Οι διάφανες κουρτίνες του χρόνου (της Κούλας Αδαλόγλου)

0
500

της Κούλας Αδαλόγλου

 

Ένα στοχαστικό χρονικό είναι ολόκληρο το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή, Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι,(Νεφέλη 2017), και ένα οδοιπορικό. Και οι δυο λέξεις (χρονικό, οδοιπορικό) εμπεριέχουν την έννοια της πορείας μέσα στον χρόνο, τη σχέση των ανθρώπων και των πραγμάτων με τον χρόνο.

Συχνά, υπάρχει η ματιά του ενήλικου στην παιδική ηλικία. Πάντα, ανεξάρτητα προς τον χρόνο αναφοράς, η προσπάθεια να παρασταθούν οι μνήμες όσο γίνεται αντικειμενικότερα, χωρίς συναισθηματικές υπερβολές. Ωστόσο, η συγκίνηση «αποκαλύπτεται» μέσα από φράσεις που φορούν τον μανδύα στοχασμού.

Χαρακτηριστικό της γραφής, επίσης, είναι η ηρεμία, μια ισορροπία όχι χωρίς κόπο αποκτημένη, ένα κοίταγμα δυνατό και ταυτόχρονα ψύχραιμο. Μια αίσθηση ευγένειας. Στα κείμενα ανιχνεύεται η έμφαση στη λεπτομέρεια, σε αντικείμενα, πρόσωπα, συμβάντα.

Το βιβλίο απαρτίζεται από επιμέρους διαφορετικά κειμενικά είδη. Ιδιότυπο ημερολόγιο, χρονογράφημα, στοχαστικές αφηγήσεις. όλα μέσα στο γενικό πλαίσιο του χρονικού-οδοιπορικού.

Μπορούμε να μιλήσουμε για δύο πολύ σημαντικά κειμενικά είδη, που γνωρίζουν άνθιση τον τελευταίο καιρό: το «σαν χρονογράφημα» και τη μικροαφήγηση. Και τα δύο αυτά είδη εμφανίστηκαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημοσιευμένα στο facebook, σε blog και συχνά σε ηλεκτρονικά περιοδικά. Οι μικροαφηγήσεις χαρακτηρίζονται από πύκνωση στην έκφραση, έτσι ώστε να δίνεται μια ιστορία σε μικρή έκταση ή και σε λίγες σειρές, με ενδιαφέροντα τρόπο. Τα κείμενα που παρουσιάζουν ομοιότητα με τα κλασικά χρονογραφήματα έχουν χιούμορ, προσωπική ματιά, δημοσιογραφικό χαρακτήρα ενίοτε και κάποτε λογοτεχνικές αξιώσεις, και καταλήγουν στις ευτυχέστερες περιπτώσεις σε κάποιο γενικό διαχρονικό σχόλιο. Συχνά πάντως μειονέκτημα αποτελεί η γρήγορη γραφή. Ήδη βέβαια τέτοια κείμενα, μικροαφηγήσεων και «χρονογραφημάτων», μεταφέρονται σε έντυπη μορφή, πολύ πιο προσεγμένα.

Και σύντομες αφηγήσεις είναι τα κείμενα του Κώστα Μαυρουδή και χαρακτηριστικά των καλύτερων χρονογραφημάτων παρουσιάζουν. Και, φυσικά, καθόλου βιαστική δεν είναι η αφήγησή του. Κρατά τον ρυθμό της και αφήνει τον αναγνώστη να ακολουθεί τον βηματισμό της και τη συνακόλουθη απόλαυση. Σαν κάδρο πριν από το κλικ της φωτογράφησης. Σαν την αναλαμπή της ανάμνησης που έχει καταγραφεί τη στιγμή της έντασης. Σαν τις κορυφές της μνήμης που εντάσσονται σε ένα στοχαστικό ξανακοίταγμα του χρόνου που πέρασε.

Εκατοντάδες άνθρωποι βρίσκονται καθισμένοι στην Πιάτσα ντελ Τζίλιο της Λούκα, την οποία προσπερνάμε επιστρέφοντας στο πάρκινγκ. Είναι βράδυ και έχουν μπροστά τους, πάνω στα τραπέζια που φωτίζονται με κεριά, παγωτά και αναψυκτικά. Σκέπτεσαι ότι ενώ χειρονομούν και φλυαρούν ανύποπτοι, είναι παγιδευμένοι στο σχήμα και στα χαρακτηριστικά αμέτρητων ανιόντων, «στοιχειωμένοι» από την παρουσία εκείνων, καθώς μεταφέρουν λεπτομέρειες της εικόνας τους. […]

Στην πάνδημη εσπερίδα της πλατείας κανείς δεν φαίνεται να υπολογίζει τις υπομνήσεις της μακρινής παρουσίας, κι ας μεταφέρει στην εικόνα του δια βίου, σαν υστερόβουλο σχέδιο, τα σημάδια της.

(σ. 45)

Διαύγεια στην αφήγηση, ώστε ο αναγνώστης να βλέπει τα περιστατικά και τα πρόσωπα να προβάλλουν ανάγλυφα. Ακόμη και στους στοχασμούς η διαύγεια της έκφρασης δεν σκοτεινιάζει την κατανόηση.

Από τη σελίδα 60 και μετά η αφήγηση μετακινείται από την έμφαση στις επισκέψεις διαφόρων τόπων και στο νησί των παιδικών-εφηβικών χρόνων στον τόπο διαμονής, με ακτινωτές αναφορές (λογοτεχνικά έργα, μεταφράσεις, αφορισμοί, αναφορές σε ταξίδια εν είδει σχολίων).

Θέλησα να αποκωδικοποιήσω, χωρίς να βάλω σε κίνδυνο τη συνοχή της, την αφήγηση του Μαυρουδή και τους τρόπους της, σε μια προσπάθεια να κατανοήσω ποια είναι τα στοιχεία που της προσδίδουν την ιδιαιτερότητα, τη σπιρτάδα και τη γοητεία. Παραθέτω ορισμένα από τα γνωρίσματα που εντοπίζω, με τη λειτουργία που θεωρώ πως έχουν.

Τα μέσα της αφήγησης και το ύφος:

-Σχήμα λιτότητας, σ. 60, συγκρατημένη έκφραση έντονης προσοχής και θαυμασμού, δεν μου διέφυγε αντί για «μου τράβηξε την προσοχή»: δεν μου διέφυγε το λικνιστικό βάδισμα μιας λεπτής φιγούρας που συνόδευε ένας μεγαλόσωμος ποιμενικός.

-χρήση της παθητικής σύνταξης με ποιητικό υποκείμενο, σ. 61, που δίνει μια άλλου είδους διατύπωση, περισσότερο αποστασιοποιημένη από το γεγονός. Με τον τρόπο αυτό, αφαιρεί τον χαρακτήρα του πρόσκαιρου και του προσδίδει μια επαναλαμβανόμενη ισχύ. Γίνεται χρονογράφημα και ταυτόχρονα στοχασμός.

Έχοντας ερωτηθεί από τον ξένο πού βρίσκεται η οδός Σαιντ Ιλέρ […] ένας εργάτης της γαλλικής πόλης Ν., που επιστρέφει αμέριμνος, με σκονισμένη την μπλε φόρμα του στο σπίτι, νιώθει για λίγο, μετά τον αιφνιδιασμό, το κολακευτικό αίσθημα να του αναθέσουν έναν υπεύθυνο ρόλο.

-Ο προσεγμένος μεταφορικός λόγος, στην περίπτωση, για παράδειγμα, του Κλεάρχου Γαζή, ο οποίος παρεμβάλλει, μεταφράζοντας, το 1955, το βιβλίο του Τζάκομο Λεοπάρντι Σκέψεις και αφορισμοί, εικοσιένα δικά του σημειώματα, συγγενικά με το πνεύμα του αυθεντικού έργου:

Ο λόγιος της μετεμφυλιακής Αθήνας δειπνεί για χρόνια, με αριστοτεχνική μεταμφίεση, στο τραπέζι ενός υψηλού οικοδεσπότη. (σ. 75)

-Η χρήση του β΄ ενικού αντί του α΄. Δοκιμάστε να διαβάσετε το κείμενο με πρωτοπρόσωπη σύνταξη, και η αίσθηση του χιούμορ πάει περίπατο, σ. 57.

Αφού ξέχασες στο ξενοδοχείο τον Μπλε οδηγό και τον χάρτη της πόλης, κι αφού διστάζεις να συμβουλευτείς έναν περαστικό, ακολούθησε το πρώτο μόνιππο που θα δεις να μεταφέρει τουρίστες: Το μόνιππο δείχνει πάντα το ιστορικό κέντρο, όπως το βαρίδι το κέντρο της γης.

-Η χρήση της αφηρημένης έννοιας αντί του προσώπου υποκειμένου (μετωνυμία). Με τον τρόπο αυτό το επικριτικό σχόλιο που διατυπώνεται ελαφραίνει  μέσα από την ουδέτερη διατύπωση, που αφαιρεί το βάρος από το υποκείμενο.

Στη σελίδα 67, όμως, η στοιχειώδης επάρκεια θα όφειλε να υποψιαστεί την ασυνάφεια.

(στο κείμενο σχετικά με τη λαθροχειρία του Κλέαρχου Γαζή, που αναφέρθηκε πιο πάνω, σ. 72)

Προσθέτοντας σε όλα τα προηγούμενα τη ζωηρή εικονοποιία της περιγραφής και την άνεση της αφήγησης, δίνεται το πλαίσιο μιας γοητευτικής γραφής, που κρατά την ποιότητά της είτε βοηθά τον αναγνώστη να στοχαστεί είτε τον οδηγεί σε αναδρομές χρονικές είτε τον συγκινεί είτε πληροφορεί είτε τον κάνει να χαμογελάσει.

Αποφασίζοντας ο Κώστας Μαυρουδής την επανέκδοση του βιβλίου ύστερα από 17 χρόνια, κάνει ακόμη μια αναμέτρηση με τον χρόνο: η οπτική του 2000 αναθεωρημένη, όχι σε μεγάλο βαθμό βέβαια, έρχεται να συναντήσει τον αναγνώστη του 2017. Και μπορώ να πω ότι τα κείμενα ελκύουν τον αναγνώστη με μια αξιοθαύμαστη αντοχή στις συνθήκες που αλλάζουν, κρατώντας την επικαιρότητα του στοχασμού τους.  Να συμπληρώσω ότι οι μικρές αλλαγές στη διατύπωση βελτιώνουν την πληροφορία που δίνεται ή την κατανόηση ενός γεγονότος από τον αναγνώστη σήμερα. Έχουν παραλειφθεί ελάχιστα κείμενα από την έκδοση του 2000.

Εστιάζω σε δύο κείμενα: το πρώτο είναι «Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι», στη σ. 44, και το δεύτερο «Οι Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι [2]», στη σ. 119-120.

Στο πρώτο, στην αρχή του βιβλίου, περιγράφεται η «συνάντηση» του αφηγητή με το αντικείμενο, σε ένα παλαιοπωλείο της Τοσκάνης:

Εν πάση περιπτώσει, αυτό που κυρίως ήθελε, ήταν να με βεβαιώσει ότι οι παλιές βαμβακερές κουρτίνες, τις οποίες περιεργάστηκα για λίγο, προέρχονταν από κατοικία της πόλης όπου είχε φιλοξενηθεί ή κρυφτεί (δεν κατάλαβα ακριβώς) περνώντας για μια νύκτα από κει, ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. […]

…δικαιούμαι να πω – κάνοντας τον ισχυρισμό του παλαιοπώλη ιστορική πιθανότητα – ότι κι εγώ είδα εκεί (ριγμένες σ’ ένα καλάθι με ταλαιπωρημένα κεντήματα) τις κουρτίνες που δέχτηκαν, για ένα έστω βράδυ, το ανήσυχο βλέμμα εκείνου που θεμελίωσε την ενιαία Ιταλία. («Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι», σ. 44)

Το δεύτερο κείμενο είναι αυτό που κλείνει το βιβλίο. Ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, με τον κύκλο αυτό, για το πώς κινείται η αφήγηση, για τις μνήμες που διασώζονται μέσα στον χρόνο από την προσωπική οπτική του αφηγητή, και του συγγραφέα φυσικά. Και για τον τρόπο που ο Κώστας Μαυρουδής ξέρει να τέμνει το προσωπικό με το γενικό, και με την Ιστορία.

Κάθομαι στην πολυθρόνα. Απέναντί μου η κυρία σιδερώνει σε ένα φαρδύ τραπέζι τις κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, που έχουμε πλύνει προσεκτικά με μιαν ήπια λευκαντική σκόνη. Η απόχρωσή τους κέρδισε ένα ελάχιστο ποσοστό φωτεινότητας. […]

Συνδεδεμένες με το παλαιοπωλείο της τοσκανικής πόλης και τις καλοκαιρινές εκείνες διακοπές, δεν θα είναι πλέον πηγή μιας ιστορικής εικασίας, αλλά κάτι σαν ήρεμο δαιμόνιο, που μας οικειώνει με την αθέατη κίνηση του χρόνου και την απέραντη επικράτεια όσων έχουν περάσει. («Οι Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι [2]», σ. 119-120)

Αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό της γραφής του Κώστα Μαυρουδή η σύνδεση του μικρού, του φαινομενικά ασήμαντου με τον χρόνο και με την Ιστορία, ώστε να αποκτά αυτό το ελάχιστο άλλες διαστάσεις μέσα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένα κομμάτι ύφασμα κοιταγμένο από την ανάλογη οπτική σε διαφορετικές συγκυρίες γίνεται η συνισταμένη του φθαρτού και πρόσκαιρου με τη μνήμη και τις συνδηλώσεις της.

Οι Κουρτίνες του Γκαριμπάλντι ανοίγουν και ανοίγονται στον κόσμο, αποκαλύπτουν λεπτομέρειες και σημαντικές στιγμές υποκειμενικά και αντικειμενικά, τις μεγεθύνουν με τη δύναμη του στοχασμού και τις ζυγίζουν με την αίσθηση του χρόνου που παρέρχεται και τις αποτιμά.

Ο αφηγητής προς το παρόν σιωπά, αλλά υπάρχει. (σ. 115)

Με τον αφηγητή κρυμμένο πίσω από πρόσωπα και ηλικίες, πίσω από γεγονότα και τόπους, αλλά πάντοτε παρόντα, να κρατά τα νήματα του χρόνου, της μνήμης και της αφήγησης.

 

info: Κώστας Μαυρουδής, Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι, νέα έκδοση Νεφέλη 2017

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΟ Αγαμέμνων του Γιάννη Ρίτσου: η ελεγεία ενός «διόλου ήρωα» ( της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθροΛογοτεχνία ενάντια στη λήθη (του Μάνου Κουμή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ