της Σταυρούλας Γ. Τσούπρου.
«Και οι πιο περιφερειακές ανακαλύψεις του χημικού, του βοτανολόγου ή του ορυκτολόγου θα συνιστούν μελλοντικά εξίσου κατάλληλα αντικείμενα για την τέχνη τού ποιητή όσο και αυτά τα οποία μέχρι τώρα αξιοποιούσε, αν έρθει ποτέ μια εποχή που τα πράγματα αυτά, και οι συσχετισμοί υπό τους οποίους αυτά μελετώνται από τους ακολούθους των σχετικών επιστημών, θα μας είναι τόσο οικεία ώστε να καταστούν προφανή και απτά υλικά για εμάς ως όντα που χαίρονται και υποφέρουν»
(William Wordsworth, «Πρόλογος» στις Λυρικές Μπαλάντες)
Το φυσικό τοπίο, αν και αυθύπαρκτη οντότητα, κατέληξε, ωστόσο, να συναρτά/ εξαρτά αυτήν την ύπαρξή του από την ανθρώπινη παρέμβαση, ενώ, ως αντικείμενο αναπαράστασης, συνυπάρχει, σε ποικίλες παράλληλες πορείες, με τομείς τού επιστητού, της Τέχνης και της Επιστήμης, που κάποτε αλληλοκαλύπτονται και σίγουρα αλληλοσυμπληρώνονται. Εφόσον, δε, πρόκειται εδώ, στις περισσότερες περιπτώσεις, για λεκτική δημιουργία, παρούσα είναι, αναπόφευκτα, και η ρητορική τής δημόσιας απεύθυνσης, ορισμένες αισθητικές αρχές, δηλαδή, οι οποίες διέπουν τους τρόπους τής λεκτικής έκφρασης. Αναρωτιέται, όμως, κανείς: ποιος είναι ο ρόλος και το μερίδιο της φύσης στο προϊόν αυτής της ρητορικής αναπαράστασης;
Η ερώτηση τίθεται με τον ίδιο τρόπο που τίθεται και στις αντίστοιχες διαπλοκές των ανωτέρω χώρων, Τέχνης και Επιστήμης, όταν πρόκειται, επί παραδείγματι, για τον «σωματικό κινηματογράφο» μέσω ιατρικών φωτογραφιών (που ξεκίνησε στο Παρίσι το 1975-1976) ή για τις αστρονομικές φωτογραφίες που μεταπλάστηκαν σε τρισδιάστατα φωτεινά φαινόμενα[1] και, παρόμοια, όταν πρόκειται για τις παλαιότερες αλλά και τις σύγχρονες συνομιλίες τής ζωγραφικής με τις επιστήμες τής φυσικής, των μαθηματικών και ειδικότερα της γεωμετρίας[2] ή την αναγκαία, ούτως ή άλλως, συνομιλία τής γλυπτικής με την ανατομία. Η προαναφερθείσα διαπλοκή έχει ήδη φτάσει σε ακραία σημεία, όπως είναι, από την μία πλευρά, η δημιουργία μουσικής[3] μέσω της ηχογράφησης του κυψελοειδούς ήχου των αφτιών ή της ηχητικής ανάλυσης σπάνιων ηχογραφήσεων από σεισμικές δονήσεις, ηλεκτρονικά στηθοσκόπια, ήχους της ατμόσφαιρας σε άλλους πλανήτες[4] και, από την άλλη, ο εικαστικός διάλογος «γύρω» από το κύτταρο και το μόριο μέσω των εικόνων που αποκαλύπτει ο φακός του μικροσκοπίου, όταν αυτές οι τελευταίες γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας γλυπτοζωγραφικών έργων[5].
Σε σύγκριση με τις παραπάνω μορφές διαλόγου μεταξύ τής Τέχνης και της Επιστήμης (διάλογοι οι οποίοι, οπωσδήποτε, ανατρέπουν την αφοριστική διατύπωση του William Blake, «Η τέχνη είναι το δέντρο της ζωής. Η επιστήμη το δέντρο του θανάτου», αφορώσα στην εχθρότητα των καλλιτεχνών απέναντι στην επιστήμη[6]), η χρήση των συμπερασμάτων τής ψευδο(;)επιστήμης τής Φυσιογνωμικής στα λογοτεχνικά κείμενα, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, για να φέρουμε ένα χαρακτηριστικό, όσο και παλαιό, παράδειγμα “συνεργασίας” Λογοτεχνίας και Επιστήμης, φαίνεται μάλλον ερασιτεχνική[7], αν και οι διάδοχοί της, ας μου επιτραπεί η ονομασία, όταν αυτοί ανευρίσκονται μεταξύ, επί παραδείγματι, των ιατρών που είναι ταυτόχρονα και ποιητές (όπως ο Τάκης Σινόπουλος), και άρα βλέπουν το ανθρώπινο σώμα, αναπόφευκτα, μέσα από ένα εντελώς ιδιαίτερο πρίσμα, έχουν αντικαταστήσει τον ερασιτεχνισμό με την εξειδίκευση, χωρίς αυτό, ωστόσο, να περιορίζει το “καθόλου” της Ποίησης.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, του διαλόγου Τέχνης – Επιστήμης, του οποίου το περίγραμμα έγινε η προσπάθεια να δοθεί στην μόλις προηγηθείσα εδώ μικρή εισαγωγή, εντάσσονται, αφ’ ενός, η παρουσίαση της Φύσης από τον πεζογράφο Ν. Γ. Πεντζίκη και τα σχόλια που έγιναν σχετικά, κυρίως από τον Γιώργο Σεφέρη, και, αφ’ ετέρου, η εμπειρική και, ως εκ τούτου, έως έναν βαθμό, επίσης επιστημονική, στην προκειμένη περίπτωση, αντιμετώπιση της Φύσης από έναν μεγάλο έλληνα ποιητή αλλά και καλλιεργητή τής γης, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
Οι λεπτομερείς γνώσεις τού Ν. Γ. Πεντζίκη σε ό,τι αφορά ειδικά στον τομέα τής φυτολογίας θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την λογοτεχνική του πράξη ως πρωτοποριακή ή, έστω, νεωτερική, καθώς, στο πλαίσιο των πολλαπλών πρωτότυπων συνθέσεων[8] που πραγματοποίησε μέσα στο έργο του, ενέταξε και ένα, καταμερισμένο σε όχι ευάριθμες σελίδες, «εγχειρίδιο φυτολογίας», τα περιεχόμενα του οποίου, μάλιστα, “σημάδεψαν”, θα έλεγε κανείς, την ανάγνωση του Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης από τον Γιώργο Σεφέρη. Οι λόγοι για τους οποίους ο Σεφέρης στάθηκε επανειλημμένα και με ιδιαίτερη φροντίδα στις φυτολογικές γνώσεις που απαντώνται στις σελίδες της Κυρίας Έρσης εξηγούνται (εν μέρει) και από τον ίδιο, όταν, πλησιάζοντας στο τέλος του αναγνωστικού οδοιπορικού του, σημειώνει: «[…] το πράγμα που μας συνδέει, φαντάζομαι [με τον Ν. Γ. Πεντζίκη], είναι η αμεσότητα της αγάπης του για το χώμα, τους βράχους, τα νερά, τη θάλασσα, τα φυτά, τα ζώα, τα πουλιά, τα μαμούδια». Γι’ αυτό και ο Σεφέρης τερματίζει την ανάγνωσή του καταγράφοντας, εν είδει επιμύθιου, την παρατήρηση ενός μικρόσωμου φυτού «με σαρκώδη βαθυπράσινα φύλλα»· πρόκειται για την Σαιντπώλια την ιανθή, της οποίας παρατίθεται και η λατινική, επιστημονική, επωνυμία: Saintpaulia ionantha. Αυτή την πρακτική ο Σεφέρης, κατ’ απομίμηση της αντίστοιχης του Ν. Γ. Πεντζίκη, την είχε ακολουθήσει και νωρίτερα, καταγράφοντας με παρόμοιο τρόπο τα φυτά, μικρά ή μεγάλα, που συνάντησε σε έναν περίπατό του στο Ζάππειο· σημείωνε, δε, εκεί και τα ακόλουθα, έχοντας καταγράψει την Κυπάρισσο την οριζοντιοκλαδή (Cupressus sempervirens), κ. θηλυκό κυπαρίσσι: «[…] μια στιγμή· είναι όμορφο αυτό το θηλυκό. Ο Ν.Γ.Π. θα αράδιαζε τουλάχιστο τρεις σελίδες για ένα τέτοιο δέντρο, περιγράφοντας κλώνους, φύλλα, ρίζες, χυμούς, εφυμενίδες, κυτταρικές μεβράνες, και όλα τα μάγια τής φυτολογικής του γνώσης. Εγώ μόνο μια λέξη βρήκα να πω· είναι απίστευτη η λεκτική φτώχεια μου».[9]
Αυτή η “λεκτική φτώχεια”, βέβαια, δεν οφείλεται παρά στις πολύ λίγες, εν προκειμένω, συγκριτικά με τις αντίστοιχες του Ν. Γ. Πεντζίκη, πραγματολογικές γνώσεις τού αναγνώστη Γιώργου Σεφέρη. Από αυτού του είδους τις γνώσεις, εντασσόμενες στο πλαίσιο ενός «αντικειμενικού ρεαλισμού»[10], βρίθει πράγματι το εν λόγω μυθιστόρημα του Ν. Γ. Πεντζίκη, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς περιγραφές όπως οι ακόλουθες: «Κατόπι από το Ασβεστοχώρι μισή ώρα πορεία έως το μικρό δάσος Κουρί (Φράξα, Δρυς, Σφενδάμια, Πουρναριές, Όστρυες, Φτελιές ως ανώροφος βλάστηση, Κολχικά, Κυκλάμινα κατά φθινόπωρο, Φικάριες, Κρόκοι, Σκύλες δίφυλλες κατά Φεβρουάριο – Μάρτιο, Φραξινέλλα, Όρχις πορφυρούς, Λιμόδορο, Κουνούκλες, Πολυγόνατο το κοινό, Βίκος, Βατράχια και Παραχνούδι κατά Μάιον ως βλάστηση υπώροφος)» (σ. 118)[11] – «Έχω στο αρμάρι μου αρκετά δείγματα φυτών φυλαγμένα. Σε άλλα τα εκκριτικά κύτταρα με τ’ άρωμα βρίσκονται στην επιδερμίδα, σε απλή κατά φάλαγγα παράταξη, αλλού προβάλλονται από ’ναν μίσχο μονοκύτταρο ή πολυκύτταρο σαν ειδικά τριχίδια με ποικιλόσχημη διογκωμένη κεφαλή. Αυτού εκχυνόμενο το προϊόν προκαλεί αποκόλληση και εξοίδηση της εφυμενίδος, αποθηκευόμενο εκεί ανάμεσα και στην κυτταρική μεμβράνη, όπως διαπιστούται δια μεγεθύνσεων στο πολλαπλάσιο και ειδικές χρώσεις. Μαζεύοντας λοιπόν τα φυτά πέρυσι, έβλεπα απλώς τα φύλλα, τους κλαδίσκους, τ’ άνθη, αλλά ταυτόχρονα αναπολούσα και τα σχέδια της ποικίλης εσωτερικής υφής των ιστών τους όπως αποκαλύπτονται στο μικροσκόπιο. Η γνώση αυτή πολλές φορές φανερώνοντάς μου σχήματα της ζωής ενδιαφέροντα, συνετέλεσε τα μέγιστα στη σύγχυση των αισθήσεων που έπαθα, συλλέγοντας τ’ άνθη στη θέση που βρήκα την πέτρα» (σ. 197).
Αλλά οι φυτολογικές γνώσεις τού συγγραφέα Πεντζίκη δεν αποτελούν, κατά την άποψή μου, απλώς ένα μέρος τού «πλούτου ερεθισμάτων και θεμάτων», ο οποίος, σύμφωνα με την διατύπωση του Παν. Μουλλά, περιέχεται στο «πεντζικικό κείμενο». Προς μία άλλη κατεύθυνση, πιο βαθιά συναισθηματική, φαίνεται να δείχνουν ομολογίες όπως η ακόλουθη: «[…] η ψυχή μου πάντα ζήλεψε τη σκιερή διαμονή των δασών. Κάθε φορά που τυχαίνω σε δάσος, πάντα νιώθω σαν σε αναμονή, περιμένοντας ν’ ακούσω κάποια φωνή, εκεί που γυρίζω αγγίζοντας ή χαϊδεύοντας τα δέντρα. Πιστεύω ότι μπορεί από τα δέντρα, ή από τα νερά που κατεβαίνουν κελαρύζοντας, από τ’ αεράκι που γεμίζει μ’ ενθουσιασμό ολόκληρο το βουνό και τους δρυμούς, να φτάσει στ’ αυτιά μου η απόκριση. Τότε τίποτα δεν θα μπορεί να μ’ εμποδίσει να συμπεριληφθώ στην ποικίλη συνοδεία του Θεού, όπου ανήκουν όλοι όσοι σκέφτονται σωστά, ανατρέποντας τα κοινώς νομιζόμενα ως σοφά» (σσ. 215-216).[12] Ωστόσο, και πάλι θα αντέτεινε κάποιος ότι παρόμοιες φυσιολατρικές εκδηλώσεις ανευρίσκονται και σε άλλα λογοτεχνικά κείμενα. Στην περίπτωση του Ν. Γ. Πεντζίκη, όμως, υπάρχει ένα ακόμα, και μάλιστα πολύ ισχυρό, επιχείρημα, που κατευθύνει την οπτική μας για την σχέση του με την Φύση σε, πραγματικά, ουσιαστικές περιοχές, καθώς σε τρία από τα πεζογραφήματά του, στα: Αντρέας Δημακούδης, Ο πεθαμένος και η ανάσταση και Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης (ο Παν. Μουλλάς ενώνει τα τρία αυτά και βάσει του ήρωα που τιτλοφορεί το πρώτο, στηριζόμενος και σε δηλώσεις του συγγραφέα[13]), ο συγγραφέας συνδέει την ύπαρξη καθεαυτήν τού ήρωά του με τον κόσμο των φυτών.
Στο Αντρέας Δημακούδης, και ενώ το κείμενο βαδίζει προς το τραγικό τέλος, ο ήρωας αισθάνεται μία από τις πιο γνήσιες χαρές αγκαλιάζοντας (σ. 116)[14] μία Abies Cephalonica, Varieta: Reginae Amaliae Heldreich, περιστατικό το οποίο, πολλά χρόνια μετά, θυμίζει στο alter ego του τού Μυθιστορήματος της κυρίας Έρσης (εκεί, σ. 344), όταν και εκείνο το κείμενο βαίνει προς το τέλος του. Αλλά, το πολύ σημαντικό (και σημαδιακό), βέβαια, εδώ είναι ο τρόπος, ο εντελώς πρωτότυπος, ακριβώς όπως τον ήθελε, και δικός του τρόπος, με τον οποίο ο ήρωας αποφασίζει να δείξει τα ερωτικά αισθήματά του στην αγαπημένη του, η οποία τού έχει γίνει έμμονη ιδέα. Αποφασίζει, λοιπόν, προκειμένου να φθάσει «κοντά της καθαρός και αγνός […] να ντυθεί ολόκληρος με λουλούδια. Θα μεταμορφωνόταν σε φυτό. Σ’ ένα δέντρο με ρίζες και κλαδιά και κορμί λεβέντικο» (σ. 123). Η όμορφη και αγνή όψη, δηλαδή, την οποία επιλέγει ο ήρωας για να τον εκπροσωπήσει με τον καλύτερο τρόπο είναι ένα δέντρο. Η κατάσταση, ωστόσο, αλίμονο, δεν εξελίχθηκε βάσει του σχεδίου του, ούτε ως προς την μεταμόρφωσή του καθεαυτήν ούτε ως προς την αντίδραση της παραλήπτριας του δώρου και ο ήρωας αυτοκτονεί, χαρούμενος, παρ’ όλα αυτά, χάρη στην αγάπη που τον πλημμύριζε.
Σε αντίστροφη πορεία, τώρα, το ανώνυμο alter ego του στο Ο πεθαμένος και η ανάσταση επανέρχεται στην ζωή χάρη στην έμπνευση που δημιουργείται από την παρατήρηση μιας λάμπας , ενός bulb, όπως παρατηρεί η Ελένη Γιαννακάκη, η οποία, ωστόσο, δεν αξιοποιεί περαιτέρω την επισήμανση ότι bulb σημαίνει στην αγγλική γλώσσα και τον βολβό των φυτών, περιοριζόμενη στην μεταφορική σχέση αυτού του τελευταίου με την παράδοση[15]. Η στιγμή τής ανάστασης, πάντως, η οποία ταυτίζεται με την στιγμή της αυτογνωσίας (κατά την ίδια ερευνήτρια)[16], ακολουθείται, στο δεύτερο μέρος πλέον τού βιβλίου, από το πλάσιμο ενός ολόκληρου κόσμου με μόνο εργαλείο τη γλώσσα. Μια γλώσσα, ωστόσο, που δεν είναι, παρόλο που λειτουργεί ως τέτοια, μια «αυτάρκης και αυτοδύναμη οντότητα» (κατά την διατύπωση της Γιαννακάκη)[17], αφού δεν θα μπορούσε να “ζωντανέψει” χωρίς την προϋπόθεση της υλικής φύσης – και αυτό το γνωρίζει οπωσδήποτε και το απολαμβάνει ο Ν. Γ. Πεντζίκης. Μαζί του απολαμβάνει και ο αναγνώστης τις σελίδες εκείνες όπου μία αφάνταστη ποικιλία φυτών παρελαύνει εμπρός στα μάτια του, πλαισιώνοντας με τον ιδανικότερο τρόπο την ανάσταση του νέου· ιδού ένα δείγμα: «Δέντρα, άριος [sic] και πλατάνια πολλά. Τα πεσμένα φύλλα τού πλάτανου έχουν μια σκληρή ευωδιά. Το κάθε φύλλο στα τοπόλια παίζει και τρέμει με το παραμικρό αεροφύσημα. Κατόπι αρχινάν τα καραγάτσια, οι φτελιές με εδώ κι εκεί ξηρά κλαδιά, που ξεχωρίζουν ανάμεσα στο σκοτεινό βαθύ φύλλωμα. Καβάκια, αγριόλευκες, λεύκες ολόισιες. Ιτιές που τα κλαδιά τους με αποχρώσεις ερυθρωπές, βγαίνουν όλα μαζί από τη χοντρή κεφαλή του δέντρου. […] Η υγρασία στοιχειώνει τα τριγύρω δέντρα, ντύνοντάς τα με πράσινο μούσκλι σαν κατιφέ. Από τους αρμούς και ρόζους κρεμιέται τριχότριχα και πολυτρίχια, σαν αρχαίο αφιέρωμα κόμης, Adiantum Capillus Veneris. […] Μες σε υγρή χλωρασιά, που θρασομανούν δρακοντιές, φιδόχορτα, νεράγκαθα, νερόκρινα, σπιθάνακες, γλαδίολοι, δίπλα στ’ αυλάκι, φτέρη τριγύρω και βάτοι, και αρκουδόβατος, και σμίλακας […] Τριγυρίζει στο δάσος ανάμεσα στα λουλούδια που ανοίγουν νυφούλες, σαν λιώσουν τα χιόνια, κρόκοι και καμπανούλες κάτω από τις μυρτιές και τις μυρσίνες, στον ίσκιο από το φράξο και το σφενδάμι. Στις λόχμες με τ’ άγριο πυξάρι, το τσιμισίρι, τον άγανο, τις κουτσουπιές, λουλούδια σαν καντηλάκια και σαν σκυλάκια που αλυχτούν, όμοια στο ρύγχος». «Το ρίζωμα», γράφει σε ένα σημείο ο Πεντζίκης, «είναι το πρώτο δίδαγμα που αποκομίζει ο νέος που αυτοκτόνησε, ταξιδεύοντας στο θαυμάσιο τόπο, για να λάβει το σχήμα τής ανάστασης».[18]
Ύστερα από τις δύο προηγούμενες, ρηξικέλευθες (η καθεμιά για διαφορετικούς λόγους) εμφανίσεις τού ήρωα του Ν. Γ. Πεντζίκη, δεν μας εκπλήσσει πια τόσο η τρίτη του εμφάνιση, στο Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, όπου παρουσιάζεται ως μισός άνθρωπο και μισό φυτό. Το φυτό είναι το Arum Drancuculus, κοινώς φιδόχορτο, και περίπου στο μέσον τής έκτασης του βιβλίου (σ. 188) βρίσκεται να αναπληρώνει, «με την εξαιρετική εις χρώμα και σχήμα άνθησή» του, το από τη μέση και κάτω σώμα τού ήρωα, έστω και αν όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε ένα όνειρο (όπως αποσαφηνίζεται πριν το τελευταίο τέταρτο του βιβλίου, σ. 296).
Μια τέτοια εμφάνιση, λοιπόν, ενός λογοτεχνικού ήρωα, και μάλιστα εις τριπλούν, προχωρά πέρα από οποιοδήποτε λεξικογραφικό πνεύμα, ακόμα και όταν πρόκειται για την «τρομακτική φυτολογική εμβρίθεια» του Ν. Γ. Πεντζίκη[19], όσο και πέρα από οποιονδήποτε «φροϋδικό ονειροκρίτη»[20], για να επιβεβαιώσει πρώτα από όλα μια λατρεία, κατά την γνώμη μου, αδιαμφισβήτητη: αυτήν τού συγγραφέα και ανθρώπου Ν. Γ. Πεντζίκη για τον κόσμο και το τοπίο των φυτών (κάτι που ο Σεφέρης φαίνεται να εντόπισε, και ιδιοσυγκρασιακά ίσως, με την ανάγνωσή του).
Εντελώς διαφορετική από αρκετές απόψεις, σε σύγκριση με εκείνη τού Ν. Γ. Πεντζίκη, είναι η περίπτωση του Νικηφόρου Βρεττάκου, στο έργο τού οποίου, ωστόσο – το ποιητικό, βεβαίως, αλλά και το πεζογραφικό – το φυσικό τοπίο, ιδίως το τοπίο των δέντρων, παρουσιάζεται μέσα από τέτοια βαθιά γνώση, αγάπη και απόλυτη εξοικείωση, ώστε να αμιλλάται την λεξικογραφική διάσταση του έργου τού Ν. Γ. Πεντζίκη. Η ίδια η εικόνα τού ανθρώπου Νικηφόρου Βρεττάκου, την οποία όλοι, λίγο έως πολύ, φέρνουμε στον νου μας, μιλά με περισσή ευγλωττία για έναν ποιητή – καλλιεργητή· καλλιεργητή όχι μόνον του ποιητικού αλλά και του φυσικού τοπίου.
Ο Βρεττάκος γεννήθηκε και ανατράφηκε μέσα στη φύση, στα χώματα και στους βράχους τής ιδιαίτερης πατρίδας του και, πολύ πριν αυτά αρχίσουν να αποκτούν στο πνευματικό του σύμπαν συμβολικές διαστάσεις, τον είχαν ήδη καταστήσει κοινωνό τού αληθινού και αενάως επαναλαμβανόμενου μυστηρίου τους. Όταν ο Βρεττάκος γράφει για τα ανθισμένα του δέντρα, τις μηλιές, τις λεμονιές, τις μυγδαλιές, τις αχλαδιές, που προσέρχονται κι εκείνος τα υποδέχεται «με το φως μες στο στήθος μου κρεμασμένο/ σε δέσμες από άσπρα ποιήματα»[21], δεν έχει απλώς υπ’ όψιν του την μορφή ή έστω και την αφή αυτών των δέντρων· τα έχει γνωρίσει από το πρώτο τους πράσινο φυλλαράκι μέχρι τα γηρατειά ή τις αρρώστιες τους, όπως και σε όλες τις εποχικές αλλαγές, τις ταλαιπωρίες και τις καταστροφές που τα απειλούν. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να γράφει στίχους σαν αυτούς: «Θἄθελα να επέστρεφα κάποτε στη ζωή./ Αγκαλιάζοντας μιαν ανθισμένη μηλιά,/ να μπερδέψω μαζί με τις ρίζες της/ μες στο χώμα τα πόδια μου./ Να μη φύγω ποτέ. Να γίνουμε μια/ μηλιά και οι δυο» ή σαν αυτούς: «Υπάρχουν κι αυτοί που με είδαν τη νύχτα/ γυρίζοντας μ’ ένα θαμπό φαναράκι/ να φωτίζω ένα-ένα τα δέντρα/ του κήπου μου (φύσαγε, έβρεχε/ ήταν σκοτάδι) να ιδώ αν φοβούνται/ ή αν κρυώνουν, όπως έκανα κάποτε/ στα παιδιά μου. Υπάρχουν κι αυτοί/ που με ακούσαν να φεύγω μετά/ μουρμουρίζοντας: «Δόξα σοι, είμαστε/ όλοι καλά»».[22] Έτσι, ακόμα και αν η Φύση στο έργο τού συγκεκριμένου συγγραφέα επενδύεται με νοήματα έξω από αυτήν, προερχόμενα από την ηθική συνείδησή του – όπως, εξάλλου, συνήθως συμβαίνει στην σχέση της Φύσης με την Τέχνη – η λεκτική παρουσία αυτής της Φύσης εδώ πείθει για την αλήθεια της αυθεντικής σχέσης τού συγγραφέα μαζί της, σχέσης που δεν προϋποτίθεται παρά σε πολύ λίγες περιπτώσεις δημιουργών.
Ο όρος «αυθεντικός» θεωρώ πως στάθηκε καθοριστικός και για την μελέτη τού έργου τού Νικηφόρου Βρεττάκου από τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο, ο οποίος τον εντάσσει στην “κατηγορία” των «αυθεντικών αθώων ποιητών», των ποιητών, δηλαδή, που είτε από απόγνωση είτε από ενθουσιασμό είτε από αγνότητα αφιερώνουν τη ζωή τους στην ποίηση.[23] «Ο διάλογος του Βρεττάκου με τον εαυτό του – δηλαδή με τον ποιητή – και με την ποίηση είναι μια χαμηλόφωνη, απλή, ειλικρινής συνομιλία ενός εργάτη με τα χέρια του και, αντίστοιχα, με το έργο των χεριών του», γράφει ο Αθανασόπουλος, μια συνομιλία που «αναπτύσσεται με ένα λόγο ανεπιτήδευτο και ακαλλώπιστο» (σ. 148).[24] «Η αντίληψη που ο Βρεττάκος έχει για την ποίηση είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, επειδή είναι πολύ ρεαλιστική και προσγειωμένη» (σ. 148). «Με τον τρόπο αυτόν, φαντάζομαι», συνεχίζει ο Αθανασόπουλος, «θα κατόρθωσε να πείσει τον εαυτό του πως γράφοντας ποιήματα δεν ζει παρασιτικά μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων και, έτσι, να απαλλαγεί από την αντίστοιχη ενοχή» (σ. 149). «Ο ποιητής δεν παρουσιάζεται ως ένας λειτουργός του πνεύματος, δεν χαρακτηρίζεται από ματαιοδοξία και μεγαλοφροσύνη· δεν εμφανίζεται διαφοροποιούμενος από τους συνανθρώπους του πιστεύοντας πως είναι ένα προνομιούχο ανώτερο ον, ένας προφήτης ή ένας επί της γης αντιπρόσωπος του Θεού. Ο Βρεττάκος, όταν βλέπει τον εαυτό του ως ποιητή, τον κοιτάζει στα χέρια, όπως θα κοίταζε στα χέρια έναν αγρότη ή έναν εργάτη» (σ. 150).
Και πράγματι, σύμφωνα με την εικόνα τού Νικηφόρου Βρεττάκου που έχουμε στον νου μας, τα χέρια του ήταν χέρια αγρότη. Το ερμηνευτικό κλειδί που διάλεξε ο ερευνητής αποδεικνύεται έτσι, αληθινά, εμπνευσμένο, καθώς, μάλιστα, εξακολουθεί την ανάλυσή του ως εξής: «Το ποίημα, κατά τον Βρεττάκο, δεν είναι συνέπεια μιας υπέρβασης […]· το ποίημα είναι καρπός μιας φυσικής νομοτέλειας: όπως λίγο πριν μπει η άνοιξη, κάτω από το χώμα μυρμηγκιάζει μια ασυγκράτητη δύναμη, κάτω από τον φλοιό των δέντρων φουσκώνει η μουσική κίνηση των χυμών κι ακόμη κι η πετρώδης γη μπορεί κι ανθίζει, έτσι και ο εργάτης τής ποίησης πλημμυρίζει από τη δύναμη της εποχής και τα δάχτυλα των χεριών του αναζωογονούνται και αδημονούν να πιάσουν την πένα» (σ. 151). Ωστόσο, όπως επισημαίνει και ο Αθανασόπουλος, ο ποιητής ομολογεί ή παραπονείται ότι υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες «ως προς την αντίληψη, την έκφραση, τη γλώσσα και την ολοκλήρωση» του ποιητικού έργου (σ. 161)· επί παραδείγματι, ο Βρεττάκος διαμαρτύρεται επειδή δεν βρίσκει «τις λέξεις γιατ’ είν’ απ’ του κόσμου/ τον πλούτο πιο λίγες. Πιο λίγες απ’ τα/ γεγονότα τής άνοιξης»[25]. Η συνειδητοποίηση παρόμοιων αδυναμιών τον οδηγεί, από την μια, στην σκέψη ότι «από τη στιγμή που δεν κατόρθωσε να φτιάξει ένα ολοκληρωμένο έργο, προτιμότερο θα ήταν να φύτευε δέντρα, που θα εντάσσονταν πιο εύκολα στον ρυθμό και στη διάρκεια του σύμπαντος» (σ. 165) και, από την άλλη, τον οδηγεί στην σύνθεση ποιημάτων όπως το ακόλουθο, με τον τίτλο «Τα Δέντρα και η Συνείδηση»: «Αύριο, μεθαύριο, λέω, όσο θα ’ναι καιρός,/ ν’ ανεβώ να φυτέψω στο λόφο μου εκείνα τα δέντρα/ να με αντιπροσωπέψουν στον τομέα της δημιουργίας. Τόσον/ ήλιο πολύ που θησαύρισα και στο τέλος δεν μπόρεσα/ μέσα σε λέξεις να τον κλείσω τον αιώνιο,/ να φτιάξω μια διδασκαλία τής ομορφιάς τουλάχιστο,/ να φτιάξω ένα περιδέραιο ολόλαμπρο για τις ψυχές./ Μα αυτά τα δέντρα συμμετέχοντας στο μέγα έργο,/ κινούμενα μες στο κινούμενο σύμπαν σαν συνειδήσεις,/ σ’ ένα άλλο θαύμα μεταβάλλοντας τον ήλιο που μου διέφυγε,/ θα μου ευκολύνουνε τη διέλευση από τους κριτές.// (Τα φαντάζομαι κιόλας, δυνατά, αιωνόβια,/ φορτωμένα ώς τα κούτσουρα με άνθη να σαλεύουν προς όλες/ τις διευθύνσεις, προτείνοντας, με ψιθύρους αγάπης,/ τους καρπούς της ειρήνης τους.)// Αύριο, μεθαύριο, λέω, όσο θα ’ναι καιρός,/ ν’ αντικατασταθώ φυτεύοντας εκείνα τα δέντρα»[26].
Ο «φυσιολατρικός/ επιστημονικός νατουραλισμός», για τον οποίο έγινε λόγος εδώ – «φυσιολατρία» με την έννοια της «αίσθησης της φύσης» όπως αναπτύχθηκε ουσιαστικά για πρώτη φορά στους νεότερους χρόνους[27] και «νατουραλισμός»[28] με την έννοια της σοβαρής, υπεύθυνης έως και επιστημονικής αντιμετώπισης – βρίσκεται, βέβαια, μακριά από την αντίληψη του Ρομαντισμού για την προσφυγή στην Φύση προκειμένου για την έκφραση υποκειμενικών συναισθημάτων, ψυχικών καταστάσεων και προβλημάτων και την συναφή πίστη στην αρμονική σχέση μεταξύ αυτής και του ανθρώπινου νου έως του σημείου να υπάρχει μια αμφίδρομη πορεία αντικατοπτρισμού και έμπνευσης. Και, οπωσδήποτε, βρίσκεται ακόμη πιο μακριά από την αντιφυσιολατρική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η Φύση, ως Παράδεισος και Κόλαση συνάμα (δύο υποστάσεις δύσκολα διακριτές ως προς τα όριά τους κάθε φορά), συνιστά πιθανότατα απειλή για την πνευματική ελευθερία τού σκεπτικιστή ανθρώπου. Μέσα σε αυτό το, μάλλον αραιοκατοικημένο, πλαίσιο κινούνται εκείνοι οι λογοτέχνες (ποιητές και πεζογράφοι), οι οποίοι αγαπούν την φύση για αυτό που είναι (όπως συχνά λέμε για τους ερωτευμένους), με σεβασμό στην αυθύπαρκτη οντότητά της και γνώση των ιδιαιτεροτήτων της. Ανάμεσα σε αυτούς τους ερωτευμένους ξεχωρίσαμε τους Ν. Γ. Πεντζίκη και Νικηφόρο Βρεττάκο, αφήνοντας τον χώρο τής απλής αγάπης και της αληθινής ζωής μέσα στην φύση για τις, περιορισμένες χρονικά, αλίμονο, για τον μεταβιομηχανικό άνθρωπο, γνήσιες συμβιώσεις εξαιρετικών περιπτώσεων, όπως ήταν τα δύο χρόνια διαμονής στο δάσος τής λίμνης Walden τού Henry D. Thoreau.
Σημειώσεις
[1] Για τα παραπάνω βλ. στο άρθρο τής Μιράντας Τερζοπούλου, «Εμπειρία τέχνης στα όρια των κόσμων. Έκθεση στον χώρο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση για το δίδυμο Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη», εφημ. Η Καθημερινή/ Τέχνες & Γράμματα, Κυριακή 20 Μαρτίου 2011, σ. 4.
[2] Αναφέρω, επί παραδείγματι, τον ιδιοφυή Ολλανδό χαράκτη M. C. Escher (1898-1972), ο οποίος θεωρείται ως μία συμβολική γέφυρα μεταξύ επιστήμης και τέχνης, καθώς στα έργα του διασταυρώνονται η φαντασία, η πραγματική ζωή και τα μαθηματικά· μάλιστα, οι έννοιες και οι τεχνικές τής σύγχρονης Γεωμετρίας που εμπλέκονται στο έργο του κάποτε συνιστούν καινούργιο έδαφος ακόμη και για ειδικούς του χώρου.
[3] Δεν πρέπει να παραλειφθεί εδώ η αναφορά στον πρωτοπόρο συνθέτη Ιάννη Ξενάκη, ο οποίος (πρώτος) εισήγαγε τον επιστημονικό λογισμό στη μουσική διαδικασία.
[4] Για τα παραπάνω βλ. στο άρθρο του Δημήτρη Κανελλόπουλου, «Η παρτιτούρα της «Οικονομικής Τσουλήθρας»», εφημ. Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011, σ. 26.
[5] Βλ. την Έκθεση Εικαστικών με τον τίτλο «Μέσα από τον Φακό», της Στέλλας Μπακατσή, η οποία είχε φιλοξενηθεί στο Ίδρυμα Ευγενίδου, από τις 12 έως τις 30 Ιανουαρίου 2011.
[6] Για το ανωτέρω παράθεμα βλ. στο Ζ. Δ. Αϊναλής – Μ. Παπαντωνόπουλος, Ρομαντική Αισθητική. Οι ποιητές των Λιμνών και η Σχολή της Ιένα, Εκδόσεις Κριτική, 2011, σ. 35. Στην «Εισαγωγή» τού εν λόγω βιβλίου, από τον Ζ. Δ. Αϊναλή, εκτός από το θέμα τής διάστασης Τέχνης – Επιστήμης, κατά την Ρομαντική αλλά και την Μεταρομαντική εποχή, θίγεται, βεβαίως, και η σχέση τού Ρομαντισμού με την Φύση και δίνεται σχετική Βιβλιογραφία, ενώ παρατίθενται και μεταφρασμένα πρωτότυπα κείμενα. Πρώτο και εκτενέστερο ανάμεσα σε αυτά, παρατεθειμένο ως κεφάλαιο 1, είναι ο «Πρόλογος» του William Wordsworth στις Λυρικές Μπαλάντες, όπου και η πολύ ενδιαφέρουσα (και διαφορετική από εκείνη του William Blake) άποψή του για την σχέση της Ποίησης με την Επιστήμη (βλ. το μότο εδώ).
[7] Βλ. σχετικά στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, «Η Φυσιογνωμική ως ταυτοδοτικό εργαλείο στην πεζογραφία της Γενιάς του ’30 και εντεύθεν», Πόρφυρας, τχ. 138, Ιανουάριος – Μάρτιος 2011, Κέρκυρα, σσ. 425-443 [= της ιδίας, Δοκιμές Ανάγνωσης, Πρόλογος: Μ.Γ. Μερακλής, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2013, σσ. 93-110].
[8] Βλ. σχετικά στο Παν. Μουλλάς, Παλίμψηστα και μη. Κριτικά δοκίμια, στιγμή, Αθήνα, 1992, στο δοκίμιο «Ο παλίμψηστος κώδικας του Ν. Γ. Πεντζίκη», σσ. 165-199/ σε ό,τι μας αφορά εδώ, σσ. 197-198, 192, 174-5.
[9] Για τα παραπάνω βλ. Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές Τρίτος τόμος Παραλειπόμενα (1932-1971), Ίκαρος, 2002, στο δοκίμιο «Οι ώρες της «Κυρίας Έρσης»», σσ. 193-236/ εδώ, σσ. 235-236, 199.
[10] Αντλώ τον όρο από την έκδοση Ηλίας Γιούρης, Η Ποιητική του Ν. Γ. Πεντζίκη, Νεφέλη, 2000 (σσ. 43-49), στο Πρώτο Μέρος τής οποίας «εξετάζεται η αρχειακή προέλευση της γραφής τού Πεντζίκη: το υλικό υπόβαθρο και το σώμα των πρακτικών που υποβαστάζουν την παραγωγή της». Στην αναφορά εκεί (σ. 33/ σημ. 1) στον Auerbach («Η λογοτεχνία, στο πλαίσιο της ρεαλιστικής επιστημολογίας, θεωρείται αναπαραστατική όταν αναπαράγει «μιμητικά» την «εικόνα» μιας πραγματικότητας, είτε ιστορικής – αντικειμενικής είτε ψυχολογικής – υποκειμενικής»· βλ. Erich Auerbach, Mimesis: The Representation of Reality in Western Literature (1974)) και στην αναφορά στον Eco (σ. 46 και σημ. 12 εκεί), ως προς την διάσταση της «εγκυκλοπαίδειας», θα ενέτασσα και τις φυτολογικές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις τού Ν. Γ. Πεντζίκη, τις οποίες ο συγγραφέας ενσωματώνει, από κοινού με μία σειρά άλλες, στα κείμενά του. Ωστόσο, ως προς τις συγκεκριμένες αυτές γνώσεις, δεν θεωρώ δεδομένο ότι το νόημα «διαμεσολαβείται ριζικά από τη μεταφορά της βιβλιοθήκης» (ό.π., σ. 47) ούτε ότι πρόκειται (απλώς) για «επανάληψη πρότερων αναπαραστάσεων, ανακυκλωμένη επαναμυθοποίηση των παλαιότερων μύθων» (ό.π., σ. 48). Βλ. και στην συνέχεια εδώ.
[11] Οι ενσωματωμένες εδώ παραπομπές γίνονται στο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, 2005. Παρόμοιες περιγραφές θα βρει ο αναγνώστης και σε αρκετές ακόμη σελίδες· βλ. εκεί, σσ. 112, 118-120, 148, 196-199, 213-4, 218.
[12] Παρόμοια, στο Αντρέας Δημακούδης, όπου, επίσης, υπάρχουν λεπτομερείς περιγραφές φυτών, καθώς ο ήρωας συμμετέχει σε όλες τις εκδρομές «που αφορούν τη συλλογή φυτολογικών δειγμάτων» (βλ. Ν. Γ. Πεντζίκη, Αντρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 1977, σ. 64), καταγράφονται και τα ακόλουθα: «Πήδηξε. Ντρασκάλωσε στα δέντρα. Δίχως ν’ ακολουθεί ορισμένο μονοπάτι ή να ενδιαφέρεται να προσανατολιστεί για το πού βρισκόταν. Με άγρυπνα τα ένστιχτά του προχωρούσε στο δάσος. Οι δυσχέρειες, που δημιουργούσε η βλάστηση του ’διναν την εντύπωση ότι ολόκληρη η ύπαιθρος ήταν μια κάμαρη. Η προσωπική του κάμαρη. Έφτασε σε μια πηγή που απλωνόταν στρόγγυλη, γεμάτη νεροφακές, στη σκιά των δέντρων. Μάζεψε ένα πλήθος λουλούδια, που έκαμαν τα χέρια του όμορφα» (ό.π., σ. 66).
[13] Βλ. στο Παν. Μουλλάς, ό.π., σ. 193 – ο Μουλλάς, πάντως, μάλλον υποβαθμίζει την παρουσία τού Δημακούδη στο Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης. Από την άλλη, ο Ηλίας Γιούρης αποσυνδέει το Αντρέας Δημακούδης από το «κυρίως corpus του πεντζικικού έργου» (βλ. στο Γιούρης, ό.π., σ. 83/ σημ. 5), επί τη βάσει των διαφορετικών, “κλασικών” όσον αφορά στο πρώτο μυθιστόρημα, αφηγηματικών τεχνικών, χωρίς να συνυπολογίζει, αφ’ ενός, την επανεμφάνιση του ήρωα του τίτλου, με το πλήρες όνομά του, σε ένα άλλο μυθιστόρημα, 30 σχεδόν χρόνια μετά – από Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, μάλιστα, ο συγγραφέας παραπέμπει σαφέστατα, μέσω μιας υποσημείωσης (βλ. εδώ στην συνέχεια), στο πρώτο του μυθιστόρημα – και, αφ’ ετέρου, την θεματική διασύνδεση των τριών προαναφερθέντων πεζογραφημάτων, την οποία υποστηρίζουμε (και) εδώ.
[14] Οι ενσωματωμένες εδώ παραπομπές γίνονται στο Ν. Γ. Πεντζίκη, Αντρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 1977.
[15] Βλ. στο Ελένη Γιαννακάκη, «Ο θάνατος και η ανάσταση του Νάρκισσου: Ο πεθαμένος και η ανάσταση του Ν. Γ. Πεντζίκη», στο Παλίμψηστον 11 (1991), σσ. 101-125/ εδώ, σ. 121.
[16] Βλ. ό.π., σ. 117.
[17] Βλ. ό.π., σ. 119.
[18] Για τα παραπάνω παραθέματα βλ. στο Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η ανάσταση, Άγρα, 1987, σσ. 133, 134, 136, 142.
[19] Ο «φυσιολατρικός/ επιστημονικός νατουραλισμός», στην περίπτωση του Ν. Γ. Πεντζίκη, ομοιάζει, ως προς την απόπειρα ειδολογικής κατηγοριοποίησης ενός θεματικού στοιχείου που απαντά σε ένα λογοτεχνικό έργο, με τον «νατουραλιστικό» θρησκευτισμό «ο οποίος έχει υποστηριχθεί ότι χαρακτηρίζει το έργο του και ο οποίος αντιδιαστέλλεται από μια «ιδεαλιστική», «αποπνευματωμένη» και «αφηρημένη» αντίληψη της Ορθοδοξίας (βλ. σχετικά στο Ηλίας Γιούρης, ό.π., σσ. 201-2/σημ. 4), με τον ίδιο τρόπο που η «φυτολογική εμβρίθεια» αντιδιαστέλλεται από μια «κοινής χρήσης» φυσιολατρία. Ωστόσο, η υλικότητα των ως άνω «νατουραλισμών» μάλλον επιβεβαιώνει παρά αναιρεί το ιδεολογικό τους πλαίσιο (βλ. σχετικά στο Ηλίας Γιούρης, ό.π., σ. 202/ σημ. 5).
[20] Για τους προηγούμενους χαρακτηρισμούς βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές Γ′, ό.π., σσ. 223, 226.
[21] Πρόκειται εδώ για το ποίημα «Κυριακάτικη συνάντηση» από την Ενότητα «Τα μικρά δέντρα τού κήπου μου» της συλλογής Ο Διακεκριμένος πλανήτης· βλ. στο Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα Ποιήματα, τόμος τρίτος, εκδόσεις «Τρία Φύλλα», 1991, σ. 185.
[22] Πρόκειται για τα ποιήματα «Αίνος» και «Σύνοικοι» αντίστοιχα· βλ. στο Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα Ποιήματα, ό.π., σσ. 188, 186.
[23] Για όσα καταγράφονται εδώ και στην συνέχεια βλ. στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το Ποιητικό Τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα Β′ τόμος, Καστανιώτης, 1995, στο κεφάλαιο εκεί για τον Νικηφόρο Βρεττάκο, όπου περιλαμβάνονται τα μελετήματα «Ο Διάλογος του Νικηφόρου Βρεττάκου με την Ποίηση» (σσ. 145-180) και «Η τριλογία της συνείδησης του εαυτού και του κόσμου (1939-1949)» (σσ. 181-229)· η αναφορά εδώ στην σ. 146.
[24] Οι ενσωματωμένες εδώ παραπομπές γίνονται στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το Ποιητικό Τοπίο του Ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα ό.π.
[25] Στίχοι από το ποίημα «Η γλώσσα και το προσκλητήριο», της συλλογής Το βάθος του κόσμου· παρατίθενται στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 162.
[26] Βλ. στον τόμο Νικηφόρος Βρεττάκος, Η εκλογή μου. Ποιήματα 1933-1991, ποταμός, 2008, σ. 242.
[27] Η ίδια η φυσιολατρία, βέβαια, έχει αισθητική σημασία και δεν σχετίζεται άμεσα με την ζωή μέσα στη φύση· γι’ αυτό και ο Georg Simmel κάνει σαφή διάκριση ακόμη και μεταξύ της «αίσθησης της φύσης» που αναπτύχθηκε ουσιαστικά για πρώτη φορά στους νεότερους χρόνους και της βαθιάς αίσθησης της «φύσης», όπως φανερώνεται στις θρησκείες των πιο πρωτόγονων εποχών· βλ. στο Διονύσης Καββαθάς (επιμ.) Georg Simmel – Joachim Ritter – Ernst H. Gombrich: Το Τοπίο, Επίμετρο: Νίκος Δασκαλοθανάσης, Ποταμός, 2004, σ. 14.
[28] Για μία σφαιρική – διακαλλιτεχνική αντιμετώπιση του Νατουραλισμού βλ. και στο Ελένη Πολίτου–Μαρμαρινού, Βίκυ Πάτσιου (επιμ.), Ο Νατουραλισμός στην Ελλάδα. Διαστάσεις – Μετασχηματισμοί – Όρια, Μεταίχμιο, 2008. Αλλά και για μια διαφορετική ματιά στην ψευδο-αντικειμενικότητα και τον ψευδο-επιστημονισμό των φορμαλιστικών και νατουραλιστικών μεθόδων βλ. στο Georg Lucács, Writer and critic and other essays, Edited and translated by Arthur D. Kahn, The Merlin Press Ltd, Universal Library Edition, 1971, ιδιαίτερα στα δοκίμια «Narrate or Describe?» και «The Intellectual Physiognomy in Characterization».