Της Κατερίνας Σχινά.
«Βαρέθηκα να είμαι Βάσκος!» Ιδιαίτερα αναπάντεχη, η δήλωση αυτή του Μπερνάρντο Ατσάγα – του Βάσκου συγγραφέα που πέρασε για μερικές ώρες από την Αθήνα με αφορμή την έκδοση του μυθιστορήματός του «Ο γιος του ακκορντεονίστα» σε μετάφραση Στ. Ιωαννίδη από το ‘Εκκρεμές’ της Χριστίνας Ζήση, και συναντήθηκε με τους αναγνώστες του στην φιλόξενη αίθουσα του Ινστιτούτου Θερβάντες – προτάχθηκε σαν απάντηση στην ερώτηση κάποιου ακροατή αν και σε ποιο βαθμό απασχολεί τη σύγχρονη ισπανική λογοτεχνία το τραύμα του φρανκικού καθεστώτος. Αναπάντεχη, γιατί ο Ατσάγα γράφει τα βιβλία του στα βασκικά, υπερασπιζόμενος μια γλώσσα που κινδυνεύει, θέλοντας να την διασώσει από τη φθορά και τον θάνατο. Κι ακόμη πιο αναπάντεχη, αφού ο συγγραφέας προέρχεται από οικογένεια δημοκρατικών που έχει υποστεί τα πάνδεινα στη διάρκεια της πολύχρονης δικτατορίας, ενώ ο ίδιος, στα νιάτα του, ριζοσπαστικοποιήθηκε πολιτικά, εμπλεκόμενος, έστω και για μικρό διάστημα, με τις δραστηριότητες της αυτονομιστικής οργάνωσης ΕΤΑ.
Από την άλλη, όχι και τόσο αναπάντεχη. Αρκεί να θυμηθούμε τις διώξεις που υπέστησαν οι Βάσκοι επειδή επέμεναν να χρησιμοποιούν δημόσια την πανάρχαια και ανάδελφη γλώσσα τους, συνώνυμη, για τους φασίστες του Φράνκο με την εξέγερση και την ανυπακοή. Η αντίδραση του Ατσάγα δεν σημαίνει άρνηση της ταυτότητάς του, κάθε άλλο• προσυπογράφει, εξάλλου, με όλους τους τρόπους, την περίφημη αποστροφή «πατρίδα μου είναι η γλώσσα», επιμένοντας να γράφει στην ‘εουσκάρα’, την βασκική, να αναδεικνύει την ομορφιά και τον πλούτο μιας ντοπιολαλιάς που διαθέτει δεκάδες λέξεις για το μήλο, άλλες τόσες για την πεταλούδα, κι έναν λυρισμό ριζωμένο στη γη και τις παραδόσεις της. Εκείνο το “Βαρέθηκα!” που θα αναφωνήσει σχεδόν απαυδισμένος μπροστά στο κοινό της Αθήνας, απλώς εκφράζει την εναντίωση στο στερεότυπο που για δεκαετίες θεωρούσε την χρήση της βασκικής ως ένδειξη λυσσαλέου εθνικισμού και τον χρήστη της ως ‘συνεργάτη της ΕΤΑ’. Και ταυτόχρονα, την ώριμη εναντίωσή του στην τρομοκρατία στην οποία εξελίχθηκε ο αγώνας των Βάσκων να διατηρήσουν την ιδιοπροσωπία τους. Το βιβλίο του «Ο γιος του ακκορντεονίστα», μυθιστόρημα πολιτικό, που εκκινεί από το κοινό έγκλημα ναζιστών και φασιστών, τον βομβαρδισμό των αμάχων της Γκερνίκας το 1937, για να φτάσει ως τις μέρες μας, και ταυτόχρονα τρυφερό bildungsroman που παρακολουθεί την προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να εξιχνιάσει το δύσοσμο παρελθόν του πατέρα του και να βρει τη θέση του στον κόσμο, αποτυπώνει εξαιρετικά αυτήν την στάση του συγγραφέα. Και μας θυμίζει το δράμα όλων των μειονοτικών λαών που συνθλίφτηκαν ή παραλίγο να συνθλιβούν από αυταρχικά κεντρικά καθεστώτα. Ας το διαβάσουμε.