Η Γιούλη Αναστασοπούλου παρουσιάζει την πρωτεμφανιζόμενη Νάσια Διονυσίου (*)
Πώς προέκυψε το βιβλίο;
Το βιβλίο φανερώθηκε όταν μέσα από ένα σώμα κειμένων που είχα γράψει άρχισε να σκιαγραφείται το πραγματικό σώμα μιας γυναίκας· μιας γυναίκας με σάρκα και αίμα, με αγωνίες, προσδοκίες, διαψεύσεις, μιας γυναίκας που μπορεί και να ήμουν εγώ ή εσύ ή ίσως ένα αρχέτυπο, μιας γυναίκας που διαθλάται πάντως –πολύπλοκη, αυθύπαρκτη και τραγική, ως κάθε άνθρωπος– στο εδώ και στο τώρα και αναμετριέται με διαχρονικά πανομοιότυπα ανθρώπινα ζητήματα.
Βάλε μας λίγο στο κλίμα με ένα μικρό απόσπασμα.
Παρότι η «Περιττή Ομορφιά» αποτελείται από δώδεκα αυτόνομα διηγήματα, συγκροτείται ως ενότητα παρουσιάζοντας αποσπάσματα από τη ζωή μιας σύγχρονης Εύας, που την ίδια στιγμή είναι και Λίλιθ και μάνα και γάτα, ένα κορίτσι που τρέχει στο πάρκο, μια προσφυγοπούλα από τη Συρία… Επιλέγω μία φράση από κάθε διήγημα, που νομίζω πως μπορούν να αποδώσουν αυτή τη σύνθεση:
«Στο φως είδα το κορμί μου· κι ήταν καλό.» «Οι πάσσαλοι δρομείς που σκουντιούνται ξαναμμένοι, ιδρωμένοι, θρασείς· αν εγώ είμαι το τέρμα, στην αλλαγή της σκυτάλης θα πέσουν πάνω μου.» «Εγώ έχω το όνομα της γιαγιάς. Η γιαγιά όλο μάζευε τα μπουκάλια κι έκρυβε τα κλειδιά κάτω από τις γλάστρες της αυλής.» «Δειλά η γυναίκα κοιτούσε τα μάτια που αντίκρυ της τρεμόπαιζαν – αδρά, υγρά, μάτια του κόσμου τούτου.» «Κι όλο δάγκωνε τα χείλη της, μην καταλάβει εκείνος για τον άλλο γιο, που η ίδια του ’χε πλύνει την όψη με ανθόνερο…» «Μα συ που ούτε τη μάνα μου δεν πρόστρεξες μήτε στης γέννας της τους πόνους μήτε στ’ ανακάλεμά της (…) θαρρείς πως ξέρεις τι σημαίνει να φρίττει ο ουρανός;» «Δουλειά. Και πώς αλλιώς θα σπούδαζε το κορίτσι του; Πώς θα τα έβγαζαν πέρα;» «Όμως το κοριτσάκι την έχει φτάσει, απλώνει το χεράκι του ενώ κι η γυναίκα απλώνει το δικό της· προχωρούν τώρα πιασμένες – ίδιες, ίδιες, θαρρείς ολόιδιες.» «Ποιο είναι το όνομά μου; Πετάγομαι. Με λένε Άννα, Αθανασία, Εύα. Με λένε Εύα.» «Όμως εκείνος δεν με θυμόταν. Με είχε ξεχάσει. Από πάντα. Ε, τότε κι εγώ τον επινοούσα.» «Αν ήσουν πλανήτης, θα ήταν ο ήλιος σου.» «Σέλας, το είπαν. Η ουράνιες μπαλαρίνες. Ομορφιά. Περιττή ομορφιά. Η ζωή.»
Πώς γράφεις; Είσαι τύπος που τα κλείνει όλα και συγκεντρώνεται;
Ναι, είμαι κι εγώ απ’ εκείνους που για να γράψουν χρειάζονται κάτι περισσότερο από την απαραίτητη γραφική ύλη: λίγη σιωπή και μοναξιά, όπως είχε σημειώσει ο Ρίλκε. Έχω ανάγκη αυτή τη συγκέντρωση, ώστε να μπορώ να επεξεργαστώ πρώτα μέσα μου αυτά για τα οποία θέλω να μιλήσω, να τα αποσυνθέσω επιχειρώντας να τα συνθέσω εκ νέου και απ’ αρχής, να αφουγκραστώ τη φωνή τους για να μπορώ να την οικειοποιηθώ και να την κάνω δηλωτική, ταυτόχρονα, μιας υπέρτερης αλήθειας. Το να βρω, όμως, αυτόν τον αδιάσπαστο χρόνο είναι κάτι αρκετά δύσκολο.
Ποιος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής;
Το ότι συμβαίνει να υποτιμήσω πως η λογοτεχνία είναι μια τέχνη δύσκολη και πως δεν αρκεί το να κατέχω τις λέξεις, αλλά προϋποθέτει να μπορώ να τις κάνω να υποβάλλουν περισσότερα από αυτά που σημαίνουν. Πως είναι άλλο το να απλοποιώ κι άλλο το να μιλάω απλά, άλλο το να ψεύδομαι κι άλλο το να επινοώ, άλλο το να αναπαριστώ την πραγματικότητα κι άλλο να κατορθώνω να τη μετέρχομαι για να μιλήσω για τον άνθρωπο. Από την άλλη, το ότι συχνά αισθάνομαι να παραλύω απέναντι σε αυτές τις δυσκολίες είναι για εμένα ο έτερος εχθρός της διαδικασίας της γραφής. Δεν είμαστε ποιητές, σημαίνει φεύγουμε, έγραψε ο Σαραντάρης, σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα, παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους…
Τι θεωρείς υπερεκτιμημένο σε ένα βιβλίο;
Θεωρώ υπερεκτιμημένο ένα βιβλίο που ξεχωρίζει εξαιτίας ενός και μόνο χαρακτηριστικού του – ας πούμε της ιστορίας ή της μορφικής πρωτοτυπίας του ή της συγκίνησης που προκαλεί. Κατά τη δική μου γνώμη, σημαντικό είναι εκείνο το βιβλίο στο οποίο μορφή και περιεχόμενο δένουν σχεδόν αδιάσπαστα, εξωθώντας ταυτόχρονα στα άκρα τη δυνατότητα του αναγνώστη να σκέφτεται, να αισθάνεται, να αποκτά συνείδηση, ή έστω υποψία, του ποιος είναι ή ποιος θα μπορούσε να είναι.
Αγαπημένο απόσπασμα ή φράση απο βιβλίο που σε καθήλωσε.
Είναι μια σκηνή από την Αθανασία του Κούντερα (Μτφρ. Κ. Δασκαλάκη, εκδ. Εστία), στην οποία συνειδητοποίησα πως μια φαινομενικά ασήμαντη χειρονομία, μια απειροελάχιστη κίνηση, μπορεί να είναι ισάξια ενός έργου τέχνης· πως μπορεί ακόμα και να βρίσκεται στον πυρήνα ενός έργου τέχνης, αφού η τέχνη σε αυτό είναι που τελικά αποβλέπει – στην ανανοηματοδότηση του οριακού της ανθρώπινης ύπαρξης και στη μετατόπιση του ανθρώπου από τα παρασκήνια της ιστορίας στη σκηνή της.
«Χωρίς να σταματήσει, γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του, χαμογέλασε και ξεδίπλωσε χαρούμενα το μπράτσο της στον αέρα, με ελαφράδα και απλότητα, σαν για να εξαπολύσει προς τον ουρανό ένα πολύχρωμο μπαλόνι. Αυτή η στιγμή κατά την οποία, ξαφνικά, χωρίς καμιά προετοιμασία, κομψά κι απερίσκεπτα, η Ανιές σήκωσε το χέρι, αυτή η στιγμή είναι υπέροχη. Πώς είχε μπορέσει να βρει, μέσα σ’ ένα κλάσμα δευτερολέπτου και από την πρώτη κιόλας φορά, μια κίνηση του σώματος και του βραχίονα τόσο τέλεια, τόσο ολοκληρωμένη όσο κι ένα έργο τέχνης;»
Πού βλέπεις τον εαυτό σου, τι επιθυμείς;
Θέλω να τολμήσω το δεύτερο βήμα στην πεζογραφία, η αγωνία, όμως, είναι μεγαλύτερη τώρα, ίσως γιατί έχω απολέσει την άγνοια κινδύνου της πρώτης φοράς, ίσως γιατί με ενδιαφέρει να εξελιχθώ, αποφεύγοντας την παγίδα της επιτηδευμένης ή στείρας ανακύκλωσης. Στο μεταξύ, απολαμβάνω να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω βιβλία που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής, για να δανειστώ από τον Κάφκα, και να πειραματίζομαι με τους χρωματισμούς της γλώσσας, τη ρευστότητα των διαφόρων ειδών λόγου, τους δυνητικούς τρόπους ανασύστασης της εσωτερικής συνείδησης του ανθρώπου και της ροής των ιστορικών γεγονότων.
Τι σημαίνει για σένα η υποψηφιότητα στα βραβεία του Αναγνώστη.
Παρακολουθώ αδιάλειπτα τη θεματογραφία του Αναγνώστη, εμπιστεύομαι τις κριτικές αναλύσεις του, ανακαλύπτω τα καινούρια βιβλία και τους νέους συγγραφείς που συστήνει, γνωρίζω καλά πως ο θεσμός των βραβείων του έχει καταστεί ένας από τους σημαντικότερους στον χώρο των ελληνικών γραμμάτων. Η συμπερίληψή μου στις μικρές λίστες σήμαινε, επομένως, τη συμπερίληψή μου σε αυτόν το θαυμαστό κόσμο του Αναγνώστη και γιατί όχι, μια στιγμή που σκέφτηκα πως μέσα από το βιβλίο μου ίσως να μπόρεσα να συνομιλήσω με κάποιους ανθρώπους για την κοινή ζωή, τους κοινούς πόνους, την ομορφιά.
(*)Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε και ζει στην Κύπρο. Σπούδασε Νομική και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αντικείμενο με το οποίο ασχολείται επαγγελματικά. Είναι μητέρα της Μυρτώς. Το 2017 εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων, με τον τίτλο «Περιττή ομορφιά» (εκδόσεις Το Ροδακιό), που περιλήφθηκε στις Μικρές Λίστες των Βραβείων «Αναγνώστης» 2018, στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενος στην Πεζογραφία».