N. Σαββάκης: «Οι Έλληνες έχουν την τάση να βλέπουν το παρόν σαν το άπαν>>

1
1006

Συνέντευξη του ποιητή στη  Γεωργία  Οικονομοπούλου. 

cover ΣαββακηΗ τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Σαββάκη , Θέμα Γοήτρου, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Όσο ακόμα τυπωνόταν, τον συνάντησα στη Φοινικούντα, τη γενέτειρά του,  μόνιμο πλέον τόπο κατοικίας του. Τον είχα πετύχει δημιουργικά αρκετές φορές μέσα στα χρόνια, σε ποιητικές συνάξεις, σε αναγνώσεις, παρουσιάσεις, και είχα παρακολουθήσει την πορεία του, από τη Βόλτα στις 2.45, στους Άλτες, στις Ινδίες 1542, στη Δραπέτη, τις προηγούμενες δουλειές του.  Ποιητής με χαρακτηριστικά δικό του, διακριτό ύφος και γλώσσα, ο Νίκος Σαββάκης με ξενάγησε στο παρελθόν και το παρόν του, στις προβληματικές και τα έργα του.

 

[Ανακωχή για τον Κατζούρα

 

Είναι η απόλυτη νοστιμιά των γύφτων.// Στο άκουσμα της οσμής του,/ Στην κατσαρόλα ή στα κάρβουνα,/ Σφεντόνα φεύγουν τα γυφτάκια/ Να φέρουν μεζέ στη μάνα τους// Που όχι και τόσο επιμελώς/ Κυοφορεί το έβδομο/    αδελφάκι τους.// Κάνουν τράμπα λαγόσκυλα/ Με πουλόσκυλα της φέρμας.// Αδυναμία τους είναι τα pointer/ -Μάνα στο κυνήγι του erinaceus-// Gratis προμηθεύονται και τα δύο…/   φυσικά.// Αν στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου/ Η απουσία ψαριού –απ’ το τραπέζι/ Στον καλεσμένο –αποτελεί αιτία/ Για εκατέρωθεν χαρακίρι// Στο πλαστικό τραπέζι του τσαντιριού/ Η παρουσία του/ Είναι η μέγιστη τιμή/   στο μουσαφίρη.// Την αδυναμία του στ’ αμύγδαλα/ Κάποτε την πλήρωνε/ με τη ζωή του,// Υπήρχαν όμως.// Τώρα αν δε γίνει λίπασμα/ Απ’ τις λεπίδες της φρέζας/      στον ελαιώνα// Πολύ σπάνια θα κατορθώσει/ Να διασχίσει τον αγροτικό δρόμο/   Ανέπαφος.// Ούτε λόγος να γίνεται/ Για την επαρχιακή οδό.// Η ρώσικη ρουλέτα δεν είναι/ Παρά μια βόλτα/ Στα πέριξ της φωλιάς του/   σε σύγκριση. // Πολλοί αδελφοί «φεύγουν»/ Απ’ τα παρακλάδια της Monsanto/ Που ακατάπαυστα τροφοδοτούν// Τους αγρότες με φυτοφάρμακα, ζιζανιοκτόνα/ Και πάσης φύσεως «μπαρουτάσκαγα»/ Στον πόλεμο που διεξάγουν/   Με τη Φύση.// Οι φυσικοί εχθροί του/ -Με εξαίρεση την αλεπού-/ Υφίστανται την ίδια πανωλεθρία.// Ο Ύψιστος, εν τη σοφία του,/ Του δώρισε τη χειμερία νάρκη.// Μια ανάσα ξεγνοιασιάς// Στη διαρκή μάχη/   -της επιβίωσης-// Χωρίς ανακωχή.]

 

Απεριόριστος ως προς τη θεματολογία, ο Νίκος Σαββάκης επιλέγει επεισόδια από όλο το μάκρος του νήματος της Ιστορίας και τις εκφάνσεις της στις Τέχνες, την Επιστήμη, την Πολιτική. Με την ίδια ελευθερία, στέκεται σε εκφράσεις και εικόνες που υμνούν την απλότητα, τις καθημερινές χαρές, τη φύση, που διαμορφώνει και χάνεται, τις αξίες, που τον διαμόρφωσαν και ενίοτε μοιάζουν να χάνονται. Το βλέμμα είναι κριτικό, σχολιαστικό, αυστηρό μα και τρυφερό, πατρικό, ενώ η γλώσσα του είναι ένα αξιοπρόσεκτο όσο και λειτουργικό υβρίδιο συγκερασμού δημοτικής και καθαρεύουσας, επιστημονικών όρων και slang του δρόμου, πολυσυνθετική.

 

«Ο ποιητής είναι η γλώσσα του», λέει. «Είναι εμφανέστατο – και στην τελευταία μου συλλογή γίνεται ακόμα πιο εμφανές – ότι γράφω για τα πάντα. Διαβάζοντας ένα βιβλίο μπορεί κάτι να κινήσει το ενδιαφέρον μου. Υπάρχει περίπτωση εκείνη τη στιγμή να κάτσω να γράψω κάτι. Ή να σημειώσω κάτι σαν τίτλο, κάτι που θα με παραπέμψει εκεί αργότερα. Να γράψω ένα ποίημα έξι μήνες, ένα χρόνο αργότερα ή να μην το γράψω ποτέ. Επίσης κάποιο συμβάν στο δρόμο μπορεί να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον  και να γράψω γι’ αυτό. Σίγουρα μου αρέσει να αναφέρομαι σε συμβάντα ή  ανθρώπους παρουσιάζουν κάποια ιδιομορφία. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι εμπνέομαι από κάτι συγκεκριμένο. Δεν έχω ιδέα».

 

Δεν ξεκίνησε ωστόσο γράφοντας στα ελληνικά. Τη Βόλτα την έγραψε αγγλικά και τη μετέφρασε ο ίδιος για την ελληνική έκδοση. Στις Ινδίες άλλα ποιήματα γράφτηκαν στα αγγλικά και άλλα στα ελληνικά. Με σπουδές Πολιτικών Επιστημών στη Βρετανία, για χρόνια καθηγητής της αγγλικής γλώσσας, «στην αρχή ήταν κόπος για μένα να γράψω μόνο ελληνικά», παραδέχεται.

«Δεν ήταν εύκολο, όταν ακόμα η επαφή μου με την αγγλική γλώσσα ήταν τόσο στενή.  Ενώ στα αγγλικά είχα δική μου γλώσσα, δε θεωρούσα ότι συνέβαινε το ίδιο στα ελληνικά. Ελπίζω ότι πλέον το έχω κατορθώσει. Νομίζω ότι το έχω κατορθώσει. Οι Άλτες, η τρίτη συλλογή μου, χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια για να βγει μόνο ελληνικά.  Η Δραπέτης λιγότερη και τώρα με το Θέμα Γοήτρου,  μπορώ να πω ότι δεν κατέβαλα προσπάθεια. Συνειδητά πλέον δεν γράφω αγγλικά, το αποφεύγω. Έχω αποκτήσει τη δική μου γλώσσα».

Η Φοινικούντα δημιουργήθηκε από Κρήτες που έφτασαν στην περιοχή της Μεθώνης στα τέλη της δεκαετίας του 1820. Ανάμεσά τους οι Σαββάκηδες.

 

«Ο παππούς μου, Νίκος, είχε ελαιοτριβείο στη Φοινικούντα, είχε ταβέρνα, είχε βάρκα, εμπορευόταν άλογα», αφηγείται, «αλλά ήταν… σπίρτο στα χρήματα, όπως κι εγώ –τον πήρε ο διάολος! Μπήκε μέσα σούμπιτος, τον έκλεβαν οι έμποροι με το ελαιοτριβείο, τον έκλεβαν οι άλλοι με τα άλογα και όπως μου έλεγε ο πατέρας μου ευτυχώς που ήρθε ο πόλεμος, διαφορετικά δεν θα του έμενε περιουσία, δε θα του έμεναν σπίτια, ελαιοτριβείο, δε θα του έμενε τίποτα, τόσα που χρώσταγε. Εγώ δεν έχω φτάσει σε αυτό το σημείο ακόμα, έχω μέλλον για να τα καταφέρω σαν τον παππού στα οικονομικά. Αλλά ήταν ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος, γνωστός σε όλη την περιοχή, είχε βαφτίσει τη μισή Μεσσηνία, τον ήξεραν και οι πέτρες. Έχει αφήσει καλή κληρονομιά φιλοξενίας. Όποτε ερχόταν άνθρωπος στη Φοινικούντα και δεν είχε πού να πάει, θα έμενε σπίτι μας. Οι γανωματήδες και οι πλανόδιοι έμποροι, φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, κάποτε ένας πρώην φυλακισμένος που δεν είχε αποκούμπι, στο κατώι μας έμεναν. Υπήρχε αυτή η παράδοση της φιλοξενίας, που την κράτησε ο πατέρας μου, την κρατάω κι εγώ».

Οι τοίχοι στο αναπαλαιωμένο πατρικό είναι γεμάτοι φωτογραφίες από το οικογενειακό παρελθόν. Ο θείος ανάμεσα στους στρατιώτες που μπήκαν στη Μικρασία, το δημοτικό σχολείο Φοινικούντας – πιτσιρικάς ο Νίκος Σαββάκης, ο μόνος χαμογελαστός-, μια μυστηριώδης καλλονή σε φωτογραφικό «Ενθύμιον» (το ομώνυμο ποίημα στο Θέμα Γοήτρου μας γνωρίζει την ιστορία της), ασπρόμαυρες εικόνες από τη ζωή των ντόπιων ψαράδων, από το οικογενειακό καφενείο.

«Τα πρώτα μου διαβάσματα ήταν οι εφημερίδες στο οικογενειακό καφενείο», λέει ο Νίκος Σαββάκης.  «Δεν υπήρχε κανένα βιβλίο στο σπίτι. Από το δημοτικό, διάβαζα την εφημερίδα που υπήρχε στο καφενείο. Άκουγα συζητήσεις πολιτικές, εκ των πραγμάτων, αφού ήμουν μέσα θα άκουγα. Πολιτικοποιήθηκα από τα γεννοφάσκια μου. Διάβαζα εφημερίδα, έβλεπα σινεμά γιατί ερχόταν ο κινηματογράφος και έπαιζε στο μαγαζί, ο δάσκαλος δεν άφηνε τους υπόλοιπους μαθητές να πάνε στο σινεμά, αλλά εγώ έβλεπα όλες τις ταινίες. Ο καραγκιόζης όταν ερχόταν έπαιζε εκεί. Θέατρο επίσης. Με είχαν πάρει μια φορά στη Γενοβέφα κι έκανα το παιδί, ελλείψει άλλου», γελάει.

«Όταν είδα τον Θίασο του Αγγελόπουλου, είδα την παιδική μου ηλικία. Τα μπουλούκια που ερχόντουσαν κι έπαιζαν στη Φοινικούντα. Πάντα ήταν και μια κοπέλα ή ένας ηθοποιός που καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά από τη σκηνή και έπαιζε ακορντεόν, όπως ακριβώς στον Θίασο. Ήταν το γεγονός της εβδομάδας ο κινηματογράφος. Έτσι ξεκίνησε η αγάπη μου για το σινεμά και διατηρείται μέχρι σήμερα».

Η ποίηση πως προέκυψε;

«Εκ του μη όντος. Από τον ουρανό με βάρεσε», λέει. «Πριν τα δεκαεπτά-δεκαοκτώ δεν υπήρχε στη ζωή μου. Τότε την ανακάλυψα.  Στα 24-25, ξαφνικά, έκατσα κάτω και άρχισα να γράφω. Βγήκε από μέσα μου. Ανάβλυζε σαν πηγή. Πλέον, η ποίηση μου προσφέρει τα πάντα. Είναι για μένα λόγος ύπαρξης. Δεν υπάρχει κάτι άλλο τόσο σοβαρό στη ζωή μου όσο η ποίηση».

-Στο σύγχρονο τοπίο της  ελληνικής ποίησης πού θα τοποθετούσατε τον εαυτό σας;

«Νομίζω ότι είμαι μόνος μου. Τουλάχιστον απ’ ό,τι έχω διαβάσει από την ελληνική ποίηση, δεν βλέπω κάποιον άλλο έλληνα ποιητή που να γράφει όπως εγώ ή να έχει την ίδια θεματολογία. Προς θεού, δεν ισχυρίζομαι ότι ξέρω πάρα πολύ καλά την ελληνική ποιητική σκηνή, αλλά από όσους γνωρίζω νομίζω ότι είμαι μόνος μου. Δεν μπορώ να εντάξω τον εαυτό μου κάπου. Θεωρώ ότι γράφω εντελώς διαφορετικά».

Διαβάζει ποιητές, σύγχρονους και παλιότερους, «αλλά θεωρώ ότι δεν με έχουν επηρεάσει καθόλου. Η κυρίαρχη επιρροή στην ποίησή μου είναι ο Durs Grunbein, γερμανός. Μου αρέσει πάρα πολύ. Επίσης o αμερικανός ποιητής, August Kleinzahler. Αυτοί, ναι, με έχουν επηρεάσει».

-Η φύση, οικολογικοί προβληματισμοί επανέρχονται συχνά στα ποιήματά σας…

«Αγαπώ τη φύση και είναι σαφές αυτό σε πολλά ποιήματα. Όπως στο ποίημα “Χειμερινά ανάκτορα”.  Λέω,  ευτυχώς που η φύση είναι τόσο δυνατή.  Ό,τι και να κάνουμε, στο τέλος αυτή κερδίζει. Ευτυχώς, γιατί διαφορετικά θα την είχαμε ολοσχερώς καταστρέψει με τη μανία που έχουμε. Είμαι αισιόδοξος ότι όσο προχωράει ο άνθρωπος, τόσο θα αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να προστατεύσει τη φύση. Είμαι αισιόδοξος για το οικολογικό κίνημα».

-Επίσης, διακρίνουμε, μια, άλλοτε ευθέως, άλλοτε  υποδόρια, πολιτική στάση. Μια κριτική σχεδόν των πάντων στα ποιήματά σας.

«Ισχύει. Έχει να κάνει με τις σπουδές μου, και μετά με την περιπλάνησή μου στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά, στον αναρχικό χώρο και πλέον στην αντίληψη που έχω διαμορφώσει όσον αφορά τον άνθρωπο, στη συγκεκριμένη περίπτωση και σαν πολιτικό όν. Είμαι σαρκαστικός, είρωνας, και στην ποίησή μου και στη ζωή μου, γιατί οι εμπειρίες, τα αναγνώσματά μου, εκεί με οδήγησαν».

«Η κρίση δεν έχει μπει στην ποίησή μου καθόλου», προλαβαίνει την ερώτησή μου. «Δε με ενδιαφέρει το παρόν. Δε με ενδιαφέρει το εφήμερο. Είναι κάτι εφήμερο η κρίση. Δε με ενδιαφέρει. Είναι κάτι που θα περάσει».

– Ίσως κι επειδή όσα θα μπορούσατε να σχολιάσετε ένεκα της κρίσης ήδη τα έχετε γράψει με κάποιο τρόπο στο παρελθόν;

«Με ενδιαφέρει η Ιστορία,  όχι η καθημερινότητα. Το σήμερα, για να γίνει πραγματική Ιστορία, πρέπει να περάσουν πολλά χρόνια. Οι άνθρωποι, και ιδιαίτερα οι Έλληνες, έχουν την τάση να βλέπουν το παρόν σαν το άπαν και θέλουν τα πράγματα να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη. Αυτό δε γίνεται. Εγώ κοιτάζω το παρόν με τον ιστορικό χρόνο. Πρέπει να απομακρυνθούμε χρονικά από το παρόν για να μπορέσουμε να δούμε με καθαρό βλέμμα τι συμβαίνει, για ποιους λόγους, πιθανά αίτια, τι προέκυψε. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να δούμε τι συμβαίνει τώρα καθαρά. Δε γίνεται αυτή τη στιγμή να έχει κανείς ολική αντίληψη και ιστορική αντίληψη του παρόντος.

Θεωρώ ότι οι Έλληνες θέλουν το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Το έχουν κάνει τρόπο ζωής να μην ευθύνονται ποτέ για τίποτα. Πάντα ευθύνεται κάποιος άλλος. Παλιότερα οι Τούρκοι, μετά οι Άγγλοι, αργότερα οι Αμερικάνοι, τώρα οι Γερμανοί και πάει λέγοντας. Αλλά οι Έλληνες δεν ευθύνονται ούτε φταίνε ποτέ για τίποτα. Όχι, δεν μπορώ να το ανεχθώ αυτό το πράγμα. Το θεωρώ ανωριμότητα, αν μη τι άλλο. Θα ήθελα να είχαν οι Έλληνες το θάρρος να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη και να πουν, ναι, αυτά τα στραβά είναι δικά μας, εμείς δημιουργήσαμε αυτό το πρόβλημα, δεν είναι ευθύνη άλλων. Διαφορετικά θεωρείς τον εαυτό σου παιδί που άγεται και φέρεται».

-Πως θα ωριμάσει το παιδί; Η τέχνη παίζει ρόλο;

«Ίσως. Αλλά όχι μεγάλο, θεωρώ. Η τέχνη είναι προσωπική υπόθεση. Είναι θέμα παιδείας, αν θα αγαπήσει ένας άνθρωπος την τέχνη. Καλλιεργείται στο σπίτι και στο σχολείο για τη συντριπτική πλειονότητα του κόσμου. Ένα μικρό ποσοστό που από μόνο του θα ψάξει την τέχνη είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Είναι θέμα παιδείας και εκπαίδευσης. Όπως, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό, κι η επίτευξη την ωριμότητας».

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο«Εδώ είναι Μπαλκάνια- μετά το 2ο Διαβαλκανικό Συμπόσιο ποίησης.
Επόμενο άρθροH (πολεμική) ιστορία, το αναπόδραστο παρόν μας

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Niko sugxaritiria gia to arthro afto…makari na upirxan kai alloi san esena stin ellada…pisteuw an oloi skeftontan to miso ap oti esy h ellada tha vriskotan se allo epipedo…elpizw otan erthw ellada na se vrw apo konta…tha ithela na milisoume para polu…summerizome arketa me tis apopseis sou kai pragmatika ise ena apo ta atoma pou apo mikros thaumaza kai se eixa se ektimish…na sai kala niko

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ