Οι ιστορίες της Μαίρης Σταθοπούλου

0
1573

 

 Της Γιούλης Αναστασοπούλου.

Στις 15 ιστορίες της Μαίρης Σταθοπούλου περιηγήθηκα στον κόσμο μορφών εύκαμπτων σαν πλαστελίνες που αποσυντίθενται, ενώ ο γύρω κόσμος τους μοιάζει μικρός για να τους χωρέσει και αυτοί ξεχύνονται από παντού προσπαθώντας να βρουν σημείο να στήσουν την ύπαρξή τους. Μου θύμισαν ταινίες του σπουδαίου Γιαν Σβανκμάγιερ. Αν η Σταθοπούλου στις  Προϊστορίες μάς μιλάει για τη διαδικασία της συγγραφής, τότε πράγματι αυτοί οι ήρωες από πηλό φαίνεται να μπορούν να περιγράψουν την αγωνιώδη προσπάθεια του δημιουργού να δώσει στα δημιουργήματά του ολοκληρωμένη μορφή και σκοπό. Αλλά το έργο της πρωτοεμφανιζόμενης Μαίρης Σταθοπούλου δεν θέτει αυτό το ερώτημα με αυτιστικό τρόποˑ προχωρά πέρα αυτό, από το κυνήγι κάποιας απάντησης, προσφέροντας στον αναγνώστη την καταβύθιση σε ιστορίες που χωρούν στην ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική, μια διαδραστική αφηγηματική πραγματικότητα.

 

  1. «Κάθε αρχή και δύσκολη»: Έχω την αίσθηση ότι μιλάτε για τη διαδικασία της συγγραφής σε ένα εξαιρετικό διήγημα που αναμετριέται με τον εαυτό του. Εσείς πώς ξεκινάτε να γράφετε;

Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι μπορώ τώρα να το περιγράψω αυτό καλά, αλλά θα προσπαθήσω. Υπάρχει μία «ρουτίνα» μεν, όχι τόσο μηχανική και μονότονη δε: σε καθημερινή σχεδόν βάση, κρατάω πολλές σημειώσειςˑ άλλες πρόχειρες, άλλες κάπως επιμελημένεςˑ άλλες αυθόρμητες, σχεδόν ακούσιες, κι άλλες τελείως εσκεμμένες και πειραματικές, ας πούμεˑ άλλες ξεκάρφωτες κι άλλες σε μια σχετική μεταξύ τους συνάφεια. Είναι ο δικός μου τρόπος να καταλαβαίνω τι μου γίνεται και να τακτοποιώ, κατά κάποιον τρόπο, το χάος. Η ειρωνεία είναι πως, όταν αυτές οι σημειώσεις συσσωρεύονται, διαπιστώνω πως «την πάτησα» κι αυτό που νόμιζα για τακτοποίηση δεν ήταν παρά νερό στον μύλο τού χάους, που ζητάει τώρα μια εκ νέου διευθέτηση. Με τις καθημερινές δηλαδή σημειώσεις, σκάβω τον λάκκο μου, προσπαθώντας μετά κει μέσα να ρίξω τα θεμέλια μιας αφήγησης με ειρμό, που θα βοηθάει τα αποσπάσματα να σχηματίσουν πιο καθαρά την εικόνα που υπαινίσσονταν. Περιέργως, απ’ αυτή τη φάση και μετά αισθάνομαι ότι «ξεκινάω να γράφω», όταν δηλαδή σταματάω να γράφω –κυριολεκτικά μιλώντας– κι αρχίζω να πληκτρολογώ, διότι οι σημειώσεις είναι πάντα χειρόγραφες, αλλά όλη η –μακρά και επίπονη αλλά συναρπαστική– διαδικασία αποκωδικοποίησης και οργάνωσής τους γίνεται αποκλειστικά και μόνο στον υπολογιστή. Τι να σας πω; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου!

 

  1. Οι ήρωες, λέτε, φτιάχνονται με κρύο και σκοτάδι, με παραπατήματα και ξυπόλητα βήματα. Μερικοί αποσυναρμολογούνται, προσθέτω, για να βρουν κομμάτια του εαυτού τους πιο κάτω. Πώς γίνεται μετά η σύνθεση;

Προσωπικά, ομολογώ πως δεν μπορώ να διακρίνω τόσο καθαρά τα στάδια αποσυναρμολόγησης και σύνθεσης που λέτε. Δυσκολεύομαι να το δω αυτό στα ψυχικά γεγονότα και στις περιπέτειες της συνείδησης, διότι βρίσκω πως έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα της ροής παρά το σχήμα δόμηση-αποδόμηση-αναδόμηση. Ένα ποτάμι που τρέχει δεν βρίσκει κομμάτια του εαυτού του παρακάτω. Ο παρατηρητής που κινείται στις όχθες βρίσκει «κομμάτια» του ποταμού παρακάτω.

  1. Το ερωτικό στοιχείο είναι σκοτεινό, βίαιο, αιμομικτικό, παμφάγο, ακρωτηριασμένο. Tι ρόλο παίζει η Προϊστορία στο παρόν;

Πάμε να αντιστρέψουμε λίγο τούς όρους της περιγραφής σας, για να δούμε τι θα βγει: «Το ερωτικό στοιχείο είναι φωτεινό, πράο, εξωφροϋδικό (sic), λιτοδίαιτο, αρτιμελές». Εδώ δεν έχουμε ερωτικό στοιχείο, τον Γιάννη Πάριο αυτοπροσώπως έχουμε! Πέρα από την πλάκα, ωραιότατο ακούγεται όλο αυτό, αλλά δυστυχώς δεν έχω τόση φαντασία, ώστε να το προσεγγίσω, κι έτσι περιορίζομαι σ’ αυτά που τόσα χρόνια έχω δει, ακούσει, διαβάσει, ζήσει, και που όλα ανεξαιρέτως περιγράφονται από το πιο αιχμηρό σετ προσδιορισμών τού ερωτικού στοιχείου –και όχι μόνοˑ της ανθρώπινης εν γένει επιθυμίας, θα έλεγα. Τίποτε που να σχετίζεται με την ανθρώπινη επιθυμία δεν είναι προφανές και κάθε προσπάθεια να μπούμε λίγο πιο μέσα σ’ αυτό το μυστήριο «δωμάτιο» των ονείρων, της φαντασίας, των φαντασιώσεων, των προσδοκιών, των βλέψεων, των πόθων, της λαχτάρας, μας φέρνει πιο κοντά όχι βεβαίως σε μια καλοκουρδισμένη ορχήστρα, αλλά σ’ έναν πυρηνικό αντιδραστήρα, με την υψηλή του ενέργεια, τις μικρές διαρροές του και, βεβαίως, τις εκρήξεις του. Γεμάτη είναι και η μικρή και η μεγάλη Ιστορία από τέτοιου είδους διαρροές και εκρήξεις. Έχω την εντύπωση πως αν ο κόσμος πάει κατά διαόλου δεν είναι επειδή δεν έχει προχωρήσει η σκέψη του, αλλά επειδή δεν έχει εξελίξει στο ελάχιστο τον τρόπο της επιθυμίας του. Δεινόσαυροι με γκατζετάκια είμαστε.

 

  1. Έχουν περάσει οι εποχές που βγαίνουν αληθινοί οι χρησμοί;

Όσο υπάρχουν Οιδίποδες, θα υπάρχουν και χρησμοί που επαληθεύονται –δυστυχώς για τους Οιδίποδεςˑ και για τους χρησμούς, μη σας πω! Εύχομαι τουλάχιστον να μην ξεμείνουμε από Σοφοκλείς.

 

  1. Πότε νικάνε οι ήρωές σας τον θάνατο;

Ήρωες είναι, όχι θεοί. Δεν τον νικούν τον θάνατο. Πεθαίνουν. Απλώς, πριν να πεθάνουν καταφάσκουν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στην ομιλία. Από τον πιο «ακατέργαστο» και ετεροκαθοριζόμενο χαρακτήρα της πρώτης ιστορίας, που αναγκάζεται να μιλήσει επειδή δεν υπάρχει τίποτε για να ακούσει, κι αυτή η παρθενική του ομιλία-αφήγηση ταυτίζεται με τον αυτοπροσδιορισμό του, μεσολαβούν χαρακτήρες που παίρνουν όλο και πιο συνειδητά πάνω τους την ευθύνη τής άρθρωσης, ακόμα κι εκεί που ο Λόγος δείχνει απών, έχοντας αφήσει όλο το πεδίο ελεύθερο στη βουβαμάρα –όχι στη σιωπήˑ στη βουβαμάρα. Κι αν στην αρχή η ομιλία τους μοιάζει με ένα σχεδόν αταβιστικό απομεινάρι, προοδευτικά γίνεται επιβιωτικό στρατήγημα –στην περίπτωση, ας πούμε, μιας ολόκληρης κοινότητας που εμπιστεύεται τη διαιώνισή της στην οργάνωση και τη διαρκή ανανέωση ενός κοινού μύθουˑ γίνεται αυταξία για κάποιον ήρωα, ο οποίος εννοεί να συνεχίζει την αφήγηση ενός παραμυθιού πλάι στον νεκρό πατέρα του που δεν μπορεί πλέον να τον ακούσειˑ γίνεται χώρα στη θέση μιας χώρας που πια δεν υπάρχει, μέχρι που στο τέλος, απολύτως ρητά και συνειδητά, αναγνωρίζεται στην ομιλία όχι μια τεχνική λειτουργία, όχι μια δεξιότητα τους είδους μας, αλλά ένα καθαγιασμένο πεπρωμένο για τον άνθρωπο. Οι ήρωες των «Προϊστοριών», μέσα σε συνθήκες κυριολεκτικής και μεταφορικής πείνας, με τις ταπεινές τους δεξιότητες, τα τσαλαφά τους ονόματα, το σώμα τους που δεν παύει να επινοεί τρόπους πρόσληψης του κόσμου (είναι φορές που ψαύουν με τα μάτια τους και βλέπουν με τα δάχτυλα), ένα πράγμα δείχνουν τελικά να υποστηρίζουν, σ’ αυτό καταφεύγουν κι αυτό προτείνουν: Δεν έχουμε τίποτε άλλο παρά μόνο τη φωνή μας. Δεν είναι ο θάνατος η συντριβή. Η βουβαμάρα είναι.

 

  1. Τα διηγήματά σας θα έλεγα ότι μπορεί κανείς να τα δει και ως πεζοποιήματα. Η σχέση του έργου σας με την ποίηση ή άλλες μορφές Τέχνης;

Δεν νομίζω ότι μπορώ να πω εγώ για τη σχέση του έργου μου με άλλες μορφές τέχνης. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι οι μεγάλες μου αγάπες είναι οτιδήποτε φτιάχνεται με γράμματα και νότες. Μουσική δεν γνωρίζω βέβαια, αλλά τις περισσότερες φορές την ακούω με τον τρόπο που διαβάζω ένα βιβλίο: δεν κάνω τίποτ’ άλλο και την ακούω πολύ προσεκτικά. Και βέβαια (τι πρωτότυπο!) πολύ συχνά κρατάω σημειώσεις από τα μουσικά ακούσματα (απλούς συνειρμούς, τι άλλο θα μπορούσα;), ακριβώς όπως κρατάω σημειώσεις, άλλου τύπου, από τα διαβάσματά μου. Όταν γράφω, δεν διαβάζω λογοτεχνία. Μπερδεύομαι. Απολαμβάνω όμως, μερικές φορές εξίσου, τα θεωρητικά κείμενα. Ένα φεγγάρι είχα κολλήσει με βιβλία εκλαϊκευμένης επιστήμης. Θυμάμαι με απεριόριστη ευγνωμοσύνη το «Η ζωή σ’ επίπεδο μορίων» του Αλέξανδρου Σταυρόπουλου. Υπέροχο ταξίδι ήταν αυτό! Με ευχαριστεί πολύ να γράφω στίχους και το κάνω αυτό πολλά χρόνια τώρα. Η πλάκα είναι ότι κι εκεί κατά βάση ιστοριούλες αφηγούμαι κι όσοι διαβάζουν τους στίχους τούς βρίσκουν έμμετρα διηγήματα, τώρα τα διηγήματα εσείς τα λέτε πεζοποιήματα, και κάπως έτσι όλα μπερδεύονται γλυκά. Πάντως, η θητεία μου στον στίχο και η λατρεία μου για τη μουσική με κάνουν πολύ συνειδητά να επιδιώκω τη μουσικότητα των κειμένων μου. Δεν έχω ιδέα τι καταφέρνω τελικά. Αυτό που ξέρω είναι πως διεσπαρμένοι δεκαπεντασύλλαβοι ή επαναλήψεις λέξεων δεν αποσκοπούν στην έμφαση, ας πούμε, αλλά καθαρά σ’ αυτό που αντιλαμβάνομαι ως μουσικότητα. Δεν πρόκειται για τερτίπι ή ακκισμό ή εξωτερικό ποίκιλμα. Είναι βαθιά μου ανάγκη αυτό το πράγμα. Πώς να σας το εξηγήσω; Μες στο κεφάλι μου έχω μουσική και κάθε φορά που γράφω, μάλλον ψάχνω λέξεις γι’ αυτή τη μουσική, παρά μουσική για τις λέξεις. Κι αν κάπου η μουσικότητα λειτουργεί σε βάρος του νοήματος, θα πάρω το μέρος της μουσικής και όχι του νοήματος. Τώρα βέβαια αναλογίζομαι ότι εστιάζω στον λόγο και τη μουσική, ενώ τις Προϊστορίες «αγκαλιά» με τον Ταρκόφσκι τις έγραψα. Το όνομα μάλιστα ενός εκ των ηρώων τους, του τραυλού Ιγκνάτ, είναι το ίδιο με το όνομα που είχε ο γιος του αφηγητή στον «Καθρέφτη», την ταινία που ξεκινά μ’ ένα επίσης τραυλό παιδί που προσπαθεί να μιλήσει. Νά κι ο κινηματογράφος λοιπόν. Τι να λέμε τώρα; Αν σε ενδιαφέρει ο κόσμος αλλά και η εμπλοκή η δική σου μέσα σ’ αυτόν, δεν νομίζω ότι υπάρχει και τίποτα που να σ’ αφήνει αδιάφορο.

 

  1. Σώζεται η αξιοπρέπεια με φαντασία;

Κάτι τέτοιο λέει η ηρωίδα στο τελευταίο διήγημα των «Προϊστοριών» και θέλω να πιστεύω ότι τα συμφραζόμενα και δικαιολογούν και δικαιώνουν τη θέση της. Αλλά μέχρι εκεί. Όταν ένας άνθρωπος πεινάει, δεν είναι αξιοπρέπεια να τον φαντάζεσαι χορτάτο, ξεφτίλα είναι. Μην τα μπερδεύουμε. Αξιοπρέπεια είναι να του δώσεις να φάειˑ όταν πνίγεται, να τον βοηθήσεις να σωθείˑ όταν το παιδάκι του έρχεται στο σχολείο, να το υποδεχτείς με ανοιχτή αγκαλιάˑ κι αυτόν που κλείνει το σχολείο, λες κι είναι τσιφλίκι του, να κάνεις ό,τι μπορείς για να βρεθεί κι ο ίδιος και, κυρίως, ό,τι εκπροσωπεί, στο περιθώριο. Στο διήγημα μιλούσα για τη φαντασία που έχει πιο πολύ οντολογικό περιεχόμενο, τουτέστιν την άρνηση τού υποκειμένου να συμμορφωθεί στις διαλυτικές δυνάμεις της ύπαρξης, επιστρατεύοντας πρακτικές που η τετράγωνη λογική δεν τις καταδέχεται. Αυτά που ζούμε, όμως, κάθε μέρα θέλουν μόχθο, θέλουν πείσμα, θέλουν μελέτη. Έχεις απέναντί σου τον παραλογισμό, τον εκφασισμό, τον πλήρως ανανεωμένο συντηρητισμό, τον επικοινωνιακό σουσουδισμό, την τραχύτητα, τη χυδαιότητα. Ποια φαντασία, τώρα, να σώσει ποια αξιοπρέπεια; Άλλου είδους αρετές χρειάζεται να ενεργοποιηθούν, αλλά δυστυχώς δεν τις βλέπω και τόσο πρόθυμες…

 

  1. Πείτε κάτι για το κείμενο που δεν σας ρώτησα και θα θέλατε να αναφέρετε.

Δεν θα μπορούσατε να με ρωτήσετε για το κείμενο που θα ήθελα να αναφέρω, γιατί απλούστατα τελευταία στιγμή δεν το συμπεριέλαβα τελικά στη συλλογή. Είναι ένα από τα πρώτα που γράφτηκαν και στην ουσία επρόκειτο για μια ιδιότυπη συνομιλία με τον «Θάνατο στη Βενετία» του Μαν. Εξάλλου, και ο ήρωας της ιστορίας λεγόταν Άσεν Μπαχ, δείχνοντας ευθέως την καταγωγική του περιοχή. Ξέρετε, μου συμβαίνει πάρα πολύ συχνά να γράφω κάτι που μου φαίνεται αξιόλογο, και την αμέσως επόμενη μέρα να μην μπορώ να βρω τίποτα (μα τίποτα!) που να δικαιολογεί τη μόλις χθεσινή μου πεποίθηση. Όμως, δεν έγινε έτσι με τον Μπαχ. Μου άρεσε για πολύ καιρό, είχε βρει σταθερά τη θέση του στη συλλογή, θα ήταν η ένατη ιστορία, εκεί δηλαδή που τώρα είναι ο «Λούπιγκ». Τώρα, τι συνέβη στον Μπαχ ή σε μένα κι αρχίσαμε να ψυχραινόμαστε, μέχρι που εγώ τουλάχιστον δεν τον άντεχα καθόλου, ειλικρινά δεν το γνωρίζω. Έκανα κάτι κινήσεις καλής θέλησης με μικροαλλαγές και τέτοια, αλλά μάταιος κόπος. Στο τέλος το διαλύσαμε, χωρίς να έχω μάθει ως τώρα τούς αληθινούς λόγους της ρήξης. Τα λέω αυτά γιατί, αρκετά παλιότερα είν’ η αλήθεια, πίστευα ότι με τη λογοτεχνία θα εξιχνιάσω μυστικά, θα λύσω αινίγματα, θα καλύψω χάσματα –και πρώτα απ’ όλα τα δικά μου. Ε, δεν μου συμβαίνει, απεναντίας, κι αυτό κάποτε με διαόλιζε. Τώρα μπορώ να πω ότι σχεδόν με ευχαριστεί. Πολύ χαίρομαι που δεν ξέρω πώς θα διαβάσω αύριο αυτό που γράφω σήμερα. Τον Μπαχ τελικά τον συμπάθησα και τον εκτίμησα που προτίμησε την εσωστρέφειά του από το να βολτάρει τώρα στην αγορά με τους άλλους ήρωες. Έμεινε στο σπίτι να μου υπενθυμίζει ότι η λογοτεχνία είναι μαγεία και αίνιγμα –πρωτίστως γι’ αυτόν που καταπιάνεται μαζί της.

 

  1. Ποιον δημιουργό θα προτείνατε στις συστατικές επιστολές;

Τον Νίκο Αδάμ Βουδούρη. Επειδή «Ο βυθός είναι δίπλα». Κι ο «Καϊάφας» επίσης. Κι επειδή γελάω όταν μού γράφει στο inbox: «Ψιτ… Τι κάνεις;» Άκου «ψιτ»!

 

info: Μαίρη Σταθοπούλου, Προϊστορίες, Εκδόσεις Μωβ Σκίουρος

Σύντομο βιογραφικό

Η Μ.Σ. γεννήθηκε στην Κυπαρισσία το 1968. Ασχολείται με τη συγγραφή πεζού και έμμετρου λόγου. Οι «Προϊστορίες» είναι το πρώτο της βιβλίο.

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΊαν Ράνκιν, Ακόμη και τα άγρια σκυλιά (του Γρηγόρη Αζαριάδη)
Επόμενο άρθροDocumenta 14, Τι θα μάθουμε από την Αθήνα; (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ