηβους, τα πράγματα δεν είναι τόσο βαρετά. Η πόλη βρίσκεται στο στόχαστρο ανώτερων δυνάμεων. Οι Απέθαντοι, αθάνατοι που έλκουν τη δύναμή τους από έναν Πυρήνα Αθανασίας, απειλούν να την κατακτήσουν και να την καταστρέψουν. Μια ομάδα παιδιών, συμμαθητές του Μάικ και της παρέας του, που αποκαλούνται «ίντι» (όπως «Ινδός» αλλά και ίσως και ως πρώτο συνθετικό της λέξης indigenous, αυτόχθονας), βρίσκονται σε διαρκή μάχη με τους Απέθαντους. Τα ίντι παιδιά ζούνε σε απόσταση από την υπόλοιπη μαθητική κοινότητα, είναι οργανωμένα σε φυλές και έχουν παράξενα ονόματα. Στο παρελθόν έχουν αντιμετωπίσει ψυχοφάγα φαντάσματα και βρικόλακες. Τα ίντι παιδιά επικοινωνούν με τον κόσμο των Απέθαντων, ερωτεύονται μέλη τους, τους πολεμούν αλλά τελικά σώζουν τον κόσμο από τις επιθέσεις τους.

Οι μνήμες από προηγούμενες επιθέσεις αλλόκοτων και εχθρικών πλασμάτων είναι νωπές. Η Χένα, η κοπέλα που αγαπά ο Μάικ, έχει χάσει τον αδερφό της, ενώ πολλά ίντι παιδιά έχουν βρεθεί νεκρά. Κατά τα άλλα «είμαστε τόσο ‘καταραμένοι΄ και θαρραλέοι και κάλπικοι και πιστοί και λάθος και σωστοί όσο οποιοσδήποτε άλλος» λέει ο ήρωας για τους ανθρώπους της πόλης του.

Η πραγματική ιστορία όμως που αφηγείται ο Νες έχει ελάχιστη σχέση με βρικόλακες και αθάνατους και φαντάσματα. Αυτό είναι το πλαίσιο που ρίχνει ένα εκτυφλωτικό φως (όπως η γαλάζια λάμψη που εκπέμπεται κάθε φορά που οι Απέθαντοι επιτίθενται στην πόλη) στην εφηβική ψυχή. Σαν εκείνο τον λαμπτήρα στην Γκουέρνικα, στο κέντρο της σύνθεσης, η πένα του συγγραφέα αποκαλύπτει τον λαβύρινθο των συναισθημάτων που μπορεί να κατακλύσουν έναν έφηβο. Δίνει όμως και τον μίτο που οδηγεί έξω από τον λαβύρινθο.

Ο Μάικ πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Μπορεί να πλένει τα χέρια του άπειρες φορές ώσπου να ματώσουν ή να διασχίζει το δρόμο ξανά και ξανά ώσπου να το κάνει με τον «σωστό τρόπο». Η αδερφή του, η Μελ, που πάσχει από νευρική ανορεξία, έχει ήδη νιώσει το άγγιγμα του θανάτου. Παρά την ψυχιατρική βοήθεια που έχουν δεχθεί, δεν έχουν ξεμπερδέψει εντελώς με την αρρώστια τους. Η Χένα πενθεί τον αδερφό της και ο κολλητός του Μάικ, ο Τζάρεντ, είναι ομοφυλόφιλος. Επίσης είναι μισός θεός. Απόγονος των θεών των αιλουροειδών μπορεί να γιατρεύει πληγές άγριων ζώων και ανθρώπων. Όχι όμως και τις δικές του εσωτερικές πληγές.

Δορυφόροι της παρέας είναι ο νεοφερμένος συμμαθητής Νέιθαν, η μικρή αδελφή του Μάικ και της Μελ η Μέρεντιθ, ο Στηβ, το ειδύλλιο της Μελ, και οι ιδιόρρυθμοι έως προβληματικοί γονείς των παιδιών. Ένας αλκοολικός πατέρας, μια φιλόδοξη μάνα που πολιτεύεται και νοιάζεται για την εικόνα περισσότερο της οικογένειας παρά για την ουσία της, ένα ζευγάρι ιεραπόστολων που θέλει να σώσει τον κόσμο της μαύρης ηπείρου και ένας καλός αλλά χωρίς τσαγανό πατέρας, ένας γλυκός «loser». Ως τραγικοί ήρωες οι έφηβοι έχουν να αναμετρηθούν με τα τραύματά, τους φόβους, τις φοβίες, τις αγωνίες, τις απογοητεύσεις, τις ματαιώσεις και την πλήξη τους στηριγμένοι στις δικές τους δυνάμεις και υπό διαρκή απειλή. Οι γαλάζιες εκρήξεις κάθε τόσο τους θυμίζουν ότι ανήκουν στους «υπόλοιπους που απλώς ζούνε εδώ». Τίποτα δεν είναι οι ασήμαντες ζωές τους.

Κι όμως. Οι τραγικοί ήρωες ανακαλύπτουν τελικά την τεράστια παρακαταθήκη που έχουν μέσα τους για να τα βγάλουν πέρα στη ζωή. Ο δρόμος προς τον άλλον είναι δύσκολος αλλά είναι η μόνη λύση. Οι μεταξύ τους σχέσεις, η φιλία τους, η βαθιά αγάπη και η υποστήριξη μεταξύ των αδερφών, ο θαυμασμός, η αγάπη και ο έρωτας, η συγχώρεση, η καλοσύνη και η γενναιοδωρία όλα αυτά τελικά συνθέτουν τον μίτο για την έξοδο από τον λαβύρινθο. Αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι εύκολο. Ο Μάικ και οι φίλοι του νομίζουν ότι αγαπούν, ότι ερωτεύονται, ότι είναι καλοί φίλοι, ότι γιατρεύτηκαν. Όλα θα ανατραπούν. Ο δρόμος προς τη σωστή σχέση είναι πολύ πιο δύσκολος από όσο μοιάζει εκ πρώτης όψεως. Για να τον περπατήσεις πρέπει να στρέψεις το βλέμμα προς τα μέσα σου και να δεις με γενναιότητα τι συμβαίνει. Ο Μάικ όταν αποφασίζει να ζητήσει δεύτερη φορά βοήθεια από την ψυχίατρό του έχει κάνει ένα τεράστιο βήμα και αυτό είναι που τον σώζει, όπως λέει και η γιατρός. Έχει δει το πρόβλημα, δεν αποστράφηκε την αλήθεια. Η σκηνή της επίσκεψης στην ψυχίατρο είναι εξαιρετικά δυνατή. Ο εκτυφλωτικός λαμπτήρας που φωτίζει το τραύμα μπορεί να συντρίψει τον ασθενή, τον Μάικ. Η γιατρός όμως βήμα βήμα τον βοηθάει να αντέξει και να αποδεχτεί ακόμη και τη σοκαριστική γι’ αυτόν ιδέα της λήψης φαρμακευτικής αγωγής. Που βεβαίως δε θα λύσει το πρόβλημα, όπως του εξηγεί, αλλά θα τον βοηθήσει να το χειριστεί.

Όπως και στο Τέρας έρχεται, κρυφός πρωταγωνιστής είναι η αφήγηση ιστοριών. Το «story telling» ως λύτρωση αλλά και ως απειλή. Όταν ο Μάικ διαμαρτύρεται που ο φίλος του δεν του είχε εμπιστευτεί σημαντικές αλήθειες για τη ζωή του, εκείνος υπερασπίζεται την επιλογή του ως εξής:

«Δεν έχει να κάνει καθόλου με το αν σε εμπιστεύομαι. Έχει να κάνει με το πώς αλλάζει κάτι όταν το αφηγείσαι. Είναι σα να γίνεται πιο αληθινό. Και αποκτά τη δική του ζωή και βγαίνει βιαστικά προς τα έξω και γίνεται κάτι που δεν μπορείς να ελέγξεις.»

Αυτή η κρυφή ηρωίδα του Νες, η αφήγηση, είναι και αυτή, όπως όλοι οι πειστικοί ήρωες, πολυδιάστατη. Λυτρώνει αλλά και απειλεί. Πότε είναι η σωστή στιγμή να ειπωθεί κάτι; Δικαιούμαστε να απαιτούμε από τον φίλο μας την απόλυτη αλήθεια; Πρέπει πρώτα να αντέχει ο αφηγητής την ιστορία του και την αυτονομημένη ζωή της.

Η δεξιοτεχνία με την οποία ο συγγραφέας παρουσιάζει δύσκολες καταστάσεις χωρίς να βαραίνει τον αναγνώστη, ο τρόπος με τον οποίο διαποτίζει τους πικραμένους του ήρωες με τη γλύκα του ίδιου τους του εαυτού, και η λεπτή διείσδυση της μίας ιστορίας, των Απέθαντων, μέσα στην κυρίως ιστορία είναι λίγες από τις απαντήσεις που δίνεις στον εαυτό σου όταν ψάχνεις να βρεις πώς ο συγγραφέας συνθέτει τελικά ένα δικό του είδος μυθιστορήματος. Δεν κατατάσσεται στα βιβλία φαντασίας, στον μαγικό ρεαλισμό, στο κοινωνικό μυθιστόρημα ή στο αστυνομικό. Έχει στοιχεία από όλα αυτά τα είδη, αλλά είναι κάτι άλλο. Είναι η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα στα μύχια της εφηβικής (και όχι μόνο) ζωής, ματιά ειλικρινής αλλά και τρυφερή, που δε χωράει φαίνεται σε ένα από τα συνηθισμένα είδη της νεανικής λογοτεχνίας.

Οι αφηγηματικές τεχνικές που τόσο επιδέξια χειρίζεται ο συγγραφέας δεν είναι αυτοσκοπός. Δε θέλει να εντυπωσιάσει. Θέλει να μιλήσει στο νεανικό κοινό του με απόλυτο σεβασμό στα δύσκολα που περνάει. Για να του τα κάνει ακόμη πιο δύσκολα. Κι ύστερα να το βοηθήσει να χαρεί την περπατησιά του στον λαβύρινθο και την έξοδό του στην ενήλικη ζωή.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μάικ κάποια στιγμή αρνείται την ίαση όλων του των ασθενειών από τον Τζάρεντ. Δε θέλει, λέει, γιατί θα μείνει με την απορία στην υπόλοιπη ζωή του αν θα τα είχε καταφέρει μόνος του. Ακριβώς αυτό είναι το μυθιστόρημα του Νες. Μια κατάφαση στη ζωή όχι παρά αλλά χάρη στις δυσκολίες της.

Στο τέλος της ιστορίας οι νεαροί βλέπουν το σχολείο τους να καίγεται και προσπαθούν να σκεφτούν το νόημα της σκηνής. Καίγεται η παιδική τους ηλικία; Όχι, αυτή λέει είχε πεθάνει προ πολλού. Καλύτερος τίτλος για τη σκηνή είναι το «Όλα έχουν ένα τέλος. Κι όλα αρχίζουν πάλι από την αρχή.»

INFO

Πατρικ Νες, Οι υπόλοιποι απλώς ζούμε εδώ. μτφ. Βασιλική Πέτσα. Πατάκης, 2017.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Ελένη Σβορώνου περιμένει την Κυριακή 15 Οκτωβρίου, στις 11.30, παιδιά και γονείς στο θέατρο Τρένο στο Ρουφ για να διαλευκάνουν το τρομερό μυστήριο Ο λύκος μέσα σου!

 

Προηγούμενο άρθρο“Η σκοτεινή κλωστή δεμένη” της Άννας Γρίβα (του Γιώργου Λίλλη)
Επόμενο άρθροΣτον Καζούο Ισιγκούρο απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ