Φίλιππος Φιλίππου.
Το 1947 στις Ηνωμένες Πολιτείες μεσουρανούσαν οι συγγραφείς των hardboiled μυθιστορημάτων, ο Ντάσιελ Χάμετ, ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο Ερλ Στάνλεϊ Γκάρντνερ, ο Τζιμ Τόμσον, εκείνοι που θεμελίωσαν το σκληρό αστυνομικό αφήγημα, αλλά κι ο Κόρνελ Γούλριτς, από τους πρωτεργάτες της νουάρ λογοτεχνίας. Επομένως, μπορούμε να πούμε πως το crime novel, το detective novel και το noir ήταν αποκλειστικά ανδρικό θέμα. Ωστόσο, στην Αμερική την ίδια εποχή έγραφαν παρόμοια μυθιστορήματα και γυναίκες συγγραφείς, οι οποίες είχαν μικρότερη απήχηση –υποτίθεται πως τα σκληρά αφηγήματα δεν ταίριαζαν στη φύση τους–, και για ποικίλους λόγους είναι άγνωστες στην Ελλάδα. Μία από αυτές, η Ντόροθι Μπ. Χιουζ, τώρα γίνεται γνωστή στο ελληνικό αθηναϊκό κοινό χάρη στην έκδοση του μυθιστορήματός της Σ’ έναν έρημο τόπο από τον Μίνωα. Το παρόν μυθιστόρημα είναι πράγματι νουάρ και το 1950 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Νίκολας Ρέι με τον Χάμφρει Μπόγκαρτ και την Γκλόρια Γκράχαμ στους κύριους ρόλους (δυστυχώς, στο YouTube υπάρχουν μόνο σκόρπιες σκηνές). Δηλαδή δεν έχει καμιά σχέση με γκάγκστερ, συμμορίες και βιαιότητες, απλώς περιέχει στοιχεία που αφορούν την ψυχική κατάσταση του κεντρικού ήρωα, ήτοι ερωτική απογοήτευση, απόγνωση, φόβο, έλλειψη προσαρμοστικότητας. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο Ντιξ Στιλ, ένας γοητευτικός άντρας, ευαίσθητος και καλλιεργημένος, ο οποίος μετά τον πόλεμο εγκαθίσταται στο Μπέβερλι Χιλς του Λος Άντζελες, στο σπίτι ενός φίλου του, προσπαθώντας να ασχοληθεί με τη συγγραφή. Η ιστορία αρχίζει με ποιητικό τρόπο, όπως συμβαίνει στα καλά νουάρ και όχι στα αστυνομικά όπου κυριαρχεί το ερώτημα «ποιος είναι ο δολοφόνος;»: «Ήταν ωραία να στέκεται εκεί το σούρουπο, στο ακρωτήρι, αγναντεύοντας τη θάλασσα, με την ομίχλη να σηκώνεται σαν αραχνοΰφαντο πέπλο για να χαϊδέψει το πρόσωπό του».
Καθώς αγναντεύει τον ωκεανό, ο Ντιξ θυμάται τη θητεία του στην αεροπορία, όταν πετούσε στα σύννεφα κι ένιωθε μια δύναμη αγαλλίασης και ελευθερίας, ενώ βρισκόταν μόνος στον ουρανό. Την ίδια στιγμή, βλέπει μια κοπέλα να κατεβαίνει από ένα λεωφορείο, την ακολουθεί και στη συνέχεια τη χάνει, ανεβαίνει λοιπόν σε άλλο λεωφορείο, κατεβαίνει σε μια στάση και μπαίνει σ’ ένα μπαρ. Κάπου εκεί, στην περιοχή της Σάντα Μόνικα, ζει ο φίλος του ο Μπραμπ, με τον οποίο μοιράστηκε ωραίες αναμνήσεις στην Αγγλία τον καιρό του πολέμου. Όταν τον επισκέπτεται, τον βρίσκει μαζί με τη γυναίκα του, την Σίλβια, και σκέφτεται πως είναι ευτυχισμένος, με δεδομένο ότι οι γάμοι φέρνουν ευτυχία στους ανθρώπους, ενώ ο ίδιος είναι μόνος με τους φόβους, τις εμμονές και τις ιδεοληψίες του. Επίσης, ο Μπραμπ έχει δουλειά, είναι αστυνομικός, ενώ ο ίδιος ζει με τα δανεικά του θείου του που δεν είναι καθόλου γενναιόδωρος. Το γράψιμο του βιβλίου του που θα είναι μυθιστόρημα και όχι αυτοβιογραφία, του τρώει τον χρόνο και τον κάνει να σπαταλάει τις πνευματικές του δυνάμεις. Ενώ παρατηρεί τις γυναίκες στο δρόμο και στα μαγαζιά, ενώ τις σκέφτεται συνεχώς, ο Ντιξ τις σιχαίνεται γιατί χώνουν τη μύτη τους παντού, μα ταυτόχρονα χαίρεται για τη γοητεία που ασκεί πάνω τους. Για παράδειγμα, αντιλαμβάνεται πως αρέσει στη Σίλβια κι αυτό τον εξιτάρει, ωστόσο εκείνη που του παίρνει τα μυαλά και τον κάνει να νιώθει ερωτευμένος είναι η Λόρελ, μια γειτόνισσα, ηθοποιός το επάγγελμα, μια μοιραία γυναίκα θα έλεγε κανείς.
Την ίδια στιγμή, ο Μπραμπ και οι συνάδελφοί του στην αστυνομία προσπαθούν να ανακαλύψουν τα ίχνη ενός κατά συρροήν δολοφόνου που σκοτώνει νεαρές γυναίκες και έχει αναστατώσει την πόλη. Ο Ντιξ που θεωρεί τη Λόρελ τη γυναίκα της ζωής του –τα αισθήματα που του εμπνέει είναι παρόμοια με εκείνα που ένιωθε για μια κοπέλα στην Αγγλία, γνωστή και του Μπραμπ–, ανησυχεί γι’ αυτήν και δεν θέλει με κανένα τρόπο να τη χάσει.
Κάπως έτσι κυλάει η ιστορία, σελίδα τη σελίδα, κεφάλαιο το κεφάλαιο, με τη συγγραφέα να προσπαθεί να κατακτήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος ασφυκτιά εν μέσω των φόβων και των εμμονών του Ντιξ: «Ο φόβος δεν ήταν ένα αιχμηρό θραύσμα φωτός που σε έσκιζε στα δυο. Ο φόβος δεν ήταν μια κρύα γροθιά στα σωθικά σου∙ ο φόβος δεν ήταν κάτι που μπορούσες να αντιμετωπίσεις και να συντρίψεις με την υπεροψία σου…»
Σίγουρα, το Σ’ έναν έρημο τόπο δεν είναι ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, δεν είναι ένα θρίλερ με καταιγιστική δράση, δεν έχει ανατροπές που ανατρέπουν τα δεδομένα. Είναι γραμμένο από γυναίκα με ποιητικές φράσεις, με κομψότητα, λέξη τη λέξη, φράση τη φράση, σαν κέντημα, μια σπάνια λογοτεχνική τεχνοτροπία που προκαλεί ένταση και βεβαίως αναγνωστική απόλαυση, ένα θαυμαστό αποτέλεσμα που οφείλει πολλά στη μεταφράστριά του, τη Βάσια Τζανακάρη.
Ντόροθι Μπ. Χιουζ, Σ’ έναν έρημο τόπο, Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη, Εκδόσεις Μίνωας, 2017, σελ. 304, τιμή 13,99 ευρώ