της Γιούλης Αναστασοπούλου.
Κάθε καλοκαίρι η Κατερίνα παραθερίζει στην πανσιόν Ευεξία. Η πανσιόν βρίσκεται μερικά μίλια βορειοδυτικά της γεννέτηράς της στο Βόρειο Αιγαίο.
Όλο το χειμώνα η Κατερίνα σκέφτεται τη στιγμή που τα πέλματά της, ξυπόλυτα, θα ακουμπήσουν στα γαλάζια πλακάκια του δωματίου που βλέπει στο φάρο με τα φαγωμένα βράχια. Τα γαλάζια πλακάκια μοιάζουν με τα πλακάκια του μπάνιου της γιαγιάς στο χωριό· θα αφήσει όλο το πέλμα να ρουφήξει την παγωνιά για να αφουγκραστεί τον κρυμμένο ψίθυρο.
Η διαδικασία αυτού του εξαγνισμού έχει ξεκινήσει από νωρίς, όταν ακόμα βρίσκεται στο πλοίο για το μικρό νήσι. Στο πλοίο ψάχνει το σημείο που μπορεί να κουλουριαστεί και να γίνει τόσο μικρή ώστε να παρατηρήσει τους ανθρώπους που κινούνται μπροστά της ή που χειρονομούν δίπλα της ·ο άνδρας της έχει κιόλας κοιμηθεί και οι μικρές παίζουν προσηλωμένες στα άΐπαντ.
Περπατά έξω από την πρώτη θέση. Κάποιος άγνωστος άνδρας που την προσπερνά λουσμένος στο χρώμα της ταπετσαρίας του πλοίου, θα καταφέρει να την τραβήξει από την κρυψώνα της και εκείνη θα αναγκαστεί να τον ακολουθήσει. Τα πόδια της θα περπατήσουν χωρίς τη θελησή τους μέχρι την καμπίνα του. Θα σταθεί στην άκρη του διαδρόμου κάνοντας πως έχει χαθεί για να παρατηρήσει τον τρόπο που ο άγνωστος ξεκλειδώνει, με ποιο χέρι το κάνει, τον τρόπο που σταθεροποιεί τα πελματά του, με πόση δύναμη γυρνά το κλειδί στο θηλύκωμα. Προτιμά τους αριστερόχειρες και αυτούς που κομπιάζουν στο ξεκλείδωμα· αυτούς που ξαφνιάζονται.
Συνέβη μια φορά πριν δυο χρόνια. Τότε ακόμα δεν είχε περάσει δεκαετία ζωής. Δεν είχε πόνους τότε στα πόδια, ούτε κηλίδες στα χέρια. Δεν είχε αυτό το τρομαχτικό μούδιασμα στο μαλακό της πατούσας. Δυο χρόνια πριν βρισκόταν ξαπλωμένη στην ίδια καμπίνα ταξιδεύοντας με προορισμό το μυστικό μέρος, απλώνοντας κρέμα στο κορμί της, απαλά σε κάθε γωνία του με αργές κινήσεις, κάτω ως τα δάχτυλα του ποδιού, σαν σώμα σε προσκύνημα χαίδευε το σώμα της, με μια κάποια ιερότητα.
Ο άνδρας με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά έμοιαζε με στρατιώτη που τον κυνηγά ο χρόνος. Την είδε να τον κατασκοπεύει την ώρα που τα νευρικά δαχτυλά του άγγιζαν το χερούλι της καμπίνας του. Τα πέλματά του πατούσαν σταθερά στη γη, οι μύτες των ποδιών του σε τέλεια ευθυγράμμιση. Στάθηκε και την κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα στα μάτια. Δεν ξαφνιάστηκε αυτός.
Αυτή δεν είχε καθαρό βλέμμα. Δεν τον κοίταξε αυτή, γύρισε το πρόσωπο, όπως έκανε τότε με τον πατέρα της. Τι φόβος ήταν αυτός που γράπωνε τις πατούσες της! ως πάνω στο στέρνο σα φτερούγισμα- μήπως κάτι του φανερώσει του πατέρα της αθελά της που δεν έπρεπε, κάτι κακό.
Στα μάτια της ένα πηγάδι με πράσινο νερό · όταν κάποιος σκύψει και πιαστεί στη ροή του, το πηγάδι ουρλιάζει και εκείνος ακούει τον αντίλαλό του.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει για το πηγάδι και για το νερό παρά μόνο αυτή.
Ο στρατιώτης που τον κυνηγούσε ο χρόνος είχε το χάρισμα, έτυχε να ξέρει από πηγάδια και άγρια νερά και να ξέρει πως να τραβά το σκοινί για να ψαρέψει το νερό με το ουρλιαχτό.
Οι πλάτες του ήταν πλάτες δύτη, κάθε σημείο στο κορμί του λαξευμένο στο μάρμαρο, θολό άγαλμα στα βάθη της θάλασσας, τόσες πτυχές είχε στο σώμα του που θα μπορούσαν να χωρέσουν όλες τις επιθυμίες του καραβιού, η δικιά της μια μικρή επιθυμία.
Τον ένοιωσε βαρύθυμο και σκληρό στους ώμους όταν τον άρπαξε να δει αν είναι αληθινός. Άτλαντας της φάνηκε που έσκυψε να αφουγραστεί το δικό της μικρό παράπονο παρά το σοβαρό φορτίο του. Την πόνεσε σαν θεός και της φρόντισε την πληγή σαν θνητός που στο αίμα της φοβήθηκε το τέλος.
Άνοιξε λίγο παραπάνω το χάος ανάμεσα στα πόδια της. Το πράσινο νερό φώναξε.
Φρόντισε να μην τον ξαναδεί μέχρι να ξεμπαρκάρει το πλοίο, αλλά τον θυμάται, τον θυμούνται οι πατούσες της όταν περπατά ξυπόλυτη.
Οι άγκυρες ανεβαίνουν, ξεγλιστράνε απ΄το νερό σαν να πατινάρουν στον πάγο. Η Κατερίνα βρέχεται από τις ριπές του κύματος. Όλο το σώμα βρίσκεται σε εγρήγορση. Ένας καμαρώτος που νωρίτερα τη βοήθησε να βρει το μπάνιο ανάβει τσιγάρο δίπλα της. Τα πέλματά της στρίβουν και απομακρύνονται. Τα εμπιστεύεται, ακολουθούν την υπόσχεση να απομακρύνονται από τις κακοτοπιές που γεννούν οι επιθυμίες.
Μπαίνει στην καμπίνα της. Ο άνδρας της κοιμάται και οι μικρές βλέπουν τηλεόραση στο σαλόνι του πλοίου. Γδύνεται και αλείφει το κορμί της με κρέμα. Τα αστραφτερά της μπούτια κοχλάζουν ενώ τρίβει τα στρογγυλά βυζιά της, οι ρώγες τις δείχνουν μια κρυψώνα στο ταβάνι εκεί που κρυβόταν παιδί για να παίξει με το σώμα της -να μη τη δει ο μπαμπάς. Είναι εκείνη η στιγμή, στο μικρό πατάρι, είναι δεν είναι δεκαπέντε χρονών: Κανείς δε θα τη βάζει να περπατά στα βήματά του. Στο κατώπι του. Το υπόσχεται στις πατούσες της, σε κάθε δάχτυλο δίνει την υπόσχεση, δέκα φορές.
Με το στρατιώτη σπάει την υπόσχεση. Δυο χρόνια πριν σε αυτό το πλοίο.
Τη σπάει γιατί είναι ανοιχτή από κάτω, χαίνουσα, και διάφανη. Και εκείνη και η μάνα και η γιαγιά της η έρμη που αράδιαζε παιδιά μέχρι που της εβγαλαν όλα τα σωθικά. Έτσι γεννήθηκαν αυτές ολες, μια μια.
Οι επιθυμίες τώρα γιγαντώνονται και δεν είναι κανείς εκεί να τις κρατήσει στις χούφτες του. Τα μπούτια κοχλάζουν, μαλακώνουν οι παλάμες, οι μηροί ζυγώνουν σαν συμπληγάδες πέτρες. Οι επιθυμίες είναι κρύσταλλοι που θρυμματίζονται, αστραφτερά γυαλάκια που χώνονται βίαια στο στέρνο και βγάζουν γαλάζιες λάμψεις καθώς σκίζουν τις επιφάνειες των οργάνων. Τα όργανα φουσκώνουν αίμα και ξερνούν τους ξαφνικούς πόνους των ανθρώπων τις απογευματινές ώρες. Όλες οι επιθυμίες που δεν χύνουν σπέρμα χύνουν χολή. Η Κατερίνα το ξέρει από τη γιαγιά. Είναι μικρά φωτεινά αστεράκια που θα πρεπε να ανήκουν σε ακροθαλασσιές, όμορφες κουβέντες, αλλά χάνουν το δρόμο τους και τρυπώνουν σε ακτινογραφίες. Δυο τρία αστεράκια είχε η γιαγιά και τέσσερα κρυσταλλάκια η μάνα προτού πεθάνει, ένα αστραφτερό γαλάζιο στην ωοθήκη και ένα πρασινωπό σαν το νερό του πηγαδιού πιο πάνω στην καρδιά.
Η Κατερίνα τηρεί την υπόσχεση. Από τα δεκαπέντε της χρόνια την τηρεί με ένα διάλλειμα για να κάνει παιδιά. Τα παιδιά είναι ευτυχία. Λαμπεροί κρύσταλλοι που κρύβονται σε κομμάτια καθαρού πάγου στα ξερονήσια. Αποκόπτονται και βουτούν στη θάλασσα. Ο άνδρας της είναι θρυμματισμένος κρύσταλλος στην κοιλιά που δεν ανέβηκε ποτέ στην φλέβα της καρδιάς. Τα χέρια της κρατούν το ρυθμό νευρικά, σταγόνες ιδρώτα στη μύτη, τα δαχτυλά τον ποδιών της τεντώνονται, η καμάρα μακραίνει, πάντα μακραίνει καθώς χύνει τη χολή.
Έφτασαν πριν μερικά λεπτά στο νησί.
Η γη χλιαρή, τα καστανά της μαλλιά κατσαρώνουν, μερικά πουλιά διακόπτουν την ανατολή του ηλίου, όλοι οι πόροι του δέρματος χάσκουν, τα μηνίγγια ταμπούρλα , η διάφανη σάρκα ανάμεσα στα πόδια ρουφά αέρα, κόκκινο της αυγής και λίγο από το κρώξιμο των πουλιών.
Οι καφέ κηλίδες των χεριών παλεύουν να ξεριζωθούν. Σκέφτεται πως ξεκολλούν και γίνονται στίγματα πάνω στα πουλιά που μεταναστεύουν.
Φτάνουν στο δωμάτιο. Σε λίγες ώρες ο άνδρας της θα βγάλει τον εξοπλισμό ψαροντούφεκου από τη βαλίτσα και τα παιδιά της θα χαθούν στη θάλασσα μέχρι ο ήλιος να απλωθεί στην γραμμή του ορίζοντα. Εκείνη θα τυλιχτεί με την πετσέτα μπάνιου για να προστατέψει το λευκό δέρμα της. Φέτος για πρώτη φορά το λευκό της δέρμα φιλοξενεί καφετί κηλίδες στο πάνω μέρος των χεριών. Πριν μερικές μέρες πέρασε σε άλλη δεκαετία ζωής. Ο άνδρας της τής έκανε δώρο ένα άΐπαντ. Μαζί περίπου τριάντα χρόνια. Ως τα βαθιά γεράματα. Το ειδικό της βάρος δεν της επιτρέπει να πετάξει στη ράχη των πουλιών.
θα κλειστεί στο δωμάτιο και θα ξαπλώσει σιωπηλά δίπλα του, μην ξυπνήσει και ανακινήσει τα σπλάχνα της, μην τα μπερδέψει και τα προκαλέσει να ξεράσουν κόκκινους κρυστάλλους και λευκούς πηχτούς ογκόλιθους.
Το δωμάτιο αυτό της ανήκει. Εκείνη βρήκε το σπίτι στη θάλασσα. Θα θελε όσο τίποτα στον κόσμο να είναι μόνη της εδώ. Η έστω με τη μάνα και τη γιαγιά· με τις γυναίκες, αλλά εκείνος είναι ήδη ξαπλωμένος στο διπλό κρεββάτι.
Οι μηροί της, οι συμπληγάδες πέτρες, γυρνούν επιθετικά προς το μέρος του.
Η επιθυμία τώρα γιγαντώνεται και κανείς δεν είναι εκεί να την κρατήσει στις χούφτες του.