του Θεοδόση Γκελτή
Το βιβλίο της Δήμητρας Τζανάκη, μεταδιδακτορικής ερευνήτριας και διδάσκουσας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, Φύλο και σεξουαλικότητα: Ξεριζώνοντας το «ανθρώπινο», είναι μια μοναδική συνεισφορά στην ιστορική μελέτη της σεξουαλικότητας στον 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα.
Η συγγραφέας στην προηγούμενη μονογραφία της (Ιστορία της [μη] κανονικότητας, Ασίνη 2016) είχε αφηγηθεί τις ιστορίες των μη κανονικοτήτων στον ελληνικό Μεσοπόλεμο και αυτή τη φορά γυρίζει ακόμα πιο πίσω, στον δέκατο ένατο αιώνα, για να παρακολουθήσει την αγωνιώδη προσπάθεια της επιστήμης να κατονομάσει, να περιγράψει, να ετεροπροσδιορίσει τις επικίνδυνες ζωές. Οι ζωές αυτές είναι οι γύνανδρες ζωές και συμπυκνώνουν τους φόβους της αστικής τάξης για την αντιπαραγωγικότητα, την αστάθεια, την εξέγερση. Θα πειθαρχηθούν, θα «μαντρωθούν» και θα εξοντωθούν φυσικά και κοινωνικά. Η συγγραφέας θα ενισχύσει το φουκωικό επιχείρημα για τον κανονιστικό ρόλο των επιστημών ανατρέχοντας σε έναν εντυπωσιακό αριθμό ελληνόφωνων πραγματειών που εναρμονίζονται με τις εξελίξεις στη Δύση. Η αξία του βιβλίου πηγάζει, αφενός, από τη συγκρότηση ενός θεωρητικού σχήματος και, αφετέρου, από την εκτεταμένη εμπειρική τεκμηρίωση. Είναι μια ιστορία των επιστημών, μια ιστορία του φύλου και μια ιστορία της σεξουαλικότητας –και όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
H συγγραφέας ανατρέχει, λόγου χάρη, στον κλάδο της ανατομίας για να δει το πώς τα ανθρώπινα σώματα διαβάστηκαν με τρόπο τέτοιο από τον 17ο αιώνα, ώστε να δημιουργήσουν ιεραρχίες. Από τη μια, τα ενεργητικά σώματα, οι ενεργητικές ζωές που όφειλαν να δαμάσουν τον φύσει ανυπότακτο χαρακτήρα των παθητικών σωμάτων και να περιφρουρήσουν μια κοινωνική ευταξία που χρονικά συμπίπτει με τη μετάβαση στη νεωτερικότητα και την κυριαρχία μιας αναδυόμενης αστικής τάξης. Το φύλο για τη στοχάστρια αντιμετωπίζεται ως μια «ηθική ιεράρχησης της ζωής» και παράλληλα ως «σύστημα αλήθειας».
Η παθητική ζωή, στο πέρασμα στη νεωτερικότητα, τρομοκρατεί και πρέπει να πειθαρχηθεί. Είναι αυτή που στερείται βούλησης, είναι έρμαιο των ηδονών, ηθικά υποδεέστερη, απείθαρχη, ταραχοποιός. Είναι στον αντίποδα του πολιτισμού, της παραγωγικότητας, της κοινωνικής ευρυθμίας, του ορθολογισμού. Στην επικράτεια της εκθηλυσμένης ζωής εξορίστηκαν τα σώματα και οι ιδέες που αμφισβήτησαν την καθεστηκυία τάξη και που σκέφτηκαν εναλλακτικά, τόλμησαν δηλαδή να αυτοπροσδιοριστούν και να ενδώσουν στις επιθυμίες τους.
Έτσι αναδεικνύεται ως μέγιστος φόβος η εκθήλυνση της ζωής, η μετάβαση, δηλαδή, σε ένα καθεστώς ανδρόγυνης/γύνανδρης ζωής με τις ηθικές συνδηλώσεις που περιγράψαμε ήδη. Χαρακτηριστική ιστορική στιγμή του μένους για την καθυπόταξη της εκθηλυσμένης ζωής είναι ο κώδικας της Καρολίνας (1532), οπότε οι εκθηλυσμένες ζωές, μη ανθρώπινες (μάγισσες, δαίμονες), νοσούν ψυχικά και πρέπει να αφανιστούν κατόπιν υποδείξεως του εκάστοτε «ειδικού».
Η συγγραφέας παρακολουθεί στενά την εξέλιξη των ιατροδικαστικών κειμένων, για να δει το «πώς» λειτουργεί η εξουσία στη σμίλευση συγκεκριμένων καθεστώτων αλήθειας για την ανθρώπινη ζωή. Να δει, με άλλα λόγια, πώς ο λόγος περί γενετήσιας αγωγής είναι στην ουσία του ένας λόγος παραγωγής ηθικών υποκειμένων και πειθάρχησης των αντιρρησιών. Οι κορυφαίοι ψυχίατροι του 19ου αιώνα , άλλωστε, θα ανδρωθούν επιστημονικά πάνω στον πειραματισμό επί των σωμάτων των εκθηλυσμένων ζωών στο νοσοκομείο – πολιτεία Salpêtrière. Στο παιχνίδι αυτό σύντομα θα μπουν και οι εγκληματολόγοι, με κορυφαίο τον Λαμπρόζο, ο οποίος θεωρεί την διασάλευση των έμφυλων κανόνων ως βασικό στοιχείο της εγκληματικής προσωπικότητας.
Η συγγραφέας στέκεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της παρισινής Κομμούνας και διαπιστώνει ότι οι φόβοι της αστικής τάξης συνοψίζονταν σε έναν: στην κυριαρχία της εκθηλυσμένης μάζας, φόβος που αντικατοπτρίζεται στη σύνταξη πρωσικού νόμου την ίδια χρονιά που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία. Στον απόηχο των γεγονότων αυτών, και σε πλήρη ευθυγράμμιση με την προσπάθεια ποινικοποίησης της αυτοδιαχείρισης, εξετάζεται διεξοδικά η περίπτωση της Ερωτοπληξίας (1871) της διατριβής του καθηγητή ιατροδικαστικής Γεωργαντά, ο οποίος επιχειρηματολογεί υπέρ της δικαιοδοσίας του κράτους σε ζητήματα σεξουαλικότητας. Η κατίσχυση των ερωτικών δυνάμεων επί της λογικής οδηγούν, κατ’ αυτόν, στην καταστροφή του υποκειμένου και της κοινωνίας, η οποία πρέπει να αναχαιτιστεί από το κράτος.
Πράγματι, τα γεγονότα που πυροδότησε η Κομμούνα είναι μια τομή στην αντιμετώπιση ζητημάτων φύλου και σεξουαλικότητας από τον λόγο της νομικής, της ιατροδικαστικής, της ψυχιατρικής και της εγκληματολογίας. Εφεξής τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη θα ενσωματώσουν διατάξεις κατά της παθητικής παιδεραστίας (όρος της εποχής για την ομοφυλοφιλία). Η Τζανάκη στο σημείο αυτό διαφοροποιείται από τη διαδεδομένη άποψη πως η ομοφυλοφιλία και δη η γυναικεία πέρασε απαρατήρητη από την ελληνική έννομη τάξη. Τεκμηριώνει τη θέση της διαβάζοντας σχολαστικά τα εγχειρίδια ιατροδικαστικής, στα οποία υπάρχουν αναλυτικές οδηγίες για την εξακρίβωση των αδικημάτων αυτών και για τη συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές. Είναι πλέον ευδιάκριτο πως η επιστήμη αναλαμβάνει τον ρόλο της ηθικής διαπαιδαγώγησης επί του κοινωνικού σώματος. Φυσικά, στο στόχαστρο αυτών των βιοπολιτικών εγχειρημάτων θα βρεθούν όλα τα υποκείμενα που εκλαμβάνονται ως μη παραγωγικά: επαίτες, φτωχοί, ψυχικά ασθενείς. Η Τζανάκη εντοπίζει, έτσι, ένα συνεχές, στη μία άκρη του οποίου βρίσκεται η εντατικοποίηση των εγχειρημάτων πειθάρχησης του πληθυσμού μετά το 1871 και στην άλλη το ιδιώνυμο του 1929.
Άλλος ενδεικτικός σταθμός αυτής της κλιμακούμενης μέριμνας για την πάταξη της παθητικής ζωής είναι η δημιουργία του δημόσιου πορνείου, των Βούρλων, στο οποίο περιστασιακά γυναίκες αναγκάζονταν να «υπηρετήσουν» για λίγες μέρες εν είδει σωφρονισμού, κάνοντας τα Βούρλα το μεγαλύτερο κολαστήριο της εκθηλυσμένης ζωής.
Γενεαλογεί την έννοια της «αναστροφής φύλου», η οποία εισάγεται από την ψυχιατρική για να περιγράψει την ψευδή, παθολογική βίωση ενός φύλου αντικειμενικού, αμετάβλητου και πάντα διεξοδικά καταγεγραμμένου από την επιστήμη. Οι αντιφρονούντες σε αυτήν την ευαγγελική καταγραφή συγκροτούνται ως παρανοϊκοί.
Η συγγραφέας βάζει έναν ακόμη κόμπο στο νήμα αυτής της ιατρικής συγκρότησης των σωμάτων χωρίς σημασία: την έκδοση του Psychopathia Sexualis από τον Kraft Ebing. Πρόκειται για ένα έργο μεγάλης απήχησης, με πολλαπλές αναδημοσιεύσεις. Γι’ αυτόν εκφυλισμός είναι η καθυπόταξη της συνείδησης από το θηλυκό στοιχείο, μια υφαρπαγή που μοιραία οδηγεί στο έγκλημα και στην ψύχωση.
Υπό το φως αυτών των παραδοχών, το φεμινιστικό κίνημα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα συνομιλεί με τις ανησυχίες της αστικής τάξης περί δαμασμού των απείθαρχων εκθηλυσμένων ζωών. Η διεκδίκηση των δικαιωμάτων έρχεται με το τίμημα του σωφρονισμού, του περιορισμού και της «διαπαιδαγώγησης» των γυναικών της εργατικής τάξης.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο είναι μια συναρπαστική, καλογραμμένη και πλούσια μελέτη με ξεκάθαρο στόχο την ανάδειξη της ιστορικής απαξίωσης της εκθηλυσμένης ζωής από τις επιστήμες που κατεξοχήν υπηρετούν βιοπολιτικούς στόχους.
info:Δήμητρα Τζανάκη,Φύλο και σεξουαλικότητα,Ξεριζώνοντας το «ανθρώπινο» (1801-1925),Ασίνη, 2018,σελ. 426