Του Σπύρου Κακουριώτη.
Τρεις πρόσφατες εκδόσεις αφηγούνται την ιστορία των Ναζί που κατάφεραν να αποφύγουν την τιμωρία χάρη στον Ψυχρό Πόλεμο και τη συναρπαστική δράση των μοναχικών «κυνηγών» τους.
Αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, οι νικητές και κυρίως οι τέσσερις δυνάμεις κατοχής (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, ΕΣΣΔ) βρέθηκαν μπροστά σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα: την ανασύσταση δημοκρατικών θεσμών και κρατικού μηχανισμού στην ερειπωμένη Γερμανία. Η τιμωρία των σημαντικότερων στελεχών του ναζιστικού κρατικού, κομματικού και στρατιωτικού μηχανισμού για εγκλήματα πολέμου, όπως είχε αποφασιστεί στις διασκέψεις των τριών Μεγάλων Δυνάμεων όσο ακόμη οι συγκρούσεις συνεχίζονταν, αλλά και η αποναζιστικοποίηση της γερμανικής κοινωνίας, αποτελούσαν τα βασικά εργαλεία για την επίτευξη του στόχου αυτού, που θα οδηγούσε στην επανένταξη μιας «νέας» και ακίνδυνης Γερμανίας στο διεθνές σύστημα.
Η δίκη της Νυρεμβέργης, το 1945-1946, και η εκτέλεση δι’ απαγχονισμού δέκα ανώτατων ηγετικών στελεχών του ναζιστικού κόμματος, καθώς και εκείνες που ακολούθησαν έως το 1948, ανταποκρίθηκαν, σε κάποιο βαθμό, στο αίτημα των θυμάτων για δικαιοσύνη (ενσωματώνοντας έτσι, με θεσμικό τρόπο, και τη διάθεσή τους για εκδίκηση). Σύντομα η δυναμική αυτή επιβραδύνθηκε, σκοντάφτοντας στα τείχη που είχε υψώσει ανάμεσα στους πρώην Συμμάχους ο αμερικανο-σοβιετικός ανταγωνισμός και ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά και η βουβή εχθρότητα που επεδείκνυε η γερμανική κοινωνία στις διαδικασίες περαιτέρω «αποναζιστικοποίησης».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, πολλοί πρώην Ναζί, με σημαντικό ρόλο στην «Τελική Λύση» και τη λειτουργία των στρατοπέδων εξόντωσης, μπόρεσαν να καταφύγουν με ασφάλεια σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως ο διαβόητος Άντολφ Άιχμαν, ενώ άλλοι έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στον αντικομμουνιστικό αγώνα, με έπαθλο ένα ασφαλές καταφύγιο στις ΗΠΑ.
Στη διχασμένη Ευρώπη, όπου το κάθε στρατόπεδο χρησιμοποιούσε για τα δικά του συμφέροντα τους πρώην Ναζί, άνθρωποι μετρημένοι στα δάχτυλα, επιζήσαντες των στρατοπέδων ή απόγονοί τους, συνέχισαν να επιμένουν στο στόχο της παραπομπής των ενόχων στη Δικαιοσύνη. Ήταν αυτοί που θα αποκληθούν «κυνηγοί των Ναζί», όπως οι Σιμόν Βίζενταλ, Τούβια Φρίντμαν, Σερζ και Μπεάτε Κλαρσφέλντ, αλλά και δικαστικοί λειτουργοί, όπως ο γερμανός εισαγγελέας Φριτς Μπάουερ ή ο πολωνός ανακριτής Γιαν Σεν.
Χάρη στη δράση τους, που ήταν πλησιέστερη σε εκείνη του ιστορικού και λιγότερο σε αυτή του ντετέκτιβ, η κοινωνική λήθη που απειλούσε να σκεπάσει το ευρωπαϊκό παρελθόν βρέθηκε αντιμέτωπη, στη δεκαετία του ’60, με μια νέα γενιά που, θέτοντας ερωτήματα για τις ευθύνες των γονιών της, κατέστησε σταδιακά τη μνήμη του Ολοκαυτώματος συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής κουλτούρας, δίνοντας μια ακόμη ώθηση στο αίτημα της απόδοσης δικαιοσύνης. Η εμβληματική απαγωγή και προσαγωγή του Άιχμαν σε δίκη στο Ισραήλ, καθώς και ο διάλογος που πυροδότησε η Χάννα Άρεντ με τις απόψεις της για την «κοινοτοπία του Κακού», συντέλεσαν σημαντικά σε αυτό.
Αυτήν την περιπέτεια εξιστορεί ο δημοσιογράφος του Newsweek Άντριου Ναγκόρσκι στο συναρπαστικό βιβλίο του Οι κυνηγοί των Ναζί, μια πλούσια σε στοιχεία και προσωπικές μαρτυρίες αφήγηση, που ξεκινά από τη δικαστική αίθουσα της Νυρεμβέργης για να καταλήξει στις μέρες μας, που πλέον ελάχιστοι από τους τότε εγκληματίες πολέμου επιβιώνουν ακόμη. Διεισδυτικός, ο συγγραφέας κατορθώνει να ενοφθαλμίσει σε ένα κείμενο που διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα τις κεντρικές συζητήσεις της κάθε περιόδου σχετικά με την αντιμετώπιση του σκοτεινού ευρωπαϊκού παρελθόντος, όπως, π.χ., το δίλημμα «εκδίκηση ή δικαιοσύνη» των πρώτων χρόνων, την παρέμβαση της Άρεντ ή της «γενιάς του ’68» κ.ά.
Η «κολυμβήθρα» του Ψυχρού Πολέμου
Την ίδια στιγμή που οι Σύμμαχοι επέλεγαν τις δίκες της Νυρεμβέργης ως κάθαρση της ναζιστικής «ύβρεως», η «τεχνογνωσία» την οποία ενσάρκωναν μεσαία (και όχι μόνο) στελέχη της ναζιστικής πολεμικής μηχανής αποδεικνυόταν εξαιρετικά χρήσιμη μέσα στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου.
Τον τρόπο με τον οποίο όλοι αυτοί οι «σκελετοί» βρέθηκαν στις «ντουλάπες» του «ελεύθερου κόσμου», αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησαν όσοι προσπάθησαν να τους αποκαλύψουν, περιγράφει στο συναρπαστικό του βιβλίο Οι Ναζί της διπλανής πόρτας ο ερευνητής και δημοσιογράφος Έρικ Λίχτμπαου.
Γνωστότερος όλων ο Βέρνερ φον Μπράουν, επικεφαλής του πυραυλικού προγράμματος του Χίτλερ, που πέρασε μετά τον πόλεμο στο στρατόπεδο των νικητών, χωρίς να τιμωρηθεί ποτέ –αντιθέτως, τιμήθηκε ως «πατέρας» του διαστημικού προγράμματος των ΗΠΑ. Δεκάδες επιστήμονες σαν κι αυτόν, που βαρύνονταν με απάνθρωπα πειράματα πάνω σε κρατουμένους, θεωρήθηκαν χρήσιμοι στην κούρσα των εξοπλισμών με τη Σοβιετική Ένωση και, χάρη στο πρόγραμμα «Συνδετήρας» του αμερικανικού στρατού, μπόρεσαν να εγκατασταθούν στις ΗΠΑ, «καθαρίζοντας» το παρελθόν τους.
Αν αυτό ήταν το ένα κανάλι που οδηγούσε σε ασφαλές καταφύγιο «περιζήτητους» Ναζί εγκληματίες, υπήρχε ένα ακόμη, που αφορούσε χαμηλόβαθμα στελέχη, με άμεση συμμετοχή στη γενοκτονία των εβραίων συμπατριωτών τους. Το κανάλι αυτό ήταν η CIA του Άλεν Ντάλες, που χρησιμοποίησε την «τεχνογνωσία» τους για να στήσει κατασκοπευτικά δίκτυα στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή, με στόχο τους Σοβιετικούς. Για τους περισσότερους, η τελική ανταμοιβή ήταν μια βίζα και η απόκτηση της αμερικανικής υπηκοότητας μετά τη δεκαετία του 1950. Αλλά και η διά βίου κάλυψή τους, σε αντάλλαγμα της σιωπής τους, προκειμένου να μην θιγεί η υπηρεσία. Η οποία, σε συνεργασία με το FBI, παρακολουθούσε και έθετε προσκόμματα σε όσους, συνήθως ακτιβιστές δημοσιογράφους, έχωναν τη μύτη τους σε αυτήν την υπόθεση.
Το ίδιο θα συμβεί και όταν, κατά τη δεκαετία του 1980, θα ιδρυθεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης ένα Γραφείο Ειδικών Ερευνών, που θα αναλάβει να τεκμηριώσει και να οδηγήσει σε δίκη κάποιους από τους περίπου δέκα χιλιάδες πρώην Ναζί που είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ. Η ιστορία του γραφείου, οι επιτυχίες και οι αποτυχίες του, οι πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε, καταγράφεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με τρόπο που θυμίζει δικαστικό θρίλερ.
Ο Ψυχρός Πόλεμος υπήρξε η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για εγκληματίες όπως ο «πατέρας της διαστημικής ιατρικής» Ουμπέρτους Στρούγκχολντ, που τα πειράματά του σε κρατουμένους δεν υπολείπονταν σε τίποτε του διαβόητου Μένγκελε, ή του δεξιού χεριού του Άιχμαν, Ότο φον Μπόλσβινγκ. Όμως ο παράγοντας που επέτρεψε, σε επίπεδο νοοτροπιών, την παροχή «ασύλου» στους Ναζί εγκληματίες δεν ήταν άλλος από τον αντισημιτισμό. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στην περιφρόνηση με την οποία αναφέρεται στους επιζώντες των στρατοπέδων ο «θρυλικός» στρατηγός Πάτον («τεμπέλικες ακρίδες, χωρίς καμία αίσθηση ανθρώπινης αξιοπρέπειας») για να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους η εμπειρία των επιζώντων θα παρέμενε στον χώρου του άρρητου για πολλές δεκαετίες ακόμη…
Μια ζωή σαν μυθιστόρημα…
Το ζεύγος Μπεάτε και Σερζ Κλαρσφέλντ αποτελούν δύο, ανάμεσα σε πολλούς, από τους πρωταγωνιστές της αφήγησης του Ναγκόρσκι. Διάσημοι «κυνηγοί Ναζί», που καταγράφουν στο ενεργητικό τους την ανεύρεση και παραπομπή σε δίκη του «χασάπη της Λυών» Κλάους Μπάρμπι, αλλά και του Μωρίς Παπόν, τον εντοπισμό του Αλόις Μπρούνερ στη Δαμασκό και την τεκμηρίωση των εγκλημάτων πολλών φυγάδων Ναζί και συνεργατών τους από το καθεστώς του Βισύ, καταγράφουν το «μυθιστόρημα της ζωής τους» στα Απομνημονεύματα που συνέγραψαν από κοινού.
Γιος εβραϊκής οικογένειας που σώθηκε χάρη σε μια κρυψώνα, όταν η αστυνομία του Βισύ έστειλε τον πατέρα του στο Άουσβιτς, ο 80χρονος σήμερα Σερζ Κλαρσφέλντ, κόρη Γερμανού στρατιώτη της Βέρμαχτ η Μπεάτε, υποψήφια του κόμματος της Αριστεράς Die Linke για την προεδρία της ενωμένης Γερμανίας το 2012, ακολούθησαν τον δικό τους δρόμο προκειμένου να μην επιτρέψουν στη λήθη να σκεπάσει τα ναζιστικά εγκλήματα. Ένα δρόμο που βασίστηκε στην ενδελεχή τεκμηρίωση αλλά και στον ριζοσπαστικό ακτιβισμό, έτσι όπως αναδύθηκε μέσα από τα κινήματα της δεκαετίας του ’60, που τους οδήγησε να οργανώσουν ακόμα και την (αποτυχημένη) απαγωγή ενός πρώην Ναζί προκειμένου να τον μεταφέρουν ενώπιον της γαλλικής Δικαιοσύνης.
Ακτιβισμός που οδήγησε την Μπεάτε για αρκετούς μήνες στη φυλακή, όταν το 1968 είχε διακόψει τη συνεδρίαση του δυτικογερμανικού Κοινοβουλίου καταγγέλλοντας τον τότε καγκελάριο Γκέοργκ Κίζινγκερ ως Ναζί, ενέργεια που επανέλαβε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια δημόσιας ομιλίας του, ανεβαίνοντας στο βήμα και χαστουκίζοντάς τον.
info
Andrew Nagorski
Οι κυνηγοί των Ναζί
Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β’ Παγκόσμιου πολέμου
Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
Πρόλογος: Στράτος Δορδανάς
Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2016
σελ. 576
Eric Lichtblau
Οι Ναζί της διπλανής πόρτας
Πώς η Αμερική έγινε ο ασφαλής παράδεισος των χιτλερικών
Μετάφραση: Αριάδνη Λουκάκου
Εκδόσεις Ποταμός, 2016
σελ. 440
Μπεάτε και Σερζ Κλάρσφελντ
Απομνημονεύματα
Κυνηγώντας τους Ναζί
Μετάφραση: Καρίνα Λάμψα
Εκδόσεις Καπόν, 2016
σελ. 496