Της Νίκης Τρουλιννού. (Ακράγαντας, Σικελία).
Δώδεκα το μεσημέρι, πρέπει να είσαι τρελή για να κατέβεις στην Κοιλάδα των Ναών δώδεκα το μεσημέρι με τριάντα πέντε βαθμούς Κελσίου, φόρεσε το καπέλο της, ένα κάποιο σούπερ μάρκετ είχε την ονομασία του στο γείσο του, ‘’ να πάρεις καπέλο αύριο, ο ήλιος του Νότου θα θερίζει, δεν είδες το δελτίο καιρού; ‘’
Όχι, το δελτίο του καιρού δεν το είχε κοιτάξει αποβραδίς στο Παλέρμο, είχε τόσα να φέρει πάλι μπροστά στα μάτια της, να μηρυκάσει, ούτε το πρωί στο Στατσιόνε Τσεντράλε, εδώ ήταν τα τρένα που τόσο αγαπούσε, να της παίρνουν το μυαλό. Υποψιάστηκε μόνο την αναγγελία από το μεγάφωνο, κάποια αλλαγή, άλλο τρένο, άλλη γραμμή, και ο άντρας γύρω στα τριάντα απάντησε στην απορία της σε σπασμένα αγγλικά: ‘’ με βλέπεις; Φοράω κόκκινο πουκάμισο. Μη με χάσεις. Θα σου πω ποιο τρένο. Κι εγώ εκεί. Αγκριτζέντο. ‘’ Και τον έπαιρνε από πίσω, σωστό σκυλάκι που ψάχνει τη σιγουριά του αφέντη. Και του επέστρεφε το χαμόγελο κάθε φορά που τον κοίταζε να της κάνει νοήματα, με τα δάχτυλα του χεριού – κίνηση που την έκανε να γελάσει – επέλεξε να της γνωστοποιήσει τη νέα ώρα και την νέα γραμμή. Αυτό δεν αγαπούσε στα ταξίδια; Τις τυχαίες συναντήσεις, τους άγνωστους συνομιλητές, την παντομίμα που επάξια αντικαθιστούσε την γλώσσα, την σιγουριά της ανθρώπινης επαφής που αντικαθιστούσε την αβεβαιότητα, είχε άπειρες ιστορίες να αφηγηθεί, ή και να δώσει συμβουλές, πώς να παραγγείλετε χοιρινό και πάπια στην Πράγα, πώς να πιείτε κρασί της φίρμας ‘’το αίμα του ταύρου’’ στη Βουδαπέστη και άλλα πολλά, θα πρέπει μια φορά να τα γράψει αναλυτικά, να γελάσει το μαραμένο χειλάκι του αναγνώστη, γύρω από την Μεσόγειο κυρίως, εδώ που οι άνθρωποι ανταποκρίνονται στο έπακρον στη γλώσσα του σώματος. Έτσι και χθες στην διαδρομή για την Τσεφαλού η καμαριέρα Σάντρα την ενημέρωσε με λέξεις αγγλικές, γαλλικές, ιταλιάνικες αλλά κυρίως με τα χέρια πόσα παιδιά έχει, που δουλεύει ο άντρας της, γιατί πάει κυριακάτικα στην Τσεφαλού, τι ώρα είναι το τελευταίο τρένο της επιστροφής, γιατί αξίζει να κατέβει στις Θέρμες να περπατήσει δίπλα στη θάλασσα, και να μην χάσει τη θέα από το Καστέλο Νουόβο ακόμη κι αν πληρώσει ταξί γι’ αυτό. Παρακολουθώντας τώρα το κόκκινο πουκάμισο του νέου στην διαδρομή για το Αγκριτζέντο κι άλλες απρόσμενες γοητευτικές συναντήσεις σε πλατείες και δρόμους έπαιρναν τη θέση τους στη μνήμη με φόντο τα θερισμένα χωράφια έξω από το παράθυρο του τρένου. Άλλα πάλι αθέριστα ακόμη, τριγυρισμένα από κίτρινους ασπαλάθους, ανθισμένα σπάρτα, σποριασμένα αγριομάραθα, πόσο μοιάζουν στον τόπο μου, μόνο που εδώ μοιάζουν να διατηρούν την αθωότητά τους καθώς δεν οικοδομούν στις κοιλάδες και τους λόφους. Στο βαθύ κίτρινο χρώμα που φλέρταρε με την σέπια, χώμα σκούρο σχεδόν μαυροκόκκινο, η εύφορη γη των ηφαιστείων, δεν την διάλεξαν τυχαία η Δήμητρα και η Περσεφόνη, ξεμοναχιασμένες ελιές, μπαλώματα με παπαρούνες σ’ ακαλλιέργητα χωράφια, ύστατος χαιρετισμός στον Μάη που φεύγει. Έρημα, γέρικα αγροτικά αρχοντόσπιτα με τα υποστατικά τους, κυκλωμένα από συστάδες δένδρων στις κορφές των λόφων, κάποτε λατιφούντια με τον παντρόνε και τον επιστάτη να κρατούν στα χέρια τους το νόμο θεών και ανθρώπων. Σισιλιάνικη ενδοχώρα που όλο και περισσότερο κλείνει το μάτι στα κείμενα του Πιραντέλο και στην απαράμιλλη ταινία των αδελφών Ταβιάνι, ‘’Χάος’’. Λίγο πριν τον σταθμό του Αγκριτζέντο το τρένο θα περάσει ξυστά από ένα ολόκληρο σχεδόν οικοδομικό τετράγωνο εγκαταλειμμένων οικοδομών, το μπετόν όρθιο στο χρώμα του γκρίζου, σίδερα έρημα ξιφουλκούν στον ορίζοντα, δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά τα αφημένα στη μέση έργα των βασιλιάδων της οικοδομής, άνθρωποι ‘’οικογενειών’’ που παρέδιδαν ή δεν παρέδιδαν, κατά το δοκούν, τις εργολαβίες, έχει πολλά τέτοια ‘’τοπία’’ η Νήσος, ή τις βιαστικά χτισμένες, γεμάτες κακοτεχνίες οικοδομές: οι τοπικές οικογένειες της Μαφίας πάντα ζητούσαν από τον εργολάβο το pizzo τους, αν δεν ήταν ο ίδιος ο εργολάβος στη Μαφία, την προμήθεια τους στην ανοικοδόμηση της Σικελίας μετά τις καταστροφές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τους βομβαρδισμούς που το νησί υπέστη πριν και κατά την απόβαση των Συμμάχων και πάει λέγοντας. Σήκωσε τα μάτια προς τα πάνω, στον βράχο η παλιά πολιτεία περιτριγυρισμένη από τις οικοδομές, τελειωμένες εδώ, αυτές οι φτηνές και κακότεχνες, το μυαλό της γραμμή καρφώθηκε στον Έλιο Πέτρι και την ταινία του, Le mani sulla citta.
Πέρασε την πύλη του αρχαιολογικού χώρου κι άρχισε ν’ ανηφορίζει. Οι ναοί με τα ονόματα των θεών της δικής της πατρίδας, ο Ήφαιστος αδύνατον ν’ απουσιάζει από το νησί της Αίτνας, και η Δήμητρα με την Περσεφόνη έχουν την τιμητική τους, όλα φωνάζουν Ελλάδα, είναι και η Σικελία τόπος που ανακαλύπτεις ξανά τον Τόπο σου, μπορείς να τ’ αγαπήσεις κρατώντας αποστάσεις από κατάντιες που ορμάνε στα μάτια και τ’ αυτιά όταν είσαι στη δική σου χώρα, ή μήπως εδώ είναι απλώς η ζωντανή ανατύπωση μιας καρτ ποστάλ, επομένως τι να σε νοιάζει; Εδώ έχεις την πολυτέλεια να θαυμάζεις εκ του ασφαλούς, εδώ δεν ζεις την καθημερινότητα σου, εδώ δεν σε πληγώνει η Ελλάδα με κείνον τον ύπουλο, σουβλερό πόνο κάτω από το στήθος, στο μέρος της καρδιάς… Μπροστά στο ναό της Ομόνοιας μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον άξονα του σώματος αποδεικνύεται σοφή έτσι που η θέα των ναών καθώς κείτονται σκορπισμένοι στην κοιλάδα αγκαλιάζεται με την θέα της θάλασσας κάτω στο λιμάνι του Εμπεδοκλή. Η ομορφιά, σκέτο, αυτό. Ο ήλιος σκληρός, αδυσώπητος καίει πάνω στα σώματα των περιηγητών, καίει, εξατμίζει τη θάλασσα, καίει το μυαλό, μια σκληράδα που νομίζει πως την βρίσκει ξανά την επομένη σ’ ένα πορτρέτο της μητέρας Πιραντέλο στον τοίχο της οικογενειακής κατοικίας, λίγο πιο κάτω.
Κάθισε στη σκιά μιας γέρικης ελιάς, – θα την ονόμαζε άραγε ο Λουίτζι ελιά σαρακήνα; Τη λέξη την είχε κάποτε κλέψει απ’ αυτόν, ελιές παλαιικές με ρίζες απλωμένες ξεσκέπαστες, στο έλεος του καιρό και του ανθρώπου, κορμοί – κορμιά να περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό τους, με σκοτεινές οπές και διαδρόμους στριφτούς, σάρκινους γεμάτους ρόζους αργασμένους από τον ήλιο, τη βροχή, τον άνεμο, ελιές ευλογημένες του μεσογειακού Νότου, ‘’ η σαρακηνή ελιά ως σύμβολο ενός τόπου, ως σύμβολο της μνήμης του, της Μνήμης, θα μπορούσαμε να πούμε της Μνημοσύνης, της μητέρας των Μουσών…’’ γράφει ο Λεονάρντο Σάσα στην βιογραφία του Πιραντέλο, και από μακριά δεν ήξερε τι να θαυμάσει πρώτο, τις κολώνες του ναού του Ηρακλέους φθαρμένες από τον Χρόνο, ή τον κορμό της ελιάς που άπλωνε τις ρίζες της γύρω, ανάμεσα στις πέτρες, στο ραγισμένο φιλόξενο έδαφος. Από το ξύλινο παγκάκι κοιτώντας στη μεριά με τις κατακόμβες, ροδοδάφνες, και μια φραγκοσυκιά, ώσπου το βλέμμα ήρθε πιο κοντά, ένας μεγάλος αθάνατος, αλόη η πολύχρονη, τα φύλλα της σαρκώδη, κάποτε στα νησιά της Μεσογείου έφτιαχναν σκοινιά από τούτα τα φύλλα. Και πάνω στη σάρκα τους σκαλισμένα, καρδιές και ονόματα, παιδιά μιας σχολικής εκδρομής στους ναούς που ερωτεύτηκαν, αποθανάτισαν το γέλιο τους σε μια φωτογραφία, άφησαν τ’ αρχικά τους στα φύλλα ενός κάκτου, παραμορφωμένα τώρα από το χρόνο, τα υγρά του φυτού ζωγράφισαν το δικό τους μήνυμα, μα τα ίχνη τους έμειναν, τα ίχνη μας, γι’ αυτό παλεύουμε όλοι, ν’ αφήσουμε τα ίχνη μας; Η μνήμη, η Μνήμη, η Μνημοσύνη, λοιπόν.
Πέρα από τους ναούς και την αρχαία ιστορία που το βιβλίο στα χέρια της αναλύει, υπάρχουν οι άνθρωποι του τώρα και του εδώ. Παρατηρεί έτσι τους τελευταίους τουρίστες να κατηφορίζουν προς την έξοδο γρήγορα, η θερμοκρασία δεν αστειεύεται πια, όσο γρήγορα τους επιτρέπει η ηλικία και τα κιλά τους. Συνειδητοποιεί πως οι περισσότεροι, που τόση ώρα δίπλα τους τριγυρνούσε, πρέπει να ΄ναι Ιταλοί της διασποράς. Από εκείνους που μπόλικους συναντά κανείς στα βιβλία και τις ταινίες, μια ακόμη μυθολογία η ζωή τους, διωγμένοι από τούτο τον ίδιο το σκληρό ήλιο, το σκληρό τοπίο, τη σκληρή ζωή στο σπίτι του πατέρα – αφέντη, στριμωγμένοι στην αρχή στο Μπρόνξ και το Μπρούκλιν, στις μικρές Ιταλίες τους, ώσπου να βρουν καλή ‘’δουλειά’’ στις ‘’οικογένειες’’. Ν’ ανοίξουν μαγαζιά, ristorante και tratoria, σπαγγέτι και πίτσα παρέα με το έγκλημα, γερασμένοι με βερμούδες και χρωματιστά πουκάμισα παίρνουν το δρόμο του γυρισμού. Με την χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και την κάμερα τελευταίου τύπου ψάχνουν μνήμες, αναμοχλεύουν πάθη, ξυπνούν φόβους, ίσως ο φόβος να είναι μια ακόμη όψη του σκληρού ήλιου.
Alexander Hardcastle. Να το μεταφράσει κανείς Αλέξανδρος Σκληροκαστρίτης, σημαδιακό όνομα κι επίθετο, ίσως έπαιξε ρόλο στην απόφαση του να σπουδάσει αρχαιολόγος, ο δικός τους Έβανς, ήρθε, έσκαψε, αναστύλωσε με προσοχή, και γύρισε να πεθάνει στον Ακράγαντα.
Όταν το λεωφορείο της γραμμής, περασμένες τρεις θα την αφήσει στην Πιάτσα Μαρκόνι, δεν το ήξερε πως ο ασύρματος εδώ στον Ακράγαντα πρώτα μπουσούλισε, το ‘χε ήδη αποφασίσει.
– Δεν φεύγω. Δεν μου φτάνουν οι αρχαίοι ναοί. Ήρθα και γι’ άλλα εδώ.
Ονειρεύτηκα δωμάτιο με κουφωτά στον ήλιο παραθυρόφυλλα και τραβηγμένες κουρτίνες ανάμεσά τους και ένα ποτήρι δροσερό λεμοντσέλο στο κομοδίνο, και με τον ιδρώτα να με μουσκεύει ανέβηκα τη via Atenea. Η αθηναϊκή οδός με τα παλιά σπίτια, τις μπαρόκ εκκλησιές της, κάθε τετράγωνο κι’ εκκλησία, ο τρόπος του Κιαρομόντε στις προσόψεις τους, τα σκαλοπάτια να συνδέουν τις γειτονιές, τα εστιατόρια και την πανσιόν της Σόνιας. Δεν ξέρω, θα με είδε τόσο ψόφια που η άγνωστη μου Σόνια με αντάμειψε. Το δωμάτιο μου κρεμόταν πάνω από ‘να καμπαναριό της κάτω γειτονιάς και κατάντικρυ στη θάλασσα της Μεσογείου. Ο βαθύς ύπνος γιατρικό και ο ήχος μιας καμπάνας, ακριβώς στις πέντε, – ονειρεύομαι; – ύστερα κι άλλη, η μια μετά την άλλη, καμπάνες με τον ήχο τους συνεχόμενο και διακοπτόμενο μαζί, καθώς κάθε φορά από άλλο σημείο του ορίζοντα εισβάλλουν, εισχωρούν στο δωμάτιο από την μισάνοιχτη μπαλκονόπορτα, ανεβαίνουν κατεβαίνουν τα σοκάκια, το αυτί μου χαρούμενο, αυτό που δεν ακουμπά στο μαξιλάρι νομίζει πως ξεχώρισε την πιο γλυκολάλητη, μπορεί αυτή να σήμανε και την απογευματινή περιπέτεια.
Μήπως παρασύρθηκα; Μήπως ξεπέρασα τα όρια; αναρωτήθηκα. Είχα πάρει το δρόμο από την πιάτσα Πιραντέλο, φαρδούτσικος στην αρχή, δεν χάνεσαι, σκέφτηκα, εδώ, και συνέχισα να προχωρώ στα στενά σοκάκια προς τα πάνω, τον Ακράγαντα, λένε οι μύθοι, τον έκτισε ο Δαίδαλος, ο αρχιτέκτονας του Λαβυρίνθου, μα πάλι ποιος δίνει σημασία στους συμβολισμούς της Ιστορίας. Λογικά θα έβρισκα εύκολα το Ντουόμο στην κορυφή, άλλωστε ήταν όμορφα εκεί μέσα, το δειλινό χάριζε κάτι το γλυκό και συνάμα ξινό στην ατμόσφαιρα, μπουγάδες απλωμένες ψηλά από τοίχο σε τοίχο, σκυλιά νωθρά λες και τα ’χε κορώσει κι αυτά η ζέστη που καλά κρατούσε μέσα τους ψηλούς τοίχους της παλιάς ακρόπολης, ύστερα όλο και πιο εγκαταλελειμμένα σπίτια, σκουπίδια δεξιά κι αριστερά, κι ας ήταν ούτε μέτρο το φάρδος του σοκακιού, το ξινό ήταν κάτουρο και όλο και πιο σκοτεινά έμοιαζαν όλα. Πρόλαβα να σκεφτώ πως ίσως είμαι στο Rabato, η πιο παλιά γειτονιά του Αγκριτζέντο, ‘’ μη χαθείς μέσα στο Ραμπάτο, δεν θα στο συνιστούσα’’ η φωνή του φίλου στο Παλέρμο. Αιώνες πριν το κατοικούσαν Άραβες, τώρα μετανάστες από την Τυνησία, τη Σενεγάλη και το Μαρόκο, απελπισμένοι Αφρικανοί περνούν τα στενά από την Αφρική στη Λαμπελούζα, κάτι παραπάνω από εκατό χιλιόμετρα θάλασσα, πολλοί πνίγονται εκεί με το όνειρο της Δύσης πίσω από τα μάτια. Πρέπει να ομολογήσω στον εαυτό μου πως φοβάμαι, ξαφνικά φοβάμαι ολομόναχη μέσα στο μισοσκόταδο του σοκακιού. Και πέφτω στην παρέα των παιδιών. Οι πιτσιρικάδες ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκάξι το πολύ, πάνω σε παλιά μηχανάκια που μαρσάρουν τ’ αγόρια, δυο – τρεις κοπελίτσες φτωχά ντυμένες κι όμως λαμπερές μέσα στο παιχνίδισμα του φλερτ, μιλάνε όλα μαζί και σιωπούν ξαφνικά στην εμφάνισή μου. Πως θα πάω στο Ντουόμο, ρωτώ, και ακολουθώ τα σινιάλα των χεριών τους και κάτι γνωστά sinistra και adestra. Περπατώ και ακούω τις μηχανές τους να μαρσάρουν πίσω μου, περνάνε βολίδες δίπλα μου, ξυστά, χάνονται σε κατηφορικό σοκάκι κάπου παράλληλα και πάλι μουγκρίζουν στα αυτιά μου. Φοβάμαι. Σφίγγω τη τσάντα, μυρίζω το φόβο να τρέχει από το σώμα μου και να συναντά τη μυρωδιά του κάτρουλου, τακτοποιώ τις σκέψεις μου, ως έστρωσες κοιμήσου, ηρωική μεγαλοκοπέλα, ο αυτοσαρκασμός σώζει τα έρμα, να τον και τον Αντρέα Καμιλέρι με τις ιστορίες του, πτώμα μεσήλικης τουρίστριας στα στενά του Ακράγαντα, βρέθηκαν πάνω της ερωτικές επιστολές με την υπογραφή κάποιου κυρίου Λεονάρντο Σάσα: ‘’ είμαι ένα ακρωτηριασμένο άγαλμα στο βάθος του καθαρού νερού./ Με μια αιωρούμενη και θρυμματισμένη χειρονομία ’’, εκφράζονται ερωτήματα εάν είχε σώας τας φρένας, – κουβαλούσε κι ένα βιβλίο με τίτλο, άκουσον, άκουσον, ‘’η νύκτα της κουκουβάγιας’’, η φωτογραφική μηχανή ίσως δώσει απαντήσεις στο μυστήριο. Οι μηχανές των αγοριών με ξεκουφαίνουν και τα πόδια μου μόλις υπακούουν στο κέλευσμα του μυαλού, κρατήσου ακόμα λίγο, επιτέλους στην κορυφή, τα μηχανάκια κάνουν κύκλο γύρω μου και περήφανα τα αγόρια φωνάζουν: ‘’ ecolo, signiora, il Duomo! ‘’ Αχ, πόσο δυνατά γέλασα μαζί τους, πόσο όμορφα τα πρόσωπά τους, πόσο ωραίο μου φάνηκε το Ντουόμο, πόσο με πίκρανε με τα κτισμένα, τυφλά λομβαρδικά του παράθυρα, ύστερα κατηφόρισα κι αναζήτησα στο στερνό φως της ημέρας την Santa Maria dei Greci, την Παναγία των Ελλήνων, ο καθολικός παπάς που βρέθηκε στο δρόμο μου με πληροφόρησε πως ‘’ οι Έλληνες δεν είναι πια εδώ’’ ‘’I sono grecia’’ πεισμωμένη του απάντησα. Κι ανακουφισμένη απομακρυνόμουν όταν πρόσεξα πως ένα αυτοκίνητο της πολίτσια με ακολουθούσε διακριτικά, από τον κεντρικότερο δρόμο ως να βγω τελείως από τα δαιδαλώδη στενοσόκακα.
Στην οδό Ματτεότι είπα στο σκουρόχρωμο μανάβη, ένα κιλό κεράσια, παρακαλώ, τ’ αγκάλιασα στη χάρτινη σακούλα τους και βγήκα σε κείνο το ξέφωτο, απ’ όπου είχα ξεκινήσει, γωνία της πιάτσα Πιραντέλο, η μαρμάρινη πλακέτα το επιβεβαιώνει – με την οδό Σινάτρα. Τ’ ακούμπησα στη φούστα κι άπλυτα όπως ήταν έτρωγα κι αγνάντευα τους κάκτους μπροστά μου στο μικρό πάρκο, στο βάθος αριστερά τους αρχαίους ναούς, κάτω μπροστά στα πόδια μου το Πορτομπέλο, και παντού τη θάλασσα, τη Μεσόγειο. Εκεί με βρήκε η νύκτα.
Οδός Ματτεότι, παλάτσο Άλντο Μόρο, περιοχή Σάκκο και Βανσέτι, αεροδρόμιο Φαλκόνε – Μπορσελίνο, οι άνθρωποι πρώτα σκοτώνουν και μετά εξυμνούν, ονοματίζουν δρόμους, λεωφόρους και πλατείες, είναι πια ακίνδυνοι οι σκοτωμένοι. Άλλωστε και τα ονόματα μια συνήθεια γίνονται, ποιος θυμάται, τι, ποιος ψάχνει, ποιος μιλά, η συνεχής επίκληση της Μνήμης είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος να την ακυρώνεις. ‘Η, κατά πως λέει ο φίλος: a wonderful example of hypocrisy.
Με το λεωφορείο της γραμμής κατεβαίνω προς το Πόρτο Εμπέδοκλε, εξηγώ στον περίεργο οδηγό πως είμαι Γκρέκα που θέλω να μ’ αφήσει στο Χάος, στο γενέθλιο σπίτι, και Μουσείο τώρα πια του Λουίτζι Πιραντέλο. Παλιά εμμονή, όχι από τα θεατρικά του που σχεδόν αγνοώ, μα τα διηγήματα, την βιογραφία του από τον Καμιλέρι, την ταινία των Ταβιάνι. Το σπίτι μέσα σε πεύκα και ελιές είναι ένα συμπαθητικό επαρχιακό μουσείο. Τα υλικά του δεν είναι γνήσια, φωτογραφίες και επιστολές αντίγραφα όλα, ίσως κάποια παλιά έπιπλα να δίνουν το άρωμα μιας εποχής, τίποτε άλλο. Το πιο ωραίο είναι η ζωντάνια μέσα και έξω από το οίκημα που επικρατεί: ένα δημοτικό σχολείο κάνει την επίσκεψή του, η δασκάλα ξελαρυγγίζεται, τα παιδιά σπρώχνονται ποιο θα βγει έξω πρώτο, μια ξύλινη καρέκλα στον ήλιο ξεχασμένη, και η γάτα του φύλακα με σοφία καθισμένη από κάτω, στη σκιά που η χοντρή ψάθα δημιουργεί. Το μονοπάτι από το σπίτι προς την θάλασσα είναι το ζητούμενο, λιθόστρωτο μέσα στα σκίνα, τα άνθη των αθάνατων πιο πέρα, ελιές και η κάπαρη απλωμένη σε κάθε βήμα έτοιμη ν’ ανθίσει, στο φόντο το γαλάζιο του νερού. Στο δρόμο περιμένω το λεωφορείο, η ζέστη αφόρητη ξανά, το νερό στο μπουκάλι η σωτηρία, και πάνω εκεί το βλέπω: το μικρό μωβ λουλούδι, είναι δεν είναι ψηλό ούτε λίγους πόντους, έχει φυτρώσει στη σχισμή που αφήνουν δυο τσιμεντόπλακες πάνω στο πεζοδρόμιο, έχει αντέξει τη ζέστη, έχει ανθίσει και επιμένει να με κοιτά. Θυμήθηκα αίφνης τι αγάπησα στο ‘’Χάος’’ των Ταβιάνι: ο συγγραφέας Λουίτζι έχει επιστρέψει στο πατρικό σπίτι, κι ονειρεύεται τη μάνα του αποκαμωμένος στην πολυθρόνα του. Τώρα είναι ο γιος Λουίτζι, είναι il figlio cambiato – το νεραΪδόπαιδο – κι η μάνα εξηγεί τι είναι δύναμη, να αυτό, του λέει, κι σφίγγει τη γροθιά, μα την ίδια στιγμή ανοίγει απαλά και γενναιόδωρα τη σφιγμένη παλάμη, και αυτό.
Ο οδηγός του λεωφορείου πατάει φρένο, και μου κάνει νόημα πίσω από το τζάμι, ‘’ έρχομαι, κάνω στροφή και σε παίρνω, περίμενε’’, είναι καλά έτσι, μια καυτή μέρα του Μάη στο Χάος, κι ένας οδηγός λεωφορείου να σε νοιάζεται. Σκύβοντας το κεφάλι το βλέμμα μου πέφτει σε ένα ακόμη θαύμα: μικρό λουλούδι, κίτρινο μου γνέφει σφηνωμένο και κραταιό ανάμεσα σε δύο πλάκες του πεζοδρομίου.