της Νίνας Χαριτάτου
Διαβάζοντας το βιβλίο της Γεωργίας Μακρογιώργου «Τύχη στα Τείχη» συνειδητοποίησα ακόμα μια φορά πως η μνήμη και η εμπειρία συνυφαίνονται με την καλλιτεχνική δημιουργία. Ακόμα περισσότερο είναι αξιοπρόσεχτο το πως η μνήμη αναδημιουργεί δίνοντας διαφορετική ερμηνεία σε εμπειρίες του παρελθόντος. Και όλη αυτή η ανασύνθεση εμπειριών, εικόνων και ιδεών φαίνεται να στοχεύει στην αναμόχλευση, τι άλλου, της ανθρώπινης ψυχής που πάντα αποτελούσε το άβατο της ανθρώπινης φύσης.
Απέχοντας από το ψυχογράφημα , η Γεωργία Μακρογιώργου επιχειρεί αυτό το δύσκολο ταξίδι: μια ματιά στην θηλυκή (και όχι μόνο) σκέψη και ψυχή. Φτάνει εκεί που ξεκινά ο αέναος κύκλος της ανθρώπινης εμπειρίας και του ανθρώπινου πάθους, εκεί που το άγνωστο συναντά το οικείο, η γνώση την άγνοια, η ηδονή της παραβατικότητας την ικανοποίηση της σωφροσύνης. Μέσα σε αυτά τα άγνωστα- γνωστά σταυροδρόμια περιδιαβαίνουν όλοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αρσενικοί και θηλυκοί. Η Μαρία που πειραματίζεται, η Ευτυχία που παρατηρεί, ο Φώτης που ξενοερωτεύεται, η Ελπίδα που αναθεωρεί, η Άλις που δημιουργεί. Η πλοκή του μυθιστορήματος της Γεωργίας Μακρογιώργου ξετυλίγεται μέσα στα τείχη της ζωής του καθένα και της κάθε μίας από εμάς. Σε αυτή την πορεία η τύχη είναι ή αόρατη συνοδός, αυτή που την αισθανόμαστε να μας ακολουθεί και να μας παρακολουθεί άλλοτε γελαστή, άλλοτε κακόκεφη, κλαίουσα ή μειδιούσα, αυστηρή ή ανάλαφρη, με βήμα βαρύ ή εντελώς αθόρυβη.
Οι ήρωες και οι ηρωίδες της ιστορίας μας ονειροβατούν στο μεθύσι του κόσμου. Τυχοδιώκτες, αμετανόητοι εραστές του άπιαστου, συμβιβασμένοι αλλά με ψυχή ασυμβίβαστη, μοιάζουν να αδυνατούν να ενηλικιωθούν παρόλο τον ρομαντικό αγώνα που δίνουν, όχι τόσο να καταλάβουν το σκοπό της ύπαρξης τους ή να ελέγξουν τη ζωή τους ή να επιβιώσουν, αλλά μάλλον να γλιστρήσουν μέσα από αυτή, ανακαλύπτοντας ένα άλλο εναλλακτικό μονοπάτι που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ασχέτως που οδηγεί. Δεν τους ενδιαφέρει η κατάληξη αλλά η πορεία. Πολλές φορές η ίδια αυτή πορεία διακλαδίζεται. Το μέλλον φτιάχνεται στη φαντασία, οι πιθανότητες να συμβούν τα πάντα είναι πολλές. Η μικρή Μαρία ζει την περιπέτεια της με τον Φώτη σε δύο εκδοχές, η Ευτυχία δημιουργεί εκδοχές στις συγγραφικές της απόπειρες. Ο/Η αναγνώστης/στρια δεν χρειάζεται να επιλέξει ούτως ή άλλως δεν έχουν μεγάλη σημασία τα γεγονότα γιατί εδώ δεν καθορίζουν και σπουδαία πράγματα. Αυτό που εκπλήσσει δεν είναι το γεγονός αλλά η πιθανότητά του να συμβεί ή να μη συμβεί. Όλες οι στιγμές που απλά δεν υπήρξανε, λέξεις που δεν ειπώθηκαν, χαμένα συναισθήματα, έρωτες και πάθη που δεν εκδηλώθηκαν, η άλλη ζωή που αποτελείται από τις επιλογές πολύ μικρές ή πολύ μεγάλες που τελικά δεν έγιναν είναι εκείνη η σιωπηρή, άφαντη ζωή που δεν ζήσαμε και που η συγγραφέας υπαινίσσεται μέσα στο μικρό της διήγημα.
Στα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι η ιδέα της δημιουργικότητας μέσα από την τέχνη. Εδώ η τέχνη γίνεται σημείο αναφοράς και μερικές φορές ο στυλοβάτης των ονείρων των χαρακτήρων. Ο Φώτης ερωτεύεται το ζωντανό είδωλο των δημιουργιών του. Η ένταση των εικόνων και των στιγμών υπογραμμίζεται μέσα από αυτοσχέδια ποιήματα. Μελοποιημένοι στίχοι κρατούν συντροφιά στα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και στα πάθη των ηρώων και των ηρωίδων ενώ ακόμα και η απειλή της αρρώστιας γίνεται κινητήριος δύναμη για αστείρευτη δημιουργικότητα κάνοντας το θάνατο να φαντάζει σαν μια ακόμα πιθανότητα. Η Ευτυχία δραπετεύει από την αγωνία του θανάτου μέσα από τη διέξοδο που της προσφέρουν οι λέξεις. Τα μαθήματα δημιουργικής γραφής γίνονται σανίδα σωτηρίας και αφορμή για ενδοσκόπηση. Καφκικοί ήρωες την καταδιώκουν ενσαρκώνοντας τον τρόμο της αλλά οι μαγικοί συνδυασμοί των λέξεων έρχονται να τον εξαλείψουν. Μέσα από αυτούς τους συνδυασμούς εισχωρούμε στις σκέψεις των ηρωίδων και των ηρώων αλλά από την άλλη πλευρά ποτέ καμία σκέψη δεν είναι τόσο σύντομη και περιεκτική όπως η γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας για να τις εκφράσει. ‘Άλλωστε θα αναρωτιόταν κανείς ποια είδους γλώσσα μπορεί να δαμάσει το φευγαλέο της σκέψης και να το στριμώξει στα όρια της διατύπωσης. Ωστόσο η Γεωργία Μακρογιώργου μέσα από αυτό το λιτό λόγο καταφέρνει να χτίσει μια γέφυρα που οδηγεί τον/την αναγνώστη/στρια σε απόσταση αναπνοής από τα σύνθετα αδιέξοδα και τα διλήμματά των χαρακτήρων δημιουργώντας όμως παράλληλα την αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης και της χαλάρωσης ώστε να μπορέσει να τους ακολουθήσει και στο ταξίδι αυτογνωσίας που επιχειρούν.
Ένα ακόμη στοιχείο που ξεχώρισα στο βιβλίο είναι η αφθονία του σε αναφορές. Με αγαπημένα τραγούδια, γνώριμους στίχους, ονόματα δημιουργών (σκηνοθετών, συγγραφέων) το μυθιστόρημα μας ταξιδεύει νωχελικά ως την τελευταία σελίδα ακόμα και εάν τα γεγονότα που περιγράφονται είναι επιφανειακά έντονα. Ο αργός αυτός ρυθμός συμπαρασύρει τον/την αναγνώστη/στρια καθώς δίνει την πολυτέλεια στη σκέψη να υπολειτουργεί και στα συναισθήματα να γεννιούνται ενώ η μνήμη ενεργή, διαρκώς αναπαράγει και αναπολεί. Τα Βαλκάνια, η Νάουσα, η Θεσσαλονίκη, η απομονωμένη επαρχία ευωδιάζουν αστικά αρώματα, αντηχούν φωνές φοιτητών και νανουρίσματα γιαγιάδων, φιλοξενούν καλλιτεχνικές ανησυχίες, θρηνούν θύματα και αγκαλιάζουν ερωτευμένους. Ένα συνονθύλευμα ήχων, εικόνων, χρωμάτων που υπογραμμίζουν τις εικόνες του μυθιστορήματος.
Κλείνοντας το βιβλίο μετά την ανάγνωση της τελευταίας σελίδας ένιωσα ότι άφησα ένα μικρό κόσμο πίσω μου όπως συνήθως συμβαίνει με τα αληθινά λογοτεχνικά έργα. Γραμμένο σε ένα απλό ύφος , χωρίς κορυφώσεις και εξάρσεις, το διήγημα της Γεωργίας Μακρογιώργου κατακλύζει τον/την αναγνώστη/στρια με ένα τρυφερό κύμα νοσταλγίας μιας εποχής που δύει αφήνοντας τις αναθυμιάσεις μιας γενιάς, που όπως και οι παλαιότερες, παντρεύεται τη συμβατικότητα χωρίς να παύει ποτέ να φλερτάρει με την αναζήτηση και τα ερωτηματικά.
info: «Τύχη στα Τείχη» της Γεωργίας Μακρογιώργου, Γαβριηλίδης