Οδυσσέας και Οιδίποδας ή: Ικτίνος, ο Αρχιτέκτονας του Παρθενώνα (της Τζέμης Τασάκου)

1
1373

της Τζέμης Τασάκου

Σε μονοπάτια φωτεινά ή σκιερά όπου ακροβατούν  η κίνηση κι η ακινησία, η ισορροπία κι η ανισορροπία, -εκεί όπου ίσως ανταμώνουν ο Μέγας Παν κι ο λαμπρότερος των Θέων: Απόλλων-, μα και  σε οίκους ανοχής,  σε ταφικά μνημεία,  σε πανδοχεία, εκεί όπου οι θνητοί αποφασίζουν να κάνουν «οίστρο της ζωής, τον φόβο του θανάτου», εκεί…, σ’ αυτούς τους τόπους, και σε αλλά ακόμη ηλύσια ή μάλλον ολύμπια τοπία εκτυλίσσεται «Το μυθιστόρημα του Παρθενώνα», το νέο μυθιστόρημα του Τάκη Θεοδωρόπουλου που τιτλοφορείται «Σελάνα» και κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».

«Είμαστε απ’ την ύλη που είναι πλασμένα τα όνειρα»

Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος είναι ο Αρχιτέκτων του Παρθενώνα: ο Ικτίνος. Όλοι θυμόμαστε τον Καλλικράτη και τον Ικτίνο. Ήτοι: τον εργολάβο του ναού, Καλλικράτη, εκείνον που πάλεψε με τα υλικά, την πέτρα και το μάρμαρο, και τον Ικτίνο εκείνον που συνέλαβε στην σκέψη ή στους ίσκιους των ονείρων του το σχέδιο του ναού.

Τίποτε όμως δεν γνωρίζουμε για τον Ικτίνο. Γράφει ο Θεοδωρόπουλος στον πρόλογό του: «Ο Ικτίνος είναι  ένα όνομα χωρίς βιογραφία, ένας άνθρωπος-σκιά. Πότε γεννήθηκε, πότε και πώς πέθανε, πού έμαθε την τέχνη του;» δεν το γνωρίζουμε. Ίσως γι’ αυτό τον επιλέγει ο συγγραφέας για ήρωά του: διότι η απουσία βιογραφικών στοιχείων επιτρέπουν στον μύθο να φλερτάρει επικινδύνως με το διηνεκές.

 

 Οδυσσέας και Οιδίπους και μια Σειρήνα, μια Σφίγγα που την έλεγαν: Σελάνα

Το μυθιστόρημα εκκινεί με αρκετό σκοτάδι. Μεγάλο το μερίδιο που κατέχει στις σελίδες του η σκιά.  Εκκινεί (σχεδόν) από το τέλος του. Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ηγέτη (με «Ήτα» κεφαλαίο), του Περικλή. Στην παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή.  Ο Ικτίνος, γέρος πια,  φεύγει απ’ την παράσταση, σκεπτόμενος για άλλη μια φορά, όπως τότε στη νιότη του, να δραπετεύσει απ’ την πόλη, την Αθήνα. Εκτός από γέρος, είναι πλέον και τυφλός, τυφλώθηκε απ’ τον ήλιο, την πέτρα και το μάρμαρο, το πεντελικό μάρμαρο, «τα υλικά της τέχνης του. Κι ο Όμηρος τυφλός ήταν. Άκουγε όμως την φωνή της λέξης».

Και το «πάθος τυφλώνει». Γενικότερα.

«Ποια μοίρα, ποιος Θεός, σου παίρνει το δικαίωμα στο φως; Τι σόι θάνατος είναι αυτός;»

Διόλου όμως δεν πτοείται ο Ικτίνος απ’ την τύφλωση. Ίσως γιατί πρόλαβε και σχεδίασε όσα δεν είχε δει. Ίσως γιατί πρόλαβε και τύφλωσε κάμποσους Πολύφημους…  Κυρίως, όμως δεν πτοείται γιατί έχει το χέρι της Σελάνας, της Μούσας,  της Σειρήνας,  της Ερωμένης, της Αντιγόνης,  να τον οδηγεί. Μάλλον,  πρόκειται για το χέρι που βλέπουμε σε φωτογραφία στο εξώφυλλο του βιβλίου: χέρι που μοιάζει με κύπελλο  Διονύσου, κρατήρα του Εμπεδοκλή ή φιλόξενη γαστέρα της Μεσογείου.

Η Σελάνα ήταν μια αυλητρίδα. Κάποια που πίστευε πως η τέχνη της θα τη βγάλει απ’ τα δωμάτια της σκιάς μια… υιοθετημένη «κόρη» του πολεοδόμου Ιππόδαμου, ο οποίος της εκπόρνευε για να ικανοποιεί τις φαντασιώσεις του. «Σώζοντας» τη Σελάνα απ’ τον «προστάτη» της, ο Ικτίνος σώθηκε κι εκείνος.  «Κοιμήθηκες ναυαγός της ζωής, (στο πλευρό της), και ξύπνησες αρχιτέκτων».  

Κι άνεμοι  του Αιόλου παίρνουν τις σελίδες του Θεοδωρόπουλου και βρισκόμαστε σ’ εκείνην την σκηνή όπου η Σελάνα κι ο Ικτίνος πάνω σ’ ένα καράβι που πλέει στη Μεσόγειο δραπετεύουν από την Αθήνα. Βρισκόμαστε στα χρόνια του Θεμιστοκλή, τότε που ο Ικτίνος, «κεραυνοβολημένος από μανία ερωτική ή ποιητική», θα κάψει τον «οίκο»  του Θεσπίωνα, θα αρπάξει απ’ το χέρι τη Σελάνα και θα φύγουν μαζί…

«Τότε, στην καρδιά της Μεσογείου, για πρώτη φορά εμφανίστηκε εκείνη η υποψία. Η Σελάνα εμφανίστηκε για να σου δείξει το δρόμο που όφειλες να ακολουθήσεις για να γίνεις ο αρχιτέκτονας του οίκου της θεάς. Σε οδηγούσε σε δοκιμασίες απαραίτητες για να κατακτήσεις την πίστη στην τέχνη σου. Η κατάκτηση της τέχνης σου ήταν δική σου υπόθεση. Μήπως η παράδοση σου στην ανισορροπία ήταν κι αυτή στάδιο της δοκιμασίας;»

 «άνδρα μην ένεπεν Σελάνα πολύτροπον…»

Με τη Σελάνα, στο πλευρό του την «περιπατητική δοκιμασία» θα περάσει ο Ικτίνος: απ’ την Αθήνα θα βρεθεί  στην Αίγυπτο, όπου θα μελετήσει τα μυστικά των πυραμίδων, θα παρατηρήσει πως «αντιδρούν τα υλικά στο σεληνόφως», γνωρίζοντας πως μόνο αν δει ότι υπάρχει θα μπορέσει να οικοδομήσει το μοναδικό, ”τίποτε δε γεννιέται απ’ το μηδέν».

Κι από τις εκβολές του Νείλου θα φτάσει  στην τρυφηλή Σύβαρη όπου θα τον ρωτήσουν εκεί οι δαίμονές του: «Ζωή ή Τέχνη; Ή μήπως η Τέχνη της Ζωής, Αρχιτέκτονα;» Και …αλητεύοντας στη Μεγάλη Ελλάδα  και δωρικούς ναούς θα δει  και Πυθαγόρειους θα ανταμώσει σε κάποιον οίκο ανοχής. Πυθαγόρειοι: εκείνοι που μιλούσαν για μαθηματικά και μουσική κι αρμονία…

Δεκαπέντε χρόνια περιπλανιόταν ο Ικτίνος. Και δεν ήταν ο «γέρο στριμμένος»  Ποσειδώνας εκείνος που τον παίδευε, μα η γαλανομάτα, εκείνη που τον προετοίμαζε για αρχιτέκτονα του οίκου της.  Ναι, εκείνη τον παίδευε,  γιατί τω καιρώ εκείνω, εκείνη «ασκούσε την εξουσία της στα ανήσυχα μυαλά των Αθηναίων».

Οδυσσέας και Οιδίπους λοιπόν συνάμα ο Ικτίνος, ήρωας που κατοικεί στα ακρώρεια των νευρώνων μας εκεί όπου ανταμώνουν οι μύθοι που μας στοιχειώνουν και ο λόγος ο ορθός μας, εκεί όπου από γενέσεως κόσμου ή έστω άστεως περιπλανιούνται ως σκιές άνθρωποι περιπατητές, άνθρωποι που ποθούν με το όποιο κόστος να αντικρίσουν κατάματα το απόβαρο των ονείρων τους.

 Στην ομήγυρη του Ηγέτη…

Και βέβαια σ’ ετούτη τη δοκιμασία την περιπατητική, ένα σωρό Κίρκες θα ανταμώσει: τη μικρή εβένινη θεά σε μια σκηνή της Αιγύπτου, όπου θα τον σώσει απ’ τα… νύχια της(;) ο γάτος Θαβώρ, την εβραιοπούλα Άννα στο πανδοχείο του Νίκωνα…, μα και … Νέστορες σοφούς θα συναντήσει όπως τον Τίμωνα τον πωλητή των χειρογράφων, εκείνον που είχε μια μαϊμού που την έλεγαν «Κλειώ»,  η οποία αφού μάσησε όλους τους τόμους λυρικών, άφησε αμάσητο τον πρώτο τόμο της Ιστορίας του Ηροδότου, κι έτσι της βγήκε το όνομα…

Μα  και άρχοντες Φαιάκων θα βρει στο δρόμο του ο Ικτίνος. Ναι, με πολλούς ηγέτες θα συνομιλήσει. Θα βρεθεί στον οίκο του Κίμωνα, του ολιγαρχικού, του υιού του Μιλτιάδη…, θα μιλήσει με τον Θεμιστοκλή εκείνον που αυτοκτόνησε πίνοντας αίμα ταύρου γιατί δεν … άντεχε τη δημοκρατία…

Και τέλος, τέλος  επιστρέφοντας  στην πόλη του, στην ομήγυρη του Ηγέτη θα βρεθεί, του Περικλή, ανάμεσα στον κακομούτσουνο Σωκράτη,  τον υιό της λαχανοπώλιδος  Ευρυπίδη και κάποιους σοφιστές…  Εκεί, σ’ εκείνην την ομήγυρη όπου τον πρώτο λόγο, την πρωτοκαθεδρία είχε η «αειπάρθενος εταίρα», Ασπασία.

Η κοινωνία των Θεών: όπου ο Θεοδωρόπουλος γλεντάει.

Μα αν ο Ικτίνος κατάφερε να φτάσει σε σαλόνια ηγετών, ο δαίμονάς του ο Κάρπιος ή Μώμος, ή ο Τάκης Θεοδωροπούλος που σαν μαριονέτα κινεί τον δαίμονα (ποιος κινεί, ποιόν; ) θα φτάσει ακόμη πιο ψηλά: σε σάλες του Ολύμπου!

Απολαυστικές οι σελίδες του μυθιστορήματος που εκτυλίσσονται στις σάλες του Ολύμπου. Εκεί ο Θεοδωρόπουλος και οι δαίμονές του γλεντάνε. Ίσως εκεί να είναι ο φυσικός συγγραφικός χώρος του Θεοδωρόπουλου.   Εκεί ακούμε τη γαλανομάτα να αποκαλεί τον Απόλλωνα «ερωτοδιώχτη»: «τη μία την έκανες δέντρο, Δάφνη και της άλλης ίσα που ακούμε τον αντίλαλο της φωνής, την Ηχώ…»

Εκεί ακούμε και τους Θεούς να μιλάνε για το ζήτημα της αυτοχειρίας των Ηρώων – προσφιλές θέμα του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Δείτε, Δείτε ω, άνδρες Αθηναίοι.

Η δύναμη του σκοτεινού Δαίμονα της Δημιουργίας

Μυθιστόρημα φιλοσοφικό, υπαρξιακό, πολιτικό. Μυθιστόρημα άκρως ερωτικό, αφού μιλάει για τον έρωτα της δημιουργίας, για τον έρωτα του «αιείν περιπάτειν», για την «κεραυνοβόλο ερωτική μανία» εκείνων που κάποιοι τους άφησαν έκθετους στον Κιθαιρώνα… Συνάμα όμως κι ένα μυθιστόρημα ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο αφού μιλά για εκείνους που εις τους αιώνες πάσχουν από «τερταταίους πυρετούς», «περαστικούς σαν τη ζωή…»

Πολλές στιγμές κατά την ανάγνωσή του, μου γεννήθηκε η σκέψη πως ίσως ο Θεοδωροπουλος χρησιμοποιεί την αρχιτεκτονική για να μιλήσει για την ίδια του την τέχνη: τη γραφή Όπως ο τέκτονας του μυθιστορήματος ετούτου θητεύει στην σκιά και στην παρατήρηση «ναών» που προηγήθηκαν προκειμένου να οδηγηθεί στο … «πρώτο κτίσμα»,  έτσι κι ο λογοτέχνης όλων των αιώνων θητεύει στη σιωπή και στη μελέτη των προγόνων προκείμενου να καταφέρει να κομίσει κάποια στιγμή ίσως κάτι «καινούριο» το οποίο θα πατά τα πήλινα ή τα ελεφάντινά του πόδια στη βαθιά γνώση του παρελθόντος.

Ναι, θέλγεται ο Θεοδωρόπουλος απ’ την αρχιτεκτονική, όπως θελγόταν μια φορά κι έναν καιρό κι ο Βίκτωρ Ουγκώ. Θυμάστε εκείνες τις ατέλειωτες σελίδες στην «Παναγία των Παρισίων», που αφορούσαν στην αρχιτεκτονική και ξεδιπλώνονταν ανάμεσα στα πάθη της Εσμεράλδας και του Φοίβου, και φτερουγίζανε στα υπόγεια της εκκλησίας, εκεί όπου βρισκότανε κρυμμένη … μια τυπογραφική μηχανή.

Ακόμη κι όταν πολλές, πάμπολλες τυπωμένες σελίδες φτερουγίσουν πάντα θα υπάρχει η Παναγία των Παρισίων, και πάντα θα υπάρχει η Παν-αγία εκείνη που γεννήθηκε απ’ το κεφάλι του Διός.

«Ακόμη κι όταν κανείς από εμάς δεν θα υπάρχει πια, ακόμη κι όταν θα πλανιόμαστε χωρίς θέληση, χωρίς επιθυμίες, σκιές υπόδουλες στο βασίλειο των σκιών, ακόμη κι όταν η πόλη, γερασμένη, εξαντλημένη από τον αγώνα, αποχωρήσει από την σκηνή, ακόμη κι όταν ο τελευταίος νεκρός της τελευταίας μάχης αφήσει την τελευταία του πνοή, το χαμόγελο που χαράζει σήμερα, μόλις το φως προβάλλει στην κορυφογραμμή του Υμηττού, δεν θα χάσει τη δύναμή του. Μη γελιέσαι, Αρχιτέκτονα. Εκεί πάνω φτιάχνουμε τον επιτάφιο θρήνο της ζωής μας. Εκεί μέσα θα διατηρηθούν οι στάχτες μας».

 

info: Τάκης Θεοδωρόπουλος, Σελάνα, Μεταίχμιο

 

 

Προηγούμενο άρθροΜαθήματα ψυχικής ανατομίας με αφορμή το “Since she” (της Κλημεντίνης Βουνελάκη)
Επόμενο άρθροΡίλκε: Το μοντέρνο στην αυγή του αιώνα (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ