Οι άνθρωποι της γραφής (της Μαργαρίτας Μηλιώνη)

0
969

Μαργαρίτα Μηλιώνη (*).

Αν ρωτήσεις τους ανθρώπους που γράφουν γιατί γράφουν, θα λάβεις ποικίλες απαντήσεις. Ο άνθρωπος που διαβάζει χρόνια, ο ώριμος αναγνώστης  κατά κανόνα είναι σε θέση να διακρίνει τις γραφές και την αφετηρία τους. Την κινητήριο δύναμή τους, το καύσιμο της μηχανής τους. Στο έμπειρο μάτι του  είναι ευδιάκριτες οι γραφές που μαϊμουδίζουν, που μετεωρίζονται, που παραληρούν, που είναι ζητιάνες από ματαιοδοξία η από ανάγκη, που αναρριχώνται σαν κισσός ή είναι αυτοφυείς, που ναρκισσεύονται η είναι παγιδευμένες στον εαυτό τους από τον οποίο μάχονται εις μάτην να διαφύγουν, να δραπετεύσουν. Οι γραφές που είναι αφηγήματα αλλότριων ιστοριών ή έμβρυα μελλοντικών αναπτύξεων. Οι γραφές που περπατάνε στην πασαρέλα και κράζουν προσέξτε με και οι γραφές που σέρνονται σαν φίδια μέσα στα ασφυκτικά στενά της καθημερινότητας αναζητώντας οξυγόνο. Αναζητώντας ανάσες από  αλήθειες σε μια ασφυκτική από ψεύδη ζωή.

Πάμπολλες οι γραφές, όσες και οι άνθρωποι που γράφουν. Όσες οι φωτογραφίες τους, όσα τα δακτυλικά τους αποτυπώματα.

( Υπάρχει μια χημεία στις γραφές όπως και στις ανθρώπινες σχέσεις.

Υπάρχουν αναγνωστικές συναντήσεις που παράγουν μαγεία κι άλλες όχι.)

Υπάρχουν οι κυριαρχικές γραφές που από την πρώτη στιγμή επιδιώκουν να σου επιβληθούν. Υπάρχουν και οι παιχνιδιάρες γραφές εκείνες που σου λένε σε βλέπω, δεν σε έχω εξαφανίσει. Μαζί θα παραμείνουμε στο αναγνωστικό παιχνίδι. Μεταξύ μας δεν υπάρχουν παντογνώστες. Συντρόφους αναζητώ κι εγώ όπως εσύ. Ας περπατήσουμε λίγο μαζί. Δεν θα σε χάσω ούτε στιγμή από το οπτικό μου πεδίο.

Οι γραφές που από την στιγμή που ξαναβρήκαν την παιδική τους ηλικία δεν αποδέχονται να την απολέσουν ποτέ πάλι. Οι γραφές που έχουν περάσει από σαράντα κύματα και είναι βρεγμένες ως το κόκκαλο και ως μουσκεμένες, τη βροχή δεν την φοβούνται.

Στο ασκημένο μάτι του πολύ καλού αναγνώστη η γραφή που παίζει, που αυθαδιάζει, που αυτενεργεί, που αυτοσχεδιάζει, που δεν καταφεύγει σε λεξικά αλλά περπατάει στο δρόμο ελεύθερη, είναι ορατή.

Όσο πιο αυθεντική και ελεύθερη μια γραφή τόσο λιγότεροι οι αναγνώστες και σύντροφοί της.

Ο μέσος  αναγνὠστης έλκεται από την ευκολία να κινείται σε οικεία εδάφη, να μπορεί να αναγνωριστεί  σε αυτό που διαβάζει η έστω να αναγνωρίσει πρότυπα, πρόσωπα ή ηγέτες που θα τον οδηγήσουν στο δρόμο της προσωπικής δικαίωσης.

Οι πολλοί καταφεύγουν στην ανάγνωση ως πασατέμπο.

Ως μια απόσπαση της προσοχής ως μια διαφυγή από μια ασφυκτική και ανούσια ζωή.

Όσοι προσφέρουν τέτοια πραμάτεια βρίσκουν εύκολα πελάτες στη λαϊκή της ανάγνωσης.

Όσοι προσφέρουν έτοιμες και καθαρές  απαντήσεις βρίσκουν επίσης πελάτες. Τι επιθυμεί συχνά ο μέσος αναγνώστης; Να πάρει μια ανάλαφρη απάντηση και να την μεταφέρει σπίτι του να την προσφέρει, σαν δώρο στους φίλους του ή να κερνάει την παρέα στις ταβέρνες της Κυριακής.

Η πιο γνήσια ή πλέον αυθεντική γραφή θα ξενίζει θα παραξενεύει και τελικά θα απωθεί τον μέσο αναγνώστη.

Θα πάσχει από έλλειψη αναγνωστών.

***

Όσοι περνάνε την ζωή τους σκάβοντας και φυτεύοντας σπόρους θα δουν μια μέρα λουλούδια ν᾽ ανθίζουν. Όσοι χώνονται βαθιά στο ορυχείο θα εξορύξουν μια μέρα μετάλλευμα πλούσιο.

Όσοι έχουν την τεράστια τύχη να εξέλθουν σώοι και να επιβιώσουν από τέτοιου είδους διαδρομές έχουν ενδεχομένως πολλά να μας πουν.

Πού θα τους βρούμε;

Πού θα μας βρουν;

Ο χρόνος ίσως. Μπορεί να βρεθούν στο δρόμο μας την στιγμή που τους χρειαζόμαστε.

 

***

 

Και ο γραφιάς; αυτός ντε που γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς;

Αυτός που θα μείνει μόνος στην ερημιά  γιατί η γραφή του είναι η τσάπα του, είναι το καλέμι του (σκαλίζει το ξόανο της θεάς;)  είναι το δρεπάνι του που ανοίγει μονοπάτια μέσα στο δάσος; Ο κυνηγός της χίμαιρας η μήπως  ο δημιουργός της; εκείνος Ναι.  Θα συνεχίζει ό,τι και να γίνει. Με αποδοχή η χωρίς .Όσο κι αν τον λυγίζει η κόπωση. Όσο κι αν έρχονται στιγμές που η μοναξιά του θα είναι ασήκωτη. Θα ανάβει τα κόκκινα φωτάκια το σύστημα που θα δείχνουν απειλή. Η μοναξιά ανέβασε υψηλή θερμοκρασία, θα τον προειδοποιεί. Θα πονάει το σώμα του. Θα θέλει απεγνωσμένα ένα σώμα έναν κορμό  να τον συντροφέψει.

Θα πετάξει την τσάπα του και θα πέσει στο χώμα. Αν είναι καλοκαίρι η γη μπορεί να είναι ζεστή. Θα ανακουφιστεί. Θα ξεκουραστεί. Θα τον πάρει ένας γλυκός ύπνος. Το πρωί θα τον ξυπνήσουν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Θα συνεχίσει τη δουλειά του. Το καλοκαίρι είνα καλό για τους ερημίτες και τους περιπατητές, για τους γραφιάδες. Το χειμώνα τα πράγματα δυσκολεύουν.

Θα πρεπε διάολε, να υπάρχουν κάποιες ζεστές μονιές που θα ξεχείμαζε και ο έρμος ο μοναχικός γραφιάς με το κορμί του.

Ξεστράτισα πάλι. Ξεκίνησα να γράφω για γραφές και λίγο πριν το τέλος αναδύθηκε ο γραφιάς και ακόμα χειρότερα, το σαρκίο του. Το θνητό του σώμα. Ας είναι. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο όπως θα έλεγε ένας αγαπημένος.

Το παιχνίδι δεν σταματάει ποτέ και ιδιαίτερα μέσα στον πόλεμο. Γιατί και η γραφή πόλεμος είναι όπως το παιχνίδι, όπως η αγάπη, όπως η ζωή. Έτσι δεν είναι; (συνεχίζεται)

 

(*) H Μαργαρίτα Μηλιώνη είναι ποιήτρια

Προηγούμενο άρθροΚορτάσαρ, Αντονιόνι, μυστικά και ανείπωτα (της Ειρήνης Σταματοπούλου)
Επόμενο άρθροΤο λεξιλόγιο του πόνου στην αρχαϊκή και την κλασική ελληνική αρχαιότητα(Του Θανάση Καράβατου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ