Οι Αυτόχειρες του Γκυ ντε Μωπασάν και ο Τζάκομο Λεοπάρντι (του Ελευθέριου Μακεδόνα)

0
643
Manet, Suicide_1877-81

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας

Μία ανάγνωση της συλλογής διηγημάτων τού Γκυ ντε Μωπασάν, μέσω της φιλοσοφίας τού Τζάκομο Λεοπάρντι.

Είναι η αυτοχειρία προνόμιο μόνο των πλουσίων και των πριγκήπων; Όχι φυσικά. Έχουν το δικαίωμα να αυτοκτονήσουν, όποτε και με όποιον τρόπο το θελήσουν και οι φτωχοί, εφόσον έχουν φτάσει κι αυτοί στο σημείο να καταλάβουν “… ότι η Θεία Πρόνοια τους εξαπάτησε, τους έκλεψε, τους είπε ψέματα, τους κορόιδεψε, όπως οι βουλευτές τους ψηφοφόρους τους”[1] κι επομένως κι αυτοί “καθώς δεν μπορούν να την αλλάζουν κάθε τρεις μήνες, όπως κάνουμε εμείς με τους εντολοδόχους εκπροσώπους μας, μας αδειάζουν τη γωνιά – μια γωνιά, άλλωστε, που δεν είναι και τόσο ευχάριστη.”[2] Φυσικά, οι περισσότεροι ‘πελάτες’ τού ιδιότυπου “Συλλόγου εθελοντικής θανατοδοσίας” στο πρώτο διήγημα της συλλογής – Η Πλανεύτρα – είναι μέλη της ‘καλής κοινωνίας’ τού Παρισιού, αφενός διότι μετά την Παγκόσμια Έκθεση του 1889, η αυτοκτονία έχει γίνει πια πολύ της μόδας στο Παρίσι, κι αφετέρου, διότι όπως είχε προλάβει να γράψει λίγο πριν το Μωπασάν ο Τζάκομο Λεοπάρντι: “Όμως οι πρίγκηπες, οι οποίοι έχουν ήδη φτάσει στο απόγειο της ανθρώπινης ευτυχίας κι έχουν διαπιστώσει ότι αυτή είναι κενή και κατσιασμένη … δεν μπορούν παρά να αντιμετωπίσουν αυτήν τη ζωή ως ένα μέρος πραγματικά φρικτό και γεμάτο απελπισία από όποια πλευρά κι αν το δει κανείς, εκτός κι αν έχουν ήδη φροντίσει να υποβιβάσουν τις φιλοδοξίες τους σε χαμηλότερα επίπεδα και συνθήκες.”[3]

Μα, φιλοδοξία σημαίνει πάντοτε ελπίδα! Σημαίνει επιθυμία, προσδοκία. Σημαίνει προσμονή για ένα ‘καλύτερο’ μέλλον. Σε τελική ανάλυση, “Η ελπίδα είναι σαν την αγάπη για τον εαυτό, από την οποία κι εκπηγάζει ευθέως,” σύμφωνα με τη διατύπωση του Λεοπάρντι και πάλι.[4]  Διότι, είναι ίδιον της βαθύτερης ουσίας και της φύσης κάθε ‘ζώου,’ το να “μην είναι δυνατόν, ενόσω αυτό είναι ζωντανό, να το εγκαταλείψουν ποτέ η ελπίδα ή η αγάπη για τον εαυτό του.”[5] Κι όμως, αυτός ο νόμος, ο πιο καθολικός ίσως, αυτός που διέπει όλες τις υπόλοιπες μορφές ζωής, στην περίπτωση του ανθρώπου δεν είναι διόλου δεδομένος ή αδιαμφισβήτητος. Κι έτσι, υπάρχουν πάντα αυτοί που “… έχοντας ξυπνήσει από το όνειρο μιας αργοπορημένης ανταμοιβής, χωρίς την αυταπάτη μιας μέλλουσας ζωής, όπου επιτέλους ο Θεός, ύστερα από μια περίοδο μεγάλης σκληρότητας, θα έδειχνε τη δικαιοσύνη Του, έχοντας απομυθοποιήσει την αναζήτηση της ευτυχίας, τα έχουν βαρεθεί όλα και θέλουν να βάλουν τέλος σ’ αυτήν τη δίχως αναπαμό τραγωδία, σ’ αυτήν την ταπεινωτική κωμωδία.”[6]

Οι αυτόχειρες που παρελαύνουν στα διηγήματα του Μωπασάν είναι ξεκάθαρα ‘λεοπαρντιανοί’ τύποι. Έχουν απωλέσει ολοκληρωτικά πια την ελπίδα και μαζί μ’ αυτήν και την αγάπη για τον εαυτό τους. Δεν βαυκαλίζονται πλέον με κανενός είδους προσμονή για κάποιο καλύτερο μέλλον, δεν περιμένουν καμία ανταμοιβή από κανέναν – πολύ λιγότερο από ένα Θεό, ο οποίος για τόσον καιρό έχει κωφεύσει πεισματικά στις αγωνιώδεις επικλήσεις τους για μία μόνο έκλαμψη ευτυχίας – δεν αυταπατώνται καν για το ότι υπάρχει ευτυχία. Θα περίμενε κανείς ότι, έχοντας φτάσει στο κατώτατο αυτό σημείο απελπισίας, θα έβρισκαν επιτέλους την πολυπόθητη ευτυχία: τη νοούμενη ως την ολική απελευθέρωση του εαυτού από τη μέγγενη της αέναα ανικανοποίητης επιθυμίας﮲ από τη βασανιστική, διαρκή ματαίωση του παρόντος, στο όνομα ενός φαντασιακού και ποτέ πραγματοποιούμενου μέλλοντος﮲ από την ασταμάτητη προσμονή τού ‘καλύτερου’ και του ‘περισσότερο,’ σε βάρος τού τώρα διαθέσιμου. Όμως φευ: παραμένουν οι δυστυχείς ακόμη στην εδώ όχθη, δέσμιοι της ίδιας τραγικής ανθρώπινης κατάστασης. Δεν έχουν φτάσει ακόμη στο σημείο να απομυθοποιήσουν ολοκληρωτικά κι αμετάκλητα τη διαδικασία τής αναζήτησης της ευτυχίας. Δεν έχουν καταφέρει να ξεριζώσουν άπαξ δια παντός το καρκίνωμα της μόνιμης προσμονής, της ελπίδας. Μην γνωρίζοντας απλά τι ακριβώς είναι αυτό που προσμένουν ή επιθυμούν ή αναγνωρίζοντας την αδυναμία τους να το επιτύχουν, αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν τη μία “τουλάχιστον πόρτα που μπορείς πάντα να την ανοίξεις και να βρεθείς στην άλλη πλευρά,”[7] πρόωροι και οικειοθελείς ριψάσπιδες της ελπίδας, δηλαδή της ίδιας της ζωής. Έχοντας απεμπολήσει – όχι όμως κι αρνηθεί – την ελπίδα, έχουν απωλέσει στην ουσία και την αγάπη για τον εαυτό τους κατά Λεοπάρντι. Μην έχοντας ωστόσο καταφέρει να περάσουν στην κατάσταση της ολικής κι άνευ όρων ελευθερίας από τα δεσμά τής επιθυμίας και της ελπίδας, δεν διαθέτουν άλλην εναλλακτική από το να “την κάνουν για άλλες πολιτείες.”[8]

 

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο αυτόχειρας του διηγήματος Αυτοχειρίες. Ένας – φαινομενικά τουλάχιστον – ευτυχισμένος άνθρωπος, ο οποίος όμως φτάνει κάποια στιγμή να κατανοήσει σε όλη του την τραγικότητα το γεγονός, ότι ως άνθρωποι “Θα είμαστε πάντοτε έρμαια γοητευτικών πλην μάταιων ελπίδων, που δεν θα σταματήσουν ποτέ να υπάρχουν και να ξαναγεννιούνται.”[9] Με πιο γοητευτική, πιο μάταιη και πιο ικανή να αναγεννάται ες αεί ελπίδα, αυτήν του έρωτα. Ανασκαλεύοντας ένα συρτάρι με αντικείμενα γυναικών με τις οποίες είχε σχετιστεί στα χρόνια της νεότητάς του,, ο αυτόχειρας του διηγήματος μελαγχολεί και θλίβεται για το μεγάλο ψέμα τού έρωτα: “Εκείνη τη στιγμή οι ρομαντικές ιστορίες που είχα ζήσει, που οι πρωταγωνίστριές τους ζουν ακόμα σήμερα και έχουν κατάλευκα μαλλιά, με βύθισαν σε πικρή μελαγχολία, καθώς όλα αυτά είχαν τελειώσει για πάντα.”[10]

Οι αυτόχειρες των διηγημάτων τού Μωπασάν αυτοκτονούν λόγω της ματαίωσης των ελπίδων τους. Φτάνουν στην επίγνωση της πικρής μοίρας τού ανθρώπινου όντος – να είναι καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του όμηρος του ακόρεστου μηχανισμού της επιθυμίας, της προσδοκίας για ευχαρίστηση, για ευτυχία, για εξάλειψη του πόνου και ταυτόχρονα, δέσμιος του ακριβώς αντίστροφου μηχανισμού, ο οποίος δεν παύει να ακυρώνει ανά πάσα στιγμή την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας. Η ζωή συνεχίζεται όσο υπάρχει η δύναμη της επιθυμίας για ζωή. Είναι αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο τής ζωής η ύπαρξη επιθυμιών. Ο άνθρωπος εξ ορισμού τείνει προς ένα εκατομμύριο διαφορετικά πράγματα, τα οποία φαίνεται πως έχουν έτσι σχεδιαστεί, ώστε να μην είναι ποτέ δυνατή η πραγμάτωσή τους. Εάν μπορούσαν να πραγματωθούν, ο μηχανισμός τής επιθυμίας θα έφτανε σε ένα τέλος και τότε η ίδια η ζωή θα έπαυε επίσης να υπάρχει. Η ίδια η ‘τάση προς’ κάτι – ό,τι κι αν είναι αυτό – είναι η κινητήριος δύναμη της ζωής. Ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να επιθυμεί διαρκώς και διαρκώς να απογοητεύεται από τη ματαίωση των επιθυμιών του. Οι ήρωες των διηγημάτων τού Μωπασάν έχουν φτάσει – δυστυχώς γι’ αυτούς – στην επίγνωση αυτής της πικρής αλήθειας. Και υποφέρουν. Γιατί, όπως το έχει διατυπώσει ο Λεοπάρντι: “… η απουσία, η έλλειψη, η άρνηση της ευχαρίστησης, της ευχαρίστησης προς την οποία τείνει κάθε έμβιο ον, ως τον απώτατο και μοναδικό σκοπό τής ύπαρξής του, εις το διηνεκές, αλλά και σε κάθε στιγμή της ζωής του, από τη φύση του, από την ουσία του την ίδια, λόγω της αδιαχώριστης απ’ αυτό αγάπης για τον εαυτό του, η άρνηση λοιπόν της ευχαρίστησης, η οποία είναι ουσιαστικά η ίδια η τελειότητα της ζωής, δεν είναι απλώς μία έλλειψη χαράς, αλλά είναι πόνος …”[11] Γι’ αυτό κι ο ήρωας του διηγήματος Αυτοχειρίες μάς εξομολογείται: “Έτσι, μεγαλώνοντας, συνθηκολόγησα με τη δυστυχία, με την ιδέα ότι κάθε προσπάθεια είναι περιττή, κάθε προσμονή μάταιη …”[12]

Και τότε, αποφασίζουν να διακόψουν αυτό το άχαρο παιχνίδι, που η ζωή έχει παίξει μέχρι τώρα εναντίον τους. Πέφτουν λοιπόν  στην παγίδα μίας άνευ νοήματος και προσανατολισμού επαναληπτικότητας, γίνονται έρμαια της μηχανιστικής, άνοστης ζωής τού σύγχρονου ανθρώπου, όπως την ξέρουμε και τη ζούμε: “Εδώ και τριάντα χρόνια ξυπνάω κάθε μέρα την ίδια ώρα﮲ εδώ και τριάντα χρόνια πάω στο ίδιο εστιατόριο, τρώω την ίδια ώρα, τα ίδια φαγητά σερβιρισμένα από διαφορετικά γκαρσόνια,”[13] μας λέει ο ήρωας του Αυτοχειρίες. Και συνεχίζει: “Οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονται ασταμάτητα, μονότονες και θλιβερές. Ο τρόπος με τον οποίο βάζω το κλειδί στην κλειδαριά όταν γυρνάω στο σπίτι, το σημείο όπου βάζω πάντα τα σπίρτα μου, η πρώτη ματιά που ρίχνω στην κάμαρά μου όταν έχει ανάψει η λάμπα με κάνουν να θέλω να πηδήσω από το παράθυρο και να τελειώνω μια και καλή με όλες αυτές τις βαρετές κινήσεις, από τις οποίες δεν γλιτώνεις ποτέ.”[14] Κι ο μπαρμπα-Λεράς του διηγήματος Περίπατος, “λογιστής στο κατάστημα Λαμπύζ και Σία,”[15] που “επί σαράντα χρόνια … πήγαινε σ’ αυτήν τη φυλακή κάθε πρωί στις οχτώ και έμενε ως τις εφτά το απόγευμα, σκυμμένος πάνω από τα κιτάπια του, δουλεύοντας σαν ένας καλός και ευσυνείδητος υπάλληλος,”[16] του οποίου η ζωή επίσης “είχε κυλήσει χωρίς μεγάλα γεγονότα, χωρίς συγκινήσεις και, σχεδόν, χωρίς ελπίδες,”[17] αυτοκτονεί, όταν συναισθάνεται την τρομακτική επαναληπτικότητα και την έλλειψη οποιουδήποτε ορίζοντα, από τις οποίες χαρακτηρίστηκε ολόκληρη η άχαρη ζωή του: “Σωρεύονταν έτσι οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, οι εποχές, τα χρόνια. Κάθε μέρα σηκωνόταν την ίδια ώρα, ξεκινούσε, πήγαινε στο γραφείο, γευμάτιζε, έφευγε, δειπνούσε και ξάπλωνε χωρίς τίποτα να διαταράσσει τη μονοτονία και την κανονικότητα της ζωής του: ίδιες πράξεις, ίδια γεγονότα, ίδιες σκέψεις.”[18] Ο Λεοπάρντι – χωρίς να το γνωρίζει – περιέγραψε θαυμάσια τη μηχανική ζωή των ηρώων των διηγημάτων τού Μωπασάν: “Η συνήθεια είναι μία δεύτερη φύση, ειδικά η συνήθεια η οποία είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, τόσο διαρκής κι η οποία ξεκίνησε από μία τόσο τρυφερή ηλικία, όπως η συνήθεια (που συντίθεται από έναν άπειρο αριθμό επιμέρους διαφορετικών συνηθειών), η οποία μας κάνει να είμαστε οτιδήποτε άλλο εκτός από φυσικοί άνθρωποι, άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι υπακούουν στην αρχέγονη φυσικότητα του ανθρώπου και στη γενικότερη φύση των υπόλοιπων γήινων πλασμάτων.”[19]

 Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί μόνο στον άνθρωπο; Ο Λεοπάρντι δίνει την απάντηση: “Βλέπουμε πώς η προέλαση της λογικής τείνει όχι μόνο να μας κάνει δυστυχισμένους, αλλά και να καταστρέψει το ανθρώπινο είδος, όλα τα ζωντανά πλάσματα, ή τα όντα που είναι ικανά για σκέψη, αλλά και την ίδια τη φυσική τάξη των πραγμάτων.”[20] Είναι η Λογική, μας λέει ο Λεοπάρντι, την οποία μόνον ο άνθρωπος, – προς μεγάλη του δυστυχία, – διαθέτει, αυτή η οποία ευθύνεται για το ότι “η Φύση έχει πλήρως μεταλλαχθεί.”[21] Έτσι, “η ζωή μας έχει πάψει να είναι φυσική, αφότου η ευτυχία την οποία η Φύση προόριζε για ‘μάς έχει ‘πετάξει’ πια για πάντα κι εμείς έχουμε γίνει αθεράπευτα δυστυχισμένοι κι αφότου η επιθυμία μας να πεθάνουμε – την οποία, σύμφωνα με τις επιταγές τής Φύσης, δεν θα έπρεπε ούτε καν να μπορούμε να διανοηθούμε – μας έχει παγιδεύσει εξαιτίας της Λογικής κι ενάντια στη Φύση…”[22]

Μόνο ο άνθρωπος – όπως φαίνεται – είναι ικανός για μία τόσο συνεκτική, δαιδαλώδη, πολύπλοκη μνήμη, μία ασταμάτητη, όσο κι αδυσώπητη καταγραφή γεγονότων, την οποία ενισχύει διαρκώς με αμέτρητες υποκειμενικές ερμηνείες, συναισθηματικούς χρωματισμούς, προεκτάσεις. Μόνο ο άνθρωπος επομένως παγιδεύεται ακούσια στην κατασκευασμένη από αυτόν επικράτεια του Χρόνου, – του αποκλειστικά δικού του, – τον οποίον κανένα άλλο έμβιο ον δεν μοιράζεται μαζί του. Κι έτσι πελαγοδρομεί στο διηνεκές, σε έναν ωκεανό αναμνήσεων – απολιθωμάτων γεγονότων που κάποτε συνέβησαν, αλλά πλέον δεν υπάρχουν, – τα οποία εκλαμβάνει ως ζωντανά κι ως υπαρκτά ακόμη. Ζει επομένως σε μία σφαίρα φαντασιακή κι όχι πραγματική. Και, όπως είναι επόμενο, εναγκαλίζεται τη θλίψη – μία εναλλακτική λέξη για τη νοσταλγία και την παράδοξη ανθρώπινη επιθυμία να συνεχίσει να ζει αυτό που έχει πεθάνει, έστω και ως νεκρή ιδέα, ως μνημονικό αποτύπωμα του κάποτε υπαρκτού. Ο ήρωας του διηγήματος Αυτοχειρίες, αποφασίζει να ξεδιαλέξει τα παλιά χαρτιά που βρίσκονται εδώ και πολύ καιρό ατάκτως ερριμμένα στο σεκρετέρ του κι έρχεται αίφνης αντιμέτωπος με αναμνήσεις από τα νεανικά του χρόνια: “Αχ, σας εξορκίζω, αν αγαπάτε τη ζωή, μην αγγίζετε ποτέ τέτοια έπιπλα, νεκροταφεία της παλιάς αλληλογραφίας σας. Κι αν κατά λάθος τα ανοίξετε, αρπάξτε ό,τι γράμματα έχουν μέσα και κλείστε τα μάτια για να μην διαβάσετε ούτε μια λέξη, να μην δείτε ούτε έναν ξεχασμένο γραφικό χαρακτήρα, που θα τον αναγνωρίσετε και θα σας βυθίσει μονομιάς στον ωκεανό των αναμνήσεων﮲ ρίξτε στη φωτιά τα θανατερά αυτά χαρτιά﮲ κι όταν θα έχουν γίνει στάχτη, τρίψτε τη στάχτη αυτή για να γίνει μια ψιλή, αδιόρατη σκόνη… Αν δεν τα κάνετε αυτά, πάει, χαθήκατε… Όπως χαμένος είμαι κι εγώ εδώ και μία ώρα!…”[23] Σε μία αντίστροφη σχέση ως προς τη Μνήμη, – δέσμιός της ωστόσο κι ο ίδιος, – ο μπαρμπα-Λεράς τού διηγήματος Περίπατος θλίβεται όταν ανατρέχει στο παρελθόν του και διαπιστώνει ότι είναι απολύτως κενό αναμνήσεων κι ότι η ζωή του δεν περιείχε ούτε ένα άξιο ανάμνησης συνταρακτικό γεγονός: “Σαράντα χρόνια [εργασίας] που δεν είχαν αφήσει τίποτα πίσω τους, ούτε καν μια ανάμνηση.”[24] Κι αλλού: “Η κάμαρά του, όπως η ζωή του, ήταν άδεια από αναμνήσεις.”[25]

Άδεια από αναμνήσεις. Δηλαδή, στην ουσία, άδεια από Εγώ﮲ ή, άδεια από το Εγώ που οι ήρωες των διηγημάτων τού Μωπασάν θα επιθυμούσαν: ένα Εγώ πλήρες εμπειριών και ικανοποιημένων επιθυμιών﮲ προφανώς εγωπαθών και εγωκεντρικών, όπως εκ των πραγμάτων είναι και κάθε ατομική μας επιθυμία﮲ γεμάτο από έρωτες, επαγγελματική καταξίωση, από κοινωνική συναναστροφή, αποδοχή κι αναγνώριση. Κι επειδή – προφανώς – δεν μπόρεσαν να τα έχουν όλα αυτά στη ζωή τους, αυτοκτονούν. Τελικά, είτε με τη μία μορφή είτε με την άλλη, ο εγωισμός είναι αυτός που διαψεύδεται ή που δεν ικανοποιείται όσο θα το ήθελε και, μην μπορώντας να ανεχτεί την ‘αποτυχία’ του αυτή, αποφασίζει να αποχωρήσει: “Είναι το αποτέλεσμα της αγάπης μας για τον εαυτό που προτιμά το θάνατο από την αναγνώριση του τίποτα που είμαστε, … έτσι ώστε, όσο περισσότερο εγωιστές είμαστε, τόσο πιο διαρκής και ισχυρή είναι η ώθηση που νιώθουμε σ’ αυτήν την περίπτωση, να σκοτώσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.”[26]

Αυτή η θεμελιώδης, αθεράπευτη διάψευση είναι ο παράγοντας που οδηγεί τον ήρωα του Αυτοχειρίες στη δική του αυτοχειρία: “Όλα είχαν τελειώσει. Είχα φτάσει στις απαρχές της ζωής μου, αλλά ξαφνικά έκανα μεταβολή και είδα μπροστά μου τις μέρες που μου απέμεναν. Είδα το φριχτό γήρας, τη μοναξιά που με περίμενε, την ανημπόρια… Τέλος, τέλος, τέλος! Και ούτε ένας άνθρωπος πλάι μου! Το περίστροφό μου είναι εδώ, πάνω στο τραπέζι… Το γεμίζω… Μην διαβάζετε ποτέ τα παλιά σας γράμματα.”[27] Αυτός είναι και ο λόγος που αυτοκτονεί ο μπαρμπα-Λεράς στο Περίπατος. Η αναγνώριση, – δια της αναδρομής στα λαβυρινθώδη μονοπάτια τής μνήμης, – της αποτυχίας τού Εγώ του να πραγματωθεί, τον κάνει να αναλογιστεί το απόλυτο ναυάγιο της ζωής του και να προβεί στο απονενοημένο διάβημα: “Κι εκείνος, έξαφνα, σαν να σκίστηκε ένα πυκνό πέπλο, είδε τη δυστυχία, την ατέλειωτη μονοτονία και τη μιζέρια της ζωής του, τη μιζέρια του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντός του: οι τελευταίες μέρες του ήταν ίδιες κι απαράλλαχτες με τις πρώτες, χωρίς τίποτα μπροστά του, χωρίς τίποτα πίσω του, τίποτα γύρω του, τίποτα μέσα στην καρδιά του, τίποτα πουθενά.”[28] Σε μία ελαφρώς διαφορετική εκδοχή του, το πληγωμένο Εγώ τού αβά Βιλμπουά – ήρωα του διηγήματος Στον Ελαιώνα – τον οδηγεί κι αυτόν στη δική του αυτοκτονία. Έχοντας αποσυρθεί από τα εγκόσμια, κυρίως για να ξεχάσει τον αποτυχημένο νεανικό του έρωτα με μία γυναίκα κατώτερης κοινωνικής τάξης με πρόστυχο χαρακτήρα, η οποία από πολύ νωρίς τον απατά με το φίλο του που του τη γνώρισε, ο αβάς νιώθει την απόλυτη ταπείνωση, τη ματαίωση ολόκληρης της ζωής του, όταν έρχεται να τον συναντήσει, για πρώτη φορά, ένας αλήτης με πλούσιο ποινικό μητρώο, ο οποίος του παρουσιάζεται ως ο γιος του με τη γυναίκα εκείνη. Ο αβάς αυτοκτονεί τελικά, όταν ο φερόμενος ως γιος του, του αποκαλύπτει ότι η μητέρα του τού είχε πει ψέματα ότι το παιδί ανήκε στο φίλο του και όχι στον ίδιο, προκειμένου να μην τη σκοτώσει. Ο αβάς κατανοεί, ότι το ανθρώπινο έκτρωμα που βρίσκεται μπροστά του, πιστό αντίγραφο του αισχρού χαρακτήρα τής μάνας του, είναι όντως ο γιος του. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ο ίδιος, έξυπνος και ρωμαλέας σωματικής κατασκευής στα νιάτα του, ο πιο δυνατός άνδρας στην περιοχή όπου έχει αποτραβηχτεί ως κληρικός, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, άσος στη σκοποβολή και στην ξιφασκία, καλύτερος από όλους στο κολύμπι και στο ψάρεμα, ο Βιλμπουά αντιλαμβάνεται ως θανάσιμο για το Εγώ του πλήγμα, το γεγονός, ότι έχει φέρει στον κόσμο έναν κοινό εγκληματία, ένα μιαρό ανθρώπινο λύμα και επιλέγει την αυτοκτονία ως τη μόνη δυνατότητα λύτρωσης κι εξαγνισμού που του απομένει. Ενώ κι ο κύριος Λεμονιέ – ο πρωταγωνιστής τού διηγήματος Ο Μικρός – ένας ευκατάστατος υφασματέμπορος, ένας “καλοκάγαθος άνθρωπος, τίμιος, απλός, πολύ απλός, ειλικρινής, διόλου καχύποπτος ή πονηρός,”[29] – θα αυτοκτονήσει, όταν η υπηρέτριά του τού αποκαλύπτει, ότι ο γιος τον οποίον απέκτησε με τον έρωτα της ζωής του – τη φτωχή γειτόνισσά του την οποία παντρεύτηκε και αγάπησε με πάθος – δεν είναι στην πραγματικότητα δικός του, αλλά του ‘οικογενειακού’ του φίλου κυρίου Ντυρτούρ κι ότι αυτό είναι γνωστό σε όλον τον κόσμο, εδώ και χρόνια, εκτός από τον κύριο Λεμονιέ που το μαθαίνει τελευταίος, μόλις τώρα. Το πλήγμα για τη σταθερότητα του κοινωνικά και συναισθηματικά περιθωριοποιημένου Εγώ του είναι θανάσιμο κι ο κύριος Λεμονιέ δίνει τέλος στη ζωή του, μία ζωή που χαρακτηρίστηκε από μία αθωότητα και μία αγνότητα αισθήματος, οι οποίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι ανεκτές από τον υπαρκτό, τερατώδη κόσμο των ανθρώπων.

Στα διηγήματα της συλλογής Αυτοχειρίες τού Μωπασάν διατρέχουμε ολόκληρη την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης και ειδικότερα του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου τής μεγαλούπολης. Ό,τι διαβάζουμε είναι μια ακριβής ανατομία τού ψυχισμού τού ανθρώπου, αφότου αυτός απελάθηκε – ή αυτοεξορίστηκε – από το βασίλειο της Φύσης. Αναγνωρίζουμε όλες τις ψυχολογικές μάστιγες, από τις οποίες κάθε σύγχρονος άνθρωπος υποφέρει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ακροβατώντας μονίμως μεταξύ λογικής και τρέλας, επιβίωσης και εκούσιας αποχώρησης από τη ζωή. Δεν είναι τυχαίο που ο Μωπασάν, στο πρώτο κιόλας διήγημα της συλλογής – το  Η Πλανεύτρα – αναφέρει την Παγκόσμια Έκθεση του 1889: “ο αριθμός των αυτοκτονιών αυξήθηκε τόσο πολύ στην πενταετία μετά την Παγκόσμια Έκθεση του 1889, που έπρεπε να ληφθούν μέτρα επειγόντως. Αυτοκτονούσαν στους δρόμους, στις γιορτές, στα εστιατόρια, στο θέατρο, στο τρένο, στις δεξιώσεις του προέδρου της δημοκρατίας, παντού.”[30] Όπως σημειώνει ο μεταφραστής Γιώργος Ξενάριος – στον οποίον παρεμπιπτόντως πρέπει να αποδοθούν τα εύσημα για την επιτυχημένη απόδοση στα Ελληνικά τού νατουραλιστικού, πεσιμιστικού, αλλά και βαθιά φιλοσοφικού πνεύματος του Μωπασάν – η Παγκόσμια Έκθεση του 1889, κατά την οποία εγκαινιάστηκε κι ο πύργος τού Άιφελ, πέραν του στενά εμπορικού της χαρακτήρα, είχε και ευρύτερη σημασία ως προς το γενικότερο πνεύμα τού θετικισμού και της λατρείας προς τις Επιστήμες που επικρατούσε στον Ευρωπαϊκό χώρο τής εποχής, αφού στο πλαίσιό της παρουσιάστηκαν επίσης “όλα τα πρόσφατα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική, στην υφαντουργία, στις ατμομηχανές, στον ηλεκτρισμό.”[31] Ακριβώς στην κορύφωση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής επανάστασης και του θετικισμού, στο σημείο ακριβώς που η εμπιστοσύνη τού ανθρώπου στις δυνάμεις του φτάνει ίσως στο απόγειό της, οι αφανείς ήρωες των διηγημάτων τού Μωπασάν αυτοκτονούν κατά συρροήν, με διαφοροποιήσεις ως προς τις αφορμές ή το προσωπικό τους βιωματικό υπόστρωμα, αλλά με κοινούς παράγοντες τη μοναξιά, την οριστική ματαίωση κάθε ελπίδας και προσμονής, την αφύπνιση στη ματαιότητα κάθε στόχου και προσπάθειας εκ μέρους του ανθρώπου, μα πάνω από όλα, το αθεράπευτα πληγωμένο Εγώ τους, αυτόν το θαυμάσιο, εκπληκτικά περίπλοκο, αλλά τελικά επικίνδυνο για τη διατήρηση στη ζωή ψυχολογικό μηχανισμό μας, τον οποίον ακόμη αδυνατούμε να κατανοήσουμε σε όλες του τις λαβυρινθώδεις λεπτομέρειες.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σημειώσεις

[1] Γκυ ντε Μωπασάν, Οι Αυτόχειρες, μετ: Γιώργος Ξενάριος, Κέδρος 2018, Αθήνα, σ. 14.

[2] Ό.π. Εφεξής, κάθε πλάγια έμφαση (italic) στις χρησιμοποιούμενες αναφορές, είναι δική μας.

[3] Giacomo Leopardi, Zibaldone, Farrar, Strauss and Giroux, New York 2013, Kindle Edition.

[4] Ό.π.

[5] Ό.π.

[6] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 10.

[7] Μωπασάν, Αυτόχειρες, ό.π.

[8] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 14.

[9] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 25.

[10] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 30.

[11] Leopardi, Zibaldone, Kindle Edition.

[12] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 25.

[13] Ό.π.

[14] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 26.

[15] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 45.

[16] Ό.π.

[17] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 46.

[18] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 47.

[19] Leopardi, Zibaldone, Kindle Edition.

[20] Ό.π.

[21] Ό.π.

[22] Ό.π.

[23] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 28.

[24] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 48.

[25] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 53.

[26] Leopardi, Zibaldone, Kindle Edition.

[27] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 31.

[28] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σσ. 51-52.

[29] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 97.

[30] Μωπασάν, Αυτόχειρες, σ. 13.

[31] Ό.π., Σ.τ.Μ.

Προηγούμενο άρθρο«ΤA ΠΕΤΕΙΝΑ», φωτογραφικά πορτραίτα που καθηλώνουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη
Επόμενο άρθροΟι θεοί κατοικούν στην κουζίνα (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ