Χρήστος Τσιάμης. (Γράμμα από το Μανχάταν).
Εκθεση του Τζάσπερ Τζόνς στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης
Το παρόν αφορά τη λειτουργία της ανάγνωσης, σε μια ιδιαίτερη μορφή της, παρόλο που το θέμα μας είναι μια έκθεση ζωγραφικής. Πρόκειται για την έκθεση (15 Mαρτίου- 1 Σεπτεμβρίου) στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με νέα έργα (2012-2013) του Τζάσπερ Τζονς (Jasper Johns), ενός από τους πιό σημαντικούς σύγχρονους Αμερικανούς ζωγράφους. Η έκθεση συμπεριλαμβάνει δύο μεγάλου μεγέθους ελαιογραφίες και μικρότερου μεγέθους σχέδια επάνω σε χαρτί ή πλαστικό και έχει τον γενικό τίτλο “Regrets” (που θα αναλύσουμε παρακάτω).
Ο Νικόλαος Κάλας, αναφερόμενος στην σχεδόν ολική του αποχώρηση από το χώρο της λογοτεχνίας και τη νέα του ενασχόληση με την κριτική των καλων τεχνών αφότου είχε εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, μου είχε τονίσει το εξής: δεν επρόκειτο, έλεγε, γιά ριζική αλλαγή καθότι απλώς είχε αντικαταστήσει την ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων με την ανάγνωση πινάκων ζωγραφικής. Διάβαζε, καθώς μου είπε, σε μιά καινούργια γλώσσα που είχε το δικό της λεξιλόγιο και τους δικούς της κανόνες. Και εξασκούσε, κατόπιν, τη δημιουργική του ρώμη στην αρένα της κριτικής γραφής. Με γνώμονα αυτή την ιδιαίτερη προοπτική του Κάλας θα διαβάσουμε κι εμείς τις εικόνες της έκθεσης του Τζάσπερ Τζόνς σαν μιάν αφήγηση ή σαν ένα δοκίμιο. (Παρεμπιπτόντως, μαζί με τον Κάλας, αρχές της δεκαετίας του ’80, είχα επισκεφτεί μιαν άλλη έκθεση του Τζόνς, τις «Τέσσερες Εποχές», στη γκαλερύ Castelli στο Σόχο. Θυμάμαι οτι μου είχε πεί πως του άρεσε. Αλλά δεν μου εκμυστηρεύτικε ποτέ τα όσα είχε ‘διαβάσει’ στους πίνακες…)
Η παρούσα έκθεση αρχίζει με μιά μαυρόασπρη φωτογραφία που ο Τζονς είχε δεί σε έναν κατάλογο δημοπρασίας έργων τέχνης και που τον ενέπνευσε να δημιουργήσει αυτή την καινούργια ομάδα έργων. Στη φωτογραφία ο νεαρός τότε ζωγράφος Λούσιαν Φρόϋντ κάθεται στην άκρη ενός κρεβατιού και με το ένα του χέρι – ο αγκώνας στο γόνατο – καλύπτει το πρόσωπό του. Το κρεβάτι έχει κάλυμμα με μοτίφ από επαναλαμβανόμενους ρόμβους και το κεφαλάρι του κρεβατιού, στην πλάτη του Φρόϋντ, είναι ένα περίτεχνο μετάλλινο κιγκλίδωμα. Η φωτογραφία (σύμφωνα με τον κατάλογο ανήκε στον ζωγράφο Φράνσις Μπέϊκον που την χρησιμοποίησε γιά έναν του πίνακα) είναι ακρωτηριασμένη. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος της φωτογραφίας στο κάτω αριστερό της μέρος έχει αποσχισθεί και στη θέση του υπαρχει το μαύρο κενό της καινούργιας χάρτινης βάσης που «αναστυλώνει» το αρχικό σχήμα της φωτογραφίας. Αυτό το κενό, προφανώς, κέντρισε την περέργεια του Τζόνς και έβαλε σε κίνηση την φαντασία του. Αυτό το κενό κυριαρχεί και προσδιορίζει την κάθε σύνθεση σε αυτή την ομάδα έργων.
Το πρώτο μικρό σχέδιο είναι μιά σκιαγράφηση της φωτογραφίας με απαλές γραμμές μολυβιού και έναν αχνό γκρίζο φόντο όπου το μοτίφ από το κάλυμμα του κρεβατιού έχει διακριτικά καλύψει τα πάντα. Στο κάτω δεξιό πλαίσιο του χαρτιού ο Τζόνς έχει σημειώσει: «Γκόγια; Νυχτερίδες; Ονειρα;». Μαθαίνουμε οτι ο ζωγράφος αναφέρεται στην γκραβούρα «Ο Υπνος της Λογικής δημιουργεί Τέρατα» (1799) του Φραντσίσκο Γκόγια. Η γκραβούρα απεικονίζει κάποιον που έχει αποκοιμηθεί, με το κεφάλι του ακουμπισμένο στο τραπέζι όπου έγραφε, ενώ από πάνω του φτεροκοπούν απειλητικά κουκουβάγιες και νυχτερίδες. Εχουμε την περίπτωση δηλαδή όπου ο ζωγράφος, ο Τζάσπερ Τζόνς, ‘διαβάζει’ στην φωτογραφία του Λούσιαν Φρόϋντ αναφορές σε παλιώτερα εικαστικά αναγνώσματα.
Σε μια επιγραφή στην αρχή της έκθεσης υπάρχει ένα κομμάτι από το ημερολόγιο του Τζόνς το 1964 όπου δίνει στον εαυτό του την εξής συμβουλή: ‘Πάρε ένα αντικείμενο/ Κάνε του κάτι/ Κάνε του κάτι άλλο [Επανάλαβε]’. Και έιναι ακριβώς αυτό που κάνει με τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης. Πάιρνει την εικόνα τής φωτογραφίας και την αναδιπλώνει σχηματίζοντας τον αντικατοπτρισμό της. Ετσι το είδωλο του ατόμου στο κρεβάτι αντικρύζει το αρχικό άτομο στο κρεβάτι κι ανάμεσα τους το μαύρο κενό της φωτογραφίας έχει γίνει διπλάσιο, κάτω από μια αψίδα, θα έλεγες, η οποία σχηματίζεται από την αναδίπλωση του ατόφιου μέρους της φωτογραφίας στην κορυφή. Εχεις την εντύπωση οτι τα δυο αντικρυστά άτομα έχουν ξεκινήσει έναν διάλογο και παρακολοθούμε τις αλλαγές στην ένταση και την υφή του διαλόγου μέσα από τις αλλαγές της ζωγραφικής έκφρασης. Σε ένα σχέδιο η αρχική εικόνα παρουσιάζεται σε μιά οργιαστική πολυχρωμία ενώ η πολυχρωμία του ειδώλου είναι περιορισμένη και μουντή. Ολα τα υπόλοιπα σχέδια, πλήν του τελευταίου, αποδίδονται σε ασπρόμαυρο και στις αναμεταξύ διαβαθμίσεις του γκρίζου. Ο Τζονς, χρησιμοποιόντας κάποιες από τις γνωστές του τεχνικές (όπως οι τεμνώμενες δέσμες γραμμών σε μικρά τεράγωνα) και τεχνικές με τις οποίες πειραματιζόταν όταν άρχισε αυτη τη σειρά έργων, σμίγει τις ανθρώπινες μορφές και τον περίγυρο έτσι που να φαίνονται κυριολεκτικά βυθισμένες στο θέμα. Αλλού η διάθεση είναι ανάλαφρη, ένα απαλό γκρίζο, αλλού σκοτεινιάζει σε ένα πίσσα-μαύρο όπου οι αρχικές μορφές μεταμορφώνονται σε κάτι άλλο προσδιορίσιμο (αρλεκίνοι, νεκροκεφαλές) ή μή, και αλλού εκτονώνεται σε κομμάτια από άσπρες γραμμές φωτός πάνω σ’ ένα σκούρο γκρίζο τοπίο. Το τελευταίο σχέδιο, που είναι και το μεγαλύτερο, σμιγει το σχέδιο της φωτογραφίας, το είδωλό της, και το αναμεταξύ τους κενό σε κάτι το ακαθόριστο. Μιά έκρηξη σημείων χρώματος (μπλέ, κίτρινο, πράσινο, ρόζ) πάνω σε ένα απέραντο μαύρο που τους δίνει μια πανηγυρική συνοχή.
Χρειάζεται να σημειώσουμε δυό τρία πράγματα ακόμη. Πρώτον, σε μερικά από τα έργα, στο κιγκλίδωμα του κρεβατιού στην πλάτη του ατόμου, ο ζωγράφος έχει προσθέσει το διάγραμμα ενός μικρού παραλληλόγραμου που άλλοτε περικλείει μέρος του κιγκλιδώματος και μοιάζει με το παράθυρο κελλιού φυλακής, άλλοτε είναι κατάλευκο σαν φωτοχυσία σε ανοιχτό παράθυρο, κι άλλοτε είναι γκρίζο, σαν η ατμόσφαιρα της σύνθεσης να συνεχίζεται στο απροσδιόριστο ‘απέξω’. Ισως το παρθυράκι αυτό να προσφέρει μια διέξοδο από την κλεισούρα του διαλόγου που αναφέραμε παραπάνω. Δεύτερον, το κενό που αρχικά είναι μαύρο, φορές αλλάζει και προσεγγίζει το χρώμα της υπόλοιπης σύνθεσης (ειδικά στις ελαιογραφίες). Τέλος, τουλάχιστον σε ένα από τα σχέδια, εκεί που ενώνεται η αρχική εικόνα με το είδωλό της και σχηματίζει την ‘αψίδα’, βλέπουμε μια μορφή, κάτι ανάμεσα σε νεκροκεφαλή κι εκείνα το φοβερά πτηνά στην γκραβούρα του Γκόγια που αναφέραμε στην αρχή.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Τι μας διαμηνύει ο ζωγράφος; Ποιό ειναι το θέμα του διαλόγου που έχει στηθεί, κατά τη δική μας ανάγνωση, ανάμεσα στο άτομο και το είδωλό του; Στις δύο μεγάλες ελαιογραφίες, στο επάνω δεξιό μέρος του πίνακα, υπάρχει μέ μαύρα γράμματα η λέξη Regrets (εξ ού και ο τίτλος της έκθεσης) και από κάτω η υπογραφή του Τσάσπερ Τζόνς. Μια έννοια της λέξης αυτής είναι η λύπη που έχεις γιά πράγματα που έκανες ή δεν έκανες στο παρελθόν, γιά πράξεις που έχεις μετανοιώσει. Υπό την έννοια αυτή, διαβάζουμε την εικόνα του ανθρώπου στο κρεβάτι που έχει καλύψει με το το χέρι του το πρόσωπό σαν κάποιον που αναλογίζεται με λύπη την βαρύτητα περασμένων στιγμών και εμπλέκεται σ’ έναν μεγάλο διάλογο με τον εαυτό του. Από τη σύνθεση, από το κλίμα της εικόνας και τις διάφορες παραστάσεις και παρεμβολές που αναφέραμε παραπάνω, σε συνδυασμό με τη βαρύτητα του τίτλου, συμπαιρένουμε ότι ο διάλογος αφορά το θέμα του θανάτου. Ο 83χρονος ζωγράφος μας αναπτύσσει παραστατικά, σε ένα εικαστικό περιεκτικό δοκίμιο, τους συλλογισμούς του γιά ένα θέμα που σίγουρα βαραίνει στη συνείδησή του όλο και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη χρήση της λέξης Regrets. Είναι η τυπική μονολεκτική απάντηση ‘Λυπάμαι’ για να αποποιηθείς κάποια κοινωνική πρόσκληση. Καθώς απολαμβάνουμε την ελαιογραφία στο τέλος της έκθεσης, παρατηρούμε ότι κάτω από την λέξη Regrets το όλο σκηνικό είναι ντυμένο σε ένα ευχάριστο μπλέ, και το μέρος της μορφής του ατόμου, η ‘πρόσοψη’, που είναι άμεσα αντιμέτωπο με το μεγάλο κενό και το είδωλο αντίκρυ, αυτό το μέρος της μορφής είναι ντυμένο στα ζωηρά χρώματα (κόκκινο, κίτρινο, μπλέ) ενδυμασίας αρλεκίνου. Ετσι η έκθεση τελειώνει με μια νότα ευθυμίας. Η μήπως το όλο πράγμα ήταν ένα στημένο αστείο; Η υποψία μας αυτή θα επιβεβαιωθεί αργότερα σε μια συνέντευξη του Τζάσπερ Τζόνς. Είπε οτι υπήρξε μια περίοδος που λάβαινε πολλές προσκλήσεις για εγκαίνια εκθέσεων, πάρτυ κλπ. Γιά να μπορέσει να ανταποκριθεί στον μεγάλο όγκο των προσκλήσεων έφτιαξε μια σφραγίδα με τη λέξη Regrets (Λυπάμαι) και την υπογραφή του. ‘Ετυχε αυτή η σφραγίδα να είναι πλησίον όταν ζωγράφιζα αυτόν τον πίνακα’ κι έτσι την χρησιμοποίησε, είπε. Μια χαρακτηριστικά χαμηλών τόνων δήλωση του Τζόνς που κατά τη γνώμη μας συγκαλύπτει τις υποδόριες προθέσεις του την ώρα της δημιουργίας.
Στο τέλος της έκθεσης, κοντά στην έξοδο, υπάρχουν δέκα μικρά σχέδια σε μαύρο και λευκό: οι αριθμοί από το 0 μέχρι το 9 σέ τετράγωνο πλάισιο πάνω σε διαφορετικής γραμμικής υφής επιφάνειες-υπόβαθρα. Μαθαίνουμε ότι ο Τζόνς πειραματιζόταν με την αποτελεσματικότητα αυτών των επιφανειών όταν άρχισε τη σειρά Regrets. Και εφάρμοσε ορισμένους από τους πειρασματισμούς αυτούς στα νέα του έργα. Είναι φανερό, απ’ τη ζωντάνια της έκθεσης, ότι ο ζωγράφος απόλαυσε τους νέους του πειραματισμούς και τις νέες του δημιουργίες, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του την ισορροπία που απαιτείται ανάμεσα στη λογική και τη φαντασία, διδασκόμενος από τον Γκόγια σύμφωνα με τον οποίον «ο ύπνος της λογικής» (σε συνδυασμό με την έξαρση της φαντασίας) «δημιουργεί τέρατα». Ο Τζάσπερ Τζόνς, λοιπόν, αντλώντας χαρά και ικανοποίηση απ’ την καινούργια του δημιουργία στέλνει στον θάνατο ένα τυπικό «Λυπάμαι» αποποιούμενος γιά την ώρα την πρόσκληση. Εχει μπροστά του δουλειά. Και περιμένουμε κι εμείς ανυπόμονα καινούργιες του εικόνες-αναγνώσματα.
.