του Ευριπίδη Γαραντούδη
Ένα πολύ εύστοχο στη διαπίστωσή του ποίημα του Θωμά Γκόρπα (1935-2003) είναι το «Η Ελλάδα έχει μεγάλη ποίηση που λένε»: «Οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα / οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα». Το ποίημα αυτό είναι η καλύτερη εισαγωγή για το φαινόμενο που σχηματικά θα περιγράψω και θα σχολιάσω, ό,τι ονομάζω «οι επώνυμοι τουρίστες στην ποίηση».
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου, σε σχέση με τον μικρό πληθυσμό της, ένα αρκετά μεγάλο μέρος του ποιητικού λόγου, τουλάχιστον από την εποχή της ποιητικής γενιάς του 1930 και εξής μέχρι σήμερα, διατηρείται σταθερά σε υψηλό ποιοτικό επίπεδο. Συνάμα, όμως, εκδίδονται πολλά ποιητικά βιβλία (αυτά κάθε χρονιά υπερβαίνουν αθροιστικά τις μερικές εκατοντάδες) για αρκετά από τα οποία δεν είναι υπερβολικό να γράψει κάποιος ότι δεν αξίζουν ούτε το χαρτί τους.
Δεν κρίνω τα ποιητικά αυτά βιβλία με την ιδιότητα του αυτόκλητου τιμητή, αλλά με εκείνη του συστηματικού αναγνώστη και μελετητή της λογοτεχνίας εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια (σήμερα είμαι καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διδάσκω κυρίως ελληνική ποίηση συνολικά εικοσιέξι χρόνια). Κάνοντας, ειδικότερα, λόγο για τους επώνυμους τουρίστες στην ποίηση, αναφέρομαι στο εξής φαινόμενο: Σε ένα ευρύτερο επικοινωνιακό πλαίσιο, η σύγχυση σήμερα γύρω από το τι είναι και το τι δεν είναι η ποίηση επιτείνεται, εξαιτίας της περιστασιακής αλλά και αρκετά συχνής εμφάνισης ως ποιητών ή ποιητριών γνωστών προσώπων του δημόσιου χώρου (πολιτικών, επιστημόνων, δημοσιογράφων, ηθοποιών κλπ). Πρόκειται για ανθρώπους ενδεχομένως και κατά περίπτωση σεβαστούς και ικανούς, κατά τα άλλα, στον χώρο της επαγγελματικής δράσης τους, οι οποίοι, όμως, μην έχοντας ιδέα για τι είναι η ποίηση, επειδή δεν διαθέτουν σοβαρή ποιητική παιδεία ή και ίχνος ποιητικής παιδείας, γράφουν κείμενα που τα θεωρούν ποιήματα και τα κρίνουν άξια να τα δημοσιεύσουν, χωρίς να έχουν επίγνωση του βαθμού της αρνητικής έκθεσής τους ή και της (αυτο)γελοιοποίησής τους. Η ζημιά πάντως με αυτή την (παρα)ποίηση γίνεται: Στην Ελλάδα είναι ποιητής όποιος το δηλώνει.
Γενικά για την ίδια την ποίηση, αν μου επιτρέπεται η αλληγορική προσωποποίησή της, αυτή εφαρμόζει αλάνθαστα, ανέκαθεν θα έλεγα, τη διδαχή του Βιργίλιου στον Δάντη στην περίφημη Κωμωδία του: non ragioniam di lor, ma guarda e passa (μιλιά γι’ αυτούς· μόν’ κοίτα τους και πέρνα! – μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη). Αλλά η αλήθεια είναι ότι, αν θεωρήσει κανείς το περιγραφόμενο φαινόμενο από τη σκοπιά του εδώ και του τώρα σε μια χώρα πολύ χαμηλής μέσης μορφωτικής στάθμης όπως η Ελλάδα, η σκόνη που σηκώνεται, κυρίως λόγω της επωνυμίας των τουριστών στην ποίηση, από τα “ποιητικά” πονήματά τους θολώνει δυστυχώς την ατμόσφαιρα της άξιας λόγου ποίησης. Οφείλω, αναπόφευκτα, να αναφέρω μερικά παραδείγματα, μόνο δύο: Ας διαβάσει κανείς τη συλλογή Μονοπάτια (2000), καθώς και πολύ πιο πρόσφατα “ποιήματα” που κατά καιρούς δημοσίευσε στο διαδίκτυο (βλ. δείγματα γραφής στο άρθρο του Μανώλη Βασιλάκη, http://athensreviewofbooks.com/?p=1625#anchor, ανάρτηση: 13 Φεβρουαρίου 2015), ο Νίκος Κοτζιάς, ο σημερινός υπουργός εξωτερικών, όπως επίσης και τις αρκετές ποιητικές συλλογές του Τάσου Κουράκη, παλαιότερα υπουργού και αντιπροέδρου του Κοινοβουλίου (βλ. δείγματα γραφής στην ιστοσελίδα του http://kourakis.gr/Ποίηση). Τα “ποιήματα” αμφότερων δεν τα χαρακτηρίζει τόσο η απουσία αυτού που ονομάζουμε με τις αφηρημένες έννοιες του ταλέντου ή της έμπνευσης, όσο κυρίως η καταφανής έλλειψη ποιητικής παιδείας. Θα ήταν, κατ’ αναλογία, σαν να ζητούσε κάποιος από εμένα, στα σοβαρά, που είμαι φιλόλογος-νεοελληνιστής και κριτικός λογοτεχνίας, να λύσω μια κάπως περίπλοκη μαθηματική εξίσωση, ενώ δεν γνωρίζω κάτι περισσότερο από απλή αριθμητική. Εννοείται ότι οργίζομαι με τη λοιδορία που κατά καιρούς δέχτηκαν οι παραπάνω “ποιητές” από δημοσιογράφους σε διάφορα μέσα, κυρίως του ηλεκτρονικού τύπου, επειδή κι αυτοί οι τελευταίοι είναι εντελώς άσχετοι με την ποίηση για να την κρίνουν. (Αν μου δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία, σε άλλη περίσταση, θα αναφέρω αρκετά ακόμα ονόματα τουριστών στην ποίηση).
Λοιπόν, ας βάλουμε τα πράγματα στην αρμόζουσα θέση τους. Η ποίηση, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είναι μια υψηλή τέχνη που (πρέπει να) ασκείται με βαθιά γνώση της ίδιας της σύγχρονης ποίησης και της παράδοσής της, με προσήλωση και με αφιέρωση, για να έχει έτσι κάποιος τη (μικρή) πιθανότητα να γράψει έστω κι ένα καλό ποίημα στη ζωή του. Για τους επώνυμους και μη τουρίστες στην ποίηση, ισχύει αλάνθαστα η συμβουλή που τους έδωσε (και δεν την εφαρμόζουν, κυρίως επειδή την αγνοούν) ο Σεφέρης στο ποίημά του «[Προμετωπίδα σε μια αντιγραφή των “Ωδών” (του Κάλβου]», γραμμένο στις 11 Δεκεμβρίου 1941, όπου έγραψε «για όσους επιμένουν να γράφουν στίχους ή πρόζα που κανείς δεν καταλαβαίνει, / και γυρεύουν να δοξαστούν, οι τυχάρπαστοι, από τους λογάδες και τους σοφούς, / ενώ θα να ’ταν χίλιες φορές προτιμότερο, και η τέχνη πολύ πιο ευτυχισμένη, / αν πήγαιναν στην Εκάλη να μαζεύουν κούμαρα, ή στη Γλυφάδα να ψαρεύουν ροφούς».
Τέλος, για να μην δοθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι εξισώνω τις ιδιότητες επωνυμία του γράφοντος και (παρα)ποίηση, όταν οι ιδιότητες αυτές συνυπάρχουν στο ίδιο πρόσωπο, συμπληρώνω το προφανές. Παράλληλα, υπάρχουν επώνυμοι, όπως π.χ. ο πολύ γνωστός κοινωνιολόγος Γιώργος Βέλτσος και ο καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ Γιάννης Π.Α. Ιωαννίδης, ένας από τους περισσότερο καταξιωμένους έλληνες επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα, που γράφουν τα τελευταία χρόνια συστηματικά αληθινή και άξια λόγου ποίηση. Εννοώ, δηλαδή, ότι είτε σου αρέσουν είτε δεν σου αρέσουν τα ποιήματά τους, είναι φανερό ότι αυτά βασίζονται και αξιοποιούν μια πλούσια, βαθιά και κατασταλαγμένη ποιητική παιδεία.