Του Κώστα Καλτσά.
Ένας διακεκριμένος αφροαμερικανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός που παρά την ενθουσιώδη αποδοχή των κριτικών και τη σωρεία βραβείων δεν έχει ποτέ τύχει γενικότερης αναγνώρισης, και έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα πως δεν “γράφει σαν μαύρος”, ολοκληρώνει το καινούργιο του μυθιστόρημα, του οποίου ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας διακεκριμένος αφροαμερικανός συγγραφέας και πανεπιστημιακός που παρά την ενθουσιώδη αποδοχή των κριτικών δέχεται σωρεία απορρίψεων από εκδότες, που τον κατηγορούν πως “δεν γράφει σαν μαύρος” και, εξοργισμένος από τον κριτικό και εμπορικό θρίαμβο του πρώτου μυθιστορήματος μιας μαύρης συγγραφέως που αποτελεί τυπικό δείγμα “πολιτικά ορθής” αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, απαντά γράφοντας μια παρωδία του, που τη δημοσιεύει με ψευδώνυμο, υποκρινόμενος πως δεν είναι μεσοαστός πανεπιστημιακός μα γέννημα-θρέμμα του γκέτο, και πως το μυθιστόρημά του είναι αυτοβιογραφικό, μόνο που το βιβλίο δεν εκλαμβάνεται ως παρωδία, και εξελίσσεται σε κριτικό και εμπορικό θρίαμβο. Το μυθιστόρημα που περικλείει το “μυθιστόρημα” δέχεται σωρεία απορρίψεων από εκδότες, για να εκδοθεί τελικά από το University Press of New England, να γνωρίσει την ενθουσιώδη αποδοχή των κριτικών, και να κάνει τον συγγραφέα (ελαφρώς) ευρύτερα γνωστό. Η ιστορία ολοκληρώνεται με την (οικονομικά πρωτόγνωρη για τον συγγραφέα) προσφορά μεγάλου εκδότη να αναλάβει την έκδοση τσέπης του μυθιστορήματος ως πρώτο τίτλο του καινούργιου παραρτήματός του που θα εκδίδει αποκλειστικά έργα αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, προσφορά που ο συγγραφέας είναι προφανές πως θα απορρίψει, αν και, σε σημαντική αντιδιαστολή με τον ήρωα του μυθιστορήματός του, θα βρει την πρόταση αστεία και όχι προσβλητική. Σε αντίθεση με τον «Θελόνιους “Μονκ” Έλλισον» (Erasure, 2001, στα ελληνικά Το Σβήσιμο, εκδόσεις Πόλις, 2004, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου), ο Πέρσιβαλ Έβερετ διακρίνεται για τη μετριοπάθεια, τον αυτοσαρκασμό του, και την προτίμησή του να εκδίδει μέσω μικρών, ανεξάρτητων εκδοτικών οίκων που του επιτρέπουν να γράφει ό,τι θέλει χωρίς να ανησυχεί για την εμπορική απήχηση του έργου του.
Τη σχετική ταραχή (για τα λογοτεχνικά δεδομένα πάντα) που δημιούργησε το Σβήσιμο ακολούθησε η πολύ πιο ήσυχη έκδοση επτά ακόμη μυθιστορημάτων, μια συνολική θεώρηση των οποίων φανερώνει το “πρόβλημα” που ακολουθεί τον Έβερετ κατά τη διάρκεια της καριέρας του: πως δεν γράφει ποτέ το ίδιο βιβλίο δεύτερη φορά. Από τη σουρεαλιστική, σατιρική, αδυσώπητη παραλογοκρατία του American Desert (Αμερικανική Έρημος, εκδόσεις Πόλις, 2006, μετάφραση Χίλντα Παπαδημητρίου) μέχρι το ρεαλιστικό, μελαγχολικό, κοινωνικό μυθιστόρημα Wounded (Πληγωμένοι, εκδόσεις Πόλις, 2008, μετάφραση Λύο Καλοβυρνάς) και τον μεταμοντέρνο, ξεκαρδιστικό, οντολογικό προβληματισμό πάνω στον ρατσισμό και στις φυλετικές διακρίσεις του I Am Not Sidney Poitier (Graywolf Press, 2009), o Έβερετ συνεχίζει να δυσκολεύει την προσπάθεια των (συνήθως καλόπιστων) κριτικών να τοποθετήσουν το έργο του σε ένα πλαίσιο πιο συγκεκριμένο από το «ένας από τους πιο σημαντικούς αφροαμερικανούς συγγραφείς της γενιάς του». Τα δύο πιο πρόσφατα μυθιστορήματά του είναι, πέρα από εξαιρετικά, απολύτως ενδεικτικά της πολυσχιδίας του.
Το Assumption (Graywolf Press, 2011) είναι, ή μάλλον μοιάζει, ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, με ήρωα τον Όγκντεν Γουώκερ, βοηθό σερίφη μιας μικρής κωμόπολης στο Νέο Μεξικό. Ο μιγάδας Όγκντεν καλείται να λύσει τρεις ασύνδετες υποθέσεις δολοφονιών, οι οποίες θα τον φέρουν αντιμέτωπο με εμπόρους ναρκωτικών, μαστροπούς, μέλη ρατσιστικών οργανώσεων, κι ένα κοινόβιο χίπηδων στο οποίο ο χρόνος μοιάζει να έχει παγώσει κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Οι πρώτες εκατό σελίδες συνιστούν ένα χαμηλών τόνων νέο-νουάρ, ευτυχώς μακριά από τις υπερβολές της εσχάτως δημοφιλούς σκανδιναβικής “σχολής” – οι εγκληματίες δεν είναι ιδιοφυίες, δεν αποκαλύπτονται τεράστια σκάνδαλα και διαφθορά που φτάνει μέχρι τις υψηλότερες βαθμίδες της κυβέρνησης, και απουσιάζουν πλήρως οι πάμπλουτοι εγκληματίες πολέμου που έχουν στήσει θαλάμους βασανιστηρίων στο υπόγειό τους. Οι υποθέσεις που επιχειρεί να εξιχνιάσει ο Όγκντεν θυμίζουν ώρες-ώρες τον περίφημο νόμο του Sayre που εξηγεί πως ο λόγος που οι εσωτερικές έριδες στις ακαδημαϊκές κοινότητες είναι τόσο έντονες είναι πως αυτά που διακυβεύονται είναι τόσο ασήμαντα. Ο χαρακτήρας του Όγκντεν, πρώην στρατιωτικού που έγινε βοηθός σερίφη γιατί χρειαζόταν μια δουλειά και προτιμά να πηγαίνει για ψάρεμα παρά να εξιχνιάζει εγκλήματα, θυμίζει πολύ περισσότερο Ρέιμοντ Τσάντλερ ή Τζέιμς Μ. Κέιν με την ήρεμη, ελαφρώς κυνική και παραιτημένη μα αόριστα ιδεαλιστική και πάντα αυτοσαρκαστική συμπεριφορά του. Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως δεν αργεί να διακρίνει μια υπόκωφη ανησυχία, μια αμφιβολία για το τι πραγματικά περιγράφεται και για τις υποθέσεις του κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης (στις οποίες παραπέμπει ο τίτλος του μυθιστορήματος), η οποία εκδηλώνεται σχεδόν σε κάθε σελίδα μέσα από φαινομενικά ασήμαντες προτάσεις, αριστοτεχνικά ενσωματωμένες στη ροή μια νουάρ αφήγησης: «Παράγγειλε ένα μπέργκερ με μια τρομερά περίπλοκη περιγραφή [γραμμένη στο μενού] και όταν του το έφεραν αποδείχθηκε πως ήταν ένα μπέργκερ». Το μυθιστόρημα δεν αργεί να εντείνει την υποψία πως κάτω από το σεμνό παρουσιαστικό του κρύβεται κάτι βαθύτερο, που θα αποκαλυφθεί στο τρίτο μέρος μετά από μια απότομη αλλαγή της προοπτικής της αφήγησης που μετατρέπει το βιβλίο σε προοδευτικά εντεινόμενο εφιάλτη χωρίς ελπίδα διαφυγής και απαιτεί από τον αναγνώστη να αναλογιστεί το καλό και το κακό, την ύπαρξη ή απουσία νοήματος στις ανθρώπινες πράξεις, στην ανθρώπινη ζωή, την απογοήτευση και τα αδιέξοδα της “αμερικανικής ερήμου”.
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Έβερετ (Percival Everett by Virgil Russell, 2013) δε θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το Assumption. Ένας άντρας επισκέπτεται τον πατέρα του στον οίκο ευγηρίας όπου εκείνος ζει. Ανταλλάσσουν ιστορίες. Πότε ο γιος μιλά ως πατέρας, πότε ο πατέρας ως γιος. Πλάθουν μεταξύ τους μια ακόμη ιστορία για έναν τρίτο άντρα, που πότε είναι γιατρός, πότε ζωγράφος. Σε ποιον ανήκει η αφήγηση; Ποιος είναι ο Πέρσιβαλ Έβερετ του τίτλου; Ο πατέρας ή ο γιος; Και ο Βιργίλιος Ράσελ; Συμβαίνει τελικά οτιδήποτε από όλα αυτά; Ο αναγνώστης δεν μπορεί ποτέ να είναι απολύτως βέβαιος. Το κλειδί κρύβεται στους τίτλους των τριών μερών του μυθιστορήματος (Έσπερος, Φώσφορος, Αφροδίτη) που παραπέμπουν στο ερώτημα που θέτει ο Γκόττλομπ Φρέγκε για τη σημειολογία των κύριων ονομάτων στην εισαγωγή του Νόημα και Αναφορά (1892), το οποίο περιλαμβάνει το παράδειγμα «Ο Έσπερος είναι ο Φώσφορος».
Το μυθιστόρημα αποτελεί μια πιο βαθιά απόπειρα του Έβερετ να εξερευνήσει τα θέματα ταυτότητας και ύπαρξης που απαντώνται σε όλο το έργο του – τα ίδια θέματα που το Assumption εξετάζει μέσα από τους κώδικες της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ταυτόχρονα, το μυθιστόρημα μοιάζει να φέρνει σε διαλεκτική αντιπαράθεση μοντερνισμό και μεταμοντερνισμό, με το πρώτο μέρος να είναι εμφανέστερα μεταμοντέρνο, με αφηγήσεις μέσα σε αφηγήσεις που διακόπτουν και εκτρέπουν προηγούμενες αφηγήσεις κλπ., και το δεύτερο να στρέφεται σε πιο μοντερνιστικές φόρμες, αξιοποιώντας τη ροή της συνείδησης και επιμένοντας σε αναφορές στη Θεία Κωμωδία (εξ ου και ο Βιργίλιος του τίτλου) και στον Φάουστ που παρατίθενται απροσδιόριστες στο πρωτότυπο (πάγια πρακτική του υψηλού μοντερνισμού), ενώ το τρίτο μέρος μπορεί να διαβαστεί και ως απόπειρα σύνθεσης των δύο, δίνοντας στο μυθιστόρημα ένα αναμφισβήτητο χεγκελιανό σχήμα. Κι αν όλο αυτό ακούγεται υπερβολικά ‘λογοτεχνικό’ και απροσπέλαστο – δεν είναι. Πίσω από τα πάσης φύσεως παιχνίδια κρύβεται ένα μυθιστόρημα για τον ανθρώπινο πόνο, για τη σχέση πατέρα-γιου, για την αναπόφευκτη φθορά της ανθρώπινης φύσης, δοσμένο με το γνωστό προσγειωμένο χιούμορ του Έβερετ, ο οποίος περιλαμβάνει στο βιβλίο έναν απολαυστικό διάλογο για την ικανότητα της γλώσσας να συλλάβει την πραγματικότητα, με έναν αιθεροβάμονα «συνάδελφο» του αφηγητή, ονόματι Ντέιβ (που θα μπορούσε να είναι είτε ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας είτε ο Ντέιβιντ Μάρκσον) και καταλήγει αργότερα να ξαναγράψει το διαβόητο συμπέρασμα του διηγήματος «Παλιό Καλό Νέον» του πρώτου (Αμερικανική Λήθη, εκδόσεις Κέδρος, 2011, μετάφραση Γιάννος Πολυκανδριώτης) ως: «Όλα αυτά για να πούμε πως ποτέ δεν ξέρουμε τι σκατά μας λέει ο οποιοσδήποτε, πως η μόνη θεμιτή και σωστή απάντηση σε όποιον ξεστομίσει την όποια πρόταση, ακόμα και την Έχει πιάσει φωτιά το παντελόνι σου, είναι: Συγνώμη, τι εννοείτε;»