Χρίστος Κυθρεώτης.
Η καταγραφή του συνηθισμένου και του καθημερινού αποτελεί ένα από τα πιο απαιτητικά λογοτεχνικά αγωνίσματα, ιδιαίτερα αν ο συγγραφέας φιλοδοξεί να ξεπεράσει την κοινοτοπία – να τη χρησιμοποιήσει ακριβώς για να την ξεπεράσει και να φωτίσει μέσα από αυτήν τον τρόπο με τον οποίον ζούμε. Στο τέταρτο πεζογραφικό βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ (σελ. 148), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μελάνι, ο Διονύσης Μαρίνος αναμετράται με ένα τέτοιο εγχείρημα, συγκεντρώνοντας δεκαεννιά «ιστορίες δωματίου», που παρακολουθούν τις ζωές φαινομενικά «συνηθισμένων» ανθρώπων – ζωές που δεν παρουσιάζουν αποκλίσεις από τις γνωστές κοινωνικές νόρμες, μέχρι που ένα συνήθως απλό, καθημερινό συμβάν έρχεται για να τις «ξεκουρδίσει», να προκαλέσει ή να αποκαλύψει τις ρωγμές τους. Οι ρωγμές αυτές, τα κατά κάποιον τρόπο κομβικά γεγονότα στα διηγήματα του Μαρίνου, συχνά λειτουργούν απλώς ως επιταχυντές της φθοράς που έτσι κι αλλιώς θα επερχόταν, συνοψίζοντας ή δραματοποιώντας τις απογοητεύσεις, τις διαψεύσεις, την αλλοτρίωση και την απουσία πραγματικής επικοινωνίας που διέπει τις ζωές των ηρώων του.
Στο πλαίσιο αυτό, η αφήγηση στα διηγήματα της συλλογής ξεκινάει σχεδόν πάντα από ρεαλιστική βάση και ο συγγραφέας άλλοτε εμμένει σε αυτή μέχρι τέλους, δίνοντας έμφαση στην καταγραφή λεπτών αποχρώσεων στη συμπεριφορά και τις σκέψεις των ηρώων του, και άλλοτε επιλέγει να δώσει μη ρεαλιστικές προεκτάσεις, έστω κι αν συχνά αποκαλύπτεται ότι αυτή η μη ρεαλιστική διάσταση υπήρχε εξαρχής μόνο μέσα στο μυαλό των χαρακτήρων του – όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στο πρώτο διήγημα της συλλογής, «Το άρωμα», όπου η εμμονή του ήρωα με αυτό που εμφανίζεται ως η μοναδική εκνευριστική λεπτομέρεια στην καθημερινότητά του, κλιμακώνεται σταδιακά, μέχρι που στο τέλος αποκαλύπτει την κατάσταση συνολικής άρνησης της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζει. Αλλού πάλι, όπως στο «Πρόβλημα με το ταβάνι», το ζήτημα τίθεται εξαρχής σε μία βάση «παραλόγου» – πρόκειται όμως για ένα παράλογο που είναι και πάλι στενά δεμένο με την καθημερινότητα των ηρώων και επιστρέφει πάντα σε αυτήν, για να τη φωτίσει και να την εξηγήσει. Στο «Ένας ήσυχος άνθρωπος», από την άλλη, μία κοφτή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου μία γυναίκα μιλάει για τον άντρα της, προσπαθώντας να εντοπίσει τι ακριβώς δεν πάει καλά με αυτόν, το «πρόβλημα» είναι πολύ λιγότερο σαφές και προσδιορισμένο. «Έχουμε μια κανονική οικογένεια. Όταν με ρωτούν, αυτό λέω, αλλά δεν ξέρω τι σημαίνει», αναφέρει χαρακτηριστικά η αφηγήτρια. Στο διήγημα αυτό, το ζευγάρι φαίνεται να ζει «κανονικά» μέσα στη συνήθη, αδιατάρακτη ρουτίνα, όταν ξαφνικά, από τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή τους παρουσιάζει συμπτώματα διάλυσης, ενώ ακόμα και το γεγονός από το οποίο ξεκίνησαν όλα παραμένει κατά κάποιον τρόπο απροσδιόριστο – αντιστοιχώντας ίσως στον αργό, αδιόρατο τρόπο με τον οποίον συντελείται συνήθως αυτού του είδους η αποσύνθεση μέσα στα χρόνια.
Παρά τις διαφορετικές αφηγηματικές γωνίες και θερμοκρασίες που επιλέγει ο συγγραφέας σε κάθε διήγημα, υπάρχει μια κοινή ποιότητα που χαρακτηρίζει όλους τους αφηγητές, τριτοπρόσωπους ή πρωτοπρόσωπους. Και αυτή δεν είναι άλλη από την υψηλή εσωτερική ένταση με την οποία είναι φορτισμένοι όλοι, αφού ακόμα και όταν οι φωνές τους είναι σε πρώτο επίπεδο ήρεμες και συγκροτημένες, δεν παύει να αντηχεί μέσα τους η αγωνία ή ο πανικός. Οι ήρωες του Μαρίνου συχνά μοιάζουν να αναζητούν μικρές κόχες μέσα στον χρόνο, για να προστατευτούν από την αφόρητη καθημερινότητά τους – και από τις κόχες αυτές μας μιλούν, όπως, για παράδειγμα, ο Ιάσονας στο «Ψυγείο», που από τη σχετική ασφάλεια της νύχτας ανακαλεί με βουβό τρόμο όσα τον περιμένουν τη μέρα, που είναι ίδια με όσα τον περιμένουν κάθε μέρα. Γενικά, οι περισσότεροι ήρωες στα διηγήματα της συλλογής συμπεριφέρονται σαν να έχουν παραλύσει, σαν να έχουν υποστεί κάποιου είδους σοκ, ακόμα κι όταν τίποτα δραματικό δεν τους έχει συμβεί. Ή σαν να βρίσκονται σε άμυνα απέναντι σε ένα οικείο περιβάλλον που ξαφνικά μετατρέπεται σε εχθρικό, όπως συμβαίνει στο «Εδώ δεν έχει Αλάσκα», όπου οι γονείς αντιμετωπίζουν με τρόμο το ίδιο τους το παιδί, μαζί με το κενό που θα αφήσει κάποια στιγμή η απουσία του.
Μέσω της επανάληψης αυτών των μοτίβων, ο Μαρίνος καταφέρνει να αποσπάσει από τις επιμέρους ιστορίες του κάτι ευρύτερο, δημιουργώντας με επιτυχία ένα πανόραμα φοβισμένων, εξουθενωμένων ανθρώπων – ανθρώπων που μοιάζουν να γνωρίζουν λιγότερα για τους εαυτούς τους απ’ ό,τι οι εμμονές τους ή ασθένειές τους («Ο γάμος»), ανθρώπων εναλλάξιμων και αντικαταστάσιμων («Η καινούρια μαμά», «Οι επισκέπτες»), εθισμένων στον φόβο, που περισσότερο χειρονομούν παρά πράττουν. Απόλυτα ταιριαστός σε αυτό το κλίμα είναι και ο φόρος τιμής που αποτίει στον Μίλτο Σαχτούρηο συγγραφέας με το τελευταίο διήγημα της συλλογής, μια συγκινητική επιστολή προς τον εκλιπόντα ποιητή, που βρίθει αναφορών στο έργο του και αποτελεί την ιδανική «κατακλείδα» της συλλογής.
Διονύσης Μαρίνος, Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ, Μελάνι