Του Δημοσθένη Αγραφιώτη (*)
Τον τελευταίο καιρό πυκνώνουν οι αναφορές στον «Ευρωπαϊκό πολιτισμό» ή «στις αξίες της ηπείρου μας», καθώς και οι εκκλήσεις να προστατευθούν οι πολιτισμικές ιδιοτυπίες ή και ακόμη η ταυτότητα της Ευρώπης. Πολιτικοί (άντρες και γυναίκες) διεκδικούν το δικαίωμα να διατυπώσουν την πιο ουσιαστική και τη πιο γνήσια διάγνωση για την τύχη των πολιτιστικών και πολιτισμικών προτύπων και στη συνέχεια να ισχυριστούν πως η δράση τους δεν αποβλέπει παρά στην καλύτερη προστασία αυτών των προτύπων. Ιδιαίτερα με τους «εισβολείς πρόσφυγες» προ των πυλών, το πεπρωμένο των Ευρωπαϊκών πολιτισμών – για ένα αυξανόμενο αριθμό πολιτών – βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο ή ακόμη πιο δραματικά, σε φάση ανεπανόρθωτης καταστροφής. Εξάλλου, όλο και πιο συχνά κοινωνικές ομάδες διατείνονται ότι μιλούν στο όνομα των αυθεντικών πολιτισμικών αξιών της Ευρώπης, χωρίς ωστόσο να μπαίνουν στον κόπο να οριοθετήσουν τις «αξίες» αυτές με κάποια σαφήνεια , χωρίς να υποπτεύονται τα όρια της νομιμότητας στη χρήση του όρου «αξίες» προκειμένου να προσεγγίσουν τα συμβεβηκότα στην γηραιά Ήπειρο.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι θεμελιωτές – πατέρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης προτίμησαν να κτίσουν την νέα Ευρώπη μ’ ένα απλό τρόπο: πριμοδοτώντας τις εμπορικές, τις οικονομικές και τεχνολογικές μεταβλητές, αφήνοντας εκτός οθόνης τις ιδεολογικές και πολιτιστικές ορίζουσες. H μετωνυμική τακτική – με την επιλογή του οικονομικού και όχι του πολιτιστικού στο σύνολο του προκειμένου να διαμορφώσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε) – δεν είναι χωρίς αρνητικές συνέπειες στην ανέλιξη της ίδιας της ευρωπαϊκής περιπέτειας. Λέγεται ότι στο τέλος της ζωής του ο Jean Monnet είχε διατυπώσει την υπόθεση-ευχή ότι θα έπρεπε να είχαν επεξεργαστεί ένα πολιτιστικό πρόταγμα για την Εσπερία. Το τελευταίο θα έδινε (πιθανόν) μια προοπτική πόθου, προσδοκίας και δράσης διαφορετικής υφής απ’ αυτόν της οικονομικο – εμπορικής τελεσφορίας. Αποτελεί, ωστόσο, ανοιχτό ζήτημα, μετά από τον πιο αιματηρό πόλεμο στην ιστορία της ανθρωπότητας, το επιχείρημα της πολιτιστικής υπεροχής ή της πολιτιστικής δυναμικής ότι θα συγκινούσε και ότι θα ικανοποιούσε τους Ευρωπαίους που μόλις είχαν εμπλακεί σε ανελέητους αλληλο – σπαραγμούς και απερίγραπτες φονικές μάχες. Σ΄ αυτήν τη θεώρηση, τίθεται το ερώτημα: ποιο είναι το νόημα μιας πριμοδότησης της πολιτιστικής Ευρώπης; Υπάρχει τρόπος θεώρησης που θα οδηγούσε σε μια Ευρωπαϊκή ανάλυση της πολιτιστικής πορείας της, χωρίς τις εθνικές «παρενοχλήσεις»; Δηλαδή είναι εφικτή και επιθυμητή μια προσέγγιση που θα ήταν γνήσια Ευρωπαϊκή στο βαθμό που θα ήταν συμπέρασμα – σύνθεση-ξεπέρασμα των εθνικών πολιτιστικών προτύπων; Μήπως θα’ταν προτιμότερο να αφεθούν οι πολιτιστικές διαστάσεις πέρα από τα πολιτικά και οικονομικά παιχνίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης – στη σημερινή της δομή και λειτουργία, βέβαια; Η επιλογή του μέρους(το εμπορικό- οικονομικό) αντί του «όλου»(πολιτιστικό), η επιλογή της συνεκδοχής , αποτελεί νομοτελειακά την βασιλική οδό προς τη μελλοντική Ευρώπη? Μήπως τελικά το πολιτιστικό κόστος(ακόμη μια οικονομιστική μεταφορά) θα αποδειχθεί τεράστιο σε μακροχρόνια κλίμακα;
Είναι σαφές η οριοθέτηση των όρων «πολιτιστική» και «πολιτισμική» (Ευρώπη) καθώς και ο χαρακτήρας του τρόπου διεύρυνσης τους είναι εδώ θεμελιακές επιλογές. Ένα άλλο στοιχείο είναι εδώ κρίσιμο: δεν πρόκειται για μια ιστορικίζουσα αναγνώριση ενός παρελθόντος αλλά η προτεραιότητα και η έμφαση στρέφονται στο παρόν και το μέλλον. Με μιαν άλλη έκφραση, η συνθετότητα και η πολυπλοκότητα του αλληλοεξαρτώμενου διεθνοποιημένου κόσμου, η κρισιμότητα της λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις προκλήσεις ( π.χ. οικολογικές ισορροπίες/ μεταβολή του κλίματος, ευμετάβλητη πολυπλοκότητα της παγκόσμιας αρένας, η δημογραφική πρόκληση) απαιτούν μια προσέγγιση εξαιρετικά εύρωστη και συνεκτική προκειμένου να αναδειχθούν οι πολιτιστικές/ πολιτισμικές ανακατατάξεις και μεταβολές στην περιοχή αυτή του πλανήτη μας.
Η Ευρώπη – από πολιτιστική άποψη – είναι ο γεωγραφικός χώρος όπου η πολιτιστική διαφορά είναι αναγνώσιμη, αναγνωρίσιμη και σεβαστή. Ωστόσο, ο προηγούμενος σεβασμός δεν μπορεί να είναι τυπικός και συμβατικός̇ η διατύπωση αυτή υπονοεί, ότι το «πολιτιστικό» δεν αποτελεί το υπόλοιπο της συλλογικής ζωής αφού αφαιρεθούν το «οικονομικό» και το «πολιτικό» το «κοινωνικό», και δεν νοείται ως εξευγενισμένο υπόλοιπο, αλλά ανώδυνο σε σχέση με τις δήθεν κυρίαρχες εκδοχές της πραγματικότητας. Η πολιτιστική διαφορά (χωρίς να της αποδίδεται μια θαυματουργή λειτουργικότητα, χωρίς να υπονοείται η προφάνεια στην οριοθέτησή της) είναι σημαντικό να αναγνωριστεί και στο πιο καίρια πεδία της λήψης αποφάσεων και των θεσμών που σχετίζονται κρίσιμα με την οικονομική και κοινωνική ζωή των Ευρωπαίων. Δηλαδή, όχι μόνο, σε κάποια αποστειρωμένη επικράτεια που μπορεί να ονομαστεί «ιδεολογία» ή «γράμματα και τέχνες». Στην ουσία, δίνεται στο πολιτιστικό όλο το ανθρωπολογικό βάθος και πάθος του κοινωνιακού γίγνεσθαι.
Όπως αναφέρθηκε οι πατέρες – θεμελιωτές για να αποφύγουν τις στείρες ιδεολογικές συγκρούσεις και τα μεταπολεμικά μίση μεταξύ νικητών και ηττημένων, πρότειναν τη «συγκόλληση» των Ευρωπαίων με μικρά , διαδοχικά και προσεκτικά βήματα: μ’ αυτό τον τρόπο (και για πρώτη φόρα στην ιστορία) τέθηκε ο στόχος της δημιουργίας μιας «αυτοκρατορίας» με ειρηνικό τρόπο (οικιοθελής συμμετοχή των χωρών),ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων .κεφαλαίου και εργασίας, καλλιέργεια της συναίνεσης, και πραγμάτωση δημοκρατικής διακυβέρνησης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Εντούτοις, μετά από πάνω μισό αιώνα η Ευρωπαϊκή πραγματικότητα δείχνει την απόσταση ανάμεσα στις προθέσεις, ιδεολογίες και ελπίδες των πρωτοπόρων και τα τεκταινόμενα στην πράξη. «Κρίση» , «δυσλειτουργίες», « πολλαπλά ελλείμματα – οικονομικά, δημοκρατικά κ.α.», «απώλειες δυναμικής», «αδιέξοδα», αυτός ο ορυμαγδός όρων – λέξεων – εννοιών, δημιουργούν έναν ορίζοντα μέλλοντος χαμηλό και ασαφή.
Είναι, δυνατόν να διατυπωθεί μια διάγνωση πολιτιστικής (cultural) υφής της προαναφερόμενης κατάστασης; Σε τι διαφέρει από μια πολιτισμική (civilizational) διάγνωση;
Ο πολιτιστικός προκαθορισμός εκδηλώνετε ως πίεση, ως ορίζουσα σε πολλές καταστάσεις, προκλήσεις και διλήμματα του καθημερινού βίου. Για παράδειγμα ως προς το μοίρασμα του θετικού (επιτεύξεις και κατακτήσεις) και του αρνητικού (χρέη και αποτυχίες). Δύο πολιτιστικές εκδοχές. Η πρώτη, ο καθένας είναι δημιουργός της ευτυχίας ή της δυστυχίας του. Η δεύτερη, η συλλογική ευθύνη λειτουργεί ως υπόστρωμα γα τις αποφάσεις και τα αποτελέσματα. Η πρώτη πολιτιστική εκδοχή παραπέμπει στο ζήτημα της κατανομής – διανομής των θετικών αποτελεσμάτων ή των κερδών(αξιοκρατία, αξιομισθία), ενώ η δεύτερη, στο ζήτημα του λάθους(άγνοια ή αμαρτία) και της διόρθωσης του ή της τιμωρίας του. Το πολιτιστικό ως ασυνείδητη και ομαδική διάσταση εμπλέκεται σε κρίσιμες στιγμές δράσεων και πράξεων των πρωταγωνιστών της κοινωνικής ζωής καθώς δίνει λύσεις – νοήματα, τρόπους υπερπήδησης των διλλημάτων, εξασφαλίζοντας έτσι την αντιμετώπιση των προκλήσεων ή των προβλημάτων. Οι Ευρωπαίοι επιλέγουν ή καλύτερα ωθούνται στην επιλογή με βάση τις πολιτιστικές τους συντεταγμένες ώστε εντέλει (όπως και στο πιο πάνω παράδειγμα) να ακολουθήσουν ένα μονοπάτι ανάμεσα στις προσφερόμενες επιλογές – εκδοχές. Ανάμεσα στον νότο της Ευρώπης ( γεωγραφική διάκριση) και τον βορρά αλλά και στο εσωτερικό του βορρά ( Γαλλία – Γερμανία) δεν λειτουργούν όμως οι ίδιες πολιτιστικές συνάφειες.
Στην σύγχρονη Γερμανία για παράδειγμα, οι θεσμοί είναι προσανατολισμένοι στην νομισματική σταθερότητα, και το βάρος – τραύμα από τον πληθωρισμό της περιόδου 1920-30, καθώς η πρόσληψη του χρέους ως αμαρτήματος με αποτέλεσμα οι αποφάσεις να καλλιεργούν ένα ανελέητο ορθολογισμό. Στην σύγχρονη Γαλλία, ως δεύτερο παράδειγμα, οι θεσμοί είναι προσανατολισμένοι στην ανάδειξη του κράτους ως κοινωνικού πρωταγωνιστή, η κοινωνική προστασία και πρόνοια θεωρούνται ως δικαίωμα και η προσήλωση στην μέθοδο ή τον τρόπο προωθεί την υποτίμηση των δυσκολιών των προβλημάτων καθαυτών με την τελική υπομόνευση του ορθολογισμού. Στον νότο της Ευρώπης, η διαφθορά θεωρείται ως δημοκρατικό δικαίωμα ή ως αποτελεσματική πρακτική για τα μικροσυμφέροντα σε περιορισμένο χρόνο και χώρο, η κακή στάθμιση της διεθνούς δυναμικής και η συνεχής αναζήτηση του τέλειου ( αλλά χαμένου) σχεδίου που θα επέλυε τα προβλήματα και όλες τις καθυστερήσεις σε σχέση με τα τεκταινόμενα στις τεχνολογικά και οργανωτικά ισχυρές χώρες, δημιουργείται έτσι ένας συνδυασμός εθελοτυφλίας και αυτοδιασυρμού που καθιστά τον ορθολογισμό μερικό και ίσως περιττό. Οι προαναφερόμενες πολιτιστικές συνθήκες στον Ευρωπαϊκό χώρο εξηγούν τις διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις στην πολιτική αρένα; Εδώ παρουσιάζονται ως μήτρες απ’ όπου οι κοινωνικοί πρωταγωνιστές αντλούν πόρους νοήματος και νομιμοποίησης – λειτουργώντας μ’ αυτόν το τρόπο ως επεξεργαστές/επιτελεστές του πολιτιστικού – και στην συνέχεια διαμορφώνουν προβληματισμούς , επιχειρήματα και τελικά σχήματα δράσης. Δεδομένων των διαφορετικών πολιτιστικών θεωρήσεων/«κοιτασμάτων»(ένα δείγμα δόθηκε προηγούμενα) δεν είναι εύκολη η σύγκλιση στο χώρο της λήψης αποφάσεων και των προσανατολισμών της Ε.Ε. Είναι προφανές η επίλυση των «γόρδιων δεσμών» σχετίζεται και με την διαμόρφωση της ισχύος – εξουσίας εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου το οικονομικό λειτουργεί και ως μοχλός στην αποφυγή των ανοιχτών πολέμων ( συμβολικών και μη) με τα υποκατάστατα των συγκρούσεων στην παγκοσμιοποιημένη αγορά.
“Αν επανέρχεται το αίτημα της ανά-θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με βάση μια πολιτιστικό-πολιτική λογική και προοπτική, τότε είναι σαφές ότι η νέα χάραξη θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι πολιτιστικές αποχρώσεις δεν μετατρέπονται μονοσήμαντα σε μεταβλητές όπως αυτές του οικονομικού και του πολιτικού σχεδιασμού”
Η προαναφερόμενη προσέγγιση δίνει έμφαση στην πολιτιστική προβληματική και δυναμική. Τι θάταν μια προσέγγιση που δίνει έμφαση στην πολιτισμική προσέγγιση; Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το κλασσικό σχήμα βορρά – νότου θα πλαισιωνόταν με το σχήμα «βούτυρο – λάδι» ή και «μπύρα – κρασί» για να δειχτεί ότι οι μακροχρόνιες τάσεις διατηρούνται και καθορίζουν τις επιμέρους εκφάνσεις της σύγχρονης κοινωνικής ζωής ( π.χ. λήψη αποφάσεων, διαμόρφωση πολιτικών (policies) ). Ήδη με τις συμμείξεις και συγχωνεύσεις των γαστρονομικών και διατροφικών πρακτικών και της επιτάχυνσης των μεταφορών και της επικοινωνίας, είναι προβληματικό αν το δίπολο της «διατροφής» αν μπορεί να εξηγήσει ,ουσιαστικά ή μεταφορικά, τις διαφορές σε άλλα επίπεδα του συλλογικού βίου. Εξάλλου, στην πολιτισμική προοπτική, αν τηρηθεί το συμβατικό , τριαδικό σχήμα ( Γερμανία – Γαλλία – Νότος ), θα ήταν δυνατόν να λεχθούν τα ακόλουθα. Για την γερμανική θεώρηση, η πολιτισμική ανέλιξη μπορεί να νοηθεί στο πνεύμα μια ιδιοτυπίας, ενώ στην γαλλική θεώρηση στο πνεύμα της καθολικότητας – παγκοσμιότητας. (Η πολιτισμική ανέλιξη ιχνηλατείται από τους Γερμανούς στο όνομα της γερμανικής τους υπόστασης, σε αντίθεση από τους Γάλλους στο όνομα του οικουμενικού πολίτη). Ενώ την θεώρηση του νότου, θα βαραίνει το γεγονός ότι η Μεσογειακή Λίμνη μοιάζει σ’ ένα τεράστιο κοιμητήριο πολιτισμών. Έτσι, οι πολιτισμικές τροχιές τείνουν προς απόκλιση και ο ευρωπαϊκός διάλογος δυσκολεύεται να αναπτυχθεί με σαφήνεια και συνοχή , καθώς επίσης οι πολιτισμικές ασυμβατότητες τροφοδοτούν τα πολιτισμικά ελλείμματα.
Οι Ευρωπαίοι βέβαια δεν ζουν και δεν δρουν ώστε να επιβεβαιώσουν τους πολιτιστικούς ή πολιτισμικούς σταθερότυπους (patterns),όπως αυτοί μορφοποιούνται εννοιολογικά και αναλύονται από τους κοινωνικούς ερευνητές αλλά αναπτύσσουν πρωτοβουλίες , πραγματώνουν τα σχέδια τους χρησιμοποιώντας τις «πρώτες ύλες και τα πρώτα σχήματα» που έχουν στη διάθεσή τους ή επινοούν , με συνεργασίες και συγκρούσεις με τους συμπολίτες τους. Σ’ αυτή την διαδικασία το πολιτιστικό και το πολιτισμικό εμπλέκονται και συμπλέκονται άλλοτε με συνέχειες και ασυνέχειες, καταφάσεις και αντιφάσεις, με παραφράσεις και εκφράσεις, με ρήγματα και συνενώσεις, με προγραμματισμό και ευφάνταστες επινοήσεις (bricolage). Η όλη διαδικασία είναι κρίσιμη καθότι τροφοδοτεί και στηρίζει την παραγωγή κανόνων και γνωμόνων για την προσωπική και συλλογική ζωή. Αν λοιπόν επανέρχεται το αίτημα της ανά-θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με βάση μια πολιτιστικό-πολιτική λογική και προοπτική, τότε είναι σαφές ότι η νέα χάραξη θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι οι πολιτιστικές αποχρώσεις δεν μετατρέπονται μονοσήμαντα σε μεταβλητές όπως αυτές του οικονομικού και του πολιτικού σχεδιασμού. Η «άλλη Ευρώπη» αν θα είναι πολιτικό-πολιτιστική απαιτεί και ένα άλλο είδος κινητοποίησης τόσο στην σύλληψη της όσο και στον σχεδιασμό της από τους κατοίκους της Ηπείρου μας. Για την ώρα , με την λειτουργία των Ευρωπαϊκών θεσμών διαφαίνονται οι πολιτιστικές διαφορές, που είναι πολλές, άλλοτε συμβατές και άλλοτε ασύμβατες, και αυτό το γεγονός είναι πολύτιμο καθώς μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο εκκίνησης, ως το υπόστρωμα πολιτιστικών εγχειρημάτων. Καθώς όμως το πολιτιστικό έχει και τα στοιχεία του φαντασιακού και του συμβολικού και δεν επιδέχεται ολική διαχείριση και συνολική στοχοθέτηση, η προτίμηση της συνεκδοχής – μετωνυμίας δηλαδή, η προτίμηση της οικονομίας (στοιχείου – μέρους του πολιτιστικού μορφώματος (culture))για την ανάδειξη του ευρωπαϊκού ονείρου γίνεται στο όνομα της αποτελεσματικής διακυβέρνησης . Ωστόσο, το υπόλοιπο είναι τόσο «υπόκωφα» παρόν ώστε να προκαλεί και να υπονομεύει την υποτιθέμενη αυτάρκεια της βασικής επιλογής , ώστε η επιθυμία της τελεσφορίας να μην βρίσκει την ποθούμενη ικανοποίηση . Μήπως εντέλει οι πατέρες – θεμελιωτές είχαν δίκιο να κτίσουν την Ευρώπη με τις πρώτες ύλες από το χώρο της οικονομίας και του εμπορίου;
(*) Ο Δημοσθένης Αγραφιώτης είναι ποιητής, καλλιτέχνης διαμέσων (intermedia) και Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας ΣΕΔΥ