(Συνέντευξη στο Paris Review -απόδοση: Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)
Η πρόσφατα αποθανούσα Ντόρις Λέσινγκ, βραβείο Νόμπελ 2007, στην πολύ σημαντική της συνέντευξη το 1988 στο Paris Review αναπτύσσει τη σχέση της με τη λογοτεχνία, αναφέρεται το πώς δημοσιεύοντας με ψευδώνυμο «τέσταρε» τις αντιδράσεις των εκδοτών, μιλάει για τον ρεαλισμό, τη συνάντηση της με τον Φίλιπ Γκλάς και πάνω από όλα για τη σχέση της με τον χρόνο.
ΕΡ: Θέλατε από μικρή να γίνετε συγγραφέας;
ΑΠ: Μεταξύ άλλων. Σίγουρα θα μπορούσα να είχα γίνει γιατρός. Ή μια πολύ καλή αγρότισσα. Έγινα συγγραφέας λόγω απογοήτευσης, όπως, φαντάζομαι, και πολύ άλλοι συγγραφείς.
ΕΡ: Καθώς γράφετε μυθιστορήματα διαφορετικών ειδών, βρίσκετε πως οι αναγνώστες σας νιώθουν προδομένοι; Επί παραδείγματι, οι αναγνώστες επιστημονικής φαντασίας είναι αρκετά στενόμυαλοι, γιατί απορρίπτουν όσους γράφουν επιστημονική φαντασία αλλά δεν αγκυροβολούν στο συγκεκριμένο είδος.
ΑΠ: Αυτό είναι όντως στενόμυαλο. Στην πραγματικότητα όμως, οι άνθρωποι που θεωρούν πως αντιπροσωπεύουν τη συγκεκριμένη κοινότητα θέλουν τα πράγματα να γίνουν λιγότερο προκαθορισμένα. Να σας πω την αλήθεια εμένα δε μου πέρασε ποτέ από το μυαλό πως γράφω επιστημονική φαντασία. Μόνο αφού με κριτίκαραν για το γεγονός αυτό συνειδητοποίησα ότι βολτάριζα σε άβατο. Φυσικά δεν γράφω όντως επιστημονική φαντασία. Διάβασα ένα βιβλίο του Stanislav Lem (ΣτΜ Συγγραφέα του Solaris)- αυτό μάλιστα! Αποτελεί πραγματική κλασσική επιστημονική φαντασία . Βέβαια πάνω από το μισό πήγε στράφι γιατί δεν το καταλάβαινα, όσο όμως καταλάβαινα ήταν εκπληκτικό. Έχω γνωρίσει αρκετούς νέους ανθρώπους- και μερικούς μεγαλύτερους μιας που το αναφέραμε- που λένε ‘Λυπάμαι πολύ αλλά δεν έχω χρόνο για ρεαλισμό.’ Και τους απαντάω:’ Για όνομα του Θεού! Κοιτάξτε τι χάνετε! Αυτό είναι προκατάληψη.’ Αλλά δε θέλουν να ξέρουν. Όπως έχω γνωρίσει και μεσόκοπους που λένε ‘Λυπάμαι πολύ αλλά δε μπορώ να διαβάσω τα μη ρεαλιστικά σας έργα.’ Νομίζω ότι τέτοιοι αυστηροί διαχωρισμοί είναι μεγάλο κρίμα.
ΕΡ: Η Σικάστα (ΣτΜ: το πρώτο εκ των πέντε μυθιστορημάτων της σειράς Κάνιστα: Αστερισμός του Άργους, εκδόσεις Κάκτος) ξεχωρίζει γιατί θέματα που είτε απωθούνται, είτε συγκαλύπτονται, είτε κωδικοποιούνται στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας τα έφερε στο προσκήνιο.
ΑΠ: Δε το σκεφτόμουν ως επιστημονική φαντασία όσο το έγραφα, Σίγουρα δεν ήταν ένα βιβλίο που ξεκινά κάπως έτσι: ‘ Στις 3 η ώρα, ένα συγκεκριμένο απομεσήμερο στο Τομσκ το 1883, που είναι, σε αντίθεση με την κοσμική άποψη, η δεύτερη πιο αγαπημένη μου αρχή βιβλίου
ΕΡ: Έχετε γράψει εισαγωγές για πολλές συλλογές σουφιστικής πρόζας και διηγημάτων. Πώς προέκυψε το ενδιαφέρον σας για το σουφισμό;
ΑΠ: Δε μου αρέσει και πολύ να μιλάω γι’αυτό. Ό,τι και να πω ακούγεται επιτηδευμένο, κλισέ. Το μόνο που θέλω να πω είναι πως αναζητούσα κάποια φιλοσοφία σε αυτό το στυλ. Όλοι συμφωνούσαν πως χρειάζεσαι ένα δάσκαλο. Έψαχνα κάποιον αλλά δε μου άρεσε κανείς γιατί όλοι τους ήταν ‘γκουρού’. Μετά όμως έμαθα για το Shah, που είναι Σούφι και που πραγματικά με εντυπωσίασε. Αν και ασχολούμαι από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 είναι δύσκολο να σας κάνω μια περίληψη γιατί περισσότερο σχετίζεται με τις εμπειρίες που έχει ο καθένας. Θέλω να το τονίσω αυτό γιατί διάφοροι δηλώνουν Σούφι επειδή έτυχε να διαβάσουν ένα βιβλίο και να τους άρεσε όπως ακούγονταν όσα διάβαζαν- κάτι τέτοιο όμως είναι το άκρως αντίθετο από οτιδήποτε θα έκανε ποτέ ένας αληθινός Σούφι. Ορισμένοι μάλιστα μεγάλοι Σούφι δηλώνουν πως ‘ποτέ δε θα αποκαλούσα τον εαυτό μου Σούφι- παραείναι σημαντικός τίτλος’ . Λαμβάνω γράμματα που λένε :’ Γεια σου Ντόρις! Είσαι και εσύ Σούφι;’ . Δεν ξέρω τι να απαντήσω και έτσι συνήθως απλά τα αγνοώ.
ΕΡ: Πιστεύετε στη μετεμψύχωση;
ΑΠ: Είναι πολύ γοητευτική ιδέα αλλά δεν την πιστεύω. Μου φαίνεται πιο πιθανό να πέφτουμε στη Γη καθοδόν για ένα μακρύτερο ταξίδι.
ΕΡ: Αυτός ο πλανήτης είναι δηλαδή μια μόνο στάση;
ΑΠ: Όσοι ακολουθούμε το Shah δε σπαταλάμε πολύ χρόνο σκεπτόμενοι αυτό το θέμα επειδή υπάρχουν πιο επείγοντα ζητήματα να αντιμετωπιστούν. Όχι πως δεν είναι γοητευτικό να το φιλοσοφείς ή ακόμη και να γράψεις ένα βιβλίο σχετικά με αυτό. Πάντως όσο με αφορά, στη Σικάστα, η μετεμψύχωση ήταν μια γοητευτική μεταφορά ή μια λογοτεχνική ιδέα, αν και καταλαβαίνω πως μερικοί αντιμετωπίζουν τη Σικάστα σαν… εγχειρίδιο. Αλλά δεν είναι παρά μόνο ένας τρόπος να διηγηθείς μια ιστορία- ενσωματώνοντας ιδέες από τις επικρατούσες θρησκείες. Στον πρόλογο του βιβλίου τονίζω πως αν κανείς διαβάσει την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη, το Κοράνι και τα Απόκρυφα εντοπίζει μια συνεχιζόμενη ιστορία. Αυτές οι θρησκείες έχουν ορισμένες κοινές ιδέες, και μια από αυτές είναι η αποκάλυψη ή ένας τελικός πόλεμος. Αυτή ήταν η ιδέα που ήθελα να αναπτύξω. Το αποκάλεσα ‘διαστημική φαντασία’ γιατί δεν υπάρχει κάποιος άλλος όρος.
ΕΡ: Δίνετε την αίσθηση πολύ διαισθητικής συγγραφέα που δεν προσχεδιάζει λεπτομερώς τα πάντα, αλλά περισσότερο τα ανακαλύπτει.
ΑΠ: Έχω ένα γενικό σχέδιο, αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν υπάρχει χώρος για να προκύψουν ένας δυο απρόσμενοι χαρακτήρες. Στην ‘Καλή Τρομοκράτισσα’ ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Η βόμβα στο πολυκατάστημα Harrods (στμ το 1983 στο Λονδίνο) ήταν η αφετηρία. Μου φάνηκε ενδιαφέρον να έγραφα κάτι για μια ομάδα ανθρώπων που παρασύρθηκε στο να βάζει βόμβες αλλά που αποτελείτο από ανίκανους ερασιτέχνες. Είχα κατά νου την κεντρική ηρωίδα- γιατί γνωρίζω πολλούς ανθρώπους σαν την Άλις- ένα μίγμα μητρικής φροντίδας, “νοιαξίματος” για τις φάλαινες, τις φώκιες και το περιβάλλον που ταυτόχρονα λένε: ‘δεν κάνεις ομελέτα αν δεν σπάσεις αυγά’ και που σκέφτονται να σκοτώσουν πολλούς ανθρώπους χωρίς δεύτερη σκέψη. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο περισσότερο με ιντριγκάρει. Οπότε είχα κατά νου αυτή και το σύντροφο της καθώς και τους τύπους των ανθρώπων που ήθελα και να αντιπροσωπεύουν διαφορετικές κατηγορίες γι’ αυτό δημιούργησα και το ζευγάρι των λεσβιών. Αυτό όμως που επίσης με ενδιέφερε, ήταν οι χαρακτήρες που προέκυψαν χωρίς να τους σχεδιάσω, όπως η Φαίη που ήταν ένας κατεστραμμένος άνθρωπος και με εξέπληξε απίστευτα. Το τυπάκι, ο Φιλ προέκυψε ως εξής: είχα ακούσει για ένα πολύ ευαίσθητο νεαρό, γύρω στα 21-22, που ήταν μια ζωή άνεργος και μια ζωή του προσέφεραν δουλειά οι αρχές. Ξεφόρτωνε πχ ασήκωτα ρολό χαρτί από φορτηγά και μετά από 3 μέρες τον απέλυαν. Μου φαίνεται πολύ αστείο αυτό το βιβλίο. Πάντα πιστεύουμε πως όλα συμβαίνουν όπως θα έπρεπε να συμβούν και όλα είναι άκρως αποτελεσματικά. Στην πραγματικότητα η εμπειρία του καθενός για το οτιδήποτε είναι πως πάντα γίνεται της κακομοίρας. Και εννοώ τα πάντα! Οπότε γιατί το βιβλίο να αποτελεί εξαίρεση; Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν εξαιρετικά αποτελεσματικοί τρομοκράτες και όλες αυτές τις θεωρίες.
ΕΡ: Δουλεύετε πάνω από ένα λογοτεχνήματα τη φορά;
ΑΠ: Όχι, συνήθως τελειώνω κάτι πριν περάσω στο επόμενο έργο αν και ορισμένες φορές μπορεί να κάνω διορθώσεις που θα έπρεπε να είχαν γίνει ενώ έχω προχωρήσει σε κάτι άλλο. Γενικά όμως προτιμώ να κάνω το κάθε πράγμα διαδοχικά.
ΕΡ: Εργάζεστε άρα από την αρχή προς το τέλος ή τυχάρπαστα;
ΑΠ: Από την αρχή προς το τέλος. Ποτέ δεν έχω δουλέψει διαφορετικά. Αν γράφεις τμηματικά, χάνεται η πολύτιμη συνοχή της φόρμας. Είναι μια αόρατη, εσωτερική συνοχή. Καμιά φορά την ανακαλύπτεις αν προσπαθήσεις να αλλάξεις τη μορφή του έργου.
ΕΡ: Νιώθετε ότι εξελίσσεστε με κάθε διαφορετικό λογοτεχνικό είδος με το οποίο καταπιάνεστε; Επί παραδείγματι, η ρεαλιστική προοπτική στην “Καλή Τρομοκράτισσα”, ακόμη και στα “Ημερολόγια της Τζέην Σόμερς” ήταν πιο απόμακρος από τον πρώιμο ρεαλισμό σας.
ΑΠ: Μάλλον οφείλεται στο προχωρημένο της ηλικίας μου. Όσο μεγαλώνουμε, απομακρυνόμαστε. Κάθε βιβλίο το αντιμετωπίζω σαν ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί και αυτό είναι που καθορίζει τη φόρμα. Δεν πρόκειται να πει κανείς ‘Ωραία, τώρα θα γράψω ένα βιβλίο επιστημονικής φαντασίας’. Ξεκινάς από το αντίθετο άκρο, αυτό που έχεις να πεις καθορίζει τη φόρμα.
ΕΡ: Διακρίνεστε από συνεχή παραγωγικότητα; Κάνετε διάλλειμα ανάμεσα στα βιβλία;
ΑΠ: Φυσικά. Έχω να γράψω αρκετό καιρό. Ορισμένες φορές τα διαλλείματα είναι αρκετά μεγάλα. Πάντα υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να γίνει, πχ ένα άρθρο που πρέπει να γραφτεί- είτε μας αρέσει είτε όχι. Τώρα (1988) γράφω διηγήματα. Είναι πολύ μικρά, δεν ξεπερνούν τις 1500 λέξεις. Είναι καλή άσκηση πειθαρχίας και το διασκεδάζω. Θα ονομάσω τη συλλογή ‘Σκίτσα του Λονδίνου’ γιατί αφορά το Λονδίνο. (ΣτΜ: η συλλογή τελικά κυκλοφόρησε το 1994 με τίτλο London Observed, εκδ HarperCollins).
ΕΡ: Είναι παραβολές ή εξωτικές ιστορίες;
ΑΠ: Όχι. Είναι απολύτως ρεαλιστικές. Σουλατσάρω πολύ στο Λονδίνο. Και κάθε πόλη είναι ένα θέατρο, έτσι δεν είναι;
ΕΡ: Έχετε μόνιμες συνήθειες εργασίας;
ΑΠ: Δεν έχει σημασία γιατί είναι απλά συνήθειες. Όταν μεγάλωνα ένα παιδί, είχα εκπαιδεύσει τον εαυτό μου να γράφει σε πολύ σύντομα, συμπυκνωμένα διαστήματα. Αν είχα στη διάθεση μου ένα Σαββατοκύριακο ή μια ολόκληρη εβδομάδα έβγαζα απίστευτους όγκους δουλειάς. Τώρα αυτές οι συνήθειες έχουν ξεφτίσει. Γράφω πολύ καλύτερα όταν γράφω αργά. Αλλά είναι μια συνήθεια. Έχω παρατηρήσει πως οι περισσότερες γυναίκες γράφουν με αυτόν τον τρόπο, ενώ ο Graham Greene γράφει διακόσιες τέλειες λέξεις την ημέρα ή τουλάχιστον έτσι έχω ακούσει. Βασικά, νομίζω πως γράφω πολύ καλύτερα όταν ο λόγος ρέει. Ξεκινάς κάτι και είναι άκομψο, τραχύ μετά από ένα σημείο όμως γίνεται ένα ‘κλικ’ και ξαφνικά αρχίζει να κυλάει. Νομίζω ότι μόνο τότε γράφω καλά και όχι όταν κάθομαι και ιδρώνω για κάθε μια φράση.
ΕΡ: Τι είδους αναγνώστρια είστε; Διαβάζετε σύγχρονη λογοτεχνία;
ΑΠ: Διαβάζω πάρα πολύ. Δόξα τω Θεώ, διαβάζω πολύ γρήγορα αλλιώς δε θα μπορούσα να ανταπεξέλθω. Οι εκδότες στέλνουν διαρκώς αμέτρητα βιβλία στους συγγραφείς. Τη βδομάδα λαμβάνω 8 με 10 βιβλία, που είναι μεγάλος φόρτος, γιατί είμαι ευσυνείδητη. Μια γενική ιδέα για το βιβλίο μπορείς να την αποκτήσεις διαβάζοντας ένα δύο κεφάλαια. Αν μου αρέσει συνεχίζω. Αυτό είναι αρκετά άδικο γιατί μπορεί απλά να μην έχεις καλή διάθεση ή να έχεις απορροφηθεί στη δουλειά σου. Υπάρχουν και οι συγγραφείς που θαυμάζω και πάντα διαβάζω το τελευταίο έργο τους. Και υπάρχουν και όσα οι άλλοι μου λένε πως πρέπει να διαβάσω. Οπότε πάντα διαβάζω.
ΕΡ: Μπορείτε να μας πείτε μερικά πράγματα παραπάνω για τη φάρσα που κάνατε στους κριτικούς με τη Τζέην Σόμερς; Είναι εξαιρετικά γενναιόδωρο αυτό που κάνατε, να εκδώσετε με το συγκεκριμένο ψευδώνυμο δυο μεγάλα μυθιστορήματα ώστε να καταδείξετε το τι αντιμετωπίζουν οι νέοι συγγραφείς.
ΑΠ: Αρχικά θα ήταν μόνο ένα μυθιστόρημα. Το έγραψα και είπα στον ατζέντη μου πως ήθελα να το πουλήσω ως πρώτο μυθιστόρημα, γραμμένο από μια δημοσιογράφο που ζει στο Λονδίνο. Ήθελα μια ταυτότητα παράλληλη με τη δική μου, όχι και πολύ διαφορετική. Ο ατζέντης μου λοιπόν ήξερε περί τίνος επρόκειτο όταν το έστειλε. Και οι δυο εκδότες μου στην αγγλική γλώσσα το απέρριψαν. Είδα την αναφορά τους που ήταν εξαιρετικά πατροναριστική. Ο τρίτος εκδοτικός οίκος, ο Michael Joseph (που είχε εκδώσει το πρώτο βιβλίο μου) , o οποίος τότε ε διοικείτο από μια εξαιρετικά έξυπνη γυναίκα, την Philippa Harrison, που είπε στον ατζέντη μου ‘αυτό το βιβλίο μου θυμίζει τα πρώτα της Λέσινγκ’. Πανικοβληθήκαμε επειδή δε θέλαμε να το πει και αλλού. Τη βγάλαμε για μεσημεριανό και της είπα: ‘Αυτό μοιάζει με δικό μου, γιατί είναι δικό μου. Μπορείς να μας βοηθήσεις;’ Αρχικά ταράχτηκε αλλά στη συνέχεια το καταδιασκέδασε. Ο Bob Gottlieb, από τον εκδοτικό οίκο Knopf, που έβγαζε τα βιβλία μου στην Αμερική, επίσης το κατάλαβε. Μετά ο Γάλλος εκδότης με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: ‘Μόλις αγόρασα το βιβλίο μιας Αγγλίδας και αναρωτιέμαι μήπως έχεις βάλει το χεράκι σου στη δουλειά της.’ Οπότε του το είπα. Συνολικά το ήξεραν πέντε άτομα και περιμέναμε όλοι πως μόλις το βιβλίο κυκλοφορούσε όλοι θα καταλάβαιναν. Λοιπόν, πριν κυκλοφορήσει, στάλθηκε σε όλους τους ειδήμονες της δουλειάς μου και κανείς δεν πήρε χαμπάρι! Όλοι οι συγγραφείς νιώθουν εξαιρετικά παγιδευμένοι από αυτούς τους ειδήμονες- κάπως σα να είμαστε περιουσία τους. Οπότε ήταν κάτι το πραγματικά φανταστικό! Ήταν ότι καλύτερο μπορούσε να συμβεί! 4 εκδότες στην Ευρώπη το αγόρασαν χωρίς να ξέρουν πως ήταν δικό μου, πράγμα που μου άρεσε πολύ. Μετά το βιβλίο κυκλοφόρησε και πήρε τις κριτικές που συνηθίζονται για τα πρωτόλεια, μικρές κριτικές, κυρίως από γυναίκες δημοσιογράφους, που με θεωρούσαν μια από αυτές. Μετά η Τζέην Σόμερς άρχισε να δέχεται γράμματα από θαυμαστές, κυρίως μη λογοτέχνες, από ανθρώπους που φρόντιζαν ηλικιωμένους και κόντευε να τους στρίψει. Και πολλούς κοινωνικούς λειτουργούς που είτε συμφωνούσαν είτε διαφωνούσαν, διατύπωναν την άποψη πως έκανα καλά που το έγραψα αυτό το βιβλίο. Και έτσι σκέφτηκα. ‘Λαμπρά. Ας γράψω άλλο ένα τότε.’ Είχα όμως καταγοητευτεί και με τη Τζέην Σόμερς. Όταν γράφεις στο πρώτο ενικό δε μπορείς να λοξοδρομήσεις και πολύ από αυτό που είναι το ‘πρέπον’ για το συγκεκριμένο άτομο. Η Τζέην Σόμερς ανήκει στη μεσαία τάξη, είναι Αγγλίδα, με πολύ περιορισμένο υπόβαθρο. Ελάχιστα πράγματα ξεπερνάν σε στενομυαλιά την αγγλική μεσαία τάξη. Δεν πήγε πανεπιστήμιο. Άρχισε να δουλεύει πολύ νέα, απευθείας στο γραφείο. Εκεί ήταν η ζωή της. Ο γάμος της δεν ήταν γάμος. Δεν απόκτησε παιδιά. Δεν της άρεσε και πολύ να ταξιδεύει στο εξωτερικό. Όποτε πήγαινε ταξίδια με τον άνδρα της ή τη δουλειά της, ένιωθε αγαλλίαση όποτε επέστρεφε στο σπιτάκι της. Επειδή ήταν στενόμυαλη, γράφοντας έπρεπε να κόβω ότι μου ερχόταν και δεν της ταίριαζε. Είναι μια πολύ συνηθισμένη γυναίκα με πολύ καθορισμένες απόψεις για το τι είναι λάθος και σωστό. Από το τι θα φορέσει μέχρι το οτιδήποτε. Έχω μια φίλη που είναι έτσι, πραγματικά υποφέρει για να ντυθεί στην τρίχα- δε θα το ευχόμουν αυτό ούτε στον εχθρό μου. Έχω φτιάξει τη Τζέην Σόμερ από πολλούς ανθρώπους. Εκτός από την καλοντυμένη φίλη μου, μια άλλη είναι η μητέρα μου ή τουλάχιστον αυτό που φαντάζομαι πως θα ήταν η μητέρα μου, αν ήταν νέα στο Λονδίνο τώρα. Μια άλλη είναι μια γυναίκα που ξέρω που πάντα λέει: ‘ Είχα μια τέλεια, ευτυχισμένη παιδική ηλικία. Λάτρευα τους γονείς μου. Τα πήγαινα καλά με τον αδελφό μου. Είχαμε αρκετά χρήματα. Μου άρεσε το σχολείο. Παντρεύτηκα νέα- λάτρευα τον άνδρα μου.’ Μετά όμως ο άνδρας της πέθανε ξαφνικά. Και από μια γοητευτική γυναίκα-παιδί, έγινε … άνθρωπος. Τα αξιοποίησα όλα αυτά για να δημιουργήσω τη Τζέην Σόμερς. Το τι μαθαίνεις για τον εαυτό σου όταν γράφεις στο πρώτο ενικό για κάποια τόσο διαφορετική από εσένα είναι εκπληκτικό.
ΕΡ:Η αρχική σας ιδέα με τη Τζέην Σόμερς ήταν να βολιδοσκοπήσετε το σύστημα της λογοτεχνικής παραγωγής;
ΑΠ: Ναι. Έχω από κοντά τη ‘λογοτεχνική μηχανή’ εδώ και καιρό. Ξέρω που λειτουργεί καλά και που χωλαίνει. Δεν είχα στο μάτι τους εκδότες, για να πω την αλήθεια, αλλά τους κριτικούς που τους θεωρώ ως είδος εξαιρετικά προβλέψιμο. Ήξερα από πριν ακριβώς τι θα γινόταν με το βιβλίο- λίγο πριν δημοσιοποιήσω την αλήθεια έδωσα μια συνέντευξη σε ένα καναδικό κανάλι και τους είπα ‘ Να δείτε που οι Άγγλοι κριτικοί θα πουν πως το βιβλίο δεν είναι καθόλου καλό.’ Όπως και έγινε! Εν τω μεταξύ το βιβλίο πήγε πολύ καλά στις υπόλοιπες χώρες.
ΕΡ: Στον πρόλογο της Σικάστα αναφέρετε πως οι άνθρωποι δε συνειδητοποιούν πόσο εκπληκτική εποχή είναι η δική μας, όσον αφορά τη διαθεσιμότητα βιβλίων κάθε είδους. Πιστεύετε πως πρόκειται να αφήσουμε πίσω μας την κουλτούρα του βιβλίου;
ΑΠ: Φέρνω κατά νου την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που το χαρτί ήταν είδος πολυτελείας. Τότε το να βρεις ένα βιβλίο που ήθελες σε ένα μαγαζί ή ένα κατάλογο ήταν ένα μικρό θαύμα. Στους δύσκολους καιρούς ποιος ξέρει αν θα έχουμε αυτή την πολυτέλεια;
ΕΡ: Νιώθετε κάποια ευθύνη στο να γνωστοποιείτε τέτοιες ‘προφητείες’ εκτός από το να διηγηθείτε μια καλή ιστορία;
ΑΠ: Μου λένε διάφοροι πως με θεωρούν ‘προφήτισσα’ αλλά δε νομίζω ότι έχω πει ποτέ κάτι που δεν κυκλοφορεί στα επιστημονικά περιοδικά όπως το ‘New Scientist’ τα τελευταία είκοσι χρόνια! Οπότε μάλλον αυτούς πρέπει να λένε προφήτες, όχι εμένα.
ΕΡ: Μάλλον επειδή γράφετε καλύτερα.
ΑΠ: Αυτό θα έλεγα και εγώ- το κάνω να ακούγεται πιο ενδιαφέρον. Κάποιες φορές πιάνω ένα μήκος κύματος όπου είναι εύκολο να προβλέψω κάτι-πολλοί συγγραφείς το κάνουν όμως αυτό. Αλλά δεν το έχω και περί πολλού ξέρετε. Νομίζω πως η δουλειά του συγγραφέα είναι να προκαλεί ερωτήσεις. Θέλω να πιστεύω πως αν κάποιος διαβάσει ένα βιβλίο μου θα έχει- πώς να το πω τώρα;- το λογοτεχνικό ισοδύναμο ενός… ντους. Ίσως κάτι που θα τους κάνει να σκεφτούν με έναν απειροελάχιστα διαφορετικό τρόπο. Αυτό νομίζω πως είναι η δουλειά του συγγραφέα. Περνάμε πολύ χρόνο προσπαθώντας να καταλάβουμε γιατί κάποια πράγματα συμβαίνουν, πώς λειτουργούν και ίσως γι’ αυτό έχουμε μια κάπως μεγαλύτερη ευαισθησία σε ερεθίσματα που αφήνουν να διακριθεί το πώς θα είναι το μέλλον.
ΕΡ: Έχετε συνεργαστεί ακόμη και με τον Philip Glass. Πώς προέκυψε αυτό;
ΑΠ: Είναι εκπληκτικό το τι τύχη μπορεί να έχει ένα βιβλίο. Ποιος θα το πίστευε πως το ‘Η δημιουργία του αντιπροσώπου για τον πλανήτη 8’ θα γινόταν διαστημική όπερα; Μου έγραψε μια μέρα ο Philip λέγοντας πως του άρεσε το βιβλίο και θέλει να γράψει μια όπερα και συναντηθήκαμε. Όχι ότι έχω ιδέα από μουσική. Μου έστειλε κάποια δείγματα που το αυτί μου στην αρχή δυσκολεύτηκε να συνηθίσει. Αλλά τα πηγαίναμε πολύ καλά με το Philip αφού συναντηθήκαμε- δε διαφωνήσαμε ποτέ πουθενά ίσως επειδή το βιβλίο μου όντως είναι κατάλληλο για τη μουσική του. Έγραψα και το λιμπρέτο. Βασικά ξεκινήσαμε από αυτό- με 6 διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας. Ενώ έγραφα, εκείνος συνέθετε τη μουσική και μου έλεγε ‘θέλω άλλες έξι γραμμές εκεί, βγάλε δύο από εδώ.’ Ήταν τεράστια πρόκληση.
ΕΡ: Έχετε γράψει και έργα που δεν είναι μυθοπλασία.
ΑΠ: Ένα μικρό βιβλιαράκι για την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Λέγεται ‘Ο Άνεμος Παρασύρει τις Λέξεις Μας’ (εκδ Vintage, 1987), κάτι που μας είχε πει ένας τοπικός μαχητής ‘Σας φωνάζουμε ‘βοήθεια’ αλλά ο άνεμος παρασύρει τις λέξεις μας’.
ΕΡ: Διάφοροι Αμερικάνοι δημοσιογράφοι σας επιτέθηκαν πως το ταξίδι σας στο Αφγανιστάν είχε για σπόνσορα ένα συγκεκριμένο οργανισμό υπέρ του Αφγανιστάν. Τι τους απαντάτε;
ΑΠ: Αυτή είναι η στερεοτυπική, αυτοματοποιημένη κριτική της αριστεράς, από άτομα που, νομίζω, ούτε τα ίδια δεν περιμένουν να τα πάρουμε σοβαρά. Διευκρίνισα στο βιβλίο μου πως το ταξίδι δεν οργανώθηκε από κανένα πολιτικό οργανισμό. Πήγα με κάτι που λέγεται Afghan Relief, που το συστήσαμε με μερικούς φίλους και που έχει βοηθήσει αρκετούς ανθρώπους να επισκεφτούν το Πακιστάν, αλλά όχι με χρηματική βοήθεια. Πλήρωσα μόνη μου τα έξοδα μου. Έχουμε επαφές με Αφγανούς που είτε ζουν στην εξορία, είτε πολεμούν στο Αφγανιστάν αλλά είναι γνωστοί μας, φίλοι μας, όχι πολιτικές γνωριμίες. Για να το πω και λιανά: κανείς δεν έχει κερδίσει τίποτε από την οργάνωση Afghan Relief εκτός από τους Αφγανούς.
ΕΡ: Από τον τίτλο του ενός βιβλίου της Τζέην Σόμερς ‘Αν οι ηλικιωμένοι μπορούσαν/ αν οι νέοι ήξεραν.’ Υπάρχουν πράγματα που θα κάνατε διαφορετικά ή κάποια συμβουλή που θα θέλατε να δώσετε;
ΑΠ: Δεν πιστεύω στις συμβουλές. Όλα έχουν ήδη ειπωθεί, όλα είναι κλισέ και όμως δεν το πιστεύεις πως θα γεράσεις τόσο γρήγορα. Ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα.