Ευριπίδης Γαραντούδης[1].
Στη δοκιμή του Γιώργου Σεφέρη «Στα 700 χρόνια του Δάντη», γραπτό που αναγνώστηκε σε ομιλία και δημοσιεύτηκε το 1966, ανάμεσα στα χωρία της δαντικής Commedia που ο Σεφέρης επέλεξε, παρέθεσε, μετέφρασε και σχολίασε είναι κι εκείνο από τη συνάντηση μεταξύ των ποιητών Στάτιου και Βιργίλιου, με παρόντα βεβαίως τον Δάντη, στο βουνό του Καθαρτηρίου. Έγραψε, συγκεκριμένα, ο Σεφέρης:
Ας θυμηθούμε εκείνους τους εκπληκτικούς στίχους του ποιητή Στάτιου προς τον Βιργίλιο, όταν πέφτει να φιλήσει τα πόδια του. Ο Βιργίλιος τον σταματά: «Αδερφέ, μην το κάνεις, γιατί είσαι ίσκιος και ίσκιο βλέπεις» (Β, 21, 131). Εκείνος [ο Στάτιος] σηκώνεται και του λέει: «Τώρα μπορείς να καταλάβεις πόση είναι η αγάπη που για σε με φλογίζει, όταν, ξεχνώντας τη ματαιότητά μας, μεταχειρίζομαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό» (Β, 21, 133):
Or puoi la quantitate
comprender dell’amor ch’a te mi scalda,
quand’io, dismento nostra vanitate
trattando l’ombre come cosa salda.
Ύστερα από την παράθεση του τετράστιχου ιταλικού χωρίου, ο Σεφέρης πρόσθεσε το εξής σχόλιο:
Τέτοια συναισθήματα θα συγκινήσουν, πιστεύω, εκείνους που έχουν πικραθεί από τα ωμά φερσίματα που βλέπουμε στις σύγχρονες καλλιτεχνικές αγορές. Τ’ αναφέρω εδώ σαν δείγματα της παρουσίας […] της επίγειας ζωής στον κάτω κόσμο.[2]
Ο Σεφέρης σχολίασε ένα ακόμα δείγμα της παρουσίας της επίγειας ζωής στον κόσμο των νεκρών, ως μέρος της προσπάθειάς του να δείξει, στη δοκιμή του, πόσο πολύ στην Commedia, όπως έγραψε, «ο κάτω κόσμος, που επισκέπτεται ο Δάντης, είναι δεμένος με την καθημερινή ζωή του πάνω κόσμου και […] ότι ο ποιητής [Δάντης], που ζει και εκφράζει το απόκοσμο όραμα της κόλασης, εκφράζει ταυτόχρονα και έντονες αισθήσεις, ή μνήμες που γνώρισε στην επίγεια ζωή».[3] Αυτά ο Σεφέρης για τη δαντική Commedia. Εγώ, με αφορμή τον εξαίσιο δαντικό στίχο «trattando l’ombre come cosa salda», σκοπεύω να σας μιλήσω, εν συντομία, για ένα δείγμα της παρουσίας του παραδείσιου κόσμου των ποιητών στην επίγεια ζωή. Προφανώς αναφέρομαι στον νεκρό ποιητή Κάλβο των ελληνόγλωσσων ωδών του, τοποθετώντας τον στον Παράδεισο των ποιητών, σε εμένα, τον ζωντανό μελετητή του, και στη συνάντηση των δυο μας, μέσω της νέας έκδοσης των καλβικών ωδών στον τόμο που παρουσιάζεται στην αποψινή εκδήλωση.
Έχει σημασία, όπως πιστεύω θα φανεί στη συνέχεια, να κάνω μια σύντομη αναδρομή στην ερευνητική σχέση μου με την ποίηση του Κάλβου. Ασχολήθηκα εντατικά και συστηματικά μαζί της στην τρίτη δεκαετία της ζωής μου, όταν εκπόνησα τη διδακτορική διατριβή, Πολύτροπος αρμονία. Mετρική και ποιητική του Kάλβου (1995),[4] με αντικείμενό της το εντελώς ιδιόμορφο μετρικορυθμικό σύστημα των ελληνικών καλβικών ωδών. Υποστήριξα εκεί ότι αυτό το μετρικορυθμικό σύστημα αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της ποιητικής του Κάλβου, μιας ανεπανάληπτης, για τα δεδομένα της νεότερης ελληνικής ποίησης, ποιητικής, στον σχηματισμό και την κρυστάλλωση της οποίας σημαντικό ρόλο έπαιξε η παλαιότερη και σύγχρονη των καλβικών ωδών ιταλική λυρική και δραματική νεοκλασικιστική ποίηση. Στη συνέχεια, στην πορεία του χρόνου, η ενασχόλησή μου με τον έλληνα ποιητή Κάλβο ήταν περιστασιακή και προκλήθηκε από συγκυριακές κυρίως αφορμές.
Πριν από μερικά χρόνια ο Δημήτρης Αρβανιτάκης, ως συντονιστής της έκδοσης των Απάντων του Κάλβου από το Μουσείο Μπενάκη, μού πρότεινε να αναλάβω τη φιλολογική επιμέλεια της έκδοσης των ελληνικών εκδεδομένων καλβικών ποιημάτων, της πρώτης ωδής Ελπίς πατρίδος (Λονδίνο, 1819) και των συλλογών Η Λύρα (Γενεύη, 1824) και Λυρικά (Παρίσι, 1826). Αφού δέχτηκα την πρόταση και άρχισα να εργάζομαι, κατάλαβα ότι επέστρεφα σ’ ένα ποιητικό τοπίο που επισκεπτόμουν για πρώτη φορά. Με αυτή την παραδοξολογία προσπαθώ να περιγράψω την αίσθησή μου ότι ουσιαστικά πρωτοδιάβασα τον Κάλβο μέσα από την προσπάθειά μου να διαχειριστώ ως φιλολογικός εκδότης την ελληνόγλωσση ποίησή του.
Δεν νομίζω ότι έχει σημασία να περιγράψω αναλυτικά στην αποψινή περίσταση τη μέθοδο με την οποία εργάστηκα στην έκδοση των ελληνόγλωσσων ποιητικών έργων του Κάλβου. Θα περιοριστώ λοιπόν να πω ότι με βοήθησαν σημαντικά οι τέσσερις προηγούμενες έγκυρες εκδόσεις των καλβικών ωδών, οι εκδόσεις που κατά την κρίση μου συνιστούν το επιστημονικό στάδιο στην έκδοση των ωδών, του Γεωργίου Ζώρα (1962), του Filippo Maria Pontani (1970), του Στέφανου Διαλησμά (1988) και του Γιάννη Δάλλα (1997). Σε ό,τι αφορά την εκδοτική μεθοδολογία, ουσιαστικά ακολούθησα την πρόταση του Γιάννη Βάσση (στις μελέτες του το 1987 και το 1994) και γι’ αυτό ονόμασα την έκδοσή μου, όπως ο Βάσσης, ιστορικοκριτική. Έτσι το καλβικό κείμενο συνοδεύεται από υποσελίδιο υπόμνημα που αφενός πληροφορεί τον αναγνώστη για όλες τις διορθώσεις των εξόφθαλμων ή προφανών τυπογραφικών σφαλμάτων των πρώτων εκδόσεων, αφετέρου του προσφέρει την ιστορία-γενεαλογία της Λύρας, με την καταγραφή των διαφορετικών γραφών της προεκδοτικής μορφής της, δηλαδή του καλβικού αυτογράφου με τον τίτλο Η Ιωνιάς. Ονόμασα αυτό το υπόμνημα εκδοτικό και όχι κριτικό, επειδή, ανταποκρινόμενο στις προδιαγραφές και τους στόχους της ιστορικοκριτικής έκδοσης ενός νεότερου λογοτεχνικού έργου, διαφέρει πολύ από το υπόμνημα της λεγόμενης, στο πλαίσιο κυρίως της κλασικής φιλολογίας, «κριτικής έκδοσης». Η βασική πρωτοτυπία της έκδοσής μου, σε σχέση με τις προηγούμενες και εκείνη που πρότεινε ο Βάσσης, έγκειται στη σύνταξη ενός δεύτερου, επίσης υποσελίδιου, υπομνήματος, που βρίσκεται κάτω από το εκδοτικό υπόμνημα και μπορεί να ονομαστεί ερμηνευτικό. Σε αυτό χορηγούνται οι πραγματολογικές και ερμηνευτικές πληροφορίες, αναφορικά με λέξεις ή φράσεις του κειμένου, που θεώρησα πιθανό να μην γνωρίζει ο σημερινός αναγνώστης μέσου μορφωτικού επιπέδου και έκρινα απαραίτητες για την πρωτοβάθμια ανάγνωση-κατανόηση των καλβικών ωδών. Λέγοντας παραπάνω ότι επέστρεψα σε ένα ποιητικό τοπίο που επισκεπτόμουν για πρώτη φορά, αναφερόμουν κυρίως στην αναγνωστική εμπειρία μου από τη σύνταξη του ερμηνευτικού υπομνήματος. Συντάσσοντας, με άλλα λόγια, αυτό το υπόμνημα, κατάλαβα ότι ο Κάλβος είναι ο πιο δύσκολος στην ερμηνεία του νοήματος των στίχων του έλληνας ποιητής του 19ου αιώνα, κι αυτή η δυσκολία έχει τη βάση της, όπως έχει δείξει και η πρόσφατη φιλολογική έρευνα, ιδίως εκείνη του Μιχαήλ Πασχάλη, στις ιδιόμορφες συνθήκες που διαμόρφωσαν τον Κάλβο μορφωτικά και ποιητικά. Μόνο όποιος θα εντρυφήσει στις δυσκολίες της ανάγνωσης των καλβικών ωδών λέξη προς λέξη, επιστρατεύοντας και μεγάλο μέρος της σχετικής βιβλιογραφίας, μπορεί να πει ότι αρχίζει να καταλαβαίνει τον Κάλβο.
Η φιλολογική εργασία, και ιδίως εκείνη που γίνεται στον κλάδο της εκδοτικής, είναι αυστηρή και συντεταγμένη. Ακολουθεί πιστά κανόνες, αποβλέπει στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, γίνεται με εταστική προσοχή και νηφαλιότητα. Ελπίζω να μην θεωρηθεί περιαυτολογία ότι, προκειμένου να ολοκληρώσω την περίπου 60 σελίδων εισαγωγή μου στην έκδοση των ωδών, χρειάστηκε να ξαναδιαβάσω, να διορθώσω και να αναθεωρήσω σημεία του κειμένου δεκάδες φορές, περισσότερες από ό,τι οποιοδήποτε άλλο φιλολογικό γραπτό μου. Όντας πάντως ψυχρή στην επιφάνειά της η φιλολογική εργασία, στο βάθος της έχει έναν θερμό πυρήνα. Κι ίσως αυτός ο πυρήνας μπορεί να περιγραφεί, σε ό,τι αφορά στην εσωτερική σχέση ενός φιλόλογου με το αντικείμενό του, με τον δαντικό στίχο που δανείστηκα ως τίτλο αυτής της σύντομης ομιλίας: Να μεταχειρίζεσαι τους ίσκιους σαν πράγμα στερεό· να προσπαθείς, όπως ο Στάτιος, να τους αγκαλιάσεις, ξέροντας ότι δεν μπορείς.
Ανακαλώ σήμερα, καθώς πια η κοινή διαδρομή μας με τον Κάλβο διανύθηκε και η συνάντησή μας έφτασε στο τέλος της, δύο ωραίες στιγμές της διαδρομής. Η πρώτη ήταν στη κεντρική Βιβλιοθήκη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όταν έπιασα στα χέρια μου το πρώτο αντίτυπο των Λυρικών του Κάλβου, για να κάνω ό,τι οι φιλόλογοι ονομάζουμε αυτοψία. Ένιωσα, κρατώντας και βλέποντας το μικρόσχημο βιβλίο, όπως ο Σεφέρης, σαν να είχα στις παλάμες μου το άδειο καυκί ενός τζίτζικα που όμως διατηρούσε ακόμα μέσα του ίχνη από τη ζεστασιά του ζωντανού σώματος. Η δεύτερη στιγμή ήταν λίγο καιρό αργότερα, όταν βρισκόμουν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη της Αθήνας και εξέταζα εκεί ένα αντίτυπο της Λύρας του Κάλβου. Η όποια ζέστα του ζωντανού σώματος είχε χαθεί. Η εργασία γινόταν πια με την εξεταστική προσήλωση του φιλόλογου-εκδότη στο αντικείμενό του – έκανα αυτοψία και συστηματική αντιβολή έξι αντιτύπων της Λύρας και τεσσάρων αντιτύπων των Λυρικών, χωρίς φυσικά να επαίρομαι γι’ αυτό· υπάρχουν σαιξπηριστές που, ακολουθώντας τις αρχές της κειμενικής βιβλιολογίας, έχουν κάνει αυτοψία και αντιβολή σε περισσότερο από 100 αντίτυπα της ίδιας έκδοσης. Στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη στο τραπέζι του αναγνωστηρίου καθόταν απέναντί μου κατά σύμπτωση μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Τομέα Νεοελληνικής Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α., ένα παιδί, όπως θα έλεγε ο Καβάφης, πολύ φανατικό για γράμματα. Έτεινα προς τη μεριά της το βιβλίο που κρατούσα στα χέρια μου και της είπα: «Αυτή είναι η Λύρα του Κάλβου». Ξαφνιάστηκε, πήρε σιωπηλή το βιβλίο στα χέρια της, το ξεφύλλισε λίγο, διάβασε και στη συνέχεια, όταν σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε, είδα ότι είχε δακρύσει. Είχε νιώσει κι εκείνη τα ίχνη της ζεστασιάς του ζωντανού σώματος του ίδιου νεκρού. Αισθάνομαι τώρα, καθώς οι δρόμοι μας με τον Κάλβο ξαναχώρισαν, ότι σε μια πιθανή μελλοντική συνάντησή μας, ίσως ως λεπτών αναθυμιάσεων, θα μπορούσα να του υπενθυμίσω, ως σήμα χαιρετισμού, τους δαντικούς στίχους του Στάτιου, φυσικά στο ιταλικό πρωτότυπο. Κι ίσως εκείνος να μου ανταποδώσει τον χαιρετισμό με τους δικούς του στίχους από την ωδή «Εις θάνατον»: «προσπαθείς ματαίως / ’να με αγκαλιάσης. […] Εδώ ημείς οι νεκροί / παντοτινήν ειρήνην…».
[1] Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στις 5 Μαΐου 2017 στην παρουσίαση του τόμου Ανδρέας Κάλβος, Έργα, Τόμος Α΄. Ποιητικά, Μέρος πρώτο. Δημοσιευμένα, Le Danaidi – Ελπίς πατρίδος – Η Λύρα. Ωδαί – Η Λύρα. Νέαι Ωδαί, Επιμέλεια – Σχόλια Luigi Trenti – Ευριπίδης Γαραντούδης, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη 2016.
[2] Γιώργος Σεφέρης, «Στα 700 χρόνια του Δάντη», Δοκιμές. Δεύτερος τόμος (1948-1971), Αθήνα, Ίκαρος 19845, σ. 249-282: 260. Ομιλία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στις 12 Μαΐου 1966. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Εποχές τον Νοέμβριο 1966.
[3] Γιώργος Σεφέρης, ό.π., σ. 257.
[4] Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, Πολύτροπος αρμονία. Mετρική και ποιητική του Kάλβου, Hράκλειο, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Kρήτης – Στέγη Kαλών Tεχνών και Γραμμάτων 1995, σσ. 313.