Του Ευριπίδη Γαραντούδη.
Τέσσερις εποχές
Εκδόσεις: Κέδρος 2010, Αθήνα
Σελίδες: 64
Κρίνοντας τον Οκτώβριο του 1990 την ποιητική συλλογή του Κώστα Μαυρουδή, Το δάνειο του χρόνου (1989), διατύπωσα τις εξής εισαγωγικές παρατηρήσεις, με τις οποίες συνοψιζόταν το καταστάλαγμα της κριτικής ανάγνωσής μου εκείνων των ποιημάτων: «Αν ένα από τα βασικά θέματα της ποίησης (ίσως το ουσιωδέστερο) είναι ο χρόνος, τότε τα ποιήματα ορίζονται ως προσπάθειες (εξαρχής, βέβαια, ατελέσφορες) να επιβραδύνουν την αμετάκλητη πορεία του ή και να τον ακινητήσουν· ως προσπάθειες του ποιητή να εξοφλήσει το δάνειο του χρόνου που του δόθηκε, με την ποιητική καταγραφή κι αποτύπωση μνημονικών στιγμών του, δηλαδή με την, δια της ποιήσεως, μνημείωση του χρόνου. Γιατί η διάρκεια και η συνέχεια του χρόνου συλλαμβάνονται με τη μνήμη και αποτιμώνται με την ποίηση. Ο ποιητής που μιλάει για το χρόνο μιλάει δια της μνήμης. Και με δεδομένο ότι η ανθρώπινη μνήμη είναι επιλεκτική, η μνήμη του ποιητή λειτουργεί προς την κατεύθυνση της πεισματικής προσπάθειας να ανευρεθούν στο αλωμένο από το χρόνο παρελθόν και στο παρόν (που είναι μέλλουσα μνήμη) στιγμές όπου, θαρρείς, ο χρόνος αίρεται. Θα έλεγα ότι η ποίηση επιχειρεί την υπεξαίρεση από το χρόνο κάποιων στιγμών του» (Εντευκτήριο, τχ. 12, Oκτώβριος 1990, σ. 77-80). Ανέτρεξα σε ό,τι έγραψα το 1990 επειδή πιστεύω ότι οι τότε παρατηρήσεις μου ισχύουν και για το νέο ποιητικό βιβλίο του Μαυρουδή, τις Τέσσερις εποχές, καθώς εκείνες οι παρατηρήσεις οριοθετούν, με συμπυκνωμένο τρόπο, τη θεματική περιοχή, που ο ποιητής Μαυρουδής καλλιεργεί σταθερά, και το κοσμοαντιληπτικό πρίσμα στη βάση του οποίου θεμελιώνονται τα δύο κύρια και αλληλένδετα θέματα της ποίησής του, ο χρόνος και η μνήμη ή η μνήμη και ο χρόνος.
Ανάμεσα στο Δάνειο του χρόνου (1989) και τις Τέσσερις εποχές (2010) μεσολάβησε η συλλογή Επίσκεψη σε γέροντα με άνοια (2001). Αν αυτή η πληροφοριακή αναδρομή έχει σημασία είναι για να επισημανθεί ότι ο ολιγογράφος ως ποιητής Μαυρουδής –επισημαίνω: ένα ποιητικό βιβλίο ανά δεκαετία– με αυτά τα τρία βιβλία άρθρωσε το τρίπτυχο της ώριμης ποίησής του. Κατά τη γνώμη μου το τρίτο σκέλος αυτού του τριπτύχου είναι και ο αισθητικά υψηλότερος αναβαθμός του κι αυτό οφείλεται, πιστεύω, στο ότι τα 14 ποιήματα που συναποτελούν τις Τέσσερις εποχές ανταποκρίνονται επιτυχώς σ’ ένα συνθετικότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν ποιητικό σχέδιο που δοκιμάζεται, επίσης, σε μια απαιτητικότερη ποιητική μορφή. Συγκεκριμένα, τα 14 ποιήματα του βιβλίου μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις σχεδόν ισάριθμες ομάδες, σύμφωνα και με την υπόδειξη του τίτλου του βιβλίου (ποιήματα για τις τέσσερις εποχές του έτους), τρία για το φθινόπωρο, τέσσερα για το χειμώνα, τρία για την άνοιξη και τέσσερα για το καλοκαίρι. Με την άτακτη διάταξη των ποιημάτων, χωρίς δηλαδή τα ποιήματα να διατάσσονται με σειρά τέτοια ώστε να τηρείται ακριβώς η κανονική εναλλαγή των εποχών, επιτυγχάνεται η μετάβαση από τη μια εποχή στην άλλη, από το ένα έτος στο άλλο, από τον ένα στον άλλο χωροχρόνο, με ενοποιητικό άξονα αφενός το ατελεύτητο κύλισμα του χρόνου και, αφετέρου, τον συνειδησιακά εγρήγορο και αισθητηριακά ευαίσθητο παρατηρητή του, το ποιητικό υποκείμενο, που αθροίζει και αποτιμά καλοκαίρια και χειμώνες, ανοίξεις και φθινόπωρα ως μια ατελείωτη σειρά κεριών που σβήνουν πίσω του, για να θυμηθούμε το γνωστό καβαφικό ποίημα «Τα κεριά».
Αν αυτό, όπως προσπάθησα να το περιγράψω, είναι το σκαρίφημα του συνθετικού σχεδίου που υπόκειται στα 14 αυτοτελή και τιτλοφορημένα ποιήματα του βιβλίου, μεγαλύτερο βαθμό συνοχής παρουσιάζει η μορφή των ποιημάτων που ήδη χαρακτήρισα απαιτητικότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Συγκεκριμένα, ο υψηλός βαθμός δυσκολίας της μορφής αυτής έγκειται στον σταθερά αφηγηματικό χαρακτήρα αρκετά εκτενών ποιημάτων (τα μικρότερα ποιήματα είναι δύο σελίδων και το μεγαλύτερο πέντε σελίδων), χωρίς στη διάρκεια της αφήγησης να ελαττώνεται ή να υπονομεύεται η σταθερά υψηλή θερμοκρασία του ποιητικού λόγου. Αναφέρομαι στη γνωστή από παλιά και κατασταλαγμένη στις Τέσσερις εποχές ικανότητα του Μαυρουδή για έναν ποιητικό λόγο που αφηγείται ιστορίες, παραμένοντας σταθερά αισθαντικός, υποβλητικός και εσωτερικός, με την έννοια ότι διεισδύει κάτω από την επιφάνεια, στο βάθος των πραγμάτων και των αισθημάτων, χωρίς να γίνεται κρυπτικός. Επίσης η όσμωση του αφηγηματικού με τον ποιητικό λόγο επιτυγχάνεται από ένα ειδικότερο χαρακτηριστικό της μορφής, την αλλαγή του ρυθμού της αφήγησης. Συγκεκριμένα, σε άλλα σημεία των ποιημάτων ο αφηγηματικός ρυθμός επιταχύνεται και σε άλλα επιβραδύνεται, μέσω της πολυμορφίας στη διάταξη του κειμενικού υλικού στην τυπωμένη σελίδα. Έτσι στα ποιήματα συνυπάρχουν τμήματα με αρκετά μακρύ συλλαβικό στίχο και πεζόμορφα μέρη, ενώ ενίοτε οι στίχοι έχουν την έκταση μεμονωμένων λέξεων ή και των συλλαβών τους, σε εκείνα τα σημεία όπου πρόδηλα επιδιώκεται ένας αφηγηματικός ρυθμός τόσο αργός ώστε να τείνει να εξισωθεί με το σταμάτημα του χρόνου ή το πάγωμα του πλάνου. Π.χ. στο ποίημα «Καλοκαίρι ή Στην παραλία της Μπανταλόνα» (σ. 17-20) η φράση «με τις δερμάτινες παντόφλες του έβγαινε αθόρυβα απ’ το συζυγικό κρεβάτι, στο διάδρομο ησυχία», χωρισμένη σε συλλαβές ή σε ζεύγη συλλαβών, καταλαμβάνει την έκταση 26 στίχων ή σχεδόν μιας σελίδας. Επισημαίνω, επίσης, μια φαινομενικά σχολαστική μορφολογική λεπτομέρεια. Όλα τα ποιήματα του βιβλίου, ενώ στο εσωτερικό τους φέρουν σημεία στίξης, στο τέλος τους δεν έχουν σημείο στίξης, εκεί που θα περιμέναμε την καταληκτική τελεία. Έτσι, δίχως την τελεία, είναι σαν τα ποιήματα να ρέουν και να απλώνονται στο λευκό κενό της σελίδας, εξορκίζοντας έτσι το τέλος τους, διαρκώντας στο διηνεκές ενός κειμένου που μένει ανοικτό στον χώρο της σελίδας και στον χρόνο της ανάγνωσης. Μια που αναφέρθηκα σε αφηγηματικά ποιήματα, επισημαίνω επίσης τη συνθετότητα των αφηγηματικών τρόπων, καθώς αλλού επιλέγεται ο πρωτοπρόσωπος, αυτοδιηγητικός αφηγητής, αλλού υιοθετείται το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ή το δεύτερο ενικό, εμπλέκοντας έτσι και τον αναγνώστη στη διαδικασία της αφήγησης και στον σχηματισμό της ιστορίας· αλλού, τέλος, επιλέγεται η τριτοπρόσωπη εκφορά της αφήγησης.
Πέρα από τα καινοτόμα γνωρίσματα της μορφής τους, τα ποιήματα των Τεσσάρων εποχών, δρομολογημένα στη βασική θεματική τροχιά των δύο προηγούμενων βιβλίων του Μαυρουδή, φτάνουν στο αναγνωστικό μας παρόν ως μνημονικές επιστροφές του ποιητικού υποκειμένου τους σε στιγμές και καταστάσεις του παρελθόντος βίου του, προκειμένου έτσι να στοχαστεί το νόημα του κυλίσματος του χρόνου ως το ποιητικό κέρδος που θησαυρίζεται από την απώλεια της πραγματικής ζωής. Όπως διαβάζουμε σε κάποιο σημείο του ποιήματος «Καλοκαίρι ή Αύγουστος στο Λουτράκι»:
Αναδρομή
πράξη ψυχωφελής
για όσους (με μάτια στον αυχένα)
βλέπουν το αιθέριο σώμα του χαμένου
έτσι συμβαίνει με όσους ανατρέχουν στα εκπεσόντα (σ. 23)
Μέσα από την αναδρομή τους αυτή στο παρελθόν τα ποιήματα των Τεσσάρων εποχών μπορούν να χαρακτηριστούν ως κατά βάθος ελεγειακά ποιήματα. Είναι, όμως, συγκρατημένα ως προς τον δραματικό τόνο τους ή την ένταση του πένθους. Γιατί απ’ αυτά τα ελεγειακά ποιήματα δεν λείπει αφενός η νοσταλγία για τα περασμένα, που αγλαΐζονται μέσα από τη συμπαθητική ματιά του παρατηρητή τους ως μια μυθική εποχή, καλύτερη από τη ζωή στο παρόν, αφετέρου η επίγνωση ότι τη στωική αποδοχή της αμετάτρεπτης πορείας προς το μέλλον του θανάτου μας κατά κάποιο τρόπο την εγγυάται η ποίηση, αυτή που μεταπλάθει την απώλεια σε κέρδος, την πραγματική ζωή σε παραμυθητική μυθοπλασία, την αείρροη πορεία του χρόνου στα σταθερά και ωραία σχήματα της ακινησίας του, την ανθρώπινη φθορά στις μνημειωμένες μορφές του λόγου.
Επίσης οι ιστορίες που αφηγείται ο Μαυρουδής στα κείμενα των Τεσσάρων εποχών μάς υπενθυμίζουν ότι η προηγούμενη ζωή μέσω της μνημονικής ανάκλησής της μεταπλάθεται διαρκώς σ’ ένα αξεδιάλυτο κράμα ξαναζωντανεμένων βιωμάτων και φαντασίας που ασκείται στην επινόηση της πραγματικότητας. Καθώς στοχάζονται το τι σημαίνει η μνημονική ανάκληση-επιστροφή σ’ ένα οριστικά χαμένο παρελθόν, με μοναδικό όχημα ταξιδιού στον χρόνο την ποίηση, τα περισσότερα ποιήματα του βιβλίου μπορούν να χαρακτηριστούν και ποιήματα ποιητικής. Εξάλλου στα περισσότερα ποιήματα, λιγότερο ή περισσότερο, εν όλω ή εν μέρει, θεματοποιείται η ποιητική λειτουργία τού να επιστρέφεις στο παρελθόν και να το μεταπλάθεις σε αφήγηση από τη σκοπιά του παρόντος. Π.χ. στο τέλος του ποιήματος «Άνοιξη» η εικόνα της φωτογραφίας που αναπτύσσεται στο ποίημα είναι:
ανύποπτη πως είναι αναδρομή στον εαυτό της
κάτι ας πούμε όπως η ποίηση
που εγκαθιστά αφηγήσεις
σ’ έναν τόπο χωρίς γεγονότα. (σ. 37)
Με άλλα λόγια, η παρελθούσα ζωή είναι οριστικά χαμένη και το κενό που άφησε πίσω μας ο χρόνος το αναπληρώνουμε με ποιητικές αφηγήσεις, σε σημείο τέτοιο ώστε η παρελθούσα ζωή και η ποιητική ανάπλασή της να εξισώνονται.
Ποιοι είναι, ακριβέστερα, οι βασικοί άξονες της ανθρωπογεωγραφίας της μνήμης στις Τέσσερις εποχές, ποιες οι κύριες χωροχρονικές συντεταγμένες της; Τα επιλεγμένα σημεία όπου επιστρέφει ξανά και ξανά η μνήμη, τόσο στον χρόνο όσο και στον χώρο, μας είναι οικεία από την παλαιότερη ποίηση του Μαυρουδή. Η αγαπημένη δεκαετία του είναι εκείνη του 1950, συναρτημένη με την παιδική και εφηβική ηλικία του κύριου ήρωα και βασικού αφηγητή των ποιημάτων και του μεσήλικα και όχι ακόμα γερασμένου πατέρα του. Η αγκίστρωση πάλι της μνήμης σε ευρωπαϊκές πόλεις, όπως το Ζάλσμπουργκ, η Βιέννη και η Μπανταλόνα, πρόδηλα τόπους ξέγνοιαστων καλοκαιρινών ή χειμερινών διακοπών-αποδράσεων από την Ελλάδα, δεν οφείλεται σε κάποια επιδεικτική διάθεση κοσμοπολιτισμού, αλλά στη λειτουργία του ταξιδιού σε σχέση με τη μνήμη. Στο ταξίδι ο χώρος και ο χρόνος διαστέλλονται, καθώς το ανοίκειο και το πρωτόγνωρο κερδίζουν την προσοχή μας κι έτσι τροφοδοτούν με περισσότερη ένταση και ενάργεια τη μνήμη. Τα ταξίδια είναι, θα λέγαμε, οι οάσεις του παρελθόντος μας, οι εκλεκτοί τόποι των μνημονικών μας περιπλανήσεων στη συντελεσμένη ζωή. Επίσης η εστίαση της μνήμης σε πόλεις όπως το Ζάλσμπουργκ και η Βιέννη συναρτάται με το γεγονός ότι πόλεις όπως αυτές είναι φορείς πολιτισμικής μνήμης, δηλαδή χώροι κατάφορτοι από τη συλλογική μνήμη που εξατομικεύεται και αποκτά νόημα μέσα από τη ματιά του παρατηρητή-ποιητή. Επίσης οικεία μάς είναι τα πρόσωπα των ποιημάτων, τα πρόσωπα της οικογένειας, με κυρίαρχο το αγαπημένο πρόσωπο, όπως ήδη ανέφερα, του πατέρα.
Το γεγονός ότι τα κείμενα των Τεσσάρων εποχών είναι μνημονικά ποιήματα πιθανόν αιτιολογεί την οξύτητα ή την ενάργεια των εικόνων που τα χαρακτηρίζει – όπως στα όνειρα, έτσι κι εδώ η κυρίαρχη αίσθηση είναι η όραση. Ένα ποίημα, το «Φθινόπωρο ή Παραίνεση για μια φωτογραφία» (σ. 38-39), μπορεί να χαρακτηριστεί έκφραση μιας φωτογραφίας, ενός υλικού τεκμηρίου-μαρτυρίας του παρελθόντος που μεταμορφώνεται μέσα από την ποιητική της θέαση, πλαισιωμένη από το φωτοστέφανο της μνήμης που διανθίζει την έκφραση της φωτογραφίας και με άλλες, εκτός της φωτογραφίας, σημαίνουσες λεπτομέρειες εκείνης της μυθικής εποχής. Πρόκειται για μια φωτογραφία του πατέρα. Άλλα δύο ποιήματα ανακαλούν εικόνες και κυρίως την αίσθηση γνωστών ταινιών. Συγκεκριμένα, το ποίημα «Καλοκαίρι ή Στην παραλία της Μπανταλόνα» μού θυμίζει την ταινία του Luchino Visconti, Morte a Venezia (Θάνατος στη Βενετία) (1971), ιδίως την κατανυκτική σκηνή του τέλους της ταινίας, τη στιγμή του θανάτου του κεντρικού ήρωα. Το ποίημα, πάλι, «Φθινόπωρο ή Ξενάγηση σε ποιητή» (σ. 27-30) μού θυμίζει την ταινία του Jacques Tati, Les vacances de Monsieur Hulot (Οι διακοπές του κυρίου Ιλό) (1953). Στο ποίημα «Επιστρεψιμότητα ή Χριστούγεννα στο Ζάλτσμπουργκ» (σ. 11-14) εντοπίζεται μια ρητή κινηματογραφική αναφορά, σε ταινία του Ντζίγκα Βερτόφ. Το ποίημα, το μεγαλύτερο του βιβλίου, αφηγείται τις αναμνήσεις από τις χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες διακοπές της οικογένειας στην αυστριακή πόλη, στο πανδοχείο «Zum Jungen Fuchs». Η προσπάθεια, λοιπόν, του ποιητικού υποκειμένου να λυτρωθεί από τη δραματική αίσθηση της φθοράς του χρόνου υποστηρίζεται ρητά από την ανάμνηση ταινίας του Βερτόφ, όπου η ροή του χρόνου αντιστρέφεται και ό,τι δείχνεται κινείται προς τα πίσω στον χρόνο. Παραθέτω το σχετικό χωρίο:
Όπως συμβαίνει (αν θυμάστε) στην ταινία του Βερτόφ:
ο χρόνος κινείται αντίστροφα,
το ψωμί επιστρέφει στο αλεύρι
και ύστερα στον αγρό, με τα ψηλά σιτάρια να κυματίζουν ρυθμικά. Τα τραμ γυρίζουν στην αφετηρία τους. Βαδίζουμε προς τον καθεδρικό έχοντας πίσω μας την είσοδο και το προαύλιο, όπως εκείνοι που έφταναν στον Άδη με την πλάτη (στραμμένοι σ’ αυτά που εγκατέλειπαν). Όλα μπορούν να ανακτηθούν. Τα περασμένα αφήνουν γενναιόδωρα τον οβολό τους, όταν προτείνω το κουτί που γράφει «Το χρόνο μου, παρακαλώ, τα πράγματά μου». (σ. 12-13)
Ό,τι, όμως, φτιάχνει η τέχνη αδυνατεί να το προσφέρει η πραγματική ζωή με τους αδήριτους φυσικούς νόμους της. Έτσι είναι αναπότρεπτη η ελεγειακή κατάληξη του ποιήματος:
Όμως, για να μιλάμε σοβαρά,
άσημο πανδοχείο,
κανείς, αν εξαιρέσουμε τα τρικ του σινεμά,
δεν επιστρέφει με την πλάτη.
Κανείς δεν ξαναβρίσκει
την παλιά του θέση.
Η πόλη ας υπόσχεται ό,τι θέλει,
ας έχει ασημένιους ήχους
στη μνήμη του ο δρόμος.
Στο παγωμένο Ζάλτσμπουργκ ή αλλού,
Χριστούγεννα ή όχι,
όλα
στο
μέλλον
προχωρούν.
Σε
μια
κατεύθυνση
βαδίζουμε,
Zum
Jungen
Fuchs,
στην
ίδια
ευθεία
όλοι
πάμε
Στο τέλος του το ποίημα υπαινίσσεται την κατάληξη όλων μάλλον των λογοτεχνικών κειμένων που ανατέμνουν τη μνήμη, την αίσθηση του αναπότρεπτου του θανάτου. Αναλογίζομαι, όμως, ότι, όσο κι αν οι άνθρωποι της ποίησης, δημιουργοί και αναγνώστες, βαδίζουν την ίδια αναπότρεπτη πορεία, η ποίηση προχωρεί στο μέλλον. Στερεώνοντας τις καλές της στιγμές, τα ωραία ποιήματα και την αναγνωστική απόλαυση που μας χαρίζουν. Όπως συμβαίνει και θα συμβαίνει, πιστεύω, με τις Τέσσερις εποχές του Κώστα Μαυρουδή.