της Σταυρούλας Τσούπρου (*)
«Λαϊκός αφηγητής, λοιπόν, ο Ευριπίδης; Λαϊκός ποιητής; Ναι· αλλά, βέβαια, ιδιοφυής (το ίδιο ισχύει για τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή): και γιατί εκτίμησε τόσο υψηλά τον λαϊκό μύθο (γενικά: τον σύγχρονό του λαϊκό πολιτισμό) και γιατί μπόρεσε, βασιζόμενος και αφορμώμενος από αυτόν, να τον διαπλάσει, να τον διαμορφώσει έτσι, ώστε να τον καταστήσει (μιλώ για το σύνολο του έργου του), συγχρόνως, έργο υψηλής τέχνης»
Ο συγγραφέας τού ανά χείρας τόμου, ομότιμος καθηγητής των Πανεπιστημίων Ιωαννίνων και Αθηνών, Μιχάλης Μερακλής γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1932 και σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή τού ΕΚΠΑ και της Γοτίγγης της Γερμανίας, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή. Το 1975 εξελέγη τακτικός καθηγητής Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του οποίου διετέλεσε και Πρύτανης, ενώ από το 2002 είναι πρόεδρος της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας. Το 1995 του απονεμήθηκε το βραβείο Herder από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου.
Ο Μ. Γ. Μερακλής, εκτός από τα πολυπληθή και ποικίλα μελετήματα, άρθρα και κριτικές που έχει δημοσιεύσει στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο και σε τόμους Συνεδριακών Πρακτικών, έχει συγγράψει περισσότερα από 20 λαογραφικά βιβλία, 9 βιβλία νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής ή/ και ερμηνευτικής των κειμένων, 6 βιβλία με μεταφράσεις αρχαίας ελληνικής και λατινικής λογοτεχνίας, καθώς και εκπαιδευτικά βιβλία για καθηγητές φιλολογίας. Ενδεικτικά ας αναφερθούν εδώ τα εξαιρετικά πονήματά του για τις Ωδές τού Ανδρέα Κάλβου, την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, την Αινειάδα του Βιργιλίου, την Οδύσσεια του Ομήρου, το Σατυρικόν τού Πετρώνιου. Εύκολα διαπιστώνεται, δε, από τον αναγνώστη/ την αναγνώστρια έστω και ενός από τα βιβλία του ότι το λειτούργημα του Δασκάλου, το οποίο εξακολουθεί να ασκεί και στις συναναστροφές του με φοιτητές, ως δεύτερη φύση πια, ακόμη και από τη θέση του ομότιμου, αποτέλεσε και αποτελεί το βασικό γνώρισμά του, άμεσα διακριτό στην εύληπτη όσο και ερευνητικά πρωτότυπη γραφή του.
Μια τέτοια πολύτιμη ερευνητική και παιδευτική προσφορά συνιστά και το ανά χείρας βιβλίο, στου οποίου τον «Πρόλογο» παρέχεται ένα δείγμα/ απόσταγμα της εν γένει πολιτείας τού συγγραφέα:
«Στόχος τού βιβλίου είναι να κάνει γνωστό το αρχαίο δράμα (τους τρεις ποιητές: Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη) σ’ ένα κατά το δυνατόν ευρύτερο κοινό αναγνωστών, οι οποίοι ενδιαφέρονται οπωσδήποτε και για την πνευματική τους καλλιέργεια (το κοινό αυτό δεν το απαξίωσα ποτέ). Είναι γραμμένο με τρόπο, που να διευκολύνει τον επικοινωνιακό αυτόν στόχο. Το κείμενο δεν πνίγεται σε μεγάλον αριθμό παραπομπών (χωρίς βέβαια αυτές να απουσιάζουν), η γλώσσα αποφεύγει συστηματικά (και εκ πεποιθήσεως) τη δυσνόητη ή επιτηδευμένη φρασεολογία, μια κρυμμένη δήθεν (πίσω από ασάφειες και περίτεχνο λόγο) σοφία. Παράλληλα, η προσπάθειά μου είναι να εμπλουτίσω, όσο αυτό μου είναι δυνατό, τον ερμηνευτικό σχολιασμό των κλασικών αυτών έργων με περαιτέρω παρατηρήσεις που κάποτε είναι, ας μου επιτραπεί να πω, σε ικανό βαθμό πρωτότυπες».
«Κύριος σκοπός μου υπήρξε», συνεχίζει στον «Πρόλογό» του, «να δείξω πόσα οφείλουν οι μεγάλοι αυτοί ποιητές στον σύγχρονό τους λαϊκό πολιτισμό. Πέρα από τις γνωστές, βέβαια, οφειλές (και ωφέλειες) σ’ αυτόν (και από αυτόν), πέρα από την και θρησκευτικά ακόμα τότε ζώσα μυθολογία, άντλησαν από το σύνολο σχεδόν τής καθημερινής ζωής στην Αθήνα. […] Οι δοξασίες και τα ήθη συνιστούν, ακριβώς, την καθημερινότητα, η οποία έχει τη δική της διάρκεια. Αυτό γίνεται φανερό και από την επισήμανση στην τραγωδία δοξασιών, ηθών που συναντώνται στα λαϊκά στρώματα και στους νεότερους χρόνους, χωρίς να με απασχολεί εν προκειμένω το ζήτημα της συνέχειας· πρόθεσή μου είναι μόνο, να πιστοποιηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο η λαϊκή προέλευση τέτοιων στοιχείων. Η εργασία μου κατ’ ουσίαν εκκινεί από το σημείο αυτό και πέρα, όπου παρακολουθώ την προσωπική μέθεξη και την ποιητική διαμόρφωση του υλικού που οι τρεις Τραγικοί παραλαμβάνουν. Εντόπισα, λοιπόν, αφ’ ενός τα στοιχεία, με τα οποία σύνθεσαν οι τρεις ποιητές τις τραγωδίες και τα δράματά τους και, αφ’ ετέρου, – αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον και δύσκολο, – προσπάθησα να δείξω, με τα ίδια τα πράγματα, τον τρόπο, με τον οποίο τα χρησιμοποίησαν και τα διαμόρφωσαν, ώστε να αναχθεί η ίδια η ζωή σ’ ένα άλλο, υψηλότερο επίπεδο: της ποίησης».
Περιγράφοντας την μέθοδο που ακολούθησε, ο ερευνητής διευκρινίζει ότι πρώτα δίνεται εκτενής περίληψη κάθε δράματος, «ώστε να ανακαλείται αυτό στη μνήμη τού αναγνώστη ή και να το γνωρίζει αυτός τώρα». Η περίληψη, δε, συντίθεται με τέτοιον τρόπο, ώστε ο αναγνώστης να προϊδεάζεται κάπως σχετικά με αυτό που αποτελεί το βαθύτερο ή ένα από τα σημαίνοντα νοήματα ή θέματα του κάθε έργου, το οποίο οπωσδήποτε αξίζει να αναδειχθεί δίπλα σε πολύ γνωστά και προβεβλημένα ήδη. Κατόπιν ακολουθεί, κάθε φορά, η πραγμάτευση του θέματος στο οποίο έχει εστιάσει ο συγγραφέας..
Διαπιστώνεται στα παραπάνω η γνήσια παιδαγωγική πρόθεση του εγχειρήματος (χωρίς, ωστόσο, ίχνος στεγνού διδακτισμού), καθώς είναι φανερό πως ο συγγραφέας δεν θεωρεί καμία γνώση ως δεδομένη για τον αναγνώστη του (απόδειξη της παντελούς απουσίας μίας αφ’ υψηλού και εξ άμβωνος θέασης των πραγμάτων) αλλά, ταυτόχρονα, και καμία γνώση ως ανέφικτη.
Στο Πρώτο Μέρος τού (εγκυκλοπαιδικής κοπής) τόμου, ο Μιχάλης Μερακλής συμπεριλαμβάνει από έναν ειδικά στοχευμένο ερμηνευτικό σχολιασμό για τα 32 από τα 33 συνολικά σωζόμενα έργα των τριών μεγάλων τραγικών, ακολουθώντας την μέθοδο που ο ίδιος περιγράφει, όπως είδαμε, στον Πρόλογό του. Επί παραδείγματι, στις παρατηρήσεις του για τις Ικέτιδες του Αισχύλου έχει δώσει τον υπότιτλο «Από το παραμύθι στο δράμα», καθώς εκεί στέκεται στην παλαιότερη υπόθεση του Γεώργιου Μέγα ότι ο μύθος των Δαναΐδων, στον οποίο βασίστηκαν οι Ικέτιδες του Αισχύλου, ήταν αρχικά ένα λαϊκό παραμύθι. Για την τεκμηρίωση της υπόθεσής του ο Μέγας είχε ακολουθήσει την μέθοδο προσέγγισης των «ηρωικών παραδόσεων» από τον Ulrich von Wilamowitz, σύμφωνα με τον οποίο συχνά μια τέτοια παράδοση ξεκινά από ένα παραμύθι ή μια νουβέλα· αυτόν τον τελευταίο όρο χρησιμοποιούν οι παραμυθιολόγοι για το είδος εκείνο της ρεαλιστικής αφήγησης που δεν περιέχει μαγικά – μυθικά στοιχεία, χωρίς, ωστόσο, να έχει και κανένα απολύτως ιστορικό περιεχόμενο. Ο Μερακλής καταλήγει ότι ο Αισχύλος, αντλώντας από την παραμυθιακή ύλη του λαού του, ταυτόχρονα, την περιενδύει και με το σοβαρό για την εποχή θέμα τής αναγκαστικής πλέον εξωγαμικής και όχι μόνον ενδογαμικής συγκρότησης της οικογένειας. Στην περίπτωση της Αντιγόνης τού Σοφοκλή, αφού επισημάνει την έξοχη ηθική μορφή τής ηρωίδας, ο μελετητής στέκεται στο άλλο μείζον θέμα, δηλαδή, σε εκείνο τού «τυφλού όπτη», του τυφλού Τειρεσία, βασιζόμενος τόσο στην αντίληψη (βασισμένη, με την σειρά της, πιθανότατα στην λαϊκή βιοθεωρία) του Ηράκλειτου για το ηθικό νόημα της βαρβαρότητας, που αφορά στα πνεύματα τα οποία «δεν έχουν ασκηθεί στο να επεξεργάζονται λογικά και να αξιολογούν το υλικό των αισθήσεων», οπότε αυτές τούς είναι άχρηστες, όσο και στην λαϊκή (αρχαϊκή) εκδοχή που «έδινε στην αναπηρία (η τυφλότητα είναι αναπηρία) μιαν ιδιάζουσα, και πάντως όχι αρνητική θέση στην αξιολόγηση της ύπαρξης» – σε αυτό το σημείο ο συγγραφέας ανατρέχει και στα Μυθολογικά τού Claude Lévi–Strauss. Ως προς τις Τρωάδες τού Ευριπίδη, ο Μιχάλης Μερακλής, αφού σημειώσει ότι ο Ευριπίδης, ο κατ’ εξοχήν αντιπολεμικός τραγικός, «έκανε την Τροία γενικότερο σύμβολο μιας εις το διηνεκές επαναλαμβανόμενης στην Ιστορία αδικίας» (ας θυμηθούμε, αφ’ ενός, ότι το έργο διδάχθηκε λίγο πριν από την εκστρατεία των Αθηναίων στην Σικελία το 415 π.Χ. και, αφ’ ετέρου, ότι είχαν προηγηθεί οι φρικαλεότητες των Αθηναίων στην Μήλο το 416 π.Χ.), εστιάζει στο θέμα τού do ut des, δηλαδή, στην λαϊκή αντίληψη για την ανταποδοτικότητα στις σχέσεις του Θείου/ των θεών με τους θνητούς, θέμα το οποίο, πριν προσελκύσει την προσοχή τής θεολογικής σκέψης τού Ευριπίδη, είχε ήδη διαφανεί και στις προαναφερθείσες και εδώ Ικέτιδες του Αισχύλου. Ο μελετητής παρατηρεί ότι το ίδιο φαινόμενο μνημονεύεται στην Λαογραφία νηφαλιότερα, αλλά, ταυτόχρονα, τονίζει την εκείθεν πηγή όπως και την διαχρονική ισχύ του (παραπέμποντας στον Γεώργιο Μέγα): «Ο άνθρωπος του λαού δεν εννοεί τίποτε από την πνευματική εκείνη σχέση που πρέπει, σύμφωνα με το πνεύμα τής χριστιανικής πίστης, να έχει ο αληθινός χριστιανός με τον Θεό και τους Αγίους. Για τον λαϊκό άνθρωπο τη σχέση αυτή διέπει απλώς η αρχή do ut des [σου δίνω για να μου δώσεις], που είναι η βάση κάθε λαϊκής λατρείας».
Στο Δεύτερο Μέρος τού τόμου λημματογραφούνται μία σειρά από περισσότερο ή λιγότερο «περιφερειακά θέματα», από τα οποία αναφέρονται εδώ ενδεικτικά τα: ανιμισμός (παμψυχισμός), αυτοματισμός, δάκρυα (ένα λήμμα – κατάθεση βιωματικής και ερευνητικής ευαισθησίας), εγκλεισμός, καταστερισμός, «μαλθουσιανισμός», Μπρεχτ–αποστασιοποίηση, Ουρία επιστολή, σκεπτικισμός, χρόνος. Στο λήμμα «γυναίκα» ο μελετητής επισημαίνει ότι δια στόματος της λαϊκής τροφού στην Μήδεια ο Ευριπίδης εγκαινιάζει μια νέα ποίηση που θα ενδιαφερόταν και για τα αδικούμενα πλάσματα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται οι γυναίκες. Ο τόμος ολοκληρώνεται με την καταγραφή τής εκτενούς, ελληνικής και ξένης, Βιβλιογραφίας και δικαιώνει, βέβαια, απολύτως την προλογική δήλωση του συγγραφέα του, ότι πρόκειται για μια διαφορετική ματιά πάνω στο αρχαίο δράμα, «όχι αποκλειστικά φιλολογική, αλλά συγκερασμένη με τη λαογραφική και εθνολογική παρατήρηση», γεγονός που μαρτυρεί αναντίρρητα για την πολύπτυχη όσο και γερά θεμελιωμένη επιστημονική σκευή και την κόποις κερδισμένη ανθρώπινη πείρα τού Μιχάλη Μερακλή. Χάρη σε αυτήν την έρευνα, μάλιστα, εμπλουτίζεται, απροσδόκητα ίσως, η ρήση τού Γιώργου Σεφέρη: «Τους αρχαίους, αν θέλουμε πραγματικά να τους καταλάβουμε, θα πρέπει πάντα να ερευνούμε την ψυχή τού λαού μας».
(*) Η Σταυρούλα Γ. Τσούπρου Καθηγήτρια είναι Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
info:
Μ. Γ. Μερακλής, Τραγωδία και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα, Εκδοτικός οίκος Κ. & Μ. Αντ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη, 2017