της Δήμητρας Ρουμπούλα
Το υποβλητικό, σχεδόν επικό, μυθιστόρημα της Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια «Το πράσινο αντίσκηνο» εκτείνεται σε μια περίοδο σαράντα τριών χρόνων ανάμεσα στους σημαδιακούς θανάτους δύο Ιωσήφ: Στάλιν (1953, Μόσχα) και Μπρόντσκι (1996, Νέα Υόρκη). Η συγγραφέας με τολστοϊκη φιλοδοξία επιχειρεί να συλλάβει το πνεύμα μιας ολόκληρης, πολύ πυκνής πράγματι εποχής με τεράστιες αντιφάσεις. Πραγματοποιεί μια πανοραμική έρευνα για τη ζωή μετά τον κομμουνιστή ηγέτη και τις προοπτικές ατομικής ακεραιότητας των πολιτών σε μια κοινωνία που ορίζεται, από τη μια, από τον επίσημο σοβιετικό τρόπο ζωής και, από την άλλη, από τον ασφυκτικό έλεγχο της KGB και των εποπτικών αρχών. Μια κοινωνία που γεννά διαφωνούντες και αντιφρονούντες, στρέφεται στα σαμιζντάτ, επιδιώκει μια ολοένα και μεγαλύτερη επαφή με το εξωτερικό κι όταν τα καταφέρνει μεταναστεύει.
Η πεζογραφία της 76χρονης σήμερα Λουντμίλα Ουλίτσκαγια μοιάζει σαν ομολογία και στον πυρήνα της είναι ρεαλιστική και απόλυτη. Οι τύποι των χαρακτήρων της είναι γνωστοί σε εκείνους που μεγάλωσαν στη Σοβιετική Ένωση μεταξύ της δεκαετίας του ΄40 και του ΄80, όπως και η ίδια, γεννημένη το 1943: άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν, να αγαπήσουν, έχουν ανησυχίες, προσπαθούν να βελτιώσουν τις μοίρες τους κάτω από ένα καθεστώς, με το οποίο δεν διαφωνούν απαραίτητα ιδεολογικά μαζί του, αλλά το δόγμα, η λογοκρισία και η γραφειοκρατία του, η στρεβλή εφαρμογή των οραμάτων, αλλοιώνει τη ζωή τους.
Οι ήρωες των ιστοριών της σε όλα της σχεδόν τα βιβλία είναι ζευγάρια συνήθως δυσαρεστημένα στους γάμους τους που δεν έχουν πού να πάνε όταν χωρίσουν, επιστήμονες σταδιοδρομίας που υποβιβάζονται σε καθημερινές εργασίες, γυναίκες και άνδρες που προσπαθούν να παντρευτούν αλλοδαπούς, Εβραίοι που θέλουν να μεταναστεύσουν, συγγενείς που προδίδουν συγγενείς, γόνοι τιμωρημένων σε στρατόπεδα εργασίας ή φυλακές.
Το «Πράσινο αντίσκηνο», που γράφτηκε το 2010 και μεταφρασμένο από την Σταυρούλα Αργυροπούλου κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», είναι το εκτενέστερο μέχρι τώρα βιβλίο της Ουλίτσκαγια (στην ελληνική έκδοση 630 σελίδες και με το επίμετρο και τις ερμηνευτικές σημειώσεις της μεταφράστριας φτάνει τις 720). Με ένα σχετικά συμβατικό αφηγηματικό ύφος, η συγγραφέας παρουσιάζει ένα συνονθύλευμα περιστατικών, ένα τεράστιο δίκτυο παραπομπών, ένα διαρκές πήγαινε έλα στο χρόνο και στις ζωές των ηρώων της, οι βιβλιογραφικές λεπτομέρειες των οποίων ανακαλύπτονται καθ΄όλη τη διάρκεια του βιβλίου και συχνά χάνονται μέσα στην αφήγηση. Επανέρχεται σε επιμέρους ιστορίες, επισημαίνοντας τα κοινωνικά πρότυπα καθώς περιγράφει μεμονωμένες τροχιές ανθρώπων. Με αυτή την τεχνική, ίσως υπονοεί ότι η ζωή στη χώρα μοιάζει τόσο περίπλοκη και διασπασμένη που είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σε γραμμική μορφή. Κάνει άλμα πίσω στους Δεκεμβριστές, σε μια παράλληλη ιστορία διαφωνίας, και ρίχνει μια κρυφή ματιά στη σύγχρονη εποχή: ένας νεαρός Δεκεμβριστής που διαφωνεί με την οργάνωση, αν και τότε «δεν ήταν της μόδας τα καρφώματα», συγκρίνεται με μια ανάκριση της KGB.
Οι αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες περιστρέφονται γύρω από τρία αγόρια, φίλοι στο σχολείο, άνδρες στη συνέχεια. Το μυθιστόρημα ανοίγει με τις διαφορετικές αντιδράσεις των οικογενειών τους όταν μεταδίδεται το κυβερνητικό ανακοινωθέν για τον θάνατο του Στάλιν, 1η Μαρτίου 1953. Η μητέρα της Όλγας, Ταμάρα, τρανταχτό κομματικό στέλεχος στον χώρο των συγγραφέων, η οποία είχε κάποτε απαρνηθεί τον ιερέα πατέρα της λέγοντας ότι ο Λένιν είναι ο πατέρας της και το κόμμα η μάνα της, ξύπνησε έντρομη τον στρατιωτικό σύζυγό της με το δραματικό ερώτημα: «Και τώρα τι θα γίνει; Τι θα γίνει τώρα μ΄ όλους εμάς;», για να εισπράξει την απάντηση: «Τι ξεφωνίζεις; Χειρότερα δεν θα ‘ ναι!»
Χείμαρροι χιλιάδων ανθρώπων ξεχύθηκαν στους δρόμους της Μόσχας. Τουλάχιστον χίλια πεντακόσια άτομα ποδοπατήθηκαν, την ημέρα της κηδείας, ανάμεσά τους κι ένας συμμαθητής των τριών αγοριών. Θάφτηκαν αθόρυβα. Εκείνες τις φοβερές μέρες πέθανε ένας ακόμα άνθρωπος, διακριτικά, στο σπίτι του. Ήταν ο κορυφαίος συνθέτης Σεργκέι Προκόφιεφ. Με αυτόν τον θάνατο όμως κανείς δεν ασχολήθηκε. Οι μόνες φωτογραφίες που δημοσιεύτηκαν ήταν οι επίσημες με το φέρετρο του ηγέτη στην περίφημη Αίθουσα των Κιόνων. Είχαν τραβηχτεί όμως και δύο ακόμη από τον Ιλιά.
Ο Ιλιά είναι ένας από τους τρεις φίλους στην ίδια τάξη του μοσχοβίτικου σχολείου της δεκαετίας του ΄50: Ο Μίχα, ποιητής και λάτρης της λογοτεχνίας, ευαίσθητος και τίμιος, ορφανός και από τους δύο γονείς που χάθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με εβραϊκές ρίζες, δάσκαλος που απολύθηκε από τη δουλειά του όταν πιάστηκε με ένα κείμενο συλληφθέντα συγγραφέα. Ο Σάνια, προικισμένος μουσικός που εξαιτίας ενός ατυχήματος στο χέρι εγκαταλείπει το πιάνο και στρέφεται στη θεωρία της μουσικής, εσωστρεφής διανοούμενος, με καταπιεσμένη ομοφυλοφιλία, από οικογένεια με μακρά πνευματική και πολιτική παράδοση που φτάνει ως τους Δεκεμβριστές. Και ο ψηλός, ριψοκίνδυνος και ικανός για πολλά Ιλιά, φωτογράφος, που δημιουργεί πορτρέτα αντιφρονούντων, διακινεί σαμιζντάτ (πολυγραφημένα κείμενα που κυκλοφορούσαν παράνομα από χέρι σε χέρι) και φροντίζει με ένα δίκτυο ανθρώπων την κρυφή έκδοση λογοτεχνικών χειρογράφων και την έξοδό τους στη Δύση.
«Η λογοτεχνία είναι το μόνο πράγμα που επιτρέπει στον άνθρωπο να επιβιώσει, να συμφιλιωθεί με την εποχή του». Η μεγάλη αλήθεια της λογοτεχνίας, όπως τους την μεταδίδει ένας εμπνευσμένος δάσκαλος, αφυπνίζει πνευματικά τα τρία αγόρια, καθορίζει τις αρχές και τη ζωή τους. «Η λογοτεχνία είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει η ανθρωπότητα. Είναι τροφή μοναδική για την ψυχή». Πρώην στρατιωτικός και τραυματίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο φιλόλογος Βίκτορ Γιούλεβιτς Σενγκέλι φτάνει στο σχολείο και σχηματίζει την ομάδα ΛΙΟΥΡΣΙ (Εραστές της ρωσικής λογοτεχνίας). Οδηγεί τα παιδιά εκεί «όπου λειτουργούσε η σκέψη, ζούσε η ελευθερία, η μουσική και οι κάθε λογής τέχνες». Σεργιανάει μαζί τους στους κεντρικούς δρόμους της Μόσχας, των οποίων η μεταβαλλόμενη ιστορία και γεωγραφία λειτουργούν υποσυνείδητα ως ισχυρά στοιχεία στην αφηγηματική παλίρροια του μυθιστορήματος, χαρίζοντας και στον αναγνώστη στιγμές απόλαυσης, συγκίνησης και γνώσης.
Τα κεφάλαια που αναφέρονται στις λογοτεχνικές περιπλανήσεις σε σπίτια και τόπους που έχουν ζήσει ή περάσει μεγάλες μορφές της ρωσικής διανόησης και τέχνης, από τον Τσερνισέφσκι και τον Πούσκιν, μέχρι τον Μπερντιάγεφ και τον Τολστόι, είναι ίσως από τα πιο δυνατά του «Πράσινου αντίσκηνου». «Στο σαλόνι αυτού του σπιτιού ο Πούσκιν διάβασε την τραγωδία του Μπορίς Γκοντουνόφ», εδώ ο Πούσκιν «είδε για πρώτη φορά τη νεαρή Νατάλια», εκεί «αυτοπυροβολήθηκε ο Μαγιακόφσκι» ή το καλύτερο κατάστημα τροφίμων της πρωτεύουσας, το Ελισέγεφ, ήταν το ανάκτορο της πριγκίπισσας Ζιναϊντα Βολκόνσκαγια, που λειτουργούσε ως φιλολογικό σαλόνι – «κι ο Πούσκιν ερχόταν εδώ», κ.λπ.
Αυτά τα κεφάλαια δείχνουν τον πλούτο της ρωσικής κληρονομιάς, αλλά και την επιδραστική διδασκαλία ενός καλού παιδαγωγού και μας εισάγουν σε ένα από κεντρικά θέματα του βιβλίου: τη διαδικασία της ωρίμανσης που καθορίζει τις ατομικές ζωές. Ο Βίκτωρ Γιούλεβιτς ήθελε να διδάξει τα παιδιά την επιλογή, την επιλογή… Οι μετέπειτα επιλογές των μαθητών του όμως κρύβουν ρίσκα και κινδύνους που τους ωθούν στα μονοπάτια του συμβιβασμού, της προδοσίας, της εξορίας ή και της αυτοκτονίας ακόμη – «Η συνείδηση λειτουργεί κατά της επιβίωσης». Και τον ίδιο τον δάσκαλο σε διώξεις, αφού κατηγορήθηκε για δουλοπρέπεια έναντι της Δύσης και κοσμοπολιτισμό. Κάθε ένας από τους κεντρικούς ήρωες προσπαθεί να ξεπεράσει ένα καταπιεστικό καθεστώς μέσω της τέχνης, του ακτιβισμού και δράσεων που δεν συμβαδίζουν με τον επίσημο τρόπο ζωής. Και καθένας από αυτούς καταλήγει να έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με την εξουσία, αφού παραβιάζουν τον μεγαλύτερο κανόνα: να ζουν και να δρουν σύμφωνα με τους κανόνες. Ο Μίχα, που πάντα θυμάται εκείνα τα σπάνια για την εποχή πατίνια που βρέθηκαν στα χέρια του από κάποιο θείο του, ο οποίος τα είχε αγοράσει στην Αμερική όταν στάλθηκε από τον ίδιο τον Λένιν να οργανώσει το εκεί Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά το 1937 συνελήφθη με τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν, για χρόνια ερευνούσε τον μαρξισμό, αγωνιζόταν να καταλάβει γιατί οι ωραίες ιδέες της κοινωνικής δικαιοσύνης ενσαρκώνονταν τόσο στραβά.
Οι περιπέτειες των τριών ηρώων μπλέκονται μέσα σε μια θάλασσα από περιφερειακούς χαρακτήρες και περιστατικά, ίντριγκες και ένα καστ διαφωνούντων και κατασκόπων. Ανάμεσά τους, η Όλγα η οποία, καλλιεργημένη με τη σπάνια αρετή να θυσιάζει τα συμφέροντά της εν ονόματι της κοινωνίας και της δικαιοσύνης, υπέγραψε ως φοιτήτρια επιστολή υπεράσπισης για τον καθηγητή της, κριτικά διακείμενου απέναντι σε αρνητικά φαινόμενα της σοβιετικής ζωής, και αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο. Στη δίκη του διακεκριμένου επιστήμονα, όπου η Όλια γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Ιλιά και όπου καταδικάστηκαν οι «αντισοβιετικοί» καθηγητές, γεννήθηκε και η άγνωστη μέχρι τότε λέξη «αντιφρονούντες».
Τον τόνο δίνουν αληθινά πρόσωπα και θρυλικές ιστορίες, που αποκτούν ρόλο στην αφήγηση, επιβεβαιώνοντας την πραγματικότητα την οποία περιγράφει η συγγραφέας. Ηχηρά παραδείγματα: το «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Πάστερνακ, που αντιμετωπίστηκε από τον δάσκαλο των τριών κεντρικών ηρώων ως «ένα μεγάλο υστερόγραφο στην κλασική ρωσική λογοτεχνία», δακτυλογραφείται κρυφά από μια ηρωίδα μέσα στο αχανές δίκτυο του σαμιζντάτ (κυκλοφόρησε πρώτα στην Ιταλία το 1957 και το 1988 στη Σοβιετική Ένωση) ή το «Αρχιλέπαγος Γκουλάγκ» του Σολζενίτσιν εξαφανίζεται κάποια στιγμή όταν τα όργανα ασφαλείας κάνουν εφόδους, πριν καταφέρει να βγει στο εξωτερικό και να εκδοθεί στα ταμιζντάτ (χειρόγραφα Σοβιετικών συγγραφέων που εκδίδονταν στο εξωτερικό). Το συγκλονιστικό και πρωτοφανές κοινωνικό φαινόμενο του σαμιζντάτ που γεννιέται στη δεκαετία του ΄60, όταν οι παράνομα τυπωμένες σελίδες «θρόιζαν τις νύχτες στα χέρια άπληστων αναγνωστών», με τη ζήτηση συνεχώς να αυξάνεται, κυριαρχεί στο «Πράσινο αντίσκηνο». Ωστόσο, όπως αναφέρεται, η πρώτη μορφή του σαμιζντάτ, για το οποίο η συγγραφέας μάς δίνει πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες, πριν ακόμη αυτό αποκτήσει την ονομασία του, ήταν η εισήγηση περί αποσταλινοποίησης του Χρουστσόφ στο εικοστό συνέδριο του Κόμματος η οποία δεν δημοσιεύτηκε πουθενά επί μήνες.
Ανάμεσα στα πραγματικά ονόματα συναντούμε και εκείνα του ακαδημαϊκού Ζαχάροφ να γράφει επιστολή προς το εξωτερικό για τους εκτοπισμένους από την Κριμαία Τατάρους, του Ναμπόκοφ με το «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» να κυκλοφορεί για πρώτη φορά στη χώρα, του Μαντελστάμ, της Αχμάτοβα, του Χλέμπνικοφ, του Ζαμιάτιν και πολλών άλλων, τα έργα των οποίων κυκλοφορούν στο σάμιζντάτ. Και βέβαια του μετανάστη Ρώσου ποιητή, νομπελίστα Μπρόντσκι, με τον θάνατο του οποίου (28 Ιανουαρίου 1996) κλείνει συμβολικά αυτό το ρωμαλέο μυθιστόρημα που μοιάζει με εθνογραφικό πορτρέτο της σοβιετικής δεκαετίας του ΄60.
«Σε όλες τις εποχές η εξουσία αντιδρούσε με ιδιαίτερη οξύτητα απέναντι σε όσα η ίδια δεν καταλάβαινε», γράφει κάπου η συγγραφέας. Αλλά η εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημά της και συνολικά όλα τα βιβλία της είναι ιδιαίτερη. Οι ελπίδες που γέννησε η «χρουστσοφική τήξη των πάγων» ματαιώθηκαν, καθώς ο διάδοχος του Στάλιν ακολούθησε την πεπατημένη – «Την έννοια της τήξης των πάγων την πέταξε πολύ έξυπνα εκείνος ο απατεώνας ο Έρενμπούργκ», είχε δηλώσει ο Χρουστσόφ δημοσίως σε κομματική τελετή. Από τη μια «εκτόξευσε τον Σπούτνικ και δόξασε την ΕΣΣΔ με τον Γκαγκάριν», από την άλλη «συνέτριψε όσους μπορούσε να διακρίνει με το μυωπικό βλέμμα της άγνοιας…». Η Ουλίτσκαγια δεν τρέφει καλύτερα συναισθήματα και για την εποχή «στασιμότητας» του Μπρέζνιεφ, όπου η επίσημη «λογοτεχνική και καλλιτεχνική τροφή καθοδηγούσε την πλήξη».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Λουτντμίλα Ουλίνσκαγια ήρθε στη λογοτεχνική σκηνή την κατάλληλη στιγμή, το 1992 με τη νουβέλα «Σόνιετσκα», ώστε να γράψει για όλα αυτά, να φτάσει στην κορυφή του λογοτεχνικού Ολύμπου στη χώρα της, να κυκλοφορήσουν τα βιβλία της εύκολα στο εξωτερικό, να στεφθεί με όλα τα μεγάλα βραβεία της χώρας της και να διεκδικήσει ακόμη ως υποψήφια το βρετανικό Διεθνές Μπούκερ το 2009. Γενετιστής και βιολόγος στην κατάρτιση, άρχισε να γράφει από τότε που απολύθηκε από το Ινστιτούτο Γενετικής της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, επειδή διακινούσε σαμιζντάτ. Στη συνέχεια εργάστηκε στο Εβραϊκό Θέατρο της Μόσχας. Οι οδυνηρές προσωπικές και οικογενειακές εμπειρίες της (και οι δύο παππούδες της είχαν σταλεί σε στρατόπεδα εργασίας) δεν θα μπορούσαν παρά να τροφοδοτήσουν το πραγματολογικό υλικό των έργων της. Χωρίς να καταγγέλλει τις κομμουνιστικές ιδέες, η Ουλίτσκαγια εμφανίζεται σκληρή σε θέματα που αφορούν την ελευθερία της έκφρασης και των ατομικών δικαιωμάτων και παρουσιάζει μια έμφυτη δυσπιστία απέναντι στην εξουσία. Τα τελευταία χρόνια, άλλοτε με την αυστηρή κριτική της στον Πούτιν και την πολιτική του στην Ουκρανία κι άλλοτε με την αλληλογραφία της με τον αλλοτινό ολιγάρχη Χοντορκόβσκι, ο δημόσιος λόγος της δημοφιλούς συγγραφέως έχει αποκτήσει βαρύτητα στη χώρα της.
info:«Το πράσινο αντίσκηνο» Λιουντμίλα Ουλίτσκαγια, εκδόσεις «Καστανιώτης», μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, σελίδες 760