Σπύρος Λ. Βρεττός
H Λίλα Κονομάρα, στο βιβλίο της «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη», μας δίνει 12 διηγήματα στα οποία δεν θα βρούμε απτές και συγκεκριμένες ιστορίες, δεν θα βρούμε το οικείο και καθημερινό ως θέμα, αφού για την Κονομάρα δεν υπάρχουν «θέματα», αλλά «ζητήματα», συνειδητά δε, και εν γνώσει του διακυβεύματός της, καθιστά ζήτημα ανεπίλυτο ή δισεπίλυτο τις πιο πολλές από τις αφηγήσεις της.
Με γλώσσα στερεή, δυνατή, ποιητική πολλές φορές, που προσαρμόζεται υφολογικά στην κάθε αφηγούμενη ιστορία, ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο ή μη τόπο που αυτή συμβαίνει, επιχειρεί να μας εισάγει στον «αόριστο» κόσμο της, όπου ο χρόνος δεν είναι αυτός που ξέρουμε, αλλά παρότι περιέχει μέσα του την κυκλική ιστορία, εν τούτοις μας την φανερώνει σαν ένα ατελείωτο, γραμμικό συνεχές, όπου ο μύθος έχει την ίδια δύναμη και αξία με την Ιστορία, και όπου η επικάλυψη της Ιστορίας από τον μύθο και η συναίρεση του πραγματικού με το φανταστικό και μυστηριακό είναι βασικές συνιστώσες και προϋποθέσεις για την μετατροπή της κάθε αφήγησης και σε συγγραφικό «ζήτημα».
Γι’ αυτό το λόγο οι ανησυχίες του δημιουργού (και της ίδιας της συγγραφέως) καθίστανται όχι απλώς ορατές, αλλά συνιστούν και το βασικό ή ένα από τα βασικά «ζητήματα» σε αρκετά διηγήματα του βιβλίου: «Στους αντίποδες», «Γεωγονία», «Έργα και ημέρες», «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη», «Θν», τρία εκ των οποίων έχουν τοποθετηθεί σκοπίμως μάλλον στο μέσον του βιβλίου, φανερώνοντας έτσι και το «κέντρο» της αφήγησης .
Ο γεωμέτρης-αρχιτέκτονας λοιπόν που εγκλωβίζεται στα λαβυρινθώδη σχέδιά του (στο διήγημα «Οι ανησυχίες του γεωμέτρη», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο), είναι σαν τον άνθρωπο-δημιουργό που αφομοιώνεται βαθμιαία από το υλικό που επεξεργάζεται και τον κατευθύνει. Το διήγημα αυτό θα μας δώσει «οδηγίες-πληροφορίες» για την κατασκευή όχι των σχεδίων ενός γεωμέτρη, αλλά για τη συγγραφή όλων των διηγημάτων του βιβλίου, των 6 προηγούμενων και των 5 επόμενων. Γράφει η Κονομάρα σ’ αυτό το διήγημα:
«Η κατασκευή είναι κυκλική, εννοείται. Τόσο στο σύνολο όσο και στα επιμέρους στοιχεία κυριαρχεί η εντύπωση μιας αέναης, σταθερής και ομοιογενούς πραγματικότητας. Στο εσωτερικό, τα σχήματα παραλλάζουν χωρίς κάποια φαινομενική λογική, ενώ στην πραγματικότητα διέπονται εξ ολοκλήρου από την έννοια του χρόνου και εικονοποιούν τους τρόπους με τους οποίους το πεπρωμένο συνάπτει σχέσεις με το τυχαίο».
Αλλά ας δούμε τι συμβαίνει σε κάποια από τα διηγήματα αυτά. Στο πρώτο, «Εποποιία», επιχειρείται μια επιτομή της ελληνικής Ιστορίας από την πλευρά ιδίως της εμφύλιας διαμάχης, ενώ παράλληλα επιχειρείται και μια γλωσσική-υφολογική επιτομή που συνοδεύει την εξελισσόμενη ανά τους αιώνες Ιστορία, ώστε αυτή «η κυκλική κατασκευή» να δώσει, παρά την διαφορετικότητα του χρόνου και του γλωσσικού ύφους, την εντύπωση «μιας αέναης, σταθερής και ομοιογενούς πραγματικότητας». Η Κονομάρα είναι φανερό ότι θέλει να καθυποτάξει τον χρόνο και το γλωσσικό ύφος. Η ιστορία της εκτυλίσσεται στην αρχαία Ελλάδα κι από κει στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της ελληνικής επανάστασης και πιο πέρα στον 20ο αιώνα, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Οι διαφορετικές ιστορίες διαδέχονται η μία την άλλη κατά τρόπο που να νομίζεις ότι οι ίδιοι αρχετυπικοί ήρωες συνεχίζουν αενάως να μάχονται. Όλα γίνονται σε ένα ηρωικό μεν, αλλά διαρκώς ενοχικό και κατεχόμενο από τον φόβο της προδοσίας σκηνικό. Και όσον αφορά το ύφος της γραφής, στην αρχή θα βρούμε τη μίμηση των δημηγοριών του Θουκυδίδη, μετά τον τρόπο των απομνημονευμάτων των αγωνιστών του ’21 (Μακρυγιάννης), και τέλος τη γλώσσα μιας ημερολογιακής αυτοβιογραφικής καταγραφής. Ένα παλίμψηστο, αυτό είναι που η Κονομάρα μάχεται και επιτυγχάνει να μας δώσει. «Ξύνοντας» και αφαιρώντας την μία ιστορία και τον τρόπο εκφοράς της, θα συναντήσουμε από κάτω την επόμενη ιστορία-επιφάνεια και πάλι την επόμενη κ.ο.κ.
Κι αν εδώ («Εποποιία») έχουμε να κάνουμε με την ιστορική πραγματικότητα, σε άλλα διηγήματα του βιβλίου θα βρούμε το παλίμψηστο μιας ιστορικομυθικής ή απλώς μυθικής πραγματικότητας, αφού και ο μύθος για την Κονομάρα είναι πραγματικός όσο και η Ιστορία.
Ο γεωμέτρης είναι ο άνθρωπος-δημιουργός που αφομοιώνεται βαθμιαία από το υλικό που επεξεργάζεται και τον κατευθύνει
Την έννοια του παλίμψηστου θα μας την δώσει πιο ορατά η Κονομάρα στο τρίτο διήγημα, «Στην Πελαγονία», όπου με αφορμή ένα χειρόγραφο του 13ου αιώνα που βρήκε στη Μονή Βαζελώνος, θα επιχειρήσει να αναπληρώσει τα δυσανάγνωστα ή ολοκληρωτικά χαμένα αποσπάσματα, χρησιμοποιώντας ποικίλες ιστορίες και μύθους που εισχωρούν ο ένας στον άλλο ή ξεφυτρώνουν ο ένας από τον άλλο σε ένα διαρκές και πάλι παιχνίδι μεταμορφώσεων και αναζήτησης, όπου συναιρούνται πέραν του μύθου και της ιστορίας, το πραγματικό με το φανταστικό, το φυσιολογικό και αναμενόμενο με το μυστηριακό και απρόβλεπτο, στοιχείο δηλαδή που θα συναντήσουμε έκτοτε σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου.
Ο χρόνος όλων σχεδόν των διηγημάτων είναι ενιαίος και αδιαίρετος, ώστε όπου κι αν κάνεις τομή να βρίσκεις τα ίδια ή ανάλογα συμβάντα, τα ίδια ή παρόμοια πράγματα. Η προσωπική ιστορία δεν είναι μοναδική, αφού συμβαίνει σε όλους. Με τον ίδιο τρόπο που η Ιστορία κολυμπάει στον ενιαίο χρόνο, και η προσωπική ιστορία του καθενός γίνεται η προσωπική ιστορία των άλλων. Το ίδιο κατ’ ανάγκην πράγμα βιώνεται ως κυκλική ιστορία, αφού όλοι είμαστε «σαν νήματα πιασμένα στο αδράχτι της ανάγκης» και πηγαινοερχόμαστε «απ’ την μια άκρη του νησιού στην άλλη», θα μας πει η Κονομάρα στο δεύτερο διήγημά της, «Στους αντίποδες», που η ιστορία του και ο μύθος του ξετυλίγονται σε ένα «μπορχικά» δαιδαλώδες νησί, όπου ο ήρωας και η «Ελένη» του μοιάζουν να μην υπάρχουν, παρά να γίνονται επειδή η συγγραφέας θέλησε να υπάρξουν. Μια συγγραφέας όμως που και αυτή αυτοαναιρείται, αφού αν και δεν αμφισβητεί τον γραφικό της χαρακτήρα, θεωρεί πως κάποιος άλλος μιμήθηκε εν προκειμένω την γραφή της. Κλείσιμο ματιού και υπόμνηση προς τον αναγνώστη ότι διαρκώς, διαβάζοντας τα διηγήματα, θα έχει να κάνει με κάτι άπιαστο, αόριστο, μη συγκεκριμένο, που υπάρχει ή δεν υπάρχει, που μόλις υπάρξει θα αναιρεθεί, με κορυφαίο παράδειγμα την αναίρεση του ίδιου του κειμένου, της ίδιας της γραφής.
Στη «Γεωγονία», ένα διήγημα μπορχικό – καφκικό, από τα πλέον δραστικά και άρτια του βιβλίου, που παρουσιάζει τη στερεότητα κάποιων καρυωτακικών πεζών, ιδίως του «Ονειροπόλου», έχουμε να κάνουμε με τη σταδιακή αφομοίωση ενός ανθρώπου από την πέτρα ή αλλιώς με τον αλληγορικό, αγωνιώδη αφανισμό της ανθρώπινης διάστασης από ένα συμπαγές και εχθρικό περιβάλλον. Θα μπορούσαμε, σε μια δεύτερη ανάγνωση, να το δούμε και ως τη διαδικασία κατασκευής ενός γλυπτού που δεν λέει να βγει από την πέτρα και να πάρει σχήμα, καταδικασμένο να ζει στο εσωτερικό της. Και εδώ συναντάμε την μεταμόρφωση ως στοιχείο μυθικό, ιστορικό και διακειμενικό. Οι ελάχιστες κινήσεις του ανθρώπου που φθάνουν στην πλήρη ακινησία, καθώς και η ελάχιστη όραση-θέαση του κόσμου μέσω μιας σχισμής, φέρνουν φαινομενικά τη μινιμαλιστική «Γεωγονία» στον αντίποδα της «μεγαλειώδους», ιστορικής «Εποποιίας», δείχνοντας όμως το ίδιο πράγμα που βασανίζει τη συγγραφέα: το δισεπίλυτο και περίπλοκο κάθε ζητήματος που γίνεται αντικείμενο της γραφής της, που και αυτήν (τη γραφή) η συγγραφέας την θέλει να είναι ένα ακόμα μεγάλο ζήτημα΄ γι’ αυτό άλλωστε και τα υφολογικά «πειράματά» της.
Στο διήγημα «Έργα και ημέρες» η γλυπτική θα γίνει το φανερό θέμα-ζήτημα. Αν στη «Γεωγονία» η Κονομάρα είχε πει: «Στη συνέχεια εμφανίστηκαν και άλλες εκδοχές, το ζήτημα αντί να λυθεί γινόταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο περίπλοκο», εδώ θα πει το πιο αινιγματικό, μα ταυτόχρονα και πιο επεξηγηματικό των προθέσεών της: «Ακόμα και στα όνειρά του ήταν ζήτημα ανεπίλυτο, χρέος μ’ ενέχυρο τον εαυτό του». Το ζήτημα δηλαδή της δημιουργίας ενός γλυπτού και κατ’ επέκταση ενός δημιουργήματος αποτελεί χρέος του δημιουργού, και για αυτό το χρέος είναι που βάζει ενέχυρο τον εαυτό του, τον οποίο ελπίζει να τον ξαναπάρει πίσω ή να τον βρει τελικά μόνο μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας. Μέχρι τότε ο δημιουργός, και εν προκειμένω και η ίδια η συγγραφέας, δεν γνωρίζει εάν υπάρχει ή κατά πόσο υπάρχει. Γι’ αυτό λοιπόν ο γλύπτης του διηγήματος είναι αναποφάσιστος γι’ αυτό που φτιάχνει, γι’ αυτό και είναι νάρκισσος για το τέλειο που δημιουργεί και θέλει να του εμφυσήσει ζωή, γι’ αυτό και η γλυπτή κόρη ζωντανεύει και ο γλύπτης την βλέπει παντού. Όμως το τέλειο βρίσκεται στο όλο ή στα μέρη; Και ποια είναι η οριστική μορφή; Το δημιούργημα είναι αυτό που επιβάλλει τους όρους της δημιουργίας του και της μορφής του; Ή, ένα ακόμα ερώτημα, όπως και αυτό προβάλλει από τη συγγραφέα: ο δημιουργός φτιάχνει πάντα τον εαυτό του ή τη μήτρα που θα τον γεννήσει; Αξίζει να δούμε με ποιο τρόπο ο δημιουργός-γλύπτης ανακαλύπτει τον εαυτό του στην γλυπτή, ζωντανεμένη κόρη: «Έρμαιό της εκείνος διάβαζε και ξαναδιάβαζε του σώματος τις μνήμες, πότε μες στη σταγόνα που κυλούσε στη βάση του λαιμού, πότε γύρω από τους στήθους τους κυματισμούς ή του αφαλού τις σπείρες. Κι όταν εντέλει αφέθηκε μια μέρα να περιπλανηθεί στου αιδοίου της τις υγρές σπηλιές, σαν να διέκρινε πρόσωπο παιδικό, γνώριμο, πολύ γνώριμο, καθρέφτη του δικού του σε άλλους χρόνους και άλλες εποχές…».
Αν στο «Έργα και ημέρες» πίσω από τον γλύπτη-δημιουργό κρύβεται ένας μυθικός Πυγμαλίωνας, στη «Θυσία», ένα ακόμα πολύ δυνατό διήγημα, θα βρούμε τον θρησκευτικό μύθο της θυσίας του Ισαάκ να ξετυλίγεται σε διαστάσεις ιστορικά και μυθικά άχρονες, με κυρίαρχο ανατρεπτικό στοιχείο την πατροκτονία. Ο Αβραάμ θα πεθάνει από το χέρι του γιου του Ισαάκ: «Τόσο που πίστεψες στ’ αλήθεια πως η δική μου η θυσία ήταν κάποιου είδους θεϊκό πρόσταγμα. Ανόητε, κοίτα τώρα τι απόμεινε από σένα. Το πολύ πολύ, ένα μικρό κομμάτι της σάρκας σου να χωνευτεί μέσα σε κάποια πέτρα και σαν απολίθωμα φτέρης να ταξιδέψει στους αιώνες,. Κάθε φορά η ιστορία αρχίζει ανίδεη απ’ την αρχή, λένε κουνώντας το κεφάλι με νόημα οι γέροντες». Μια πατροκτονία που θα μπορούσε να είναι και του Λάιου από τον γιο του Οιδίποδα. Γι’ αυτό και στη «Θυσία», το τελευταίο πρόσωπο θα είναι ο Οιδίποδας που δεν θα τυφλωθεί, για να μπορεί με τα μάτια του να βλέπει μέσα του το αποκύημα του αιμοβόρου έργου του, ώσπου να φθάσει και γι’ αυτόν η στιγμή που χέρι γιου θα αφαιρέσει και τη δική του ζωή. Στη «Θυσία» το ύφος μοιάζει να έρχεται από την αρχαία τραγωδία, αλλά η μοίρα του ανθρώπου δείχνει άχρονη, προαιώνια, αρχετυπική.
Κοντά πάντα στον μύθο και την Ιστορία, αλλά από την πλευρά του παραμυθιού και του λαϊκού θρύλου, θα βρεθούμε διαβάζοντας τα διηγήματα «Το άλογο» και «Στην Πελαγονία», στο οποίο αναφέρθηκα και παραπάνω, τονίζοντας εκεί άλλες πτυχές του διηγήματος. Το φανταστικό και μυστηριακό στοιχείο είναι η καλύτερη συνθήκη για να ξετυλιχτεί το παραμύθι και η αλληγορία, για να δουλέψουν τα σύμβολα. Όμως κι εδώ όλα υπηρετούν την βασική συγγραφική σύλληψη: της μυστηριακής ταύτισης και ένωσης των πραγμάτων, των προσώπων και των καταστάσεων. Ένα θα γίνει το παιδί με το άλογό του («Το άλογο»), όπως ένα ενιαίο, αξεδιάλυτο πράγμα έχει γίνει ο χρόνος, η ιστορία και ο μύθος σε όλα τα διηγήματα του βιβλίου. Σε ένα πράγμα θα ενωθούν όλοι οι άνθρωποι στο διήγημα «Πομπή Ι»: πρώτα στην πομπή (πηγαίνοντας για προσκύνημα) και ύστερα στον κυκλικό χορό. Εδώ, η μινιμαλιστική χορευτική κίνηση θα γίνει τόσο ερωτική και η γραφή θα μπει σε μονοπάτια τέτοιας διονυσιακής έξαρσης, που δεν χρειάζεται να δουλέψουν περισσότερο οι μύθοι. Έχει καταστεί μύθος η ίδια η περιγραφή.
Το σύγχρονο στοιχείο θα εισέλθει σε δύο διηγήματα του βιβλίου και θα τα καθορίσει: Στο «Θν» και στο «Πομπή ΙΙ». Στο «Πομπή ΙΙ» η Κονομάρα διαλέγεται με το αμέσως προηγούμενο διήγημά της «Πομπή Ι», γίνεται δηλαδή διακειμενική εντός των δικών της ορίων. Πλέον δεν παρακολουθεί η ίδια την πομπή των ανθρώπων για να προσκυνήσουν, αλλά ένας σημερινός νέος. Η πομπή εδώ είναι ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι για έναν παίκτη, οπότε και το ύφος του διηγήματος αλλάζει, ανταποκρινόμενο στην αντίστοιχη γλώσσα των νέων. Σκοπός του παίκτη είναι να φθάσει στην κορυφή, εκεί που είναι ο ναός και μετά να περάσει σε επόμενα επίπεδα. Όμως και εδώ καραδοκεί ο πανάρχαιος μύθος της Γοργώς που θα ανατρέψει τα δεδομένα του παιχνιδιού, θα φανερώσει τη διάσταση ανάμεσα στο σύγχρονο (νέος) και το παλιό (μύθος) και θα αποδείξει ότι «αλώβητος δεν μέλλει σε κανέναν να βγει από τους δρόμους του μύθου και της ιστορίας», όπως θα πει η Κονομάρα στο τελευταίο της διήγημα «Θν». Η ξανθιά, ερωτική Γοργώ λοιπόν θα αποπλανήσει τον παίκτη και θα τον κάνει να χάσει: «Δε γαμιέται, αράζεις πλάι στη Γοργώ. Εκείνη χαμογελάει. Με μια απότομη κίνηση, βγάζει το μαντήλι. Μακριά ξανθά μαλλιά ξεχύνονται στους ώμους της. Μουσική υπόκρουση. Σόλο φλάουτο, αργό, μελωδικό. Αρχίζεις να φτιάχνεσαι. Πας να την αγκαλιάσεις. Τα μαλλιά γίνονται φίδια. Γλιστρούν επάνω σου. Τυλίγονται σφιχτά γύρω από το λαιμό σου. Στη θέση του φλάουτου ένας συριγμός. Ανατριχιαστικός. όσο πάει δυναμώνει. Ω μαλάκα, την πάτησες! Προσπαθείς να ξεφύγεις. Πολύ αργά. Δεν προλαβαίνεις πια να χρησιμοποιήσεις το μπαστούνι. Τέλος χρόνου. Game over. Score: 3.000 πόντοι».
Τέλος, το «Θν» είναι ένας ποιητικός, εσωτερικός, εν πολλοίς, μονόλογος, παραληρηματικός, όπου οι τελείες σπανίζουν και επικρατεί ο ασθμαίνων λόγος με συνεχείς κορυφώσεις. Η Κονομάρα έχει μπει πλέον στην πόλη της Αθήνας με το όχημα ενός μεταμοντέρνου λόγου. Οι λέξεις και τα σημασιολογικά τους φορτία την οδηγούν χαοτικά στους δρόμους και τους χώρους της Αθήνας, αυτές την παρακινούν να πάει παραπέρα και τη γραφή της και την αγχωτική της περιπλάνηση-αναζήτηση μέσα στη ζωή και τη μνήμη της. Το «Θν» δε μοιάζει να είναι δύο σύμφωνα από τις λέξεις «αθάνατη» και «Αθήνα», αλλά τα αρχικά της λέξης «θνητή». Άλλωστε το αμέσως προηγούμενο διήγημα του βιβλίου έχει ως τίτλο «Του κάτω κόσμου». Σημειώνω ότι το «Θν» έχει ήδη χαρακτηριστεί (Έλενα Χουζούρη) ως ένα πραγματικά σπάνιο λογοτεχνικά πεζογράφημα, όπου η συγγραφέας φτάνει σ’ ένα λογοτεχνικό κρεσέντο.
info: Λίλα Κονομάρα, Οι ανησυχίες του γεωμέτρη (εκδόσεις Κέδρος 2014)