του Νίκου Ξένιου
Ο Νίκος Χουλιαράς ζωγραφίζει φιγούρες κι εσύ, ο θεατής και αναγνώστης, αναρωτιέσαι πού πηγαίνουν οι σκιές των ζώων και σε ποιον καμβά ακουμπούν οι σκιές των ανθρώπων. Σε ποιο ασύλληπτο βάθος ορίζοντα προσανατολίζονται οι αφασικές φωνές τους και οι φράσεις που τελικά ποτέ δεν εκστομίστηκαν, σ’αυτές τις ιστορίες «ελεγχόμενου πάθους». Εκεί όπου κατευθύνεται το κείμενο του Χουλιαρά βρίσκεται ο κοινός μας προορισμός και οι αναφορές του είναι αναγνωρίσιμες. Θέλεις να φωνάξεις πως «κάπου» τον ξέρεις τον τόπο αυτόν και από «κάπου» αλλού, από ένα λίκνο οικειότητας και καταγεγραμμένων εικόνων έχει αναδυθεί αυτή η νεκρική μορφή που σε καλεί. Πως κάπου ξέρεις το τραπεζάκι αυτό με τα μικροαντικείμενο και το τραπεζομάντηλο «με κλάρες στο χρώμα του σάπιου μήλου». Πως κάπου γνωρίζεις ήδη την κάθε γωνιά του δωματίου. Κάπου ξέρεις τη ραδιοφωνική εκπομπή που ξεκινά να μεταδίδει τη μουσική της ζωής όταν «οι ουρανοί γίνονται δύο ταυτόχρονα» πάνω από το θερινό σινεμά του νησιού.
Όταν ο Χουλιαράς ξεκινά την πορεία του αγγίζοντας τα πράγματα, βλέπει τις δύο διαστάσεις τους, ζωγραφίζει τις λέξεις και λέει τα χρώματα με λέξεις, θέλει να είναι ένας κοινωνικά αμαθής, που δεν του αρέσει η Γραμματική. Και τότε όλοι, ο Στέργιος, ο Βαγγέλης, αλλά και η Ραραού του Μάτεση, έρχονται και εφάπτονται στην αίσθηση. Όμως μοιάζει σαν να τους κρατά κάτι αλλού, λίγο πιο πέρα, ένα σπάραγμα φράσης που είναι μισοειπωμένη, μια ταχύτητα στο κορμί που πάει να ξεκινήσει να τρέχει και μένει να περιμένει την πιστολιά του αφέτη. Ο ήρωας του Νίκου Χουλιαρά υπνοβατεί και ζωγραφίζει και τραγουδά μισά στιχάκια, σπαράγματα από τραγούδια που «πάνε» να γίνουν και ξαναγυρνούν με μια επιβράδυνση. Το μόνο που μένει είναι το μαύρο, κατάμαυρο σώμα του θνητού ανθρώπου που είσαι εσύ και που είμαι εγώ και που πάει ξοπίσω από αυτό το μικρό φωτάκι εκεί στο βάθος. Είναι η σαρκαστική πορεία προς την εξαφάνιση, πορεία που την υποδεικνύει ο Φώτης Κόντογλου και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Νίκος Εγγονόπουλος και όλοι οι πτωχοπρόδρομοι.
Το παρόν του Χουλιαρά είναι η Ελλάδα που στέκεται στο διηνεκές, πασπατεύοντας τη φάτσα μιας μικρής ζητιάνας στη γωνία, είναι ο Σταύρος Γαλαζούλας «με τα δικά του σπλάχνα», τα κλειστά σπίτια και τα μαγαζιά και τα ρούχα που παγώνουν στεγνώνοντας απλωμένα στα σύρματα, η Μεγάλη Άρκτος και ο ουρανός «με τους πλανήτες και τους απλανείς», η φάτσα ενός ξένου που κοιμάται στο χαρτόκουτο δίπλα σε «μια φούντα από νερό και πάχνη», τα πεσμένα μούτρα μιας μάνας που ζηλεύει, ενός πατέρα που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, ενός τρίτου, του κανονικού απατεώνα, που μας λέει τώρα πώς να αναπνέουμε και προς τα πού να πάμε.
Και, τελευταίοι, έρχονται οι πεθαμένοι, αυτοί που τους βλέπουμε να εξαφανίζονται σιγά-σιγά κάτω από το χώμα. Αυτοί που μας αφορούν, αυτοί που τους ψάχνουμε. Να είναι, ίσως, μια ανοιχτή εγκυκλοπαίδεια που πρέπει να ψηλαφήσεις τους ορισμούς της; Έχουν μάτια χρώμα βαθύ καστανό, που μας προτρέπουν να θυμηθούμε και να αφηγηθούμε και να τα πούμε, όλα αυτά, λίγο λίγο, σταδιακά, σαν σταγόνες νερό που θα γεμίσουν μιαν άδεια μνήμη και θα κινήσουν ένα κάτι παγωμένο, σαν επιθυμία…