Κώστας Θ. Καλφόπουλος (Φρανκφούρτη, Οκτώβριος 2017).
Έναν χρόνο πριν από τα 70ά γενέθλια της Έκθεσης Βιβλίου στη Φρανκφούρτη, το Μεγάλο Σαλόνι της λογοτεχνίας, των συγγραφέων και των εκδοτών φιλοξένησε μεγαλοπρεπώς τη Γαλλία, ως «τιμώμενη χώρα». Η παρουσία του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας επισκίασε, στην αρχή τουλάχιστον, κάθε άλλη εκδήλωση, αφού ο Εμμανουέλ Μακρόν έκλεψε κυριολεκτικά την παράσταση, τόσο με την παρουσία του όσο και με τις παρεμβάσεις του για την ευρωπαϊκή πολιτική, αλλά και τον πολιτισμό.
Είναι η πρώτη φορά, που ένας ηγέτης χώρας κινείται στον χώρο του βιβλίου «σαν το ψάρι στο νερό» και αυτό τού το αναγνώρισαν τα Γερμανικά ΜΜΕ, πρωτίστως η Frakfurter Allgemeine, η οποία δεν δίστασε ν’ αναρωτηθεί ποιος Γερμανός πολιτικός ηγέτης θα μπορούσε με την ίδια άνεση να μιλάει για τον πολιτισμό, τη λογοτεχνία και τους συγγραφείς, όπως ο Μακρόν.
L’ ami francais
Οι γαλλο-γερμανικοί δεσμοί είναι βαθιά ριζωμένοι στη σύγχρονη ιστορία του πνεύματος και του πολιτισμού των δύο χωρών, ήδη από τα χρόνια του Φρειδερίκου Β΄, του επωνομαζόμενου και Μεγάλου, παρά τις γαλλο-πρωσσικές πολεμικές συρράξεις και τους δύο καταστροφικούς Πολέμους που ακολούθησαν. Αρκεί κανείς, μεταπολεμικά τουλάχιστον, να θυμηθεί το τραγούδι της Barbara, «Göttingen» (1967), που πρώτο συμφιλίωσε μελωδικά τα παιδιά της Γαλλίας και της Γερμανίας, την ταινία του Τρυφφώ, «Ζυλ και Ζιμ» ή το «Γράμμα σ’ έναν Γερμανό φίλο», του Αλμπέρ Καμύ, για να κατανοήσει ακόμα καλύτερα τη δήλωση του Μακρόν, ότι «με τον Μπένγιαμιν κατάλαβα καλύτερα τον Μπωντλαίρ», ασυνήθιστη για πολιτικό, αλλά καθόλου παράδοξη για έναν «μαθητή» του Πωλ Ρικαίρ.
Όμως, η γαλλική παρουσία ισορρόπησε ευφυώς το «εθνικό πρόσημο» στο πλαίσιο μιας πολιτιστικής διπλωματίας της francophonie. Στο κατάφωτο γαλλικό περίπτερο, ξύλινες κατασκευές φροντίζουν να υπενθυμίσουν και να συνδυάσουν τα φυσικά υλικά της παραγωγής και ταξινόμησης των βιβλίων, καταμερισμένες κατά τομείς (λογοτεχνία, κόμιξ κ.ά.) και γεμάτες με τίτλους γαλλικούς, στο πρωτότυπο, αλλά και στις μεταφράσεις τους (ακόμα και στα ελληνικά). Μια κουστωδία μαυροφορεμένων ανδρών και γυναικών, με ομπρέλλες και βεντάλιες, άλλοτε στέκεται στον εξώστη και άλλοτε κινείται νωχελικά ανάμεσα στους επισκέπτες, δίνοντας ένα απόκοσμο, σουρρεαλιστικό flair και μια νότα «εστέτ» στον χώρο.
Η Γαλλία δεν εξάγει απλώς «επώνυμα προϊόντα» από τη βαριά «βιομηχανία του πολιτισμού» και του στοχασμού. Η γλώσσα, «το σπίτι που κατοικούμε», κατά Χάιντεγγερ, που επηρέασε σημαντικά τους σύγχρονους Γάλλους φιλοσόφους, είναι ταυτόχρονα και το όχημα της γαλλικής διείσδυσης και υπεροχής, μέσω της francophonie, την οποία εκπροσωπούν συγγραφείς από το Κεμπέκ και το «Μαγκρέμπ» μέχρι την Καληδονία και την (γαλλόφωνη) Ελβετία. Είναι εκείνο το κατ’ εξοχήν στρατηγικό πλεονέκτημα, που δίνει τη δυνατότητα της cohabitation (συγκατοίκηση) του Προυστ, του Μπαρτ και του Ουελμπέκ με τον Σιμενόν, τον Τεντέν και τον Μπρελ, οσμώνοντας την πολιτική με τον πολιτισμό, το πνεύμα με την αισθητική και τον στοχασμό με το pop στοιχείο του πολιτισμού, για να θυμηθούμε και τον Γκοντάρ σε πολλές ταινίες του.
Θέματα που περισσότερο συζητήθηκαν στην Έκθεση και τα λογοτεχνικά ένθετα αφορούσαν τον Éduard Louis, τον Jean-Philippe Toussaint, τους (κοινωνιολόγους) Jean-Christophe Bailly και Didier Eribon, o οποίος αρθρογράφησε στη Süddeutsche κατά της πολιτικής Μακρόν, την Christine Angot και τη Virginie Despentes, μαζί με μία επανέκδοση σε καινούργια μετάφραση του «Καλή μέρα θλίψη» της Σαγκάν, αλλά και τις σκέψεις του Μ. Ουελμπέκ γύρω από τον Σόπενάουερ, από τη γαλλική πλευρά, ενώ από τη γερμανική ξεχώρισαν ο Daniel Kehlmann, ο Uwe Timm, αλλά και τα «Ημερολόγια Πολέμου» του Χάινριχ Μπαιλλ.
Η ελληνική παρουσία
Οι προσπάθειες της Ελλάδας συνίστανται στο να βρει τη θέση της η χώρα στην Έκθεση, κυρίως όμως να επανασυνδεθεί με τη γερμανική, και ευρύτερα, διεθνή αγορά βιβλίου, μετά την αποτυχία του 2001, όταν απεμπόλησε τη μεγάλη ευκαιρία, να διεισδύσει μεθοδικά, μακροπρόθεσμα και προγραμματισμένα, μέσω της Έκθεσης, στα Γερμανικά βιβλιοπωλεία. Ο μόνος, ουσιαστικά, που επέζησε ήταν (και παραμένει) ο Πέτρος Μάρκαρης, για διαφορετικούς πάντως λόγους. Η ελληνική παρουσία και συμμετοχή παραμένει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες αρκετών εκδοτών, ακόμα εγκλωβισμένη ανάμεσα στον κρατισμό και τον βολονταρισμό, καθώς απέχει συστηματικά, λόγω ελλείψεως στρατηγικού σχεδιασμού, ουσιαστικών προϋποθέσεων και κατάλληλων στελεχών, από τα δρώμενα και τη διεθνή πρακτική στον χώρο του βιβλίου, κυρίως στα ζητήματα της οργάνωσης και της στρατηγικής που συνδέονται άρρηκτα με το «λογοτεχνικό μάνατζμεντ» και δεν συναρτώνται άμεσα από τον κρατικό παρεμβατισμό.
Το θέμα αυτό απασχόλησε εν μέρει και τη συζήτηση στο Ελληνικό Περίπτερο που συντόνισε ο διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle (ειρήσθω εν παρόδω, στην παγκοσμιοποιημένη τηλεοπτική της εκδοχή μιλάει μόνο αγγλικά!), Σπύρος Μοσκόβου, με τη συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών (μικρών πάντως) εκδοτών (Grössenwahn, Elfenbein), της γνωστής μεταφράστριας, Μικαέλα Πρίντσινγκερ (που μεταφράζει και τα έργα του Π. Μάρκαρη) και του νεοελληνιστή Κώστα Κοσμά, συντονιστή του Centre of Modern Greece (CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (FUB), με την παρουσία του Θανάση Βαλτινού. Παρά τις όποιες εύστοχες παρατηρήσεις, η εγγενής αδυναμία ενός restart σε εντελώς διαφορετική και μακροπρόθεσμη βάση ήταν προφανής, στα στενά πάντως περιθώρια μιας ad hoc συζήτησης χωρίς γερμανικό κοινό.
Ο Θανάσης Βαλτινός ήταν επίσης και το «τιμώμενο πρόσωπο» στην ενδιαφέρουσα λογοτεχνική εκδήλωση, που έγινε στο βιβλιοπωλείο Weltenleser, το βράδυ του Σαββάτου (14. 10.), με αφορμή τη γερμανική έκδοση έργων του από τις Εκδόσεις Ρωμιοσύνη/ CeMoG, και τη συμμετοχή του εκ των μεταφραστών του Ulf-Dieter Klemm (ένας από τους τελευταίους Γερμανούς φιλέλληνες και γνώστης της ελληνικής λογοτεχνίας). Τη συζήτηση γύρω από το «Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη» συντόνισε επίσης ο Σπ. Μοσκόβου, σε μια βραδιά που θύμισε κάτι από τις παλιές καλές εποχές ενός δημιουργικού ελληνικού στοιχείου στη Γερμανία.
Από τις νέες ελληνο-γερμανικές εκδόσεις πάντως, ξεχωρίζει το βιβλίο για τον Κεραμεικό, σε συνεπιμέλεια των Andrea Schellinger (εξ ίσου γνωστή και καλή μεταφράστρια ελληνικών τίτλων στα γερμανικά) και Jutta Stroszeck, με κείμενα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και λογοτεχνών γύρω από την αθηναϊκή «νεκρόπολη» («…in einer Ruhe die wundernimmt», Kadmos Verlag, 2017).
Τέλος, με χαρά ανακαλύπτει κανείς στα καλά βιβλιοπωλεία της Φρανκφούρτης και της Καρλσρούης τη γερμανική έκδοση του «Κίτρινου φάκελλου», του Μ. Καραγάτση, σε μετάφραση του Theo Votsos και με πρόλογο του Πέτρου Μάρκαρη (Verlag Griechenland Zeitung, 2017).