Ευριδίκη Παπάζογλου[1]
Γιάννη Στρατούλια, «Οικείος ελκυστής», ήτοι, η σιωπή της γλώσσας φωτίζει το ευάλωτο της πολυπλοκότητας και τη σαθρότητα του μύθου.[2]
Στη γερμανική γλώσσα, τη λιγότερο συμβατική από τις λοιπές ευρωπαϊκές γλώσσες, η οποία χάρη στην ακριβολογία και τη νοηματική ευστοχία των όρων της παρείχε τη δυνατότητα σε φωτισμένους νόες να παράξουν μεγάλα έργα του πνεύματος, η λέξη ποίηση, όχι τυχαία, σημαίνει τέχνη της πύκνωσης. (Dichtkunst). Χάρη σ’ αυτή την ιδιότητά της η ποίηση υπάρχει ως γραμματειακό είδος, αυτή η ιδιότητα συνιστά το κατ’ εξοχήν κριτήριο αξιολόγησής της, καθορίζει δηλαδή τον εφήμερο ή διαχρονικό χαρακτήρα της και όσο πιο επιτυχημένα πυκνώνει τα νοήματά του ο ποιητής, τόσο μεγαλύτερη γοητεία ασκεί στον αναγνώστη.
Μοναδικό υλικό του ποιητή οι λέξεις. Οι λέξεις στο νου του γίνονται εύπλαστος πηλός και παίρνουν σχήμα. Και όπως ακριβώς οι πήλινες κατασκευές δημιουργούνται με σκοπό να αποτελέσουν είτε χρηστικά είτε διακοσμητικά αντικείμενα, έτσι και οι λέξεις στη διάνοια τη ποιητή συνωστίζονται ζητώντας να λάβουν μέρος στο τελικό προϊόν, στο ποίημα, με το οποίο ο ποιητής προαιρείται άλλοτε την χρείαν και άλλοτε το κοσμείν.
Ο λεξιλογικός πλούτος του γλωσσικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ανατραφήκαμε, νοηματοδοτήσαμε τον κόσμο και αυτοπροσδιοριστήκαμε, είναι τόσο μεγάλος, ώστε θα μπορούσε να καταστήσει όλους εμάς που έχουμε εκ γενετής απολαύσει τη γλωσσική μέθεξη της ελληνικής γλώσσας, ποιητές. Και πράγματι, δεν είναι λίγοι όσοι αποπειρώνται να τιθασεύσουν λέξεις, να ανανοηματοδοτήσουν σημασίες και να πυκνώσουν τον λόγο, έτσι ώστε να γίνουν ποιητές. Οι δυνατότητες πολλές και δεδομένες.
Ποιο είναι όμως εκείνο το στοιχείο που διαφοροποιεί τον ποιητή από τον επίδοξο ποιητή;
Θα επιχειρήσω να απαντήσω με μια εικόνα γλωσσική και εικαστική, η οποία περικλείεται στην τόσο γνωστή λέξη surfing. Το surfing είναι μια ταχεία περιδιάβαση στην επιφάνεια της θάλασσας κατά τη φορά του κυματισμού της, είναι επίσης η δεξιότητα συλλογής πληροφοριών από την επιφάνεια του ωκεάνειου διαδικτύου (σερφάρω στο διαδίκτυο ακούμε συνεχώς) και σε ό,τι μας αφορά εν προκειμένω, είναι ένας περίπατος στην επιφάνεια των λέξεων, οι οποίες συλλέγονται και παρατίθενται προς αποκρυπτογράφηση. Αυτό κάνει ο επίδοξος ποιητής. Σερφάρει, ακουμπάει τα επιφαινόμενα, ζει αβαθώς…
Ο ποιητής όμως δεν σερφάρει. Δεν περιπατεί στην επιφάνεια των κυμάτων της γλωσσικής θάλασσας. Ο ποιητής βουλιάζει στο βυθό της νοηματικής, της εκφραστικής, της δομικής αλήθειας του λόγου. Ο ποιητής δεν μαζεύει τα λουλούδια του αγρού για να φτιάξει το γιορτινό στεφάνι. Ο ποιητής βασανίζεται. Η βουτιά στο βυθό ενέχει κινδύνους, δεν μπορεί να έχει μεγάλη διάρκεια, προϋποθέτει απόλυτη συγκέντρωση και καλό εξοπλισμό, απαιτεί στάσεις και επανάληψη της προσπάθειας. Και κάθε φορά που βουτάει ένα μικρό μόνο κομμάτι του βυθού μπορεί να μελετήσει. Ανεβαίνει στην επιφάνεια, γεμίζει τους πνεύμονές του με το οξυγόνο της πραγματικότητας, της πεζής καθημερινότητας και ξαναβουτάει για να έρθει σε επαφή με το μυστήριο και τα μυστικά του βυθού.
Η διαδικασία που μόλις περιέγραψα αποτελεί για τον ποιητή μας όχι μόνο μια ποιητική τακτική ή στρατηγική αλλά μια εδραία θέση- θέαση των εγκόσμιων πραγμάτων, η οποία διαπερνά κάθε πτυχή του βίου του. Και την ποιητική πράξη και την ποιητική ηθική και τον τρόπο του κοινωνείν και τον τρόπο του πολιτεύεσθαι. Είναι ποιητής. Ενδεδυμένος με το ένδυμα της συστολής, απεκδυόμενος και τον ιδιοπαθή ναρκισσισμό που διέπει πλείστους επίδοξους ποιητές και τον ιεραποστολικό – στρατευμένο λόγο, ο οποίος εντάσσει την ποιητική πράξη σε ένα ακόμη καθηκοντολόγιο.
Η πρώτη ματιά στο εξώφυλλο και τον τίτλο του βιβλίου μου δημιούργησε την αίσθηση ότι οφείλω πριν ακόμη μελετήσω τα ποιήματα, να λύσω έναν γρίφο. Τον γρίφο του τίτλου της συλλογής αυτής. Ο αυτονόητος συνειρμός της λέξης «ελκυστής» οδηγεί στη θεωρία του χάους, όπου σε ένα διαστελλόμενο σύμπαν, ο κάθε παρατηρητής βλέπει τον εαυτό του ως το κέντρο της διαστολής. Τα δυναμικά συστήματα, δηλαδή η πραγματική φύση συμπεριφέρεται απρόβλεπτα και όχι γραμμικά. Η ντετερμινιστική φύση κάποιων συστημάτων δεν τα καθιστά προβλέψιμα. Μια ελάχιστη αιτία που διαφεύγει της προσοχής μπορεί να προκαλέσει ένα σημαντικό αποτέλεσμα, γι αυτό είναι τόσο σημαντική η παρατήρηση του ολοφάνερου, διατείνεται ο Poincare.
Αυτή τη βουτιά στα βάθη, στα μυστικά και στα μυστήρια του ολοφάνερου επιχειρεί ο «οικείος ελκυστής».
Ολοφάνερο ποιητικό μοτίβο, ο χρόνος. Κάθε αναφορά στο χρόνο, όπως αυτή διαπνέει τα ποιήματα και διαχέεται σε κάθε σχεδόν ποίημα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια ποιητική πραγματεία. Η ύπαρξή μας μετεωρίζεται πάνω από την ηλιακή-ηλικιακή άβυσσο. Δύο γράμματα μόνο χωρίζουν την πορεία του ήλιου στο σύμπαν από την πορεία της ανθρώπινης ζωής, ως διάστημα μεταξύ των αμετάκλητων αβύσσων, της ανυπαρξίας και του θανάτου. Το παρόν δεν υπάρχει. Το παρελθόν συντηρεί τη νοσταλγία, επιλεκτικά. Και τι μένει στο ποιητή; Η επαιτεία. Ο ποιητής επαιτεί την επιείκεια του χρόνου. Και η ποίηση ένα αντι-ηλικιακό με υψηλό δείκτη προστασίας από της ακτίνες της καλπάζουσας στο χρόνο ύπαρξης.
Ακόμη και η γλώσσα αρχίζει με τις λέξεις βγαλμένες από του χρόνου την τέφρα. Η γλώσσα ένα φιλοδώρημα του Θεού στο σαρκοφάγο δίποδο, ανθίζει στο στόμα του και αυτό το φιλοδώρημα γίνεται η μαγιά, το πρώτο κεφάλαιο για μεγάλες επενδυτικές ευκαιρίες. Κατ’ εξοχήν επιτυχημένοι επενδυτές, οι ποιητές, οι οποίοι αφήνουν στους κληρονόμους τους μεγάλες περιουσίες. Πώς τα καταφέρνουν; Αναρωτιέται ο ποιητής και απαντά:
Με την ανυπακοή στα λεξικά, με την αμφισβήτηση των ληξίαρχων που οριοθετούν το χρόνο, με τον τρόμο των χεριών μπροστά στην παρθενία του χαρτιού, με την έξαψη, το κύμα θερμότητα που στιγμιαία κατακλύζει το σώμα τους, όταν καλούνται να υποδεχτούν τη διαπλοκή των λέξεων ποιητική αδεία. Ο ρόλος τους διττός: αφ’ ενός να αναθέσουν επικουρικό ρόλο στις λέξεις – υπασπιστές της φλυαρίας, στα νοήματα- καταδότες του αυτονόητου και στο λόγο εντολοδότη υποσχέσεων χωρίς αντίκρισμα. Αφ΄ ετέρου να παρακολουθήσουν με προσήλωση και δέος τη μάχη στα μαρμαρένια αλώνια των ρηματικών χρόνων: Τον μέλλοντα στην εμπροσθοφυλακή να αντιμάχεται τον ενεστώτα, αλλά εν τέλει να του ανοίγει το δρόμο για να περάσει η μνήμη τις εκκρεμότητές της. Τον ρωμαλέο Ενεστώτα να νεκρώνει από αγάπη ό,τι αγκαλιάζει και εν τέλει να το παραδίδει στην οπισθοφυλακή, τον αόριστο. Ο αόριστος θάβει τα θύματά του ενεστώτα ή τα τοποθετεί στη συντήρηση της νοσταλγίας.
Η ματιά του ποιητή στα σημεία των καιρών, στις παθογένειες της εποχής και στους ανθρώπινους τύπους που παράγουν, βαθειά και διεισδυτική:
- Ο μεταμοντέρνος νάρκισσος, ως ειδωλολάτρης του καθρέφτη, συνθέτει την αλήθεια του από χιλιάδες πράγματα που όλα μαγεύουν αλλά κανένα δεν αξίζει. Έτσι, με ναρκωμένη ψυχή και νεκρωμένο πνεύμα, προσδοκά το χειροκρότημα, όπως άλλωστε και όλοι όσοι εγκλωβίζονται στις μικρές ματαιοδοξίες τους, αφού οι μεγάλες ματαιοδοξίες δεν έχουν ανάγκη από χειροκροτήματα.
- Ο αρνητής του συναισθήματοςγεννάται όταν η επιθυμία μετατοπίζεται από το αναγκαίο στο εντελώς περιττό, όταν η ψευδαίσθηση της αυτάρκειας σε αποστερεί από την αμεσότητα. Μόλις δύο γράμματα καθορίζουν τη νοηματική απόσταση ανάμεσα στην ωριμότητα και την ωμότητα, επισημαίνει ο ποιητής. Στο ποίημα «Το φρέαρ του συναισθήματος» η προστακτική καθηλώνει το νόημα. Δεν σου αφήνει κανένα περιθώριο μετα-ερμηνείας. «Πρόσεχε» «το συναίσθημα είναι φυλακτό για τους δύσκολους καιρούς, για τα στερνά». Η προστακτική εδώ δεν είναι διδακτισμός, είναι η αγωνιώδης εκφραστική αποτύπωση του ολοφάνερου, αλλά όχι αυτονόητου. Μόνο να προνοήσει κανείς χρειάζεται. Η προστακτική δεν υπάρχει στη δεξαμενή των εγκλίσεων του ποιητή. Στο σύνολο του έργου του τη συναντάμε ακόμη μια φορά στην προηγούμενη ποιητική συλλογή, στην «Τυμβωρυχία του βλέμματος», στο ποίημα «νέες ταυτότητες». Και εκεί καθηλώνει το νόημα κι εκεί αποτυπώνεται η αγωνία της επικράτησης του ολοφάνερου αλλά όχι και αυτονόητου: «παραμέρισε το οιδαλέο σου εγώ, συλλογίσου λίγο και τον άλλον….»
3.Τα σμήνη των ακαθοδήγητων πουλιών χωρίς πέταγμα. Με διαμπερές βλέμμα στο κενό, κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, οι δράσεις τους τρωκτικά του μυαλού. Στερημένες από ιδιωτικότητα, σκλαβωμένες σε εξαρτήσεις, κυριαρχούμενες από την περιχώρηση των νοοτροπιών, και την ισοπέδωση των ιδιομορφιών. Κυνηγοί της γνώσης που εκφυλίζεται σε δεξιότητα συλλογής επί μέρους πληροφοριών και εξειδίκευσης στη χρήση εργαλείων πρόσβασης σε αυτές. Η αντισύλληψη κανόνας. Τίποτε δεν γονιμοποιείται έτσι. Μόνο το κοίταγμα ψηλά στο απέραντο του ουρανού γονιμοποιεί, γιατί για τα σπερματοζωάρια που κινούνται στο χώρο του, κάθε αντισύλληψη είναι αναποτελεσματική.
- Οι πρόσφυγες αντιστέκονται στη βουλιμία της ιστορίας, παλεύουν για το αμετακίνητο με τις βαθιές ρίζες στο χώμα, τα μέλη τους, και με εξαρθρωμένα μέλη σύρονται στις λάσπες της νέας πραγματικότητας.
- Ο καταχραστής της εξουσίας, ο φορέας επιβολής της αδικίας χαρακτηρίζεται βλεννογόνα ύπαρξη που ληστεύει το μέλλον και ακυρώνει τους μόχθους του παρελθόντος, προκαλώντας οργή και θυμό σε όσους μάταια προσδοκούν τη δικαιοσύνη σε ένα περιβάλλον που μαστίζεται από επιδημία βλέννας.
Παραμυθία και απόδραση, παρηγοριά και κάλλος, για τον ποιητή, τα χρώματα. Το φως τους αλλάζει την πυκνότητα των σωμάτων, δίνει κίνηση στην ακίνητη ζωή. Νότα τρυφερότητας τα κίτρινα φύλλα των δέντρων στην ανελέητα σκληρή μεγαλούπολη. Τα χρώματα δυναμικά σύμβολα στοιχειακών ανθρώπινων όρων και κοινωνικών εκρήξεων. Πονούν και κόβουν αν τους αλλάξεις το συμβολισμό. Μόνο οι ζωγράφοι ξέρουν…
Οι θρησκευτικές και θεολογικές παράμετροι παρούσες και σε αυτή την ποιητική συλλογή. Όχι ως όχημα αναζήτησης μεταφυσικών διεξόδων και προοπτικών, αλλά κυρίως ως αδιάψευστοι μάρτυρες μιας συνεπούς ανθρωποκεντρικής προβληματικής. Παρόντες οι Αυνάν, Αχαάβ, Λώτ, εμβληματικά πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, ως εκφραστές της απογυμνωμένης από τα πολιτιστικά συγκείμενα ανθρώπινης φύσης. Αλλά και η θυσία των όσων κατέθεσαν τη ζωή τους στο ταμιευτήριο των αγώνων για τη σωτηρία. Των εκατομβών που κηδεύτηκαν από τα ίδια τους τα όνειρα. Ο Χριστός σταυρώθηκε για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος ανυπόδητος πορεύεται κουβαλώντας το σταυρό της φθαρτής ύλης του. Για ποιον θυσιάζεται;
Ο Έρωτας ανάγεται σε μια μαθηματική συνάρτηση, όχι για να γίνει μετρήσιμος και να εκπέσει από την κορυφή του άλεκτου, αλλά για να αποκαθαρθεί από τα δαρβινικά ενστικτικά κατάλοιπα. Μόνο μια καθαρή επιστήμη, όπως τα μαθηματικά μπορεί να το επιτύχει αυτό. Οι άλλες δεν είναι καθαρές γιατί δεν μπορούν να αποδεσμευτούν από την εμπειρία. Έτσι, λοιπόν, ο έρωτας μεγιστοποιεί την απόλαυση όσο περισσότερο υπερβαίνει το ζωώδες, δια των μαθηματικών. Και συνιστά μια αειθαλή αλήθεια ικανή να μεταμορφώσει το σώμα του πόθου του σε φωταγωγημένο μυστήριο.
Ο θάνατος δεν περνάει από το φίλτρο της λήθης. Ούτε και τα πρότερα αποκτήματά του. Αυτά έρχονται και επανέρχονται στη συνείδηση και στο ασυνείδητο των ζωντανών. Οι τεθνεώτες καταφύγιο των ζώντων, στα δύσκολα, όπως αναγιγνώσκονται στα λειτουργικά δίπτυχα. Ο θάνατος ενίοτε τρυφερή καταφυγή του νοσταλγικού πόνου. Ωστόσο, παρά ταύτα η αιώνια απορία ζωντανή και θαλερή κατευθύνει την πένα του ποιητή: τι χρώμα στάζει την ώρα του θανάτου; Δεν ζωγραφίζεται ο θάνατος.
Τα 37 ποιήματα της συλλογής πυκνώνουν κατά τρόπο αριστοτεχνικό 37 πολυσέλιδα δοκίμια. Τούτο σημαίνει ότι τα ποιήματα αυτά αποτελούν δημιουργήματα μιας ώριμης γραφής, η οποία γνωρίζει τι σημαίνει αφαιρετική συνάντηση των λέξεων. Ο ποιητής μας θεμελιώνει όλο και πιο γερά στη γη το αναλόγιο πάνω στο οποίο περιέχονται οι παρτιτούρες για την ενορχήστρωση των λέξεων σε ποιητική συναυλία.
[1] Φιλόλογος. Διευθύντρια του 1ου Γενικού Λυκείου Πατρών.
[2] Ομιλία στην εκδήλωση της παρουσίασης της ποιητικής συλλογής του ψυχιάτρου Γιάννη Στρατούλια Οικείος Ελκυστής που έγινε στην Πάτρα στις 29 Νοεμβρίου του 2017 στο θέατρο Επίκεντρο. Η συλλογή κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διαπολιτισμός, Πάτρα 2017.