Της Βενετίας Αποστολίδου.
Το προηγούμενό μου σημείωμα σχετικά με τις προσδοκίες που έχουν οι αναγνώστες από τους συγγραφείς προκάλεσε αρκετά σχόλια, γραπτά στον Αναγνώστη και ένα εκτενέστερο του Άρη Μαραγκόπουλου στο διαδικτυακό περιοδικό Χρόνος αλλά και πολλά προφορικά από φίλους συγγραφείς ή αναγνώστες. Το θέμα έχει βέβαια πολλές πλευρές αλλά τούτη εδώ η στήλη ενδιαφέρεται περισσότερο για την οπτική γωνία του αναγνώστη. Η βασική μου σκέψη λοιπόν ήταν ότι οι αναγνώστες, αν προσδοκούν από τους συγγραφείς να τους διαφωτίσουν για τα κρίσιμα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα, ενδεχομένως να απογοητευτούν. Οι απόψεις των συγγραφέων, όπως εκφράζονται σε συνεντεύξεις, δημοσιογραφικά άρθρα και ομιλίες σε δημόσιες συναθροίσεις, μπορεί να έχουν ενδιαφέρον ή να είναι κοινότοπες, να περιέχουν ευκρινείς πολιτικές θέσεις ή να το αποφεύγουν, να είναι εδραιωμένες σε ιστορικές ή άλλες γνώσεις ή να δείχνουν μια περισσότερο εμπειρική και αυθόρμητη στάση. Οι απόψεις των συγγραφέων δηλαδή εκτιμώνται και κρίνονται όπως όλων των ανθρώπων που εκφράζουν δημόσιο λόγο. Το λάθος είναι να έχουμε εκ προοιμίου την ιδέα ότι οι πεζογράφοι και οι ποιητές, επειδή ακριβώς γράφουν λογοτεχνία (και μπορεί να γράφουν υψηλής ποιότητας λογοτεχνία) έχουν πάντα αξιόλογες, ορθές ή πρωτότυπες απόψεις οι οποίες θα πρέπει να απολαμβάνουν μεγαλύτερης προσοχής ή σεβασμού από τις απόψεις οποιουδήποτε άλλου. Το ότι υπάρχουν και σήμερα συγγραφείς οι οποίοι αντιλαμβάνονται το ρόλο τους μέσα στην κοινωνία ως πολιτικά κρίσιμο και πασχίζουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που ένας τέτοιος ρόλος θέτει, είναι αναμφισβήτητο και άξιο εκτίμησης. Στη μακρά διάρκεια θα φανεί η σημασία της παρέμβασής τους.
Από τις σχετικές συζητήσεις διαπίστωσα ότι μερικοί ταυτίζουν την πολιτική ή την γενικότερη σημασία (όπως και αν την ονομάσουμε) που έχουν τα λογοτεχνικά έργα για τη ζωή μας με τη σημασία που έχουν οι συγγραφείς ως δημόσια πρόσωπα. Εξέλαβαν επομένως την παρότρυνσή μου για σχετικοποίηση των προσδοκιών μας από τους συγγραφείς ως περιορισμό ή ακόμη και υποτίμηση της αξίας της λογοτεχνίας. Το σημείο αυτό είναι πολύ κρίσιμο και θα ήθελα να επιμείνω σήμερα σ΄αυτό. Η λογοτεχνία μπορεί να μας προσφέρει σχεδόν τα πάντα: ιδέες, γνώσεις, τροφή για προβληματισμό, αισθήματα, αισθητική απόλαυση, να μας δείξει δρόμους και προοπτικές. Όλα αυτά η λογοτεχνία τα εκφράζει με τα δικά της πολύπλοκα μέσα και οι αναγνώστες τα προσλαμβάνουν με εξίσου περίπλοκες ερμηνευτικές διαδρομές. Οι προσδοκίες μας από τη λογοτεχνία δικαιολογημένα είναι υψηλές και το κάθε έργο, εξεταζόμενο από μια ορισμένη οπτική γωνία, έχει την πολιτική του σημασία και απαντά, με τον τρόπο του, στα διακυβεύματα της εποχής του. Εννοείται πως κάποια έργα, για λόγους που δεν είναι δυνατόν να συζητηθούν εδώ, δημιουργούν πολύ μεγάλο πολιτικό ή ηθικό αντίκτυπο, αποτελούν παρεμβάσεις μεγάλης πολιτικής και ταυτόχρονα λογοτεχνικής σημασίας η οποία γίνεται περισσότερο κατανοητή όταν μπορεί να ειδωθεί και μέσα από μια ιστορική προοπτική με την παρέλευση κάποιου χρόνου.
Με βάση τα παραπάνω, ας ξαναγυρίσουμε στους συγγραφείς. Μια σειρά από ερωτήματα τίθενται για τη σχέση συγγραφέα και έργου: ο συγγραφέας είναι σε θέση να εκτιμήσει ο ίδιος τη σημασία του έργου του βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα; Μήπως όσα είχε να πει τα είπε με το έργο του και επομένως ο δημόσιος λόγος του αποτελεί μια αδέξια επανάληψη; Μήπως, αντίθετα, ο δημόσιος λόγος του είναι περισσότερο ενδιαφέρων και κρίσιμος από το έργο του; Η άποψή μου είναι ότι όλα μπορούν να συμβούν και τα βλέπουμε να συμβαίνουν: υπάρχουν συγγραφείς με πολύ σπουδαίο έργο (πολιτικά και λογοτεχνικά) οι οποίοι, όταν καλούνται να πουν τις απόψεις τους δημοσίως για ένα θέμα, διαψεύδουν τις υψηλές προσδοκίες που δημιούργησε το αξιόλογο έργο τους. Υπάρχουν συγγραφείς χωρίς ιδιαίτερα σημαντικό έργο οι οποίοι, λόγω του ότι έχουν γνώσεις και εμπειρίες από τα διαβάσματά τους και την πολιτική και κοινωνική δράση τους, αρθρογραφούν και εκφράζουν πολύ ενδιαφέρουσες θέσεις. Τι σημαίνει αυτό για τους αναγνώστες; Ότι θα πρέπει να κρίνουμε με άλλα κριτήρια το λογοτεχνικό έργο και με άλλα το συγγραφέα ως δημόσιο πρόσωπο, να μην ταυτίζουμε τα δύο και να συζητούμε περισσότερο για τα έργα και λιγότερο για τους συγγραφείς.