Οικο- μνήμη και λήθη

0
287
O Henryk Skolimowski, καθηγητής της φιλοσοφίας στο τμήμα κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν στο Αν Άρμπορ, αποτολμά να χαράξει μια νέα φιλοσοφία, την οικοφιλοσοφία

Του Θανάση Καράβατου.

Σεπτέμβριος 2009: Μάθαμε ότι το ποτάμι που έπνιξε την κεντροδυτική Εύβοια έχει στην κεντρική του διαδρομή άνοιγμα τετρακόσια μέτρα, αλλά στην εκβολή του μόνο σαράντα. Η «αυθαίρετη» δόμηση στο παραθαλάσσιο «δέλτα» του, δίπλα στην Ερέτρια, περιόρισε δραστικά το εύρος του. Πώς να μην ξεχειλίσουν τα νερά που δεν έβρισκαν ελεύθερη τη φυσική τους διέξοδο; Η νεροποντή ήταν βέβαια «ακραία», μόνο που δεν «συγκρατήθηκε» επειδή τα παρακείμενα δάση είχαν καεί πριν δύο χρόνια και φυσικά δεν είχαν γίνει αντιπλημμυρικά έργα. Διπλή και τριπλή η ανθρώπινη «παρέμβαση» στη φύση που οδήγησε ώς εδώ, αν θυμηθούμε ότι και τα λεγόμενα «ακραία» μετεωρολογικά φαινόμενα στον ανθρώπινο γενικότερο βιασμό της φύσης οφείλονται. Και να έχεις τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ γεμάτα, σχεδόν αποκλειστικά, με την οδύνη και την αγανάκτηση των πλημμυροπαθών που «έβλεπαν» τις καταστροφές αλλά δεν «θυμούνταν».
1. «Δυστυχώς οι παροδικές εκφάνσεις μιας διευρυμένης αλληλεγγύης υποχωρούν σύντομα και αντικαθίστανται από τη λήθη των γεγονότων που την προκάλεσαν». Οι οικολογικές καταστροφές στην Πελοπόννησο το 2007 ήταν το έναυσμα γι’ αυτόν τον απαισιόδοξο προβληματισμό που διατύπωσαν σε σχετικό άρθρο τους [Ψυχιατρική 2007, 18, 1, 8] οι φίλοι συνάδελφοι Νίκος Τζαβάρας και Δημήτρης Αναγνωστόπουλος, τότε πρόεδρος και γενικός γραμματέας της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς. Ιδίως αν συνυπολογίσουμε και τα αποτελέσματα μιας επίκαιρης τότε δημοσκόπησης [Βήμα Ιδεών τχ. 8, σελ. 5, Δεκέμβριος 2007] που διαπίστωνε ότι, εντός του επικρατούντος ρευστού «ιδεολογικο-πολιτικού χυλού», ναι μεν καταγράφεται και μια «διάχυτη ανησυχία» για το κλίμα, πλην όμως η «ευαισθησία» αυτή «εξαντλείται στην ανέξοδη συμφωνία για κάτι που θεωρούν πως δεν τους αφορά». Ο προβληματισμός είναι ευρύτερος, λοιπόν και παραμένει πάντοτε στην επικαιρότητα: μνήμη και λήθη στην οικολογία.
2. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια έχει ανέβει στη χώρα μας η στάθμη της οικολογικής συνείδησης, όντας μάλιστα ιδιαίτερα αισθητή σε περιπτώσεις μεγάλων φυσικών καταστροφών. Ταυτόχρονα όμως δεν παύει να παρατηρούνται και οι γνωστές υπερβολικές αντιδράσεις που εξατμίζονται τάχιστα μόλις το εμφανές πρόβλημα παρέλθει. Αλλά την ώρα της μεγάλης καταστροφής γινόμαστε όλοι «οικολόγοι», οικολόγοι με εισαγωγικά κατά το πρότυπο των τηλεοπτικών μας αστέρων που, ακολουθώντας την επικαιρότητα, γίνονται πότε «καρδιολόγοι», πότε «σεισμολόγοι», πότε «χειρουργοί-μεταμοσχευτές οργάνων», «συνταγματολόγοι», «οικονομολόγοι» και πάει λέγοντας.
3. Τι μπορεί να πει ένας ψυχίατρος γι’ αυτή την περιοδική «λήθη των γεγονότων»; Σπεύδω να δηλώσω ότι το πρόβλημα δεν είναι ψυχιατρικό. Θα πω όμως ότι η ψυχιατρική, η ψυχολογία και οι νευροεπιστήμες μπορούν να μιλήσουν με επιστημονικό κύρος για τη μνήμη και την αμνησία κι ελπίζω να φανεί ότι μπορούν να φωτίσουν το πρόβλημα μέσα από κάποιες αναλογίες.
4. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, λέγοντας ότι λήθη και μνήμη είναι αξεχώριστες. Αδύνατο να υπάρξει «εύχρηστη» μνήμη χωρίς λήθη. Αλίμονο αν διατηρούσαμε στα νευρωνικά μας κυκλώματα όλα τα προσπίπτοντα ερεθίσματα. Εύγλωττο αρνητικό παράδειγμα ο Φούνες, ο ήρωας του ομώνυμου διηγήματος του Μπόρχες με την απέραντη μνήμη που αδυνατούσε να ξεχνά ό,τι προσέπιπτε στην αντίληψή του, κι έτσι δεν μπορούσε να σκεφτεί γιατί μόνο θυμόταν [«Φούνες, ο μνήμων», στο Χόρχε Λούις Μπόχες Άπαντα πεζά. Ελληνικά Γράμματα 2005, 171-178]. Ευτυχώς, τα ερεθίσματα έρχονται και παρέρχονται γιατί η προσοχή μας [και το συναίσθημα] δεν τα κράτησε, αλλά και κάποια τα απωθήσαμε γιατί θα ανέδυαν σύγκρουση. Μερικές φορές όμως, το απωθημένο επανέρχεται ως σύμπτωμα. Ευκαιρία για μια πρώτη αναλογία: Όπως για παράδειγμα, όταν εκδηλώνεται –υστερικώ τω τρόπω– το κοινωνικό σύμπτωμα της «ιερής αγανάκτησης» επειδή το κράτος είναι απόν όταν το αυθαίρετο καίγεται ή πλημμυρίζει, αλλά όχι όταν χτίζεται παράνομα, στο δάσος ή μέσα στο ρέμα [Βλέπε το εύγλωττο και όχι μοναδικό παράδειγμα που προέταξα].
5. Να ξεχνάμε, αλλά και να θυμόμαστε… Ναι, αλλά τι σημαίνει θυμάμαι… Διαχωρίζουν συνήθως τη μνήμη από τη συνήθεια που είναι απλή επανάληψη, ένα χαμηλότερο, ας πούμε, επίπεδο μνήμης, κοινό στα ζώα και τον άνθρωπο. Η κυρίως ανθρώπινη μνήμη χαρακτηρίζεται από μια κοινωνική πράξη, τη διήγηση που προϋποθέτει την αναγνώριση του παρελθόντος ως τέτοιου, για το οποίο ο Maurice Halbwachs υποστήριζε, από το 1925 [Les Cadres sociaux de la mémoire (1925), PUF 1952 & La mémoire collective, PUF 1968], ότι δεν αναπαράγεται απλώς αλλά επανακατασκευάζεται με βάση την εμπειρία και τη συλλογική λογική. Σχηματοποιώντας θα πω, σχεδόν αξιωματικά, ότι στο θέμα των καταστροφών μένουμε συνήθως στο επίπεδο της μνήμης-επανάληψης: σε κάθε έξαρση φλυαρούμε ασύστολα, με τον ίδιο τρόπο που, σε άλλο επίπεδο, πολιτικολογούμε στον καφενέ χωρίς να κάνουμε πολιτική.
6. Το πρόβλημα δεν λύνεται φυσικά διαβάζοντας βιβλία του ψυχολογικού συρμού που διαφημίζουν τρόπους για να αυξήσουμε τη μνήμη μας. Τέτοιες υποσχέσεις βασίζονται στην αντίληψη ότι δεν χρησιμοποιούμε το σύνολο των δυνατοτήτων του εγκεφάλου μας. Ουδέν ψευδέστερον. Όλες οι περιοχές του μυαλού μας συμμετέχουν σε κάθε μας νοητικο-συναισθηματική ενέργεια. Τις κρυμμένες μας δυνατότητες στην πλαστικότητα των συναπτικών συνδέσεων μεταξύ των νευρικών μας κυττάρων θα τις βρούμε. Ας δούμε προσεχτικά. Μια ακόμα κατ’ αναλογίαν προσέγγιση του προβλήματος που συζητάμε βρίσκεται εδώ.
7. Πλαστικότητα θα πει δυνατότητα συνεχούς κατασκευής νέων συνδέσεων και εξειδικευμένου διαχωρισμού αυτών που αντιστοιχούν σε γνωστικά σχήματα: αλλού αυξάνονται, αλλού χάνονται κι αλλού προστίθενται. Κι αυτό το πετυχαίνουμε ερχόμενοι σε επαφή με τα πράγματα, τις προκλήσεις. Είναι αλήθεια ότι με το γήρας αρχίζει και μειώνεται. Κοντά σε αυτή τη δυνατότητα υπάρχει και μια άλλη, αυτή που από πολύ νωρίς διαμορφώνει πάγιες δράσεις, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τη γλώσσα. Με τη γέννηση του το νεογνό ήδη ξεχωρίζει τους ήχους που το περιβάλλουν. Εξ αρχής διακρίνει όλα τα υπαρκτά φωνήματα, ικανότητα που θα χάσει σε λίγους μήνες για να περιοριστεί στα φωνήματα που ακούει. Το παιδί θα μάθει να μιλάει τη γλώσσα που του μιλάνε, τη μητρική του γλώσσα. Από τη μια λοιπόν, χτίσιμο σταθερών δομών από πολύ νωρίς, σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον, κι από την άλλη, ευλύγιστες, ανοιχτές δομές.
8. Μπορούν, άραγε, να υπάρξουν στρατηγικές κατά της αμνησίας, ώστε να αναπτυχθεί και εμπεδωθεί η οικολογική συνείδηση μονιμότερα; Ιδού τι κατά τη γνώμη μου χρειάζεται, κατ’ αναλογία πάντα. Όπως συμβαίνει με τους ήχους της γλώσσας, έτσι και με την οικολογία: αν δεν ακούγεται στο οικογενειακό περιβάλλον, στο σχολείο, στη γειτονιά ο «ήχος της οικολογίας», η έννοιά της θα χαθεί. Χρειάζεται λοιπόν η εξοικείωση στα θέματα της οικολογίας να αρχίζει από τη μικρή ηλικία και να διαρκεί. Κι ύστερα απαιτείται, όπως γίνεται με τους νευρώνες, να κληθούν σε σύναξη και σύναψη οι ευαισθητοποιημένοι πολίτες κάτω από ποικίλα ευλύγιστα σχήματα και μορφές. Ένα τέτοιο δίκτυο είναι εξ ορισμού ανοιχτό στη διεύρυνση και την εξειδίκευσή του, για να εκδηλωθεί δυναμικά εντός του κοινωνικού ιστού. Ανάγκη λοιπόν να βγούμε από τον κοινωνικό μας αυτισμό, γιατί σε μας τους ψυχιάτρους είναι γνωστό πως στον αυτισμό παρατηρείται συνήθως μια κάποια αδυναμία στη διατήρηση της μνήμης των κοινωνικών δρώμενων.
9. Επανέρχομαι σ’ αυτό που δήλωσα ευθύς εξ αρχής: το πρόβλημα δεν είναι ψυχολογικό, ψυχιατρικό ή βιολογικό. Κι αυτό έχει να κάνει με τον τρόπο συγκρότησης του ανθρώπινου ψυχισμού ως σύνθεση που προκύπτει μέσα από τη διαμόρφωση του ανθρώπινου εγκεφάλου καθώς έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον, φυσικό και κοινωνικό. Σύνθεση που επιτρέπει την υπέρβαση των δύο αυτών συνιστωσών, για να γίνει ο άνθρωπος ένα μοναδικό (βιολογικά και ψυχολογικά) κοινωνικό άτομο που δεν αντανακλά παθητικώς το περιβάλλον. Συμμετέχει στην κατασκευή του. Διότι, πέραν της πραγματικότητας υπάρχει η ψυχική, του καθενός, πραγματικότητα. Αλλά και κάτι ακόμα, διότι οι «ανταλλαγές» που αναπτύσσονται αφορούν και «αγαθά» και οι κοινωνικές σχέσεις εμπεριέχουν την κοινωνική-τεχνική τους διάσταση. Σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε πια με την οικονομία και την δυναμική των κοινωνικών σχέσεων και όχι με την ψυχολογία. Εξ αυτού του λόγου και η καθορισμένη, πάει να πει και περιορισμένη, εμβέλεια του ψυχολογικού λόγου σε θέματα παρόμοια με αυτά που συζητάμε εδώ.
10. Το πρόβλημα είναι, εν τέλει, κοινωνικό. Η ψυχολογία, η ψυχιατρική και οι νευροεπιστήμες ελπίζω να βοήθησαν να γίνει κατανοητό μέσα από έναν άλλο δρόμο.

Προηγούμενο άρθροΑπό τα τετράδια του Βιετνάμ
Επόμενο άρθροΚαλοκαίρι και ανάγνωση

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ