Της Κατερίνας Διακουμοπούλου.
Η θερινή περιοδεία του ΚΘΒΕ με τους «Πέρσες» του Αισχύλου κορυφώθηκε στην Επίδαυρο επισφραγίζοντας με θετικό πρόσημο την ολοκλήρωση του πρώτου χρόνου θητείας της νέας διοίκησης του Κρατικού Θεάτρου.
Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε,
ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε δὲ
παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη,
θήκας τε προγόνων:
νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.
Πέρσες, Αισχύλος
Οι παραπάνω στίχοι εύηχα ειπώθηκαν από τον Αγγελιαφόρο, δια στόματος Λάζαρου Γεωργακοπουλου, και το πολυπληθές κοινό της Επιδαύρου ανταπέδωσε με αυθόρμητο χειροκρότημα. Μια αλησμόνητη θεατρική στιγμή, μία υγιής μνήμη χωρίς καμποτινισμούς και δόσεις υπερβολής.
Η αλήθεια είναι πως ορισμένοι θιασώτες της Επιδαύρου, παλαιόθεν, τρέφουν μία «μεσσιανική αντίληψη», περί ελεύσεως του αναμορφωτή του θεάτρου, ο οποίος μάλιστα θα καινοτομήσει στην ιερή ορχήστρα της Επιδαύρου. Ειλικρινά, τέτοιες εμμονές και δύσκαμπτες θεωρήσεις έχουν στοιχειώσει το κοίλον του αρχαίου θεάτρου, διότι μερίδα του κοινού πρέπει οπωσδήποτε να ανιχνεύσει το νέο «ιερό τέρας» της Επιδαύρου, τον ικανό βιρτουόζο που δύναται να αναβιώσει τα «μεγάλα μεγέθη» του παρελθόντος. Δεν θέλω να απογοητεύσω τους εν λόγω θεατές, αλλά δεν πρέπει να αναζητούμε τα μεγάλα μεγέθη, ούτε στην Επίδαυρο, ούτε και πουθενά αλλού. Όχι γιατί δεν υπάρχουν. Αντιθέτως, μερικοί από τους σύγχρονους άριστα εκπαιδευμένους και καταρτισμένους ηθοποιούς, υπερβαίνουν κατά πολύ κάποιους υπερεκτιμημένους προγενέστερους. Προτρέπω το κοινό να μην αναζητά τα «ιερά τέρατα» διότι η «δημαγωγική» υπόκριση έχει πλέον καταστρατηγηθεί, είναι ξεπερασμένη . Να το πω πιο απλά: στόχος δεν είναι να ξεχωρίσουν οι μονάδες, αλλά να αναδειχθεί το όλον, έτσι όπως προκύπτει από την πρόθεση του σκηνοθέτη.
Η παράσταση
Η φετινή σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη μου άρεσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Εικονοποίηση χωρίς κινητικές φλυαρίες, περιορισμός της τελετουργικής υπόκρισης μόνο στο πρόσωπο της Άτοσσας, ρυθμική δόμηση με έμφαση στην αλληλουχία των σκηνών, υπογράμμιση των σημασιολογικών αμφισημιών και των δυαδικών σχημάτων, επιτέλους κορύφωση χωρίς πυροτεχνήματα. Απ’ τα επιμέρους, ξεχώρισα α) την έξοχη μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη, η οποία «επιτόνιζε» τα εκφερόμενα με ανατριχιαστική ακρίβεια, η χορογραφία του Κώστα Γεράδρου, στην σκηνή της επίκλησης του Δαρείου, όπου κατάφερε μοναδικά να χτίσει τελετουργία χωρίς στυλιζάρισμα, γ) τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ, δ) το πρόγραμμα της παράστασης, με επιλεγμένα (από το Λεωνίδα Παπαδόπουλο) άριστα κείμενα, περιεκτικά και ουσιαστικά (ο Δ.Ν. Μαρωνίτης, στο κείμενό του, ειδικά γραμμένο για την παράσταση του ΚΘΒΕ, προτείνει στον επίλογο την χρήση στην παράσταση της καβαφικής «Ναυμαχίας». Πράγματι στην έξοδο οι Νύμφες απαγγέλουν τους καβαφικούς στίχους. Ένας υπέροχος διάλογο θεωρίας και πράξης…)
Απ’ την άλλη, διαφωνώ με την επιλογή των σκηνικών του Γιώργου Πάτσα (αν θυμάμαι καλά μία παρόμοια κατασκευή σχεδίασε και για τον περσινό «Αγαμέμνονα» σε σκηνοθεσία της Ν. Κοντούρη), τα οποία ελλείπονται αισθητικής (με αποκορύφωμα τον τάφο του Δαρείου).
Οι ερμηνείες
Ο Γιάννης Φέρτης (Δαρείος) κράτησε χαμηλό υποκριτικό στάτους, ξεκάθαρα υποταγμένος στις σκηνοθετικές οδηγίες, και αυτό είναι προς τιμήν του. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος (Αγγελιαφόρος) με στέρεες σωματικές μετατοπίσεις, φωνητικές μορφοποιήσεις (με έκταση και εμβέλεια) και ένα υπέροχο υπαινικτικό υποκριτικό ύφος (σαφήνειες και υπονοούμενα, ειρωνική χροιά κ.α.) κατέθεσε μία υποδειγματική ερμηνεία.
Εύσημα αξίζουν επίσης οι «Νύμφες του πένθους» (Λαμπρινή Αγγελίδου, Μομώ Βλάχου, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου), ο Γιώργος Κολοβός (Ξέρξης), και ο χορός (Απόλλων Δρικούδης, Δημήτριος Δρόσος, Νίκος Καπέλιος, Δημήτριος Καραβιώτης, Θανάσης Κεραμίδας, Νίκος Μαραγκόπουλος, Σπύρος Σαραφιανός, Βασίλης Σπυρόπουλος, Χρίστος Στυλιανού, Νίκος Τουρνάκης, Στέλιος Τράκας, Γιάννης Χαρίσης, Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Γιώργος Ψυχογιός), οι οποίοι συνυπήρξαν σκηνικά με σπάνια διαισθητική ωριμότητα.
Η επιλογή του Άκη Σακελλαρίου για το ρόλο της Άτοσσας ήταν λανθασμένη. Όχι εξαιτίας της «μηχανική» σωματικής έκφρασης του (αγαπητή τελετουργική υπόκριση της κα. Κοντούρη) αλλά εξαιτίας των αδυναμιών της φωνής του.
Επίλογος
Φεύγοντας απ’ την Επίδαυρο σκεφτόμουν τον Αισχύλο, τον ποιητή, τον πολεμιστή του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας, τον άντρα που έχασε φίλους και συγγενείς στους περσικούς πολέμους. Ο Αισχύλος, μόλις οκτώ χρόνια μετά τη νίκη στη Σαλαμίνα έγραψε τους «Πέρσες», επιλέγοντας τη δυσκολότερη οπτική γωνία, εκείνη του εχθρού: της μάνας του Ξέρξη, των σοφών γερόντων κ.α. Προσπαθούσα να κάνω αντιστοιχίες με τη σύγχρονη ελληνική ιστορία και παράλληλα με την ήδη υπάρχουσα δραματουργία και παραδέχτηκα πως τούτο το έργο είναι η βέλτιστη επιλογή για την τωρινή εποχή της μετριοπάθειας. Μιας και ανέφερα τη μετριοπάθεια ας επισημάνω και το εξής: έλαβα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο «Τα νέα του ΚΘΒΕ», (http://ntngreece.tumblr.com/) όπου υπάρχει μία λίστα των επώνυμων θεατών, οι οποίοι τίμησαν με την παρουσία τους την παράσταση. Βεβαίως και κατανοώ ότι η εν λόγω λίστα είναι ενδεικτική και ότι σαφώς δεν μπορούν να καταγραφούν οι δεκάδες ηθοποιοί που παρευρέθησαν στην Επίδαυρο το διήμερο 15 και 16 Αυγούστου. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να πω ότι ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Νικήτας Τσακίρογλου έπρεπε να έχει συμπεριληφθεί…
(INFO:http://theatrikicritiki.