Της Έλενας Χουζούρη.
Είναι προφανές ότι ο τίτλος «Οδός Πολυδούρη», του θεατρικού έργου που είδα στο θέατρο «Βασιλάκου», σηματοδοτεί την πορεία ζωής της Μαρίας Πολυδούρη, συμπυκνώνοντας τόσο τις δύσκολες και προκλητικές για την εποχή της επιλογές όσο και το αξιακό σύστημα που τις συγκροτεί. Λειτουργεί δηλαδή περισσότερο ως οδηγός μιας τολμηρής και ριψοκίνδυνης ζωής για τις απανταχού γυναίκες παρά σαν μια απλουστευμένη βιογραφική αναπαράσταση. Πολυπρισματικό λοιπόν, αποσπασματικό, ελλειπτικό, πυκνό, αρκούντως ποιητικό, ως διάθεση και δομή, το κείμενο της Ρούλας Γεωργακοπούλου ρίχνει το φακό του στην ασυμβίβαστη, ανατρεπτική και ως εκ τούτου βαθειά ρομαντική –άρα τραγική- προσωπικότητα της Πολυδούρη. Η οποία, δια της Ιωάννας Παππά, βρίσκεται επί σκηνής, λίγο πριν πεθάνει. Ο σκηνικός χώρος παραπέμπει σε νοσοκομείο. Επιστρέφω όμως στο κείμενο. Δύσκολο κείμενο. Θα μπορούσε να καταποντιστεί, ή να παρανοηθεί, αν δεν τύχαινε να πέσει στα άξια σκηνοθετικά χέρια του Θοδωρή Γκόνη –εξαιρετικού και του ίδιου στη συγγραφή παρόμοιας διάθεσης και ύφους πεζογραφημάτων- και στην, κυριολεκτικά, θαυμαστή υποκριτική γκάμα της Ιωάννας Παππά. Την οποία παρακολουθώ περί τα δεκαπέντε χρόνια. Ανήκει στην ξεχωριστή εκείνη γενιά ηθοποιών και σκηνοθετών που πήραν το βάπτισμα του πυρός στην πάλαι ποτέ αλλά εσαεί αξιομνημόνευτη σκηνή του θεάτρου ΑΜΟΡΕ. Σαφώς με έπειθε πάντα για τις υποκριτικές της δυνατότητες , πρώτη φορά όμως την είδα να ξεδιπλώνει σε τέτοιο εύρος και βάθος και με τόση ωριμότητα την υποκριτική της γκάμα. Απόλυτα κυρίαρχη των κινήσεων της, εξαιρετική στο να ελέγχει τις αλλαγές στους τονισμούς της φωνής της , υποβλητική, σχεδόν καθηλωτική, στις εκφραστικότατες σιωπές της, με σωστό ρυθμό και ένταση στο συναίσθημά της, η Ιωάννα Παππά κατόρθωσε επί μία ώρα να αιχμαλωτίσει το κοινό που την παρακολουθούσε απολύτως προσηλωμένο. Γενικότερα οι θεατρικοί μονόλογοι όσο προνομιακή κι αν είναι η σκηνοθεσία, όσο κι αν εκ των πραγμάτων η θεατρική σκηνή δημιουργεί τις προυποθέσεις δραματοποίησής τους, δεν είναι εύκολοι για τους ηθοποιούς. Μερικές φορές μάλιστα μπορεί να τους παγιδεύσουν και ελαχιστοποιήσουν και τις καλύτερες προθέσεις επιτυχίας που πιθανόν να έχουν. Η άποψη μου είναι ότι ο θεατρικός μονολόγος απαιτεί τα μέγιστα από έναν ηθοποιό, κάτι σαν ένα τεστ της ωριμότητας και της επάρκειάς του. Η «Οδός Πολυδούρη» έδωσε την δυνατότητα στην Ιωάννα Παππά κυριολεκτικά να λάμψει και την οδήγησε σ’ ένα ρεσιτάλ ηθοποιίας.
Ωστόσο ο καλός ηθοποιός εκτός από τις δικές του ικανότητες και επάρκειες, εκτός από ένα καλό κείμενο, χρειάζεται απαραίτητα κι έναν καλό σκηνοθέτη. ‘Αλλωστε η δημιουργική συνεργασία στο θέατρο είναι εκ των ων ουκ άνευ για ένα επιτυχημένο αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Θόδωρής Γκόνης, μετά από μια γόνιμη θητεία ως ηθοποιός, από το 1996 που πέρασε στην θέση του σκηνοθέτη αναμετρήθηκε με δύσκολα κείμενα και όχι λίγες φορές με συγγραφείς του ύψους ενός Βιζυηνού, Παπαδιαμάντη, Γονατά αλλά και νεώτερων λογοτεχνών όπως του Φάις, του Γρηγοριάδη, του Ακρίβου. Θα διακινδύνευα ίσως αν χαρακτήριζα τις θεατρικές αυτές παραστάσεις του ως θεατρικές σπουδές πάνω στη λογοτεχνία. Λογοτέχνης άλλωστε είναι και ο ίδιος και μάλιστα από τους απαιτητικούς του είδους, με ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Αλλά και άξιος στιχουργός-ποιητής είναι με καταθέσεις σε βάθος χρόνου. Δεν του είναι δύσκολη λοιπόν η αποκρυπτογράφηση και το ξεκλείδωμα κειμένων όπως της Ρούλας Γεωργακοπούλου. Ικανότατος πλέον ο Γκόνης να εστιάζει στις σκιές να τις φωτίζει, να τις αναδεικνύει, να προσηλώνεται στα ουσιώδη, να πετάει τα επουσιώδη, να συμπυκνώνει τις λεπτομέρειες, να τις τονίζει, να καθοδηγεί τέλος τον\την ηθοποιό του – την Ιωάννα Παππά στην περίπτωσή μας- με τέτοιον τρόπο ώστε να του/της αφήνει ταυτόχρονα να ξετυλίξει όλον τον εκφραστικό του/της πλούτο. Στην παράσταση που είδα αποκόμισα, επί πλέον, την ισχυρή εντύπωση ότι ο Γκόνης σεβάστηκε την ηθοποιό του αφήνοντας της τον πρώτο ρόλο επί σκηνής και δεν προσπάθησε να κυριαρχήσει σκηνοθετικά επάνω της όπως έχω διαπιστώσει να κάνουν άλλοι σκηνοθέτες. Εκτός των όσων είπα για το ρεσιτάλ της Ιωάννας Παππά, πιστεύω ότι ως προς αυτό συνέβαλε και η σκηνοθετική συμπεριφορά του Θοδωρή Γκόνη.
Για την ταυτότητα, τέλος, της εξαιρετικής αυτής παράστασης, να μνημονεύσω την μινιμαλιστική, υποβλητική, μουσική του υιού Γκόνη, Αλέξανδρου, την χορογραφία της Χριστίνας Σουγιουλτζή και τα λειτουργικά και λιτά σκηνικά-κοστούμια της Ελένης Στούλια.
γ
Εξαιρετικο το αφιερωμα!